Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

   Πα­λαι­ότε­ρα ζοῦ­σε στήν πε­ρι­ο­χή τῶν Κα­ρυ­ῶν κά­ποι­ος κα­τα­γό­με­νος ἀ­πό τό Σού­λι, πού τό πραγ­μα­τι­κό του ὄ­νο­μα δέν δι­α­σώ­θη­κε, καί ὅ­λοι τόν ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν Σού­λιο, ἀ­πό τόν τό­πο τῆς κα­τα­γω­γῆς του. Ἔ­κα­νε τόν διά Χρι­στόν σα­λό. Δέν ἔ­με­νε σέ κά­ποι­ο Κελ­λί, ἀλ­λά ἦ­ταν πε­ρι­πλα­νώ­με­νος. Αὐ­τός πή­γαι­νε τή νύ­χτα στό λε­προ­κο­μεῖ­ο τῶν Ἰ­βή­ρων, ἔ­παιρ­νε τά ροῦ­χα τῶν ἀ­σθε­νῶν, τά ἔ­πλε­νε, τά κρε­μοῦ­σε νά στε­γνώ­σουν καί ἔ­φευ­γε χω­ρίς νά τόν βλέ­πουν.

   Κά­πο­τε μία πα­ρέ­α κυ­νη­γῶν σκό­τω­σαν ἕ­να ζαρ­κά­δι τήν Σα­ρα­κο­στή καί τό μα­γεί­ρευ­αν στόν τα­βά. Ὁ Σού­λιος πῆ­γε καί ἀ­πό τήν κα­μι­νά­δα ἔρ­ρι­ξε μέ­σα στόν τα­βά κο­πρι­ές καί με­τά ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε.

*

Ο γε­ρω Στέ­φα­νος ὁ Βα­το­πε­δι­νός ὅ­λα τά χρό­νια ἦ­ταν ἀρ­χον­τά­ρης στό Μο­να­στή­ρι του. Μέ πολ­λή ἀ­γά­πη πε­ρι­ποι­εῖ­το καί ἀ­νέ­παυ­ε το­ύς προ­σκυ­νη­τές. Στά τε­λευ­ταῖ­α του ἔ­λε­γε: «Ἐ­γώ θά πε­θά­νω τοῦ ἁ­γί­ου Στε­φά­νου». Καί ὄν­τως ἐ­κοι­μή­θη τήν ἡ­μέ­ρα τῆς ἑ­ορ­τῆς του.

*

   Κάλεσε κά­πο­τε ἡ Γε­ρον­τι­κή Σύναξη τῆς Μο­νῆς Γρηγορίου τόν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Στέ­φα­νο καί ὁ ἡ­γού­­με­νος πα­πα Θα­νά­σης τοῦ εἶ­πε: «Πα­πα–Στέ­φα­νε, ἡ Μο­νή ἔ­χει ἀ­νάγ­κη ἀ­πό Πνευ­μα­τι­κό, γι᾿ αὐ­τό σέ κα­λέ­σα­με νά σέ κά­νου­με Πνευ­μα­τι­κό». Τότε ὁ παπα Στέ­φα­νος ἀ­πάν­τη­σε: «Τί; Ἐ­γώ Πνευ­μα­τι­κός; Πνευ­μα­τι­κός ἐ­γώ; Νά ἔρ­χε­ται ἕ­νας μέ ἕ­να λο­γι­σμό καί νά φε­ύ­γη μέ ἑ­πτά;» καί δέν δέ­χθη­κε μέ κα­νέ­να τρό­πο νά γί­νη Πνευ­μα­τι­κός.

   Κάποια φο­ρά σέ ὥ­ρα ἀ­κο­λου­θί­ας ἕ­νας ἄλ­λος ἱ­ε­ρο­μό­να­χος γιά κά­ποι­α αἰ­τί­α σή­κω­σε τό χέ­ρι του καί χτύ­πη­σε τόν πα­πα Στέ­φα­νο. Ἀν­τέ­δρα­σε ἤ­ρε­μα λέ­γον­τας «χτύ­πα καί ἀ­πό δῶ», γυ­ρί­ζον­τας τήν ἄλ­λη πλευ­ρά τοῦ προ­σώ­που του. Ὁ Ἡ­γο­ύ­με­νος πα­πα Θα­νά­σης πῆ­ρε εἴ­δη­ση τοῦ γε­γο­νό­τος. Ὅ­ταν λοι­πόν ὁ ἄλ­λος ἱ­ε­ρο­μό­να­χος ἔ­κα­νε τόν Ἑ­σπε­ρι­νό καί πῆ­γε νά πῆ τό «εἰ­ρή­νη πᾶ­σι», τόν δι­έ­κο­ψε καί τόν ἔ­δι­ω­ξε ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α λέ­γον­τάς του: «Τώρα ἔ­κα­νες αὐ­τά καί πᾶς νά πῆς “εἰ­ρή­νη πᾶ­σι;”», καί τοῦ ἔ­βα­λε καί κα­νό­να.

   Ὁ πα­πα Στέ­φα­νος, πρίν κοι­μη­θῆ, εἶ­πε στόν γε­ρω Ἀν­δρέ­α: «Ἦρ­θε ὁ ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος καί μοῦ εἶ­πε ”σέ λίγο θά ᾿ρθῶ ­νά σέ πά­ρω”». Πράγ­μα­τι σέ λίγη ὥ­ρα ξε­ψύ­χη­σε.

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα