Ο γερω Συμεών ὁ Γρηγοριάτης γεννήθηκε στήν Πάτρα τό ἔτος 1922. Ἔμεινε ὀρφανός ἀπό τήν γέννησή του. Ἡ μητέρα του ἐκοιμήθη μόλις τόν γέννησε καί ὅταν ἔγινε πέντε ἐτῶν ἔχασε καί τόν πατέρα του. Τόν ἀνέλαβαν κάποιοι συγγενεῖς του καί σέ ἡλικία 17 ἐτῶν ἦρθε νά μονάση στήν Μονή Γρηγορίου, ὅπου ἔζησε 60 χρόνια μέχρι τήν κοίμησή του.
Πέρασε ἀπό πολλά διακονήματα. Ἐκκλησιαστικός, κηπουρός, μάγειρας, μάγκιπας, τραπεζάρης, κοναξῆς καί δασικός. Τό τελευταῖο του διακόνημα γιά πολλά χρόνια ἦταν τό πιό ταπεινό καί ἄσημο. Σκούπιζε τό καλντερίμι ἀπό τόν Ἀρσανᾶ μέχρι τήν Μονή καί μάζευε τίς κοπριές τῶν ζώων. Ἦταν ζωσμένος μέ ἕνα τσουβάλι νάϋλον στήν μέση γιά ποδιά, φοροῦσε ἀντί γιά σκοῦφο μία κάλτσα καί πάνινα ἤ λαστιχένια ὑποδήματα μπαλωμένα. Ὅλη τήν ἡμέρα χειμῶνα–καλοκαίρι ὑπομονετικά σκούπιζε σιωπηλός, σοβαρός καί μουρμούριζε συνεχῶς προσευχές.
Ἄν καί ἦταν ὀλιγογράμματος καί διάβαζε συλλαβιστά, εἶχε μάθει ἀπ᾿ ἔξω τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας, τοῦ Σταυροῦ, τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τῶν Εἰσοδίων καί τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ὅταν τόν χαιρετοῦσαν αὐτός δέν ἀνταπέδιδε. Ἄν ὁ ἄλλος ἐπέμενε τοῦ ἔλεγε μέ προσποιητή αὐστηρότητα: «Μή μέ διακόπτης, λέω τούς Χαιρετισμούς».
Ἕνα ἀξιοπρόσεκτο σημεῖο στήν ἄσημη ἐργασία τοῦ γερω–Συμεών ἦταν καί τό ἑξῆς: Ἄν τόν ἐπαινοῦσες γιά τήν τελειότητα μέ τήν ὁποία σκούπιζε τό καλντερίμι ἀπαντοῦσε μέ μεγάλη σοβαρότητα: «Μά βέβαια! Δέν εἶναι δυνατόν νά γίνη ἀλλοιῶς. Σήμερα θά ἔλθει ἡ Βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν· (ἤ ὁ Δεσπότης Χριστός· ἤ ὁ μέγας Ἱεράρχης Νικόλαος· ἤ ὁ μέγας Στρατάρχης τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος κ.ο.κ.)», ἀναφέροντας τά ὀνόματα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας ἤ τοῦ Ἁγίου, τῶν ὁποίων τήν ἱερά μνήμη ἑτοιμάζονταν νά ἑορτάσουν. Ἔτσι στό ἀνθρώπινο καί εὐτελές ἔργο του ὁ γερω–Συμεών ἔδινε ἕνα πολύ ὑψηλό καί ἱερό νόημα, μία θεολογική χροιά.
Οἱ φλέβες τῶν ποδιῶν του εἶχαν καταστραφῆ, ἦταν πολύ διωγκωμένες καί τά πόδια του πάντα πολύ πρησμένα. Εἶχε πολύ δυνατούς πόνους. Παρά ταῦτα οὐδέποτε παραπονιόταν. Γελοῦσε βλέποντας τά κατεστραμμένα ἀπό τήν ὑπερβολική καταπόνηση πόδια του. Ἐν τούτοις δέν ἐννοοῦσε νά σταματήση τό πολύωρο διακόνημά του, οὔτε ἀνέκοπτε τήν προθυμία μέ τήν ὁποία ἔτρεχε νά ὑπηρετῆ ὅλους, ὡς βοηθός τοῦ μάγκιπα, ἤ τοῦ δοχειάρη, ἤ ὅποιου ἄλλου εἶχε ἀνάγκη. Ἐργαζόταν τίς πιό πολλές ὧρες ἀπ᾿ ὅλους, πάντα μέ ὄρεξη καί μοναδική αὐτοθυσία.
Ὅταν ἤθελε νά πλύνη τά πόδια του, γιά νά μή κουράζη κανέναν, ἔρριχνε νερό μέ τό λάστιχο πάνω τους καί τά ἔτριβε μέ τήν σκούπα βούρτσα πού εἶχε γιά νά σκουπίζη.
Ἔδειχνε ὅτι εἶχε ἀρκετά τρωτά. Θύμωνε, χειροδικοῦσε, δέν ἦταν συνεπής στίς ἀκολουθίες. Ἀλλά ὅλα αὐτά τά ἔκανε σκόπιμα, γιά νά μή τόν ἔχουν σέ εὐλάβεια καί νά τόν κρίνουν αὐστηρά. Ἔτσι τοποθετοῦσε τόν ἑαυτό του στήν τελευταία θέση καί μέ τούς τρόπους του ἀνάγκαζε καί τούς ἄλλους νά μή τόν ἔχουν σέ καμμία ὑπόληψη. Τά περισσότερα ὅμως περιστατικά τῆς ζωῆς του φανερώνουν ἕναν ἄνθρωπο δοσμένο ὁλοκληρωτικά στόν Θεό μέ ἀδιάλειπτη προσευχή, μοναδική αὐτοθυσία καί εἰλικρινῆ ἀγάπη πρός ὅλους, ἔστω κι ἄν οἱ ἀπότομοι τρόποι του ἔδειχναν ὅτι δέν εἶχε.
Ἀπευθυνόμενος κάποτε σέ κάποιους προσκυνητές τῆς Μονῆς ντυμένους ὄχι εὐπρεπῶς, τούς μάλωσε μέ κάπως βαρειές ἐκφράσεις. Οἱ ἀδελφοί τῆς Μονῆς πού τόν ἄκουσαν στενοχωρήθηκαν γι᾿ αὐτό. Στρέφοντας ὅμως τόν λόγο του πρός τούς ἀδελφούς ἀπεκάλυψε τήν γεμάτη πόνο καί ἀγάπη καρδιά του: «Τούς βλέπω καί πονάει ἡ ψυχή μου γιά τήν κατάντια τους. Οἱ ἄνθρωποι σήμερα χάσαν τόν μπούσουλά τους». Τήν στιγμή πού ἔλεγε αὐτά τά λόγια, τά μάτια του ἦταν γεμᾶτα δάκρυα.
Μέ πολλή ἀγάπη διακονοῦσε τούς ἀδελφούς, ἔστω καί ἄν ἦταν πολύ νεώτεροί του. Ὅσο κουρασμένος κι ἄν ἦταν ἀπό τό κοπιαστικό διακόνημά του καί τήν μεγάλη ἡλικία του, θεωροῦσε μεγάλη ἀνάπαυση νά διακονῆ τούς ἄλλους, νά τούς φέρνη νερό, ψωμί, κρασί, φαγητό (πού μέ μεγάλη ἀγάπη εἶχε φυλαγμένα γι᾿ αὐτούς ὅταν λόγῳ ἐργασίας ἀπουσίαζαν ἀπό τήν τράπεζα). Διηγεῖται νεώτερος συγκοινοβιάτης του: «Γυρνοῦσα ἀπό τό βουνό βράδυ στό Μοναστήρι καί ὅλοι ἡσύχαζαν. Μόνο ὁ γερω–Συμεών μέ περίμενε. Μοῦ εἶχε κρατήσει φαγητό καί μοῦ ἔκανε παρέα. Φρόντιζε νά μοῦ ἔχη καί δεύτερη μερίδα καί μέ διακονοῦσε μέ πολλή ἀγάπη. Μέ συγκινοῦσε ἡ ἀγάπη του».
Μία ἀπό τίς φροντίδες τοῦ γερω–Συμεών ἦταν καί τά ζῶα τῆς Μονῆς. Πονοῦσε καί ἐνδιαφερόταν γιά τά μουλάρια πού κοπίαζαν συνέχεια μεταφέροντας ξύλα, κηπουρικά ἤ διάφορα ὑλικά γιά τίς ἀνάγκες τῆς Μονῆς. Ἄναβε τά κανδήλια τοῦ παρεκκλησίου τοῦ ἁγίου Μοδέστου, προστάτου τῶν ζώων, πού βρισκόταν στόν Ἀρσανᾶ τῆς Μονῆς, ἀκόμη καί μέ ἀντίξοες καιρικές συνθῆκες. Προσευχόταν συνεχῶς στόν Ἅγιο νά φυλάη τά ζῶα ὑγιῆ. Ὑπέφερε πολύ, ὅταν τά ἔβλεπε νά πάσχουν. Ἡ ἀγάπη του ὅμως ἐπεκτεινόταν καί στά ἄλλα ζωντανά, γάτες ἤ πουλιά πού ὑπῆρχαν στήν Μονή. Ἡ σχέση του ὅμως μέ τά ζῶα δέν εἶχε καμμία ὁμοιότητα μέ τίς «ζωολατρικές» τάσεις πολλῶν συγχρόνων. Ἔλεγε κάποτε σέ κάποιο ἀδελφό τῆς Μονῆς: «Τί χρειάζονται τόσα γατιά; Νά τά διώξετε». Ὁ ἀδελφός τόν ρώτησε τότε γιατί τά ταΐζει, ἀφοῦ δέν τά θέλει. «Τί νά κάνω, νά τά ἀφήσω νά ψοφήσουν;», ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ γερω–Συμεών. Οὐδέποτε τά ἄγγιζε, οὔτε ἔχανε μάταια τόν χρόνο του ἀσχολούμενος μέ αὐτά. Τά προσέφερε ὅμως τήν ἀπαραίτητη τροφή. Γι᾿ αὐτό τά ζῶα τόν ἀγαποῦσαν καί ὅταν τόν ἔβλεπαν ἔτρεχαν πίσω του.
Κάποτε ἐρχόμενοι πεζοί ἀπό τίς Καρυές πρός τήν Μονή ὁ γερω Συμεών μαζί μέ τόν ἅγιο Καθηγούμενο π. Γεώργιο καί τόν π. Ἰγνάτιο ἔχασαν τόν δρόμο μέσα στό δάσος. Ἐπειδή ἄρχισαν νά κουράζωνται, ὁ γερω Συμεών προθυμοποιήθηκε παρά τά ἑβδομῆντα χρόνια του νά σηκώση στόν ὦμο του καί τούς τρεῖς ντορβάδες (τοῦ Γέροντα, τοῦ π. Ἰγνατίου καί τόν δικό του). Ἐκτός αὐτοῦ σάν μικρό παιδί ἄρχισε νά τρέχη μπροστά τους καί νά τούς δείχνη τόν δρόμο, μέχρις ὅτου ἔφθασαν κοντά στό σπίτι τοῦ δάσους τῆς Μονῆς.
Ὅταν διακονοῦσε στό δάσος τῆς Μονῆς, τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στόν ὁποῖον τιμᾶται τό Ἐκκλησάκι τοῦ Δασονομείου, ἦρθαν οἱ πατέρες γιά νά κάνουν τήν πανήγυρη καί ὁ γερω–Συμεών πῆγε νά ἑτοιμάση τό κέρασμα. Ἡ κούτα ὅμως μέ τά λουκούμια ἦταν γεμάτη μυρμήγκια. Ἔτρεξε τότε ὁ γερω Συμεών στήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί μέ εὐλάβεια, πίστη καί οἰκειότητα τόν παρεκάλεσε νά διώξη τά μυρμήγκια. Πῆρε τρία λουκούμια τά ἔβαλε σέ ἕνα πιατάκι παραδίπλα καί εἶπε στά μυρμήγκια: «Νά φύγετε γρήγορα, γιατί ἔχετε νά κάνετε μέ τόν υἱόν τῆς Βροντῆς». Σέ λίγο μαζεύτηκαν ὅλα τά μυρμήγκια ἐκεῖ καί ἔλεγε μέ χαρά ἀστεϊζόμενος ὁ γερω–Συμεών: «Φοβήθηκαν τόν υἱόν τῆς Βροντῆς».
Ὅταν κάποτε ἔπρεπε νά γίνη ἀλλαγή τοῦ Σταυροῦ στόν κεντρικό τροῦλο τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, δύο–τρεῖς πατέρες χρειάσθηκε νά ἐργάζωνται ἐκεῖ ἐπί ἀρκετή ὥρα μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους. Ὁ γερω–Συμεών τότε κλείσθηκε στό κελλί του καί ἄρχισε νά κάνη μετάνοιες μπροστά στά εἰκονίσματα μέχρι νά τελειώση ἡ ἐργασία, παρακαλώντας τόν Θεό νά φυλάη τούς πατέρες.
Ὅταν ἦταν κηπουρός βράχηκε κάποια ἡμέρα τό παντελόνι του καί τό ἅπλωσε γιά νά στεγνώση. Φύσηξε ὅμως ἀέρας καί τό πῆρε. Ἔψαξε καί δέν τό εὕρισκε. Πῆγε ἀμέσως στό Ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Τρύφωνος καί τόν παρεκάλεσε νά τοῦ φέρη γρήγορα τό παντελόνι, γιά νά μήν κατέβη στό Μοναστήρι ὅπως ἦταν. Καί πράγματι μόλις βγῆκε ἔξω εἶδε τό παντελόνι του κρεμασμένο στήν θέση του.
Τόν Αὔγουστο τοῦ 1977 ἐπέστρεφε στήν Μονή ὁ γέροντας Γεώργιος μέ μερικούς πατέρες. Ἔπιασε ὅμως ἕνας πολύ δυνατός μαΐστρος καί τό καραβάκι πού πλησίασε στόν Ἀρσανᾶ δέν μποροῦσε νά πιάση. Κινδύνευσαν νά πνιγοῦν. Τά κύματα σκέπασαν τά Ἀρσανόσπιτα καί περνοῦσαν πάνω ἀπό τόν Ἅγιο Μόδεστο. Οἱ πατέρες στό Καθολικό ἔκαναν Παράκληση μέ ἀγωνία καί προσεύχονταν ἀπό τήν καρδιά τους. Ὁ γερω–Συμεών ἔπεσε πρηνηδόν μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου καί ἔκλαιγε γοερῶς μέ λυγμούς παρακαλώντας τόν Ἅγιο νά σώση τόν Γέροντα καί τούς πατέρες. Ὁ Ἅγιος ἔκανε τό θαῦμα του. Πῆραν τό καντήλι τοῦ Ἁγίου καί μέ δυσκολία ἐξ αἰτίας τοῦ δυνατοῦ ἀέρα τό ἔρριξαν στήν θάλασσα. Σέ λίγο ἡ θάλασσα κόπασε καί σώθηκαν οἱ πατέρες.
Στίς μεγάλες πυρκαγιές τοῦ 1990, πού ἀποτεφρώθηκε μεγάλο μέρος τοῦ Ἁγιορείτικου δάσους, μία ὁμάδα ἀπό ἀδελφούς τῆς Μονῆς, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ γερω–Συμεών, βρισκόταν στήν περιοχή ”ψόφια βόδια”, στήν ὁποία ἐκείνη τήν στιγμή πλησίαζε τό μέτωπο τῆς φωτιᾶς. Στό σημεῖο ἐκεῖνο βρίσκονταν ὁ τότε ἀρχηγός τοῦ Γ΄ Σώματος Στρατοῦ, ὁ τότε Ὑπουργός Μακεδονίας–Θράκης, πολλοί στρατιῶτες, δασοπυροσβέστες καί μοναχοί. Μετά ἀπό ἀπότομη ἔξαρση τῆς φωτιᾶς, μία πύρινη γλῶσσα πέρασε ἀνάμεσα ἀπό τό συγκεντρωμένο πλῆθος καί προσέβαλε τό ἑπόμενο τμῆμα τοῦ δάσους. Ἀναγκάσθηκαν τότε ὅλοι νά φύγουν ἀπό ἐκεῖ. Μόνο ὁ γερω–Συμεών παρέμεινε λέγοντας τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας καί δέν θά ὑποχωροῦσε ἀπό τόν ἤδη πλημμυρισμένο μέ καπνούς τόπο, ἄν δέν τόν τραβοῦσε μέ βία κάποιος ἀδελφός.
Τίς νύχτες στό κελλί του ἀγρυπνοῦσε ὄρθιος, κάνοντας μετάνοιες καί προσευχές. Εἶχε ἁπλότητα παιδική καί αὐθόρμητα ἐπικαλοῦνταν μέ ὄμορφους χαρακτηρισμούς τούς Ἁγίους. Π.χ. «Βρέ παλληκάρι μου», ἔλεγε στόν ἅγιο Δημήτριο, «σέ παρακαλῶ κάνε μου τήν χάρη».
Κάποτε τρεῖς προσκυνητές ξεκίνησαν γιά τόν Ἅγιο Θεολόγο. Ὁ γερω–Συμεών ἑτοιμαζόταν κι αὐτός, ἀλλά τούς εἶπε νά μήν τόν περιμένουν: «Φύγετε καί ἔρχομαι καί ἐγώ». Περίπου μετά ἀπό μία ὥρα πορείας ἔφθασαν καί βρῆκαν τόν γερω–Συμεών ξαπλωμένο δίπλα στόν δρόμο πάνω σ᾿ ἕνα βράχο. Πότε καί ἀπό ποῦ πέρασε, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
Κάποτε ἔπεσε λιπόθυμος μέσα στήν τράπεζα. Ὁ γιατρός τῆς Μονῆς τόν βρῆκε ξαπλωμένο ὕπτιο στό δάπεδο. Ἡ πίεσή του ἦταν πολύ χαμηλή καί ὁ σφιγμός του ἐξασθενημένος. Παρά ταῦτα, ὅταν συνῆλθε εἶχε πολύ εὔθυμη διάθεση καί δέν δεχόταν καμμία βοήθεια. Θέλησαν νά φέρουν φορεῖο νά τόν πάρουν στό κελλί του καί δέν δέχθηκε: «Δέν μποροῦν ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία νά μέ βοηθήσουν;», εἶπε μέ βεβαιότητα· καί κάνοντας μία προσπάθεια σηκώθηκε καί πῆγε στό κελλί του.
Οὐδέποτε δέχθηκε τήν παραμικρή βοήθεια καί ἐξυπηρέτηση, οὔτε ἕνα ποτήρι νερό ἀπό κανέναν. Οὐδέποτε χρησιμοποίησε ζῶο. Στό βουνό ἀνέβαινε μέ τά πόδια γιά ἄσκηση παρά τήν ἡλικία του.
Παρακαλοῦσε πάντοτε νά πεθάνη ὄρθιος, γιά νά μή κουράση κανέναν. Γι᾿ αὐτό, ἄν καί πολλούς μῆνες πρίν ἀπό τόν θάνατό του ὑπέφερε ἀπό σοβαρή ἀσθένεια τῶν σπλάγχνων καί ἔχανε πολύ αἷμα, ἀπέφευγε νά τό κοινοποιήση. Ἡ μεγάλη ἐξάντληση πού εἶχε, δέν μποροῦσε νά νικήση τήν παλληκαριά του καί τήν μεγάλη ἐλπίδα του καί ἐμπιστοσύνη του στόν Χριστό καί στήν Παναγία, οἱ ὁποῖοι, ἄν ἤθελαν, ὅπως ἔλεγε, μποροῦσαν νά τόν βοηθήσουν. Μέ αὐτήν λοιπόν τήν ψυχική διάθεση πάλευε ἐπί πολύ καιρό, χωρίς νά κουράζη κανέναν. Τελικά δέν ἄντεξε· παραδόθηκε καί μή θέλοντας στούς ἀδελφούς του. Πραγματοποιήθηκε ὅμως ἡ ἐπιθυμία πού εἶχε καί παρέμεινε λίγες μόνο ἡμέρες στό κρεββάτι. Εὐχαριστοῦσε γιά τίς περιποιήσεις καί εὐχόταν γιά τούς διακονητές του.
Τήν προπαραμονή τοῦ θανάτου του κάποιος ἀδελφός τόν ἐρώτησε: «Πάτερ Συμεών, ποῦ βρίσκεσαι;». Σημειωτέον ὅτι, λόγῳ τῆς αἱμορραγίας καί τῆς κακῆς αἱματώσεως τοῦ ἐγκεφάλου, ἔχανε πολύ συχνά τόν προσανατολισμό του στό χῶρο. Τότε αὐτός ἀπήντησε: «Βρίσκομαι στόν Χριστό». Ὅταν ὁ συνομιλητής του ἐπανέλαβε τήν ἐρώτηση κάπως τροποποιημένη: «Ποῦ βρίσκεσαι, στήν Ἀθήνα ἤ στήν Θεσσαλονίκη;», ὁ γερω–Συμεών ἀπήντησε: «Εἴτε στήν Ἀθήνα εἶσαι εἴτε στήν Θεσσαλονίκη, σημασία ἔχει νά εἶσαι στόν Χριστό». Αὐτά ἦταν καί τά τελευταῖα λόγια του. Τήν ἑπομένη ἡμέρα βυθίστηκε σέ λήθαργο καί τά μεσάνυχτα τῆς παραμονῆς τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα (πολιούχου τῆς ἰδιαιτέρας του πατρίδος) μέ τό παλαιό ἡμερολόγιο, καί τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος (τό κατά κόσμον ὄνομά του) μέ τό νέο ἡμερολόγιο, παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Κύριο, τόν ὁποῖον ἀπό μικρό παιδί ἀγάπησε καί γιά τόν ὁποῖο μέ πολλή αὐτοθυσία ἀγωνίσθηκε.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα