Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

   Ο εὐ­λα­βέ­στα­τος καί ἀ­γω­νι­στής πα­πα Παῦ­λος ὁ Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της ὁ νεώτερος εἶ­χε τυ­πι­κό νά μήν ξα­πλώ­νη τή νύ­χτα στό κρεβ­βά­τι του. Εἶ­χε τό­σα πράγ­μα­τα πά­νω καί εἶ­χε μό­νο μία θέ­ση ἄ­δεια γιά νά κά­θε­ται. Σέ ὅ­λη τήν ζω­ή του κοι­μόταν κα­θι­στός καί, ὅ­ταν ἦ­ταν νά λει­τουρ­γή­ση, τή νύ­χτα δέν κοι­μό­ταν κα­θό­λου.

*

   Ο γε­ρω Παῦ­λος ὁ Γο­βδε­λᾶς δι­η­γή­θη­κε: «Ἦρ­θα στό Ὄ­ρος τό 1937. Γιά τό Κελ­λί ἄ­κου­σα στό χω­ριό μου ἀ­πό ἐρ­γά­τες πού δού­λευ­αν στά φουν­τού­κια ὅ­τι εἶ­ναι κα­λοί πα­τέ­ρες. Δέν γνώ­ρι­ζα τί­πο­τε καί κα­νέ­ναν ἐ­δῶ. Μοῦ εἶ­παν κα­τά ποῦ θά στρί­ψω, ὅ­ταν θά ἔ­βγαι­να ἀ­πό τήν βάρ­κα. Πράγ­μα­τι ἀ­νέ­βη­κα στό ὕ­ψω­μα, ἔ­κα­να τόν σταυ­ρό μου καί ξε­κί­νη­σα, ὅ­πως μοῦ εἶ­χαν πεῖ οἱ ἐρ­γά­τες. “Πα­να­γί­α μου, ἄν εἶ­ναι θέ­λη­μά σου νά πά­ω κατ᾿ εὐ­θεῖ­αν ἐ­κεῖ”, εἶ­πα. Ἦ­ταν 21 Νο­εμ­βρί­ου. Πράγ­μα­τι προ­χω­ρών­τας ἔ­φθα­σα ἔ­ξω ἀ­πό ἕ­να Κελ­λί. Ρω­τών­τας ποιό Κελ­λί εἶ­ναι, “Τῶν Γο­βδε­λά­δων”, μοῦ εἶ­παν. Ἐ­κεῖ ἔ­γι­να κα­λό­γε­ρος καί μέ τήν χά­ρι τοῦ Θε­οῦ ἔ­μει­να μέ­χρι τό τέ­λος».

    Μπά­νιο δέν κά­να­με πο­τέ. Μία φο­ρά οἱ Γε­ρον­τά­δες μου μέ ἔρ­ρι­ξαν μέ­σα στήν στέρ­να γιά νά τήν ξε­βου­λώ­σω, καί ἄλ­λη μία φο­ρά πού ἀρ­ρώ­στη­σα καί πῆ­γα στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο σέ με­γά­λη ἡ­λι­κί­α. Ἐ­κεῖ μέ ἔ­πλυ­ναν οἱ Νο­σο­κό­μοι μέ τό ζό­ρι στήν μπα­νι­έ­ρα. Αὐ­τά ἦ­ταν τά μπά­νια μου.

   Πα­λαι­ά, ὅ­ταν ἔ­φευ­γε κά­ποι­ος ἀ­πό τήν μετά­νοι­ά του (τό Κελ­λί ἤ τό Μο­να­στή­ρι πού ἔ­γι­νε μο­να­χός), δέν τοῦ μι­λού­σα­με, ὅ­ταν τόν συ­ναν­τού­σα­με στόν δρό­μο. Τόν θε­ω­ρού­σα­με ἀρ­νη­τή τῶν ὑ­πο­σχέ­σε­ών του. Ἔ­πρε­πε νά γυ­ρί­ση στήν με­τά­νοι­ά του. Ὅ­ταν γί­νε­ται ἡ κου­ρά, τά μαλ­λιά πού κό­βου­με τά κολ­λᾶ­με μέ κε­ρί πί­σω στήν εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου τοῦ Κελ­λιοῦ μας. Καί ὅ­ταν ἀ­σπρί­σουν τά μαλ­λιά τῆς κε­φα­λῆς ἀ­σπρί­ζουν καί τά μαλ­λιά τῆς κου­ρᾶς. Τό­ση στε­νή σχέ­ση ὑ­πάρ­χει.

    Ἡ σπη­λιά τοῦ ὁ­σί­ου Γα­βρι­ήλ τοῦ Ἴ­βη­ρος εἶ­ναι στίς πη­γές, πιό ψη­λά, ὄ­χι ἐ­κεῖ πού εἶ­ναι τό Ἐκ­κλη­σά­κι. Ἐ­γώ πρό­λα­βα καί κά­τι ξύ­λα μέ­σα πού χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε γιά κρεβ­βά­τι ὁ Ὅ­σιος. Εἶ­χε ἄλ­λη σπη­λιά τόν χει­μῶ­να πρός τῶν Ἰ­βή­ρων καί κα­τέ­βαι­νε ἐ­κεῖ μέ τούς μα­θη­τές του.

       Ὁ κα­λό­γε­ρος δύ­ο πράγ­μα­τα κυ­ρί­ως νά προ­σέ­χη νά ἀποφεύγη. Τά σαρ­κι­κά καί τίς ἀ­δι­κί­ες.

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα