Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Μο­να­χός Κοι­νο­βιά­της βγῆ­κε ἀ­πό τό κα­θο­λι­κό κα­τά τήν διά­ρκεια ἀ­γρυ­πνί­ας σέ μί­α ἁ­πλω­τα­ριά νά πά­ρη λί­γο ἀ­έ­ρα, νά ξε­κου­ρα­σθῆ. Ὅ­πως στε­κό­ταν καί κοι­τοῦ­σε τήν θά­λασ­σα, κά­ποι­α στιγ­μή σκέ­φθη­κε· «και­ρός εἶ­ναι νά πά­ω μέ­σα». Ὁ­πό­τε ἀ­κού­ει μί­α ἄ­γρια φω­νή δί­πλα του· «κά­τσε λί­γο ἀ­κό­μη». Ἔν­τρο­μος ἔ­τρε­ξε πρός τό να­ό. Μά­λι­στα κτύ­πη­σε τό κε­φά­λι του σέ μί­α χα­μη­λή κα­μά­ρα καί τοῦ ἔ­φυ­γε ὁ σκοῦ­φος μέ τό κου­κού­λι, ἀλ­λά ἀ­πό τόν φό­βο του οὔ­τε γύ­ρι­σε πί­σω. Σέ τέ­τοι­α κα­τά­στα­ση εἰ­σῆλ­θε στό ναό. 

      Σέ κά­ποι­ο Μο­να­στή­ρι ἐ­κοι­μή­θη ἕ­νας μο­να­χός καί τοῦ βρῆ­καν 2.000 δραχ­μές στό κελ­λί του. Ἦ­ταν με­γά­λο τό πο­σόν γιά τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη. Ὁ Ἡ­γού­με­νος στε­νο­χω­ρή­θη­κε καί εἶ­πε νά τόν θά­ψουν μα­ζί μέ τά χρή­μα­τα.  

Κά­ποι­ος Κοι­νο­βιά­της ζῆ στό Μο­να­στή­ρι του ὡς ἔγ­κλει­στος, χω­ρίς νά μι­λᾶ καί νά συ­να­να­στρέφε­ται μέ κα­νέ­ναν. Τόν βλέ­πουν μό­νο στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Μέ εὐ­λο­γί­α ἀ­πό τόν Ἡ­γού­με­νο ἀ­κο­λου­θεῖ ἴ­διον τυ­πι­κό, τη­ρεῖ σι­ω­πή, ἀ­γω­νί­ζε­ται κρυ­φά καί εἶ­ναι σάν νά βρί­σκε­ται στήν ἔ­ρη­μο. 

Κάποιος Κοι­νο­βι­ά­της γιά ἕ­να δι­ά­στη­μα εἶ­χε γί­νει εὐ­ε­ρέ­θι­στος, ἐ­ρι­στι­κός, ὅ­λα τοῦ ἔ­φται­γαν καί ἔ­γι­νε κα­χύ­πο­πτος. Ὁ Ἡ­γού­με­νος τοῦ ἔ­λε­γε: «Ἄ­φη­σες τά πνευ­μα­τι­κά σου, γι᾿ αὐ­τό σοῦ συμ­βαί­νουν αὐ­τά». Αὐ­τός πά­λι τά ἴ­δια, μέ­χρι πού ζή­τη­σε καί πῆρε εὐ­λο­γί­α νά πά­η στόν πα­πα–Ἐ­φραίμ τόν Κα­του­να­κι­ώ­τη. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ τόν ρώ­τη­σε ἄν ἦρ­θε μέ εὐ­λο­γί­α, τόν ἄ­κου­σε καί τοῦ εἶ­πε: «Αὐ­τά σοῦ συμ­βαί­νουν, δι­ό­τι ἄ­φη­σες τά πνευ­μα­τι­κά σου. Αὐ­τό σοῦ φταί­ει. Ἄν τά κά­νης, ὅ­λα θά τα­κτο­ποι­η­θοῦν». 

Εἶπε Γέρων: «Ὁ ἄν­θρω­πος μοιά­ζει σάν τήν γῆ. Τήν κα­θα­ρί­ζεις, τήν σκά­βεις, λές ”Δό­ξα σοι ὁ Θε­ός”, καί με­τά ἀπό λί­γο πά­λι γε­μί­ζει χόρ­τα. Ἔ­τσι εἶ­ναι καί ὁ ἄνθρω­πος. Ὅ­λο πει­ρα­σμούς μέ­χρι νά πε­θά­νη. Γι᾿ αὐ­τό χρει­ά­ζε­ται “βί­α φύ­σε­ως δι­η­νε­κής καί αἰ­σθή­σε­ων φυ­λα­κή ἀ­νελ­λι­πής”»[1]. 

Εἶ­πε Γέρων: «Ἡ Πα­να­γί­α, ἡ μη­τέ­ρα μας, εἶ­πε ὅτι, ὅ­σον εἶ­ναι ἡ εἰ­κό­να της ἡ Πορ­τα­ΐ­τισ­σα στό Μο­να­στή­ρι της, νά μή φύ­γη κα­νε­ίς μο­να­χός νά πά­η ἔ­ξω στόν κό­σμο γιά νά βρῆ κά­τι κα­λύ­τε­ρο, για­τί θά ὑ­πο­στῆ μαρ­τύ­ριο ἄ­καρ­πο». 

Εἶ­πε Γέρων: «Χω­ρίς ὁ­δη­γό στήν εὐ­χή θά πλα­νη­θοῦ­με. Κα­νε­ίς ἀ­πό το­ύς νη­πτι­κο­ύς πα­τέ­ρες δέν πο­ρε­ύ­τη­κε αὐ­τό­νο­μα. Ὅ­λοι εἶ­χαν δα­σκά­λους». 

«Μπο­ρεῖ νά λέ­με συ­νέ­χεια τήν εὐ­χή, ἀλ­λά ἄν ἡ πο­ρε­ί­α μας, ἡ ζωή μας, δέν εἶ­ναι κα­λή, δέν κά­νου­με τί­πο­τε. Ἡ εὐ­χή εἶ­ναι φῶς. Καί πῶς λέ­με τήν εὐ­χή καί κά­νο­υμε πράγ­μα­τα τοῦ σκότους;». 

Εἶ­πε Γέρων: «Τό νἆ­σαι ἀ­κρι­βο­μί­λη­τος, τ᾿ ἀ­η­δό­νι σέ μα­θα­ί­νει. Τόν ἕ­να μῆ­να κε­λα­ϊ­δεῖ, το­ύς ἕν­τε­κα σω­πα­ί­νει». 

Εἶ­πε Γέρων: «Ὁ κα­λό­γε­ρος πρέ­πει νά ἔ­χη ἀρ­χον­τιά, νά εἶ­ναι καλ­λι­τέ­χνης, ὅ,τι κά­νει, νά τό κά­νη μέ με­ρά­κι, ὄ­χι πρό­χει­ρα καί ἐ­πι­πό­λαι­α. Καί τό ἐρ­γό­χει­ρο πού γί­νε­ται βι­α­στι­κά δέν θά ὠ­φε­λή­σει αὐ­τόν πού θά τό πά­ρει». 

Γέροντας πού τόν κα­λοῦ­σαν νά βγῆ στόν κό­σμο νά μι­λή­ση, ἀρ­νή­θη­κε λέ­γον­τας: «Σήμερα τ᾿ αὐ­τιά τοῦ κό­σμου κλε­ί­στη­καν, δέν ἀ­κοῦν».  

«Με­γά­λο πρᾶγ­μα εἶ­ναι νά ἀ­να­πα­ύ­σης τόν Γέροντά σου, για­τί ἡ εὐ­χή του δέν θά σ᾿ ἀ­φή­σει νά πέ­σης». 

«Τά ψαλ­τι­κά κα­λά εἶ­ναι ἀλ­λά ἐ­πι­κίν­δυ­να, για­τί γί­νον­ται πα­ρε­ξη­γή­σεις γιά τά πρω­τεῖ­α. Ὁ Κύριος εἶ­πε, ”δός μου σήν καρ­δί­α­ν” ὄ­χι ψαλ­μω­δί­α. Βο­η­θᾶ ἡ ψαλ­μω­δί­α νά δι­α­σκε­δά­σου­με τήν θλί­ψη μας, ὅ­ταν ἔ­χο­υμε πει­ρα­σμό». 

«Ἄν ξέ­ρης μου­σι­κά, μήν κα­τα­κρί­νης το­ύς ἄλ­λους καί ἀ­να­στα­τώ­νεις το­ύς πα­τέ­ρες στίς ἀ­γρυ­πνί­ες. Στήν Βα­σι­λε­ί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν μό­νο τα­πει­νοί καί εἰ­ρη­νι­κοί θά μποῦν». 

[1]Κλῖμαξ  Α΄, ι΄.

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα