Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

   Ο γε­ρω Συ­με­ών ὁ Γρη­γο­ρι­ά­της γεν­νή­θη­κε στήν Πάτρα τό ἔ­τος 1922. Ἔ­μει­νε ὀρ­φα­νός ἀ­πό τήν γέν­νη­σή του. Ἡ μη­τέ­ρα του ἐ­κοι­μή­θη μό­λις τόν γέν­νη­σε καί ὅ­ταν ἔ­γι­νε πέν­τε ἐ­τῶν ἔ­χα­σε καί τόν πα­τέ­ρα του. Τόν ἀ­νέ­λα­βαν κά­ποι­οι συγ­γε­νεῖς του καί σέ ἡ­λι­κί­α 17 ἐ­τῶν ἦρ­θε νά μο­νά­ση στήν Μο­νή Γρη­γο­ρί­ου, ὅ­που ἔ­ζη­σε 60 χρό­νια μέ­χρι τήν κο­ί­μη­σή του.

   Πέρασε ἀ­πό πολ­λά δι­α­κο­νή­μα­τα. Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός, κη­που­ρός, μά­γει­ρας, μάγ­κι­πας, τρα­πε­ζά­ρης, κο­ναξῆς καί δα­σι­κός. Τό τε­λευ­ταῖ­ο του δι­α­κό­νη­μα γιά πολ­λά χρό­νια ἦ­ταν τό πιό τα­πει­νό καί ἄ­ση­μο. Σκού­­πι­ζε τό καλ­ντε­ρί­μι ἀ­πό τόν Ἀρ­σα­νᾶ μέ­χρι τήν Μο­νή καί μά­ζευ­ε τίς κο­πρι­ές τῶν ζώ­ων. Ἦ­ταν ζω­σμέ­νος μέ ἕ­να τσου­βά­λι νά­ϋ­λον στήν μέ­ση γιά πο­διά, φο­ροῦ­σε ἀντί γιά σκοῦ­φο μία κάλ­τσα καί πά­νι­να ἤ λα­στι­χέ­νια ὑ­πο­δή­μα­τα μπα­λω­μέ­να. Ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα χει­μῶ­να–κα­λο­κα­ί­ρι ὑ­πο­μο­νε­τι­κά σκο­ύ­πι­ζε σι­ω­πη­λός, σο­βα­ρός καί μουρ­μο­ύ­ρι­ζε συ­νε­χῶς προ­σευ­χές.

   Ἄν καί ἦ­ταν ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τος καί δι­ά­βα­ζε συλ­λα­βι­στά, εἶ­χε μά­θει ἀπ᾿ ἔ­ξω το­ύς χαι­ρε­τι­σμο­ύς τῆς Πα­να­γί­ας, τοῦ Σταυ­ροῦ, τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου, τῶν Εἰ­σο­δί­ων καί τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου. Ὅ­ταν τόν χαι­ρε­τοῦ­σαν αὐ­τός δέν ἀν­τα­πέ­δι­δε. Ἄν ὁ ἄλ­λος ἐ­πέ­με­νε τοῦ ἔ­λε­γε μέ προ­σποι­η­τή αὐ­στη­ρό­τη­τα: «Μή μέ δι­α­κό­πτης, λέ­ω το­ύς Χαι­ρε­τι­σμο­ύς».

   Ἕ­να ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτο ση­μεῖ­ο στήν ἄ­ση­μη ἐρ­γα­σί­α τοῦ γε­ρω–Συ­με­ών ἦ­ταν καί τό ἑ­ξῆς: Ἄν τόν ἐ­παι­νοῦ­σες γιά τήν τε­λει­ό­τη­τα μέ τήν ὁ­πο­ί­α σκο­ύ­πι­ζε τό καλ­ντε­ρί­μι ἀ­παν­τοῦ­σε μέ με­γά­λη σο­βα­ρό­τη­τα: «Μά βέ­βαι­α! Δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά γί­νη ἀλ­λοι­ῶς. Σήμερα θά ἔλ­θει ἡ Βα­σί­λισ­σα τῶν Οὐ­ρα­νῶν· (ἤ ὁ Δε­σπό­της Χρι­στός· ἤ ὁ μέ­γας Ἱ­ε­ράρ­χης Νι­κό­λα­ος· ἤ ὁ μέ­γας Στρα­τάρ­χης τοῦ Χρι­στοῦ Γε­ώρ­γιος κ.ο.κ.)», ἀ­να­φέ­ρον­τας τά ὀ­νό­μα­τα τοῦ Χρι­στοῦ, τῆς Πα­να­γί­ας ἤ τοῦ Ἁ­γί­ου, τῶν ὁ­πο­ί­ων τήν ἱ­ε­ρά μνή­μη ἑ­τοι­μάζονταν νά ἑ­ορ­τά­σου­ν. Ἔ­τσι στό ἀν­θρώ­πι­νο καί εὐ­τε­λές ἔρ­γο του ὁ γε­ρω–Συ­με­ών ἔ­δι­νε ἕ­να πο­λύ ὑψη­λό καί ἱ­ε­ρό νό­η­μα, μί­α θε­ο­λο­γι­κή χροιά.

   Οἱ φλέ­βες τῶν πο­δι­ῶν του εἶ­χαν κα­τα­στρα­φῆ, ἦ­ταν πο­λύ δι­ωγ­κω­μέ­νες καί τά πό­δια του πάν­τα πο­λύ πρη­σμέ­να. Εἶ­χε πο­λύ δυ­να­το­ύς πό­νους. Πα­ρά ταῦ­τα οὐ­δέ­πο­τε πα­ραπο­νιόταν. Γε­λοῦ­σε βλέ­πον­τας τά κα­τε­στραμ­μέ­να ἀ­πό τήν ὑ­περ­βο­λι­κή κα­τα­πό­νη­ση πό­δια του. Ἐν το­ύ­τοις δέν ἐν­νο­οῦ­σε νά στα­μα­τή­ση τό πο­λύ­ω­ρο δι­α­κό­νη­μά του, οὔ­τε ἀ­νέ­κο­πτε τήν προ­θυ­μί­α μέ τήν ὁ­πο­ί­α ἔ­τρε­χε νά ὑ­πη­ρε­τῆ ὅ­λους, ὡς βο­η­θός τοῦ μάγ­κι­πα, ἤ τοῦ δο­χει­ά­ρη, ἤ ὅ­ποι­ου ἄλ­λου εἶ­χε ἀ­νάγ­κη. Ἐρ­γα­ζό­ταν τίς πιό πολ­λές ὧ­ρες ἀπ᾿ ὅ­λους, πάν­τα μέ ὄ­ρε­ξη καί μο­να­δι­κή αὐ­το­θυ­σί­α.

   Ὅ­ταν ἤ­θε­λε νά πλύ­νη τά πό­δια του, γιά νά μή κου­ρά­ζη κα­νέ­ναν, ἔρ­ρι­χνε νε­ρό μέ τό λά­στι­χο πά­νω τους καί τά ἔ­τρι­βε μέ τήν σκο­ύ­πα βο­ύρ­τσα πού εἶ­χε γιά νά σκου­πί­ζη.

   Ἔδειχνε ὅ­τι εἶ­χε ἀρ­κε­τά τρω­τά. Θύμωνε, χει­ρο­δι­κοῦ­σε, δέν ἦ­ταν συ­νε­πής στίς ἀ­κο­λου­θί­ες. Ἀλ­λά ὅ­λα αὐ­τά τά ἔ­κα­νε σκό­πι­μα, γιά νά μή τόν ἔ­χουν σέ εὐ­λά­βεια καί νά τόν κρί­νουν αὐ­στη­ρά. Ἔ­τσι το­πο­θε­τοῦ­σε τόν ἑ­αυ­τό του στήν τε­λευ­τα­ί­α θέ­ση καί μέ το­ύς τρό­πους του ἀ­νάγ­κα­ζε καί το­ύς ἄλ­λους νά μή τόν ἔ­χουν σέ καμ­μί­α ὑ­πό­λη­ψη. Τά πε­ρισ­σό­τε­ρα ὅ­μως πε­ρι­στα­τι­κά τῆς ζω­ῆς του φα­νε­ρώ­νουν ἕ­ναν ἄν­θρω­πο δο­σμέ­νο ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά στόν Θεό μέ ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή, μο­να­δι­κή αὐ­το­θυ­σί­α καί εἰ­λι­κρι­νῆ ἀ­γά­πη πρός ὅ­λους, ἔ­στω κι ἄν οἱ ἀ­πό­το­μοι τρό­ποι του ἔ­δει­χναν ὅ­τι δέν εἶ­χε.

   Ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος κά­πο­τε σέ κά­ποι­ους προ­σκυ­νη­τές τῆς Μο­νῆς ντυ­μέ­νους ὄ­χι εὐ­πρε­πῶς, το­ύς μά­λω­σε μέ κά­πως βα­ρει­ές ἐκ­φρά­σεις. Οἱ ἀ­δελ­φοί τῆς Μο­νῆς πού τόν ἄ­κου­σαν ­στε­νο­χω­ρήθηκαν γι᾿ αὐ­τό. Στρέ­φον­τας ὅ­μως τόν λό­γο του πρός το­ύς ἀ­δελ­φο­ύς ἀ­πε­κά­λυ­ψε τήν γε­μά­τη πό­νο καί ἀ­γά­πη καρ­διά του: «Το­ύς βλέ­πω καί πο­νά­ει ἡ ψυ­χή μου γιά τήν κα­τάν­τια τους. Οἱ ἄν­θρω­ποι σή­με­ρα χά­σαν τόν μπο­ύ­σου­λά τους». Τήν στιγμή πού ἔ­λε­γε αὐ­τά τά λό­για, τά μά­τια του ἦ­ταν γε­μᾶ­τα δά­κρυ­α.

   Μέ πο­λλή ἀ­γά­πη δι­α­κο­νοῦ­σε το­ύς ἀ­δελ­φο­ύς, ἔ­στω καί ἄν ἦ­ταν πο­λύ νε­ώ­τε­ροί του. Ὅ­σο κου­ρα­σμέ­νος κι ἄν ἦ­ταν ἀ­πό τό κο­πι­α­στι­κό δι­α­κό­νη­μά του καί τήν με­γά­λη ἡ­λι­κί­α του, θε­ω­ροῦ­σε με­γά­λη ἀ­νά­παυ­ση νά δι­α­κο­νῆ το­ύς ἄλ­λους, νά το­ύς φέρ­νη νε­ρό, ψω­μί, κρα­σί, φα­γη­τό (πού μέ με­γά­λη ἀ­γά­πη εἶ­χε φυ­λαγ­μέ­να γι᾿ αὐ­το­ύς ὅ­ταν λό­γῳ ἐρ­γα­σί­ας ἀ­που­σί­α­ζαν ἀ­πό τήν τρά­πε­ζα). Δι­η­γεῖ­ται νε­ώ­τε­ρος συγ­κοι­νο­βι­ά­της του: «Γυρ­νοῦ­σα ἀ­πό τό βου­νό βρά­δυ στό Μο­να­στή­ρι καί ὅ­λοι ἡ­σύ­χα­ζαν. Μόνο ὁ γε­ρω–Συ­με­ών μέ πε­ρί­με­νε. Μοῦ εἶ­χε κρα­τή­σει φα­γη­τό καί μοῦ ἔ­κα­νε πα­ρέ­α. Φρόν­τι­ζε νά μοῦ ἔ­χη καί δε­ύ­τε­ρη με­ρί­δα καί μέ δι­α­κο­νοῦ­σε μέ πολ­λή ἀ­γά­πη. Μέ συγ­κι­νοῦ­σε ἡ ἀ­γά­πη του».

   Μία ἀ­πό τίς φρον­τί­δες τοῦ γε­ρω–Συ­με­ών ἦ­ταν καί τά ζῶ­α τῆς Μο­νῆς. Πο­νοῦ­σε καί ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν γιά τά μου­λά­ρια πού κο­πία­ζαν συ­νέ­χεια με­τα­φέ­ρον­τας ξύ­λα, κη­που­ρι­κά ἤ δι­ά­φο­ρα ὑ­λι­κά γιά τίς ἀ­νάγ­κες τῆς Μο­νῆς. Ἄ­να­βε τά καν­δή­λια τοῦ πα­ρεκ­κλη­σί­ου τοῦ ἁ­γί­ου Μο­δέ­στου, προ­στά­του τῶν ζώ­ων, πού βρισκόταν στόν Ἀρ­σα­νᾶ τῆς Μο­νῆς, ἀ­κό­μη καί μέ ἀν­τί­ξο­ες και­ρι­κές συν­θῆ­κες. Προ­σευ­χόταν συ­νε­χῶς στόν Ἅ­γιο νά φυ­λά­η τά ζῶ­α ὑ­γι­ῆ. Ὑ­πέ­φε­ρε πο­λύ, ὅ­ταν τά ἔ­βλε­πε νά πά­σχουν. Ἡ ἀ­γά­πη του ὅ­μως ἐ­πε­κτε­ινόταν καί στά ἄλ­λα ζων­τα­νά, γά­τες ἤ που­λιά πού ὑ­πῆρ­χαν στήν Μο­νή. Ἡ σχέ­ση του ὅ­μως μέ τά ζῶ­α δέν εἶ­χε καμ­μί­α ὁ­μοι­ό­τη­τα μέ τίς «ζωολατρικές» τά­σεις πολ­λῶν συγ­χρό­νων. Ἔ­λε­γε κά­πο­τε σέ κά­ποι­ο ἀ­δελφό τῆς Μο­νῆς: «Τί χρει­ά­ζον­ται τό­σα γα­τιά; Νά τά δι­ώ­ξε­τε». Ὁ ἀ­δελ­φός τόν  ρώ­τη­σε τό­τε για­τί τά τα­ΐ­ζει, ἀ­φοῦ δέν τά θέ­λει. «Τί νά κά­νω, νά τά ἀ­φή­σω νά ψο­φή­σουν;», ἦ­ταν ἡ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ γε­ρω–Συ­με­ών. Οὐ­δέ­πο­τε τά ἄγ­γι­ζε, οὔ­τε ἔ­χα­νε μά­ται­α τόν χρό­νο του ἀ­σχο­λο­ύ­με­νος μέ αὐ­τά. Τά προ­σέ­φε­ρε ὅ­μως τήν ἀ­πα­ρα­ί­τη­τη τρο­φή. Γι᾿ αὐ­τό τά ζῶ­α τόν ἀ­γα­ποῦ­σαν καί ὅ­ταν τόν ἔ­βλε­παν ἔ­τρε­χαν πί­σω του.

   Κάποτε ἐρ­χό­με­νοι πε­ζοί ἀ­πό τίς Κα­ρυ­ές πρός τήν Μο­νή ὁ γε­ρω Συ­με­ών μα­ζί μέ τόν ἅγιο Κα­θη­γο­ύ­με­νο π. Γε­ώρ­γιο καί τόν π. Ἰ­γνά­τιο ἔ­χα­σαν τόν δρό­μο μέ­σα στό δά­σος. Ἐ­πει­δή ἄρ­χι­σαν νά κου­ρά­ζων­ται, ὁ γε­ρω Συ­με­ών προ­θυ­μο­ποι­ή­θη­κε πα­ρά τά ἑ­βδο­μῆν­τα χρό­νια του νά ση­κώ­ση στόν ὦμο του καί το­ύς τρεῖς ντορ­βά­δες (τοῦ Γέροντα, τοῦ π. Ἰ­γνα­τί­ου καί τόν δι­κό του). Ἐ­κτός αὐ­τοῦ σάν μι­κρό παι­δί ἄρ­χι­σε νά τρέ­χη μπρο­στά τους καί νά το­ύς δε­ί­χνη τόν δρό­μο, μέ­χρις ὅ­του ἔ­φθα­σαν κοντά στό σπί­τι τοῦ δά­σους τῆς Μο­νῆς.

   Ὅ­ταν δι­α­κο­νοῦ­σε στό δά­σος τῆς Μο­νῆς, τήν πα­ρα­μο­νή τῆς ἑ­ορ­τῆς τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου στόν ὁ­ποῖ­ον τι­μᾶ­ται τό Ἐκ­κλη­σά­κι τοῦ Δα­σο­νο­μεί­ου, ἦρ­θαν οἱ πα­τέ­ρες γιά νά κά­νουν τήν πα­νή­γυ­ρη καί ὁ γε­ρω–Συ­με­ών πῆ­γε νά ἑ­τοι­μά­ση τό κέ­ρα­σμα. Ἡ κο­ύ­τα ὅ­μως μέ τά λου­κο­ύ­μια ἦ­ταν γε­μά­τη μυρ­μήγ­κια. Ἔ­τρε­ξε τό­τε ὁ γε­ρω Συ­με­ών στήν εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου καί μέ εὐ­λά­βεια, πί­στη καί οἰ­κει­ό­τη­τα τόν πα­ρε­κά­λε­σε νά δι­ώ­ξη τά μυρ­μήγ­κια. Πῆ­ρε τρί­α λου­κο­ύ­μια τά ἔ­βα­λε σέ ἕ­να πι­α­τά­κι πα­ρα­δί­πλα καί εἶ­πε στά μυρ­μήγ­κια: «Νά φύ­γε­τε γρή­γο­ρα, για­τί ἔ­χε­τε νά κά­νε­τε μέ τόν υἱ­όν τῆς Βρον­τῆς». Σέ λί­γο μα­ζε­ύ­τη­καν ὅ­λα τά μυρ­μήγ­κια ἐ­κεῖ καί ἔ­λε­γε μέ χα­ρά ἀ­στε­ϊ­ζό­με­νος ὁ γε­ρω–Συ­με­ών: «Φο­βή­θη­καν τόν υἱ­όν τῆς Βρον­τῆς».  

   Ὅ­ταν κά­πο­τε ἔ­πρε­πε νά γί­νη ἀλ­λα­γή τοῦ Σταυ­ροῦ στόν κεν­τρι­κό τροῦλ­ο τοῦ Κα­θο­λι­κοῦ τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς, δύ­ο–τρεῖς πα­τέ­ρες χρει­ά­σθη­κε νά ἐρ­γά­ζων­ται ἐ­κεῖ ἐ­πί ἀρ­κε­τή ὥ­ρα μέ κίν­δυ­νο τῆς ζω­ῆς τους. Ὁ γε­ρω–Συ­με­ών τό­τε κλε­ί­σθη­κε στό κελ­λί του καί ἄρ­χι­σε νά κά­νη με­τά­νοι­ες μπρο­στά στά εἰ­κο­νί­σμα­τα μέ­χρι νά τε­λει­ώ­ση ἡ ἐρ­γα­σί­α, πα­ρα­κα­λών­τας τόν Θεό νά φυ­λά­η το­ύς πα­τέ­ρες.

   Ὅ­ταν ἦ­ταν κη­που­ρός βράχη­κε κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα τό παν­τε­λό­νι του καί τό ἅ­πλω­σε γιά νά στε­γνώ­ση. Φύσηξε ὅ­μως ἀ­έ­ρας καί τό πῆ­ρε. Ἔ­ψα­ξε καί δέν τό εὕ­ρι­σκε. Πῆ­γε ἀ­μέ­σως στό Ἐκ­κλη­σά­κι τοῦ ἁ­γί­ου  Τρύ­φω­νος καί τόν πα­ρε­κά­λε­σε νά τοῦ φέ­ρη γρή­γο­ρα τό παν­τε­λό­νι, γιά νά μήν κα­τέ­βη στό Μο­να­στή­ρι ὅ­πως ἦ­ταν. Καί πράγ­μα­τι μό­λις βγῆ­κε ἔ­ξω εἶ­δε τό παν­τε­λό­νι του κρε­μα­σμέ­νο στήν θέ­ση του.

   Τόν Αὔ­γου­στο τοῦ 1977 ἐ­πέ­στρε­φε στήν Μο­νή ὁ γέροντας Γε­ώρ­γιος μέ με­ρι­κο­ύς πα­τέ­ρες. Ἔ­πια­σε ὅ­μως ἕ­νας πο­λύ δυ­να­τός μα­ΐ­στρος καί τό κα­ρα­βά­κι πού πλη­σί­α­σε στόν Ἀρ­σα­νᾶ δέν μπο­ροῦ­σε νά πι­ά­ση. Κιν­δύ­νευ­σαν νά πνι­γοῦν. Τά κύ­μα­τα σκέ­πα­σαν τά Ἀρ­σα­νό­σπι­τα καί περ­νοῦ­σαν πά­νω ἀ­πό τόν Ἅ­γιο Μόδεστο. Οἱ πα­τέ­ρες στό Κα­θο­λι­κό ἔ­κα­ναν Πα­ρά­κλη­ση μέ ἀ­γω­νί­α καί προ­σε­ύ­χον­ταν ἀ­πό τήν καρ­διά τους. Ὁ γε­ρω–Συ­με­ών ἔ­πε­σε πρη­νη­δόν μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου καί ἔ­κλαι­γε γο­ε­ρῶς μέ λυγ­μο­ύς πα­ρα­κα­λών­τας τόν Ἅ­γιο νά σώ­ση τόν Γέροντα καί το­ύς πα­τέ­ρες. Ὁ Ἅ­γιος ἔ­κα­νε τό θαῦ­μα του. Πῆ­ραν τό καν­τή­λι τοῦ Ἁ­γί­ου καί μέ δυ­σκο­λί­α ἐξ αἰ­τί­ας τοῦ δυ­να­τοῦ ἀ­έ­ρα τό ἔρ­ρι­ξαν στήν θά­λασ­σα. Σέ λί­γο ἡ θά­λασ­σα κό­πα­σε καί σώ­θη­καν οἱ πα­τέ­ρες.

   Στίς με­γά­λες πυρ­κα­γι­ές τοῦ 1990, πού ἀ­πο­τε­φρώ­θη­κε με­γά­λο μέ­ρος τοῦ Ἁ­γι­ο­ρε­ί­τι­κου δά­σους, μία­ ὁ­μά­δα ἀ­πό ἀ­δελ­φο­ύς τῆς Μο­νῆς, με­τα­ξύ τῶν ὁ­πο­ί­ων καί ὁ γε­ρω–Συ­με­ών, βρι­σκό­ταν στήν πε­ρι­ο­χή ”ψόφια βό­δια­”, στήν ὁ­πο­ί­α ἐ­κε­ί­νη τήν στιγμή πλη­σί­α­ζε τό μέ­τω­πο τῆς φω­τιᾶς. Στό ση­μεῖ­ο ἐ­κεῖ­νο βρίσκον­ταν ὁ τό­τε ἀρ­χη­γός τοῦ Γ΄ Σώματος Στρα­τοῦ, ὁ τό­τε Ὑ­πουρ­γός Μα­κε­δο­νί­ας–Θρά­κης, πολ­λοί στρα­τι­ῶ­τες, δα­σο­πυ­ρο­σβέ­στες καί μο­να­χοί. Με­τά ἀ­πό ἀ­πό­το­μη ἔ­ξαρ­ση τῆς φω­τιᾶς, μί­α πύ­ρι­νη γλῶσ­σα πέ­ρα­σε ἀ­νά­με­σα ἀ­πό τό συγ­κεν­τρω­μέ­νο πλῆ­θος καί προ­σέ­βα­λε τό ἑ­πό­με­νο τμῆ­μα τοῦ δά­σους. Ἀ­ναγ­κά­σθη­καν τό­τε ὅ­λοι νά φύ­γουν ἀ­πό ἐ­κεῖ. Μόνο ὁ γε­ρω–Συ­με­ών πα­ρέ­μει­νε λέ­γον­τας το­ύς χαι­ρε­τι­σμο­ύς τῆς Πα­να­γί­ας καί δέν θά ὑ­πο­χω­ροῦ­σε ἀ­πό τόν ἤ­δη πλημ­μυ­ρι­σμέ­νο μέ κα­πνο­ύς τό­πο, ἄν δέν τόν τρα­βοῦ­σε μέ βί­α κά­ποι­ος ἀ­δελ­φός.

   Τίς νύ­χτες στό κελ­λί του ἀ­γρυ­πνοῦ­σε ὄρ­θιος, κά­νον­τας με­τά­νοι­ες καί προ­σευ­χές. Εἶ­χε ἁ­πλό­τη­τα παι­δι­κή καί αὐ­θόρ­μη­τα ἐ­πι­κα­λοῦν­ταν μέ ὄ­μορ­φους χα­ρα­κτη­ρι­σμο­ύς το­ύς Ἁ­γί­ους. Π.χ. «Βρέ παλ­λη­κά­ρι μου», ἔ­λε­γε στόν ἅ­γιο Δη­μή­τριο, «σέ πα­ρα­κα­λῶ κά­νε μου τήν χά­ρη».

   Κάποτε τρεῖς προ­σκυ­νη­τές ξε­κί­νη­σαν γιά τόν Ἅ­γιο Θε­ο­λό­γο. Ὁ γε­ρω–Συ­με­ών ἑ­τοι­μα­ζό­ταν κι αὐ­τός, ἀλ­λά το­ύς εἶ­πε νά μήν τόν πε­ρι­μέ­νουν: «Φύγετε καί ἔρ­χο­μαι καί ἐ­γώ». Πε­ρί­που με­τά ἀ­πό μί­α ὥ­ρα πο­ρε­ί­ας ἔ­φθα­σαν καί βρῆ­καν τόν γε­ρω–Συ­με­ών ξα­πλω­μέ­νο δί­πλα στόν δρό­μο πά­νω σ᾿ ἕ­να βρά­χο. Πότε καί ἀ­πό ποῦ πέ­ρα­σε, ἀ­φοῦ δέν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λος δρό­μος;

   Κάποτε ἔ­πε­σε λι­πό­θυ­μος μέ­σα στήν τρά­πε­ζα. Ὁ για­τρός τῆς Μο­νῆς τόν βρῆ­κε ξα­πλω­μέ­νο ὕ­πτιο στό δά­πε­δο. Ἡ πί­ε­σή του ἦ­ταν πο­λύ χα­μη­λή καί ὁ σφιγ­μός του ἐ­ξα­σθε­νη­μέ­νος. Πα­ρά ταῦ­τα, ὅ­ταν συ­νῆλ­θε εἶ­χε πο­λύ εὔ­θυ­μη δι­ά­θε­ση καί δέν δε­χό­ταν καμ­μί­α βο­ή­θεια. Θέλησαν νά φέ­ρουν φο­ρεῖ­ο νά τόν πά­ρουν στό κελ­λί του καί δέν δέ­χθη­κε: «Δέν μπο­ροῦν ὁ Χρι­στός καί ἡ Πα­να­γί­α νά μέ βο­η­θή­σουν;», εἶ­πε μέ βε­βαι­ό­τη­τα· καί κά­νον­τας μί­α προ­σπά­θεια ση­κώ­θη­κε καί πῆ­γε στό κελ­λί του.

   Οὐ­δέ­πο­τε δέ­χθη­κε τήν πα­ρα­μι­κρή βο­ή­θεια καί ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­ση, οὔτε ἕ­να πο­τή­ρι νε­ρό ἀ­πό κα­νέ­ναν.  Οὐ­δέ­πο­τε χρη­σι­μο­πο­ί­η­σε ζῶ­ο. Στό βου­νό ἀ­νέ­βαι­νε μέ τά πό­δια γιά ἄ­σκη­ση πα­ρά τήν ἡ­λι­κί­α του.

   Πα­ρα­κα­λοῦ­σε πάν­το­τε νά πε­θά­νη ὄρ­θιος, γιά νά μή κου­ρά­ση κα­νέ­ναν. Γι᾿ αὐ­τό, ἄν καί πολ­λο­ύς μῆ­νες πρίν ἀ­πό τόν θά­να­τό του ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πό σο­βα­ρή ἀ­σθέ­νεια τῶν σπλάγ­χνων καί ἔ­χα­νε πο­λύ αἷ­μα, ἀ­πέ­φευ­γε νά τό κοι­νο­ποι­ή­ση. Ἡ με­γά­λη ἐ­ξάν­τλη­ση πού εἶ­χε, δέν μπο­ροῦ­σε νά νι­κή­ση τήν παλ­λη­κα­ριά του καί τήν με­γά­λη ἐλ­πί­δα του καί ἐμ­πι­στο­σύ­νη του στόν Χρι­στό καί στήν Πα­να­γί­α, οἱ ὁ­ποῖ­οι, ἄν ἤ­θε­λαν, ὅ­πως ἔ­λε­γε, μπο­ροῦ­σαν νά τόν βο­η­θή­σουν. Μέ αὐ­τήν λοι­πόν τήν ψυ­χι­κή δι­ά­θε­ση πά­λευ­ε ἐ­πί πο­λύ και­ρό, χω­ρίς νά κου­ρά­ζη κα­νέ­ναν. Τε­λι­κά δέν ἄν­τε­ξε· πα­ρα­δό­θη­κε καί μή θέ­λον­τας στο­ύς ἀ­δελ­φούς­ του. Πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε ὅ­μως ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α πού εἶ­χε καί πα­ρέ­μει­νε λί­γες μό­νο ἡ­μέ­ρες στό κρεβ­βά­τι. Εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε γιά τίς πε­ρι­ποι­ή­σεις καί εὐ­χό­ταν γιά το­ύς δι­α­κο­νη­τές του.

   Τήν προ­πα­ρα­μο­νή τοῦ θα­νά­του του κά­ποι­ος ἀ­δελ­φός τόν ἐ­ρώ­τη­σε: «Πάτερ Συ­με­ών, ποῦ βρί­σκε­σαι;». Ση­μει­ω­τέ­ον ὅ­τι, λό­γῳ τῆς αἱ­μορ­ρα­γί­ας καί τῆς κα­κῆς αἱ­μα­τώ­σε­ως τοῦ ἐγ­κε­φά­λου, ἔ­χα­νε πο­λύ συ­χνά τόν προ­σα­να­το­λι­σμό του στό χῶ­ρο. Τότε αὐ­τός ἀ­πήν­τη­σε: «Βρί­σκο­μαι στόν Χρι­στό». Ὅ­ταν ὁ  συ­νο­μι­λη­τής του ἐ­πα­νέ­λα­βε τήν ἐ­ρώ­τη­ση κά­πως τρο­πο­ποι­η­μέ­νη: «Ποῦ βρί­σκε­σαι, στήν Ἀ­θή­να ἤ στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη;», ὁ γε­ρω–Συ­με­ών ἀ­πήν­τη­σε: «Εἴ­τε στήν Ἀ­θή­να εἶ­σαι εἴ­τε στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη, ση­μα­σί­α ἔ­χει νά εἶ­σαι στόν Χρι­στό». Αὐ­τά ἦ­ταν καί τά τε­λευ­ταῖ­α λό­για του. Τήν ἑ­πο­μέ­νη ἡ­μέ­ρα βυ­θί­στη­κε σέ λή­θαρ­γο καί τά με­σά­νυ­χτα τῆς πα­ρα­μο­νῆς τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀν­δρέ­α (πο­λι­ο­ύ­χου τῆς ἰ­δι­αι­τέ­ρας του πα­τρί­δος) μέ τό πα­λαιό ἡ­με­ρο­λό­γιο, καί τοῦ ἁγ. Σπυ­ρί­δω­νος (τό κα­τά κό­σμον ὄ­νο­μά του) μέ τό νέ­ο ἡ­με­ρο­λό­γιο, πα­ρέ­δω­σε τήν ψυ­χή του στόν Κύριο, τόν ὁ­ποῖ­ον ἀ­πό μι­κρό παι­δί ἀ­γά­πη­σε καί γιά τόν ὁ­ποῖ­ο μέ πολ­λή αὐ­το­θυ­σί­α ἀ­γω­νί­σθη­κε.    

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα