Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

   Ο γερω Με­λέ­τιος ὁ Συ­κι­ώ­της, γέ­ρων τοῦ Δι­ο­νυ­σι­ά­τι­κου Κελ­λιοῦ «Εὐ­αγ­γε­λι­σμός τῆς Θε­ο­τό­κου», πλη­σί­ον τῶν Κα­ρυ­ῶν, γεν­νή­θη­κε στήν Ἀ­τα­λάν­τη τό 1907 καί τό 1925 ἦρ­θε γιά μο­να­χός. Τό βα­πτι­στι­κό του ὄ­νο­μα ἦ­ταν Ἰ­ω­άν­νης. Ἀ­πό δώ­δε­κα ἐ­τῶν ἐρ­γα­ζό­ταν σέ Φαρ­μα­κεῖ­ο καί πα­ρα­σκε­ύ­α­ζαν φάρ­μα­κα μέ τόν τρό­πο τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κε­ί­νης. (Φαρ­μα­κο­τρίβης).

Ἦ­ταν πο­λυ­τά­λαν­τος, εὐ­φυ­έ­στα­τος καί ὀ­λι­γο­μί­λη­τος. Ἦ­ταν δά­σκα­λος τῆς Ἁ­γι­ο­γρα­φί­ας καί τῆς  Βυ­ζαν­τι­νῆς Μου­σι­κῆς στήν Ἀ­θω­νι­ά­δα. Ἔ­βγα­λε πολ­λούς μα­θη­τές. Ὑ­πῆρ­ξε ἄ­ρι­στος θε­ω­ρη­τι­κός τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς μου­σι­κῆς –ἴ­σως ὁ κα­λύ­τε­ρος στήν Ἑλ­λά­δα– καί συ­νέ­γρα­ψε πολ­λά μου­σι­κά κείμενα. Πολ­λοί με­γά­λοι μου­σι­κοί ἔρ­χον­ταν καί τόν συμ­βου­λεύ­ον­ταν. Οἱ με­γά­λοι Κα­ρυ­ῶ­τες ψάλ­τες τόν πα­ρα­δέ­χον­ταν λέ­γον­τας: «Ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε ψάλ­τες, ὁ γε­ρω Με­λέ­τιος εἶ­ναι δά­σκα­λος».

Τό 1960 πῆ­γε στήν Ἀ­θή­να καί βρῆ­κε τόν Κόν- τογλου, για­τί εἶ­χε ἀ­κο­ύ­σει ὅ­τι «ξε­σή­κω­σε τήν πα­λαιά τέ­χνη». Ὁ π. Μελέτιος ἐ­πα­νέ­φε­ρε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος τήν βυ­ζαν­τι­νή τε­χνο­τρο­πί­α στήν Ἁ­γι­ο­γρα­φία­. Ἀ­νέ­δει­ξε πολ­λούς με­γά­λους Ἁ­γι­ο­γρά­φους. Γιά νά προ­βάλ­λη τήν Βυ­ζαν­τι­νή Ἁ­γι­ο­γρα­φί­α ἔ­κα­νε ἐκ­θέ­σεις στήν Ἀγ­γλί­α καί στήν Γερ­μα­νί­α, ἀλ­λά ἀ­πό τα­πε­ί­νω­ση δέν πρό­βα­λε τό ὄ­νο­μά του. Ἦ­ταν ἄ­ρι­στος καλ­λι­γρά­φος. Ἡ Ἱ­ε­ρά Κοι­νό­της τοῦ ἔ­δι­νε καί καλ­λι­γρα­φοῦ­σε ἐ­πι­στο­λές πρός ἐ­πι­σή­μους. Καί οἱ Βα­σι­λεῖς τοῦ ἀ­νέ­θε­ταν νά καλ­λι­γρα­φῆ ἐ­πι­στο­λές.

Ἦ­ταν πρα­κτι­κός για­τρός. Ἔ­κα­νε βο­η­θός ἑ­νός μο­να­χοῦ πού ἐ­κτε­λοῦ­σε χρέ­η για­τροῦ καί μα­ζί ἐγ­χε­ί­ρη­σαν ἕ­να γε­ρον­τά­κι στίς Κα­ρυ­ές. Γνώ­ρι­ζε τίς ἰ­δι­ό­τη­τες πολ­λῶν βο­τά­νων καί πολ­λούς το­ύς θε­ρά­πευ­ε μέ τίς πρα­κτι­κές ἰ­α­τρι­κές γνώ­σεις του ἀ­πό τραύ­μα­τα καί δι­ά­φο­ρες ἀρ­ρώ­στει­ες.

Ὅ­ταν ἀρ­ρώ­σται­νε, δέν ἔ­τρω­γε τί­πο­τε. Σύστηνε μά­λι­στα καί στο­ύς ἄλ­λους. «Κάνε ἕ­να τρι­ή­με­ρο καί θά γί­νεις κα­λά». Εἶ­χε τή νη­στε­ί­α γιά φάρ­μα­κο. Ὁ ἴ­διος, ὅ­ταν ἦλ­θε 17 χρόνων στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, ἦ­ταν φυ­μα­τι­κός καί μέ τή νη­στε­ί­α καί τήν προσευχή θε­ρα­πε­ύ­τη­κε!

 Γνώ­ρι­ζε τήν κα­τα­σκευ­ή χρω­μά­των φυ­σι­κῶν, πι­νέ­λων, με­λα­νῶν, καί εἶ­χε καί σχε­τι­κές ση­μει­ώ­σεις. Ἦ­ταν χρυ­σο­χέ­ρης σέ ὅ­λα του. Ἔ­κτι­ζε πε­ζού­λια, ἔ­κα­νε κρεβ­βα­τά, γνώ­ρι­ζε ἀ­πό καλ­λι­έρ­γει­ες, ἀ­πό θά­λασ­σα, ἀ­πό μη­χα­νι­κά. Ἔ­βγα­ζε φω­το­γρα­φί­ες καί τίς ἐμ­φά­νι­ζε μό­νος του, καί ἔτσι ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦ­σε ἀ­μι­σθί τούς πα­τέ­ρες καί τούς μα­θη­τές πού χρει­ά­ζον­ταν νά βγά­ζουν φω­το­γρα­φί­ες γιά ταυ­τό­τη­τα.

 Καί ἐ­νῶ εἶ­χε τό­σα χα­ρί­σμα­τα καί γνώ­σεις ὁ γε­ρω Με­λέ­τιος, ἦ­ταν πο­λύ τα­πει­νός. Δέν μι­λοῦ­σε γιά τόν ἑ­αυ­τό του καί δέν κα­τέ­κρι­νε κα­νέ­ναν. Τόν ρω­τοῦ­σαν τά παι­διά τῆς Σχο­λῆς: «Γέ­ρον­τα, ὁ τά­δε εἶ­ναι ζη­λω­τής;». Καί ἀ­παν­τοῦ­σε: «Ποῦ νά ξέ­ρω,  μω­ρέ;». Καί ὅ­μως ἤ­ξε­ρε πο­λύ κα­λά, δι­ό­τι ζοῦ­σε κον­τά στίς Κα­ρυ­ές. Ὅ­σο ζοῦ­σε, οὐ­δέ­πο­τε δέ­χθη­κε νά τυ­πω­θῆ κά­ποι­ο μου­σι­κό βι­βλί­ο ἢ εἰ­κό­να του. Πο­τέ του δέν μάλω­σε καί δέν πα­ρα­τή­ρη­σε κα­νέ­να μα­θη­τή του, ἀ­κό­μη καί ὅ­ταν ἔ­κα­νε πο­λύ θό­ρυ­βο τήν ὥ­ρα τοῦ μα­θή­μα­τος. Ὡς κα­θη­γη­τής τῆς Ἀ­θω­νι­ά­δος Σχο­λῆς οὐ­δέ­πο­τε συμ­με­τεῖ­χε στόν σύλ­λο­γο τῶν κα­θη­γη­τῶν, γιά νά μήν ἐκ­φέ­ρη γνώ­μη γιά κά­ποι­ον μα­θη­τή λέ­γον­τας: «Ἐ­γώ εἶ­μαι κα­λό­γε­ρος, πῶς νά κα­τα­κρί­νω τά παι­διά;». Βαθ­μούς στούς μα­θη­τές δέν ἔ­βα­ζε ὁ ἴ­διος, γιά νά μή στε­νο­χω­ρή­ση κά­ποι­ον, ἀλ­λά ὁ Σχο­λάρ­χης. Πολ­λές φο­ρές με­ρι­κά ζω­η­ρά παι­διά πή­γαι­ναν στό Κελ­λί του γιά Ἁ­γι­ο­γρα­φί­α ἤ μου­σι­κά καί ἔ­κα­ναν τό Κελ­λί του ἄ­νω κά­τω. Δέν ἔ­λε­γε τί­πο­τε. Ἀ­νε­χό­ταν τίς πα­ρα­ξε­νι­ές τους καί μα­κρο­θυ­μοῦ­σε.

Τήν πρα­ό­τη­τα ὁ γε­ρω Με­λέ­τιος τήν ἀ­πέ­κτη­σε μέ ἀ­γῶ­νες· δέν ἦ­ταν φυ­σι­κή ἀ­ρε­τή του. Εἶ­πε σέ κά­ποι­ον: «Στό σπί­τι μας ἤ­μα­σταν ὅ­λοι θυ­μώ­δεις καί ἁρ­πα­ζόμα­σταν μέ τό πα­ρα­μι­κρό. Ἐ­δῶ δυ­σκο­λεύ­τη­κα νά κό­ψω τόν θυ­μό».

Ἦ­ταν ἐ­λε­ή­μων καί ἀ­γα­ποῦ­σε τούς ἀν­θρώ­πους. Ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦ­σε τόν κα­θέ­να πού ζη­τοῦ­σε τήν βο­ή­θειά του. Ἀ­να­λώ­θη­κε νά βο­η­θή­ση πολ­λούς νά μά­θουν Ἁ­γι­ο­γρα­φί­α καί βυ­ζαν­τι­νή μου­σι­κή. Ἐ­κτός ἀ­πό τούς μα­θη­τές τῆς Ἀ­θω­νι­ά­δος, ὅ­ταν τόν κα­λοῦ­σαν δι­ά­φο­ρα Μο­να­στή­ρια ἔ­ξω, δέν ἔ­λε­γε πο­τέ ὄ­χι. Μέ­χρι τό Σι­νᾶ ἔ­φθα­σε, γιά νά βο­η­θή­ση. Πάν­τα ἀ­φι­λο­κερ­δῶς, ἀ­θό­ρυ­βα καί τα­πει­νά.

Κά­πο­τε φι­λο­ξε­νοῦ­σαν στό Κελ­λί τους ἀ­πό εὐ­σπλα­χνί­α ἕ­ναν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νο λα­ϊκό, τόν μπαρ­μπα–Βα­σί­λη, πού ἡ δου­λειά του ἦ­ταν σαγ­μα­το­ποι­ός. Ἕ­να χει­μῶ­να πῆ­ρε φω­τιά τό δω­μά­τιό του ἀ­πό ἀ­προ­σε­ξί­α του καί κά­η­κε ὁ ἴ­διος, τό δω­μά­τιο καί οἱ ἀ­πο­θῆ­κες. Ὁ γε­ρω Με­λέ­τιος δέν εἶ­πε τί­πο­τε. Κάποιος στήν τρά­πε­ζα εἶ­πε: «Τόν μα­ζέ­ψα­με καί μᾶς ἔ­κα­ψε. Θε­ός σχω­ρέσ᾿ τον». Ὁ Γέ­ρον­τας λί­γο κου­νή­θη­κε ἀ­πό τήν θέ­ση του, ἀλ­λά δέν εἶ­πε τί­πο­τε, οὔ­τε νά συμ­φω­νή­ση, ἀλ­λά οὔ­τε νά τόν δι­ορ­θώ­ση ἢ νά τόν πα­ρα­τη­ρή­ση.

Πολ­λές φο­ρές, ἐ­νῶ εἶ­χε ἀρ­χί­σει νά ἁ­γι­ο­γρα­φῆ,  ἐρ­χό­ταν κά­ποι­ος γιά μά­θη­μα, πάν­τα δω­ρε­άν, χω­ρίς ἀ­μοι­βή· ση­κω­νό­ταν ἀ­γόγ­γυ­στα καί ἂς χα­λοῦ­σαν τά χρώ­μα­τα, καί πή­γαι­νε πί­σω ἡ δου­λειά του. Ἔ­δει­ξε τά πάν­τα, ὅ,τι ἤ­ξε­ρε. Δέν κρά­τη­σε τί­πο­τε μυ­στι­κό. Θε­ρά­πευ­σε ἀ­νι­δι­ο­τε­λῶς τίς ἱ­ε­ρές τέ­χνες καί εὐ­ερ­γέ­τη­σε πολ­λούς δι­δά­σκον­τάς τους.

Σέ ὅ­σους ἔρ­χον­ταν νά τοῦ ζη­τή­σουν βο­ή­θεια οἰ­κο­νο­μι­κή ἔ­δι­νε, χω­ρίς νά ρω­τή­ση τί­πο­τε. Ὅ­σοι ζη­τοῦ­σαν δου­λειά, τούς ἔ­λε­γε νά σκά­ψουν τόν σκαμ­μέ­νο κῆ­πο ἤ νά κά­νουν κά­τι ἄλ­λο, καί τούς πλή­ρω­νε κα­νο­νι­κά με­ρο­κά­μα­το, χω­ρίς νά ἐ­ξε­τά­ση τί δου­λειά ἔ­κα­ναν.

Κά­πο­τε ἕ­να παι­δί πού ἦ­ταν στό Κελ­λί του, κρύ­ω­νε. Τοῦ χά­ρι­σε  ἕ­να ὡ­ραῖ­ο χει­μω­νι­ά­τι­κο ἐ­πα­νω­φόρι. Ἔ­βα­λε τό παι­δί τά χέ­ρια στίς τσέ­πες καί βρῆ­κε δυ­ό πεν­το­χί­λια­ρα. Τότε τοῦ λέ­γει: 

–Γέ­ρον­τα ἔ­χει καί χρή­μα­τα.

–Πάρτα, μω­ρέ, πάρ­τα, τοῦ εἶ­πε.

Ὅ­ταν πή­γαι­νε Κα­ρυ­ές ἤ στήν Σχο­λή φο­ροῦ­σε πάν­το­τε τό ἐ­ξώ­ρα­σο ἀ­πό σε­βα­σμό πρός τόν χῶ­ρο καί στό λει­τούρ­γη­μά του.

Ὅ­ταν καμ­μί­α φο­ρά τό Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Παι­δεί­ας διώ­ρι­ζε κά­ποι­ον κα­θη­γη­τή Μου­σι­κῆς ἤ Ἁ­γι­ο­γρα­φί­ας στήν Ἀθωνιάδα, ὁ γε­ρω Με­λέ­τιος δι­α­κρι­τι­κά ἀ­πο­χω­ροῦ­σε, χω­ρίς κα­θό­λου νά πα­ρα­πο­νε­θῆ ἤ νά πει­ρα­χθῆ ὁ ἐ­γω­ϊ­σμός του. Ὅ­ταν με­τά ἀ­πό λί­γο ἔ­με­ναν χω­ρίς κα­θη­γη­τή, τόν κα­λοῦ­σαν καί πή­γαι­νε πά­λι. Οὔ­τε οἱ τι­μές τόν ἄγ­γι­ζαν οὔ­τε οἱ πε­ρι­φρο­νή­σεις τόν στε­νο­χω­ροῦ­σαν.  

Ἦ­ταν ὑ­πά­κου­ος στούς ἄλ­λους καί δέν πρό­βαλ­λε τό δι­κό του θέ­λη­μα. Αὐ­τό τό δι­α­πί­στω­ναν καί τά παι­διά τῆς Σχο­λῆς, ἀλ­λά κυ­ρί­ως ὅ­ταν ἐ­πι­σκε­πτό­ταν Μο­να­στή­ρια στόν κό­σμο, γιά νά δι­δά­ξη μου­σι­κά ἤ Ἁ­γι­ο­γρα­φί­α. Τοῦ ἔ­λε­γαν: «Ἀ­πό δῶ, Γέ­ρον­τα», «κά­θη­σε Γέ­ρον­τα», «σή­κω Γέ­ρον­τα», καί ἀ­μί­λη­τος ἔ­κα­νε ὅ­,τι τοῦ ἔ­λε­γαν.       

 Πα­ροι­μι­ώ­δης ἦ­ταν ἡ σι­ω­πή του. Κά­πο­τε πού πῆ­γε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο, ὁ για­τρός ἀ­πό­ρη­σε πού ἐ­πί μέ­ρες δέν ἄ­κου­σε τήν φω­νή του. Ρώ­τη­σε τόν συ­νο­δό του:

–Δέν μι­λᾶ ὁ παπ­πο­ῦς;

–Πῶς; Νά, τώ­ρα πές του γιά μου­σι­κά καί Ἁ­γι­ο­γρα­φί­α νά δῆς πώς θά μι­λή­σει.

Στόν ἀ­φωσι­ω­μέ­νο γιά δε­κα­ε­τί­ες ὑ­πο­τα­κτι­κό του π. Κο­σμᾶ φε­ρό­ταν μέ πο­λλή ἀ­γά­πη, σε­βα­σμό καί λε­πτό­τη­τα. Κά­ποι­ος τόν ρώ­τη­σε ἂν ἔ­χη εὐ­λο­γία­ νά μεί­νη ἕ­να δι­ά­στη­μα στό Κελ­λί του, γιά νά μά­θη Ἁ­γι­ο­γρα­φί­α. Ὁ γέ­ρω Με­λέ­τιος τοῦ εἶ­πε: «Νά ρω­τή­σω τήν συ­νο­δεί­α μου καί θά σοῦ πῶ». Ρώ­τη­σε, ἔ­λα­βε τήν συγ­κα­τά­θε­ση καί τόν δέ­χθη­κε. Ὁ νέ­ος ἀ­πό­ρη­σε πού ἡ συ­νο­δεί­α του ἦ­ταν μό­νο ὁ π. Κο­σμᾶς. Νό­μι­σε πώς θά ἔ­χει 3–4 τοὐ­λά­χι­στον κα­λο­γέ­ρια. Ἔ­με­νε μῆ­νες κον­τά τους, ἔ­γι­νε κα­λός Ἁ­γι­ο­γρά­φος καί εὐ­γνω­μο­νεῖ τόν Γέ­ρον­τα. Ἀλ­λά στίς ἀρ­χές δυ­σκο­λεύ­τη­κε πά­ρα πο­λύ, δι­ό­τι περ­νοῦ­σαν μέ­ρες καί βδο­μά­δες χω­ρίς νά μι­λοῦν. Ὁ γε­ρω Με­λέ­τιος ἔ­λε­γε μό­νο, «πᾶ­με γιά ἐ­λι­ές» ἤ «πᾶ­με γιά φουν­τού­κια», καί στήν δου­λειά του δού­λευ­ε σι­ω­πη­λός καί ἔ­λε­γε τήν εὐ­χή. Οὐ­δέ­πο­τε τόν ἄ­κου­σε νά σχο­λιά­ζη γε­γο­νό­τα ἤ πρό­σω­πα ἄλ­λα.

Κα­τά τήν Γερ­μα­νι­κή Κα­το­χή ὁ γε­ρω Με­λέ­τιος μέ ἡ­ρω­ΐ­κό φρό­νη­μα, εὔ­σπλα­χνη δι­ά­θε­ση πρός τούς κα­τα­δι­ω­κο­μέ­νους καί μέ κίν­δυ­νο τῆς ζω­ῆς του ἔ­κρυ­ψε καί φυ­γά­δευ­σε πολ­λούς Ἕλ­λη­νες καί Ἄγ­γλους. Δύ­ο φο­ρές τόν συ­νέ­λα­βαν οἱ Γερ­μα­νοί, ἀλ­λά τούς ξέ­φυ­γε. Πολ­λοί ἀ­πό αὐ­το­ύς πού βο­ή­θη­σε τοῦ ἔ­γρα­ψαν ἀρ­γό­τε­ρα εὐ­χα­ρι­στή­ρι­ες ἐ­πι­στο­λές, ἐ­νῶ ἕ­νας Ἄγ­γλος Ἀ­ξι­ω­μα­τι­κός τόν πῆ­ρε καί τόν φι­λο­ξέ­νη­σε στήν Ἀγ­γλί­α, γιά νά τόν εὐ­χα­ρι­στή­ση πού τοῦ ἔ­σω­σε τήν ζω­ή. Ἀλ­λά ὁ Γέροντας πο­τέ του δέν ἔ­κα­νε λό­γο γι᾿ αὐ­τά, οὔ­τε καί στόν ὑ­πο­τα­κτι­κό του. Τόν ρω­τοῦ­σαν τά παι­διά τῆς Σχο­λῆς:

–Γέ­ρον­τα, πῶς τούς ξε­φύ­γα­τε τούς Γερ­μα­νούς;

–Εἶ­χα τόν τρό­πο μου, ἀ­παν­τοῦ­σε.

Ρω­τοῦ­σαν τόν π. Κο­σμᾶ νά τούς πῆ γιά τήν  δρά­ση του καί ἀ­παν­τοῦ­σε:

–Ἄ, δέν ξέ­ρω∙ δέν  μι­λά­ει γι᾿ αὐ­τά. Νά, πές τον γιά μου­σι­κά καί ἀ­μέ­σως θά ση­κω­θῆ· καί γυ­ρί­ζον­τας στόν Γέ­ρον­τα πού ἦ­ταν κλι­νή­ρης καί βογ­γοῦ­σε, τοῦ εἶ­πε δο­κι­μα­στι­κά:

–Γέ­ρον­τα, τό κα­λο­γέ­ρι θέ­λει νά δι­α­βά­σε­τε μου­σι­κά. Καί ὁ Γέ­ρον­τας πε­τά­χτη­κε ἀπ᾿ τό κρεβ­βά­τι καί γυ­ρί­ζον­τας στόν μα­θη­τή ρω­τοῦ­σε.

–Ποῦ εἶ­ναι τό μου­σι­κό; Φέρ­το μω­ρέ.

   Πολ­λοί τόν θε­ω­ροῦ­σαν ἕ­να κα­λό παπ­πού­λη, πού ὅ­μως δέν ἤ­ξε­ρε ἀ­πό κα­λο­γε­ρι­κή. Κρί­νον­τας ὅ­μως ἐ­ξω­τε­ρι­κά, ἐ­λά­θε­ψαν στήν κρί­ση τους, για­τί ὁ γε­ρω Με­λέ­τιος εἶ­χε κρυ­φή πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, ὅ­πως φαί­νε­ται ἀ­πό κά­ποι­α πε­ρι­στα­τι­κά. Κά­πο­τε, ἀν­τα­πο­κρι­νό­με­νος σέ πρό­σκλη­ση γυ­ναι­κεί­ου Μο­να­στη­ριοῦ στόν κό­σμο, πῆ­γε νά τούς βο­η­θή­ση στά μου­σι­κά. Ἐ­κεῖ ἀρ­ρώ­στη­σε μέ πυ­ρε­τό ὑ­ψη­λό, ἀλ­λά πα­ρά ταῦ­τα δέν στα­μά­τη­σε κα­θη­με­ρι­νά νά δι­δά­σκη. Μά­λι­στα εἶ­χε τυ­πι­κό τε­λεί­ας ἀ­σι­τί­ας, ὅ­ταν ἀρ­ρώ­σται­νε. Αὐ­τό ἦ­ταν τό φάρ­μα­κό του. Οἱ ἀ­δελ­φές πα­νι­κο­βλή­θη­καν, για­τί νό­μι­σαν ὅ­τι θά τόν χά­σουν. Τόν ἀ­νάγ­κα­σαν νά πά­ρη κά­τι, καί τούς ἔ­κα­νε ὑ­πα­κο­ή. Τή νύ­χτα μπῆ­κε κά­ποι­ος ἀ­θό­ρυ­βα στό κελ­λί του νά δῆ τί κά­νει, μή­πως θέ­λη κά­τι, καί ἄ­κου­σε νά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νη κα­θα­ρά καί ρυθ­μι­κά τήν εὐ­χή, ἐ­νῶ ἐ­κοι­μᾶ­το. Μα­θη­τές του, μαρ­τυ­ροῦν ὅ­τι πολ­λές φο­ρές πού ἔμ­παι­ναν στό κελ­λί του νά ρω­τή­σουν κά­τι, τόν εὕ­ρι­σκαν νά λέ­η τήν εὐ­χή ἀρ­γά καί κα­θα­ρά. Γιά νά θο­λώ­ση τά νε­ρά, κά­τι μουρ­μού­ρι­ζε ἤ ἔ­λε­γε· «νά, λέ­ω κι ἐ­γώ, πα­ρα­μι­λά­ω». Ἄλ­λοι τόν εἶ­δαν τή νύ­χτα πού κοι­μό­ταν νά κι­νῆ ρυθ­μι­κά τό δά­χτυ­λό του σάν νά τρα­βᾶ κομ­πο­σχο­ί­νι. Καί αὐ­τό ὄ­χι μί­α φο­ρά. Τίς νύ­χτες ἔ­βλε­παν φῶς ἀ­πό τό κελ­λί του. Δι­ά­βα­ζε ἤ προ­σευ­χό­ταν.  

Ἔ­ζη­σε 93 χρό­νια χω­ρίς νά πέ­ση μί­α τρί­χα ἀ­πό τά μαλ­λιά του καί νά χά­ση ἕ­να δόν­τι. Δι­ά­βα­ζε χω­ρίς γυα­λιά μέ­χρι τό τέ­λος του.Ἔ­ζη­σε τα­πει­νά καί ἀ­θό­ρυ­βα. Κα­τώρ­θω­σε νά ἐ­φαρ­μό­ση τίς δύ­ο με­γά­λες ἐν­το­λές τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου: «Μή κρί­νε­τε καί οὐ μή κρι­θῆ­τε» καί τό «ἀ­γα­πᾶ­τε ἀλ­λή­λους». Καί ἂν ὡς ἄν­θρω­πος εἶ­χε κά­ποι­ες ἀ­τέ­λει­ες, ἡ ἀ­γά­πη του θά τίς κα­λύ­ψει καί μέ παρ­ρη­σί­α θά ζη­τή­σει νά μήν κρι­θῆ ἀ­πό τόν δί­και­ο Κρι­τή, για­τί καί ὁ ἴ­διος δέν ἔ­κρι­νε οὔ­τε κα­τέ­κρι­νε κα­νέ­ναν, πρᾶγ­μα σπά­νιο καί δυ­σεύ­ρε­το γιά τήν γε­νε­ά μας.

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα