Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

 

     Ο γε­ρω Ἡ­σύ­χιος ὁ Γρη­γο­ριά­της πάν­το­τε στε­κό­ταν ὄρ­θιος στό Κα­θο­λι­κό σέ ὅ­λη τήν ἀ­κο­λου­θί­α. Ἐ­πει­δή ὅ­ταν ἀ­κουμ­ποῦ­σε στό στα­σί­δι τόν ἔ­παιρ­νε ὁ ὕ­πνος, ἀ­πε­φά­σι­σε νά στέ­κε­ται ὄρ­θιος μέ τά χέ­ρια κά­τω. Ὁ­πό­τε μία φο­ρά τόν πῆ­ρε ὁ ὕ­πνος καί ἔ­πε­σε μέ τό κε­φά­λι πά­νω στήν κο­λώνα. Ἀ­πό τόν ζῆ­λο του νά νι­κή­ση τόν ὕ­πνο κόν­τε­ψε νά σκο­τω­θῆ. Ἀ­πό τά πό­δια του πού ἦ­ταν ὁ­λό­κλη­ρα σάν πλη­γές, ἔ­ρε­ε πυ­ῶ­δες ὑ­γρό καί ἦ­ταν τό δέρ­μα σάν νά εἶ­χε λέ­πια.

     Δι­α­κό­νη­σε ὁ­λο­πρό­θυ­μα στό ἀμ­πέ­λι, στό Ἀν­τι­προ­σω­πεῖ­ο, στόν κῆ­πο, μέ­χρι τά 76 του χρό­νια καί ὅ­ταν γή­ρα­σε δέν στα­μα­τοῦ­σε νά βο­η­θᾶ ὅ­που εὕ­ρι­σκε εὐ­και­ρί­α. Πήγαινε βο­η­θοῦ­σε στόν κῆ­πο, ἔρ­ρα­βε τά σχι­σμέ­να τσου­βά­λια πού κου­βα­λοῦ­σαν ἄμ­μο καί πή­γαι­νε στίς παγ­κοι­νι­ές.

     Σε­βό­ταν πο­λύ τόν θε­σμό τοῦ Γέροντα καί εἶ­χε ἀ­κρί­βεια στήν ὑ­πα­κοή. Ἐ­νῶ δέν ἤ­θε­λε νά βγῆ ἔ­ξω νά ἐγ­χει­ρισθῆ ἀ­πό κα­ταρ­ρά­κτη, ὅ­ταν τοῦ εἶ­πε ὁ Γέροντας, εἶ­πε «νἆ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο». Καί δύο ἄλ­λες φο­ρές πού βγῆ­κε για­τί εἶ­χε σπά­σει τά πό­δια του, βγῆ­κε μό­νο ἀ­πό ὑ­πα­κοή. Τοῦ φαι­νό­ταν πο­λύ βα­ρύ νά πά­η στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο. Ἐ­κεῖ κιν­δύ­νευ­σε νά πε­θά­νη καί ζή­τη­σε νά τόν με­τα­φέ­ρουν ἐ­πει­γόν­τως στό Ὄ­ρος, μή τυχόν κοι­μη­θῆ μακρυά ἀπό τήν με­τά­νοιά του. Ἐ­νῶ εἶ­χε κά­νει πολ­λά­κις γε­νι­κή ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο κά­λε­σε τόν μο­να­χό πού τόν συ­νώ­δευ­ε καί, πα­ρά τήν ἐ­πί­μο­νη ἄρ­νη­σή του ὅ­τι δέν εἶ­ναι πα­πᾶς, ἔ­κα­νε ξα­νά γε­νι­κή ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση.

     Εἶ­δε κά­πο­τε προ­σκυ­νη­τή προ­βλη­μα­τι­σμέ­νο νά κά­θε­ται ἔ­ξω ἀ­πό τό κα­θο­λι­κό. Πῆ­γε, κά­θη­σε κοντά του, τοῦ ἀ­πε­κά­λυ­ψε τά προ­βλή­μα­τα πού τόν ἀπα­σχο­λοῦ­σαν, καί τόν συμ­βο­ύ­λευ­σε κα­τάλ­λη­λα.

Ἔ­λε­γε: «Γνώ­ρι­σα πολ­λο­ύς πα­τέ­ρες πού ἔ­ζη­σαν ἐ­δῶ στό Μο­να­στή­ρι μας. Ὅ­σοι ἀπ᾿ αὐ­το­ύς εἶ­χαν με­γά­λη πρα­ό­τη­τα εἶ­χαν κα­λό θά­να­το καί προ­γνώ­ρι­σαν τό τέ­λος τους. Ὑ­πέ­φε­ραν πολ­λο­ύς πει­ρα­σμούς­ καί θλί­ψεις ἀ­πό ἄλ­λους, ἀλ­λά αὐ­τοί ὅ­λα τά ὑ­πέ­μει­ναν μέ ἀ­νε­ξι­κα­κί­α καί εἰ­ρή­νη. Ὁ γε­ρω Σίμων ἦ­ταν πο­λύ πρᾶ­ος. Πρό τοῦ θα­νά­του του πα­ρου­σι­ά­στη­καν οἱ τρεῖς προ­στά­τες μας, ὁ ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος, ὁ ὅσιος Γρη­γό­ριος καί ἡ ἁ­γί­α Ἀ­να­στα­σί­α, καί τοῦ εἶπαν ὅ­τι σέ τρεῖς μέ­ρες θά σέ πά­ρου­με, ὅ­πως καί ἔ­γι­νε.  Ἐ­πί­σης ὁ γε­ρω Ἀρ­τέ­μιος Ντου­να­χίμ, ὁ γερω Ὑ­πά­τιος καί ὁ γε­ρω Στά­θης, καί αὐ­τοί ἦ­ταν σάν τόν γε­ρω Σίμωνα καί ἀ­ξι­ώ­θη­καν πα­ρο­μο­ί­ου θα­νά­του».

«Τό ἀν­τί­θε­το ἔ­γι­νε μέ αὐ­το­ύς πού ἦ­ταν θυ­μώ­δεις. Πολ­λοί ἀ­πό αὐ­το­ύς δέν μπο­ροῦ­σαν νά ξε­ψυ­χή­σουν. Ἐ­γώ δυ­στυ­χῶς δέν εἶ­χα πρα­ό­τη­τα. Ὅ­ταν μοῦ ἔ­κα­νε κά­ποι­ος κά­τι, προ­σπα­θοῦ­σα νά πά­ρω μό­νος μου τό δί­και­ο καί θύ­μω­να· καί ἔ­τσι ἔ­χα­να ὅ­λο τόν μι­σθό. Δέν μοῦ ἔ­κο­βε νά κά­νω ὑ­πο­μο­νή καί νά μή μι­λή­σω· ἔ­τσι τά ἔ­χα­να ὅ­λα. Εἴ­θε ὁ Θε­ός τώ­ρα στά  γε­ρά­μα­τα νά μέ λυ­πη­θῆ καί νά μέ ἐ­λε­ή­ση».

     Ρου­μᾶ­νος Ἐ­πί­σκο­πος ζή­τη­σε ἀ­πό τόν γε­ρω Ἡ­σύ­χιο νά τοῦ πῆ κά­τι πνευ­μα­τι­κά ὠ­φέ­λι­μο. Τοῦ εἶ­πε: «Νά δι­δά­ξης στό πο­ί­μνιό σου τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση. Νά ἐ­ξο­μο­λο­γοῦν­ται ὅ­λοι κα­θα­ρά, χω­ρίς νά κρύ­βουν τί­πο­τε. Ἡ  ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση εἶ­ναι με­γά­λο μυ­στή­ριο, κα­θώς καί ἡ θε­ί­α Κοι­νω­νί­α».

     Ἔ­ζη­σε πε­ρί­που δέ­κα χρό­νια στό νο­σο­κο­μεῖ­ο τῆς Μο­νῆς καί τά πέν­τε τε­λευ­ταῖ­α ἦ­ταν τε­λε­ί­ως κα­τά­κοι­τος, οὔ­τε νά κα­θή­ση δέν μπο­ροῦ­σε. Ἀ­τέ­λει­ω­τες ὧ­ρες ἔ­λε­γε τήν εὐ­χή ἀ­στα­μά­τη­τα καί ὅ­ταν κου­ρα­ζό­ταν τόν ἔ­παιρ­νε ὁ ὕ­πνος. Οἱ πα­τέ­ρες τόν δι­α­κο­νοῦ­σαν μέ ἀ­γά­πη, τοῦ ἔ­κα­ναν λί­γη πα­ρέ­α, ἀλ­λά τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες ὧ­ρες ἦ­ταν μό­νος του μέ πα­ρη­γο­ριά τήν εὐ­χή. Καί ὅ­μως δέν εἶ­χε ἀ­δη­μο­νί­α, πλή­ξη ἤ στε­νο­χώ­ρια. Ἦ­ταν πάν­τα χα­ρο­ύ­με­νος καί εἰ­ρη­νι­κός καί ἐ­κοι­μή­θη σέ ἡ­λι­κί­α 103 ἐ­τῶν, τό ἔτος 1999.

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα