Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ο γε­ρω–Δαυ­ΐδ ὁ Καυ­σο­κα­λυ­βί­της, ἂν καί ἦ­ταν φι­λά­σθε­νος, τήν Δευ­τέ­ρα, Τε­τάρ­τη καί Πα­ρα­σκευή δέν ἔ­τρω­γε τί­πο­τε, ἐ­νῶ κά­θε 15 μέ­ρες οὔ­τε καί τήν Πέμ­πτη. Ἔ­κα­νε δη­λα­δή τρι­ή­με­ρο ἀ­νά δύ­ο ἑ­βδο­μά­δες. Ἔ­ζη­σε 95 χρό­νια καί ὥς τό τέ­λος του ἔ­κα­νε με­τά­νοι­ες.  

Ο γε­ρω–Δη­μή­τριος ὁ Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της ἦ­ταν Ἀν­τι­πρό­σω­πος τῆς Μο­νῆς. Ὅ­ταν ἀ­νε­βο­κα­τέ­βαι­νε μέ τά πό­δια Δάφ­νη–Κα­ρυ­ές, ἔ­λε­γε δε­κα­τρεῖς φο­ρές τούς χαι­ρε­τι­σμούς τῆς Πα­να­γί­ας ἀπ᾿ ἔ­ξω. 

Ο πα­πα–Δη­μή­τρης ὁ Γρη­γο­ρι­ά­της ἦ­ταν ἐ­νά­ρε­τος καί λει­τουρ­γοῦ­σε κά­θε μέ­ρα, ἄν καί εἶ­χε ὑ­περ­με­γέ­θη κή­λη πού τόν δυ­σκό­λευ­ε πο­λύ. Τόν ἐ­ξέ­λε­ξαν Ἡ­γο­ύ­με­νο, ἀλ­λά πα­ρη­τή­θη τῆς ἡ­γου­με­νί­ας, ἐ­πει­δή τόν ἐμ­πό­δι­ζε στό νά λει­τουρ­γῆ κά­θε μέ­ρα. 

Ο γε­ρω–Δη­μή­τριος ὁ Γρη­γο­ρι­ά­της γεν­νή­θη­κε στήν Μεσ­ση­νί­α τό ἔ­τος 1930. Στήν Μο­νή Γρη­γο­ρί­ου κοι­νο­βί­α­σε τό 1953. Ἦ­ταν ὑ­πό­δειγ­μα τε­λε­ί­ας ὑ­πα­κο­ῆς στόν Ἡ­γο­ύ­με­νο, ἀλ­λά καί σέ ὅ­λους το­ύς ἀ­δελ­φο­ύς. Τό πρό­σω­πό του ἦ­ταν χα­ρι­έ­στα­το, εἰ­ρη­νι­κό καί φω­τει­νό.    

Ἦ­ταν τε­λε­ί­ως ἀ­γράμ­μα­τος, με­γά­λος ἀ­γω­νι­στής, πο­λύ ἁ­πλός καί τα­πει­νός, ἅ­γιος ἄν­θρω­πος. Κάποτε τόν ρώ­τη­σαν οἱ πα­τέ­ρες πῶς νά νι­κή­σουν τόν ἐ­γω­ϊ­σμό καί το­ύς ἀ­πάν­τη­σε: «Δέν ξέ­ρω τί εἶ­ναι αὐ­τό τό πρᾶγ­μα. Ρω­τῆστε τόν Ἡ­γο­ύ­με­νο». 

Ὅ­λη τή νύ­χτα ἀ­γρυ­πνοῦ­σε. Οἱ πα­τέ­ρες πού ἔ­με­ναν στά δι­πλα­νά κελ­λιά τόν ἄ­κου­γαν νά κά­νη με­τά­νοι­ες, νά προ­σε­ύ­χε­ται καί, ὅ­ταν ὁ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός δέν ξυ­πνοῦ­σε στήν ὥ­ρα του, πή­γαι­νε αὐ­τός καί τόν  φώ­να­ζε. 

Κάποτε τόν ρώ­τη­σαν, πό­σα κομ­πο­σχο­ί­νια κά­νει, καί ἀ­πάν­τη­σε: «Καμ­μιά σα­ραν­τα­ριά». Ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε ὅ­τι ἔ­κα­νε ἐ­νε­νῆν­τα κομ­πο­σχο­ί­ναι, καί μά­λι­στα πρίν ἀπό τήν ἀ­κο­λου­θί­α. 

Κάποια νύ­χτα, ἐ­νῶ ἀ­γρυ­πνοῦ­σε προ­σευ­χό­με­νος, μπῆ­κε μέ­σα στό κελ­λί του μί­α κο­ρο­ύ­λα. Ἀ­φοῦ ἐ­ξέ­τα­σε καί βε­βαι­ώ­θη­κε ὅ­τι δέν ἦ­ταν πει­ρα­σμός, ἀλ­λά ἡ ἁ­γί­α Ἀ­να­στα­σί­α, τήν προ­σκύ­νη­σε καί τήν εἶ­χε σέ με­γά­λη εὐ­λά­βεια. Πη­γα­ί­νον­τας στόν Ἑ­σπε­ρι­νό περ­νοῦ­σε πάν­τα ἀ­πό τό πα­ρεκ­κλή­σι της καί προ­σκυ­νοῦ­σε.  

Στήν ἡ­λι­κί­α τῶν 46 ἐ­τῶν πῆ­γε φα­γη­τό στο­ύς πα­τέ­ρες πού ἔ­σκα­βαν τό ἀμ­πέ­λι καί μα­ζί τους ἦ­ταν καί ὁ Ἡ­γο­ύ­με­νος. Ἐ­νῶ ἔ­τρω­γαν, το­ύς εἶ­πε τό ἑ­ξῆς: «Ὅ­ταν ἐ­κοι­μή­θη ὁ Γέροντάς μου, ὁ πα­πα–Βησ­σα­ρί­ων, ἤ­μουν στό κελ­λί μου, κα­θι­σμέ­νος στό κρεβ­βά­τι καί ἔ­κα­να κομ­πο­σχο­ί­νι. Ἄ­κου­σα μί­α φω­νή: ”Πέθανε ὁ Γέροντάς σου καί θά πε­θά­νουν καί ἄλ­λοι­”. Ἀλ­λά ποι­οί;». Καί ἔ­κα­νε μί­α κί­νη­ση σάν νά μήν ἤ­ξε­ρε, ἀλ­λά ἐν­νο­οῦ­σε τόν ἑ­αυ­τό του.  

Ὕ­στε­ρα ἀ­πό λί­γες μέ­ρες ἀρ­ρώ­στη­σε ἀ­πό σκλή­ρυν­ση κα­τά πλά­κας καί σι­γά–σι­γά πα­ρέ­λυ­ε. Εἶ­χε ἕ­να λα­δο­φά­να­ρο καί κά­θε πρωΐ μέ πολ­λή ἀ­γά­πη πε­ρί­με­νε ἕ­ναν δό­κι­μο γιά νά τόν συ­νο­δε­ύ­η μέ­χρι τό ναό. Πάντα μέ τό δε­ύ­τε­ρο τά­λαν­το κα­τέ­βαι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α.  

Ἄν καί ἡ ἀ­σθέ­νειά του τόν ἔ­κα­νε νά πα­ρα­λύ­η σι­γά–σι­γά, πάν­τα ἐρ­γα­ζό­ταν ὅ­σο μπο­ροῦ­σε. Ἑ­το­ί­μα­ζε τά κα­λα­θά­κια μέ τά πρό­σφο­ρα, τό νά­μα καί τό ζέ­ον γιά ὅ­λους το­ύς πα­πά­δες πού λει­τουρ­γοῦ­σαν στά πα­ρεκ­κλή­σια, καί τά το­πο­θε­τοῦ­σε στό ἀ­πο­θη­κά­κι τοῦ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ. Ἀ­πό κεῖ περ­νοῦ­σαν καί τά ἔ­παιρ­ναν οἱ ἱ­ε­ρεῖς γιά νά λει­τουρ­γή­σουν.  

Ὅ­ταν πλέ­ον πα­ρέ­λυ­σε καί κα­θη­λώ­θη­κε στό κρεβ­βά­τι, ἔ­λε­γε συ­νε­χῶς τήν εὐ­χή. Εἶ­χε βά­λει ἕ­να κα­ρο­ύ­λι, ὅ­που πά­νω του γύ­ρι­ζε τό κομ­πο­σχο­ί­νι, καί τρα­βοῦ­σε συ­νέ­χεια λέ­γον­τας τήν εὐ­χή. Σι­γά–σι­γά, ὅ­ταν πλέ­ον δέν μπο­ροῦ­σε νά τρα­βᾶ τό κομ­πο­σχο­ί­νι, κοι­τοῦ­σε τό ρο­λό­ϊ καί σύμ­φω­να μέ τόν δε­ί­κτη τῶν δευ­τε­ρο­λέ­πτων ἔ­λε­γε ρυθ­μι­κά τήν εὐ­χή. 

Ὅ­ταν ὁ μο­να­χός πού τόν βο­η­θοῦ­σε νά πά­η στήν Ἐκ­κλη­σί­α τόν ρώ­τη­σε κά­πο­τε νά κά­νουν πα­ρά­κλη­ση στήν ἁ­γί­α Ἀ­να­στα­σί­α γιά νά τόν κά­νη κα­λά, ἀ­πάν­τη­σε: «Τώ­ρα πρέ­πει νά φύ­γω, για­τί ἐ­κεῖ πά­νω εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρα». Καί μά­λι­στα προ­ει­δο­πο­ί­η­σε «θά μέ βρῆτε ἕ­να πρωΐ». Καί πράγ­μα­τι τόν βρῆ­καν ἕ­να πρω­ϊ­νό κε­κοι­μη­μέ­νον μέ πρό­σω­πο φω­τει­νό καί φαι­νό­ταν σάν νά προ­σε­ύ­χε­ται. Ἐ­κοι­μή­θη τό ἔ­τος 1976. 

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα