Κάποιος κοινοβιάτης μοναχός παλαιά εἶχε τό διακόνημα τοῦ ψαρᾶ. Ἀπό τά ψάρια πού ἔπιανε τηγάνιζε κρυφά καί ἔτρωγε. Κάποτε πού ἦταν σέ μία ἐξοχή βράχου καί ἔκανε τίς λαθροφαγίες του, ξεκόπηκε ὁ βράχος καί κατεποντίσθηκε στήν θάλασσα, μαζί καί ὁ ἴδιος. Ὁ βράχος φαίνεται μέχρι σήμερα καί εἶναι γνωστός σάν ”βράχος τῆς λαθροφαγίας”.
Στήν Μικρά Ἁγία Ἄννα, ὅταν κάποτε περνοῦσαν δύο Ἁγιοβασιλειάτες πατέρες, ὁ παπα–Παῦλος, προηγούμενος τῆς Λαύρας μέ κάποιον ἄλλο, σέ ἕνα συγκεκριμένο σημεῖο αἰσθάνονταν εὐωδία. Φαίνεται ὅτι ἐκεῖ ἔζησε κάποιος ἐνάρετος ἀσκητής ἤ εἶναι θαμμένο τό λείψανό του.
Μοναχός ἀλλοδαπός σέ κάποιο Κοινόβιο εἶχε τό διακόνημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ. Ἐπειδή τό θεωροῦσε διακόνημα καί δέν καταλάβαινε καλά τήν Ἑλληνική γλῶσσα, στό κελλί του διάβαζε πάλι τήν ἀκολουθία καί αἰσθανόταν χαρά καί εἶχε δάκρυα κατανύξεως.
Δύο μοναχοί πῆγαν τήν παραμονή τῆς λιτανείας τοῦ «Ἄξιόν Ἐστι» καί ἔρριξαν τά δίχτυα, γιατί εἶχε καλή θάλασσα, γιά νά πιάσουν ψάρια. Ἐκεῖνο τό βράδυ ἔκανε μία φουρτούνα πού πῆρε τά δίκτυα καί τά ψάρια. Ἔτσι κατάλαβαν ὅτι ἔγινε αὐτό, ἐπειδή περιφρόνησαν τήν Παναγία. Ἀπό τότε ἀκολουθοῦν πάντοτε τήν λιτανεία.
Διηγήθηκε μοναχός: «Εἶχα Πνευματικό μου τόν παπα–Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη. Τήν πρώτη φορά πού πῆγα νά ἐξομολογηθῶ μοῦ εἶπε: “Σέ βλέπω, παιδί μου, πού ἀγωνίζεσαι νά ἀνεβῆς. Ἀλλά νά σοῦ πῶ, βρέ παιδί μου, (καί τό ἔλεγε μέ πόνο ψυχῆς) καί σέ μένα νά ᾿ρθῆς, κάτω θά σέ τραβήξω.
–Γιατί, Πνευματικέ, τοῦ εἶπα ἀπορημένος.
–Ξεπλυθήκαμε, δέν ἔχουμε ἀρετή.
»Αὐτά μοῦ τά εἶπε τό 1971–72».
Κάποιος μοναχός πλανήθηκε καί, ἀλλοίμονο, προσκύνησε τόν Σατανᾶ, ὁ ὁποῖος τοῦ παρουσιάσθηκε μέ τό Σχῆμα καί τήν μορφή τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά δαιμονισθῆ καί μέχρι τήν κοίμησή του δέν ἔφυγε τό δαιμόνιο. Γιά νά μήν τόν κλείσουν σέ ψυχιατρεῖο, τόν ἀνέλαβαν ὑπεύθυνα δύο πατέρες ἀπό τήν Κουτλουμουσιανή Σκήτη μέ ἀγάπη καί αὐταπάρνηση καί τόν διακόνησαν μέ θυσία ὥς τό τέλος του. Ἄξιος ὁ μισθός τους. Ὁ Θεός νά γίνη ἵλεως καί γιά τόν πλανηθέντα.
Παρουσιάστηκε κάποτε δαιμόνιο σ᾿ ἕναν μοναχό, ὁ ὁποῖος μέ ψυχραιμία τοῦ εἶπε: «Τί ἔρχεσαι ἐδῶ; Τό ψωμί τοῦ πατέρα σου πήραμε; Ἄντε στό καλό!». Δέν ἔφυγε ἀμέσως, ὁπότε τοῦ εἶπε: «Ἐδῶ θά σέ δῶ. Ἂν εἶσαι ἔξυπνος, ἐδῶ θά φανῆς. Πᾶμε νά βάλουμε μία μετάνοια στόν Χριστό καί στήν Παναγία. Ἐγώ θά φιλήσω τό ἕνα πόδι τοῦ Χριστοῦ, ἐσύ τό ἄλλο, ὅποιο θές». Ἀμέσως μετά ἐξαφανίστηκε. Δέν θέλει νά ἀκούση γιά μετάνοια καί προσκύνηση.
Μοναχός Κοινοβιάτης ἔκανε κρυφές ἀσκήσεις χωρίς τήν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου, καί στό τέλος ἐδαιμονίσθη.
Τρεῖς Ρουμᾶνοι μοναχοί ἀπό τήν Καψάλα ἀπό εὐλάβεια πῆγαν νά προσκυνήσουν στά Ἱεροσόλυμα μέ βάρκα, κωπηλατώντας, καί μάλιστα στά ἐπικίνδυνα χρόνια τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου.
Νέος Κοινοβιάτης μοναχός ἔπασχε ἀπό κήλη. Ἄλλος μοναχός τοῦ εἶπε νά παρακαλέση τόν ἅγιο Ἀρτέμιο, πού ἔχει εἰδική χάρι γι᾽ αὐτές τίς παθήσεις, καί θά τόν κάνει καλά. Γιά ἕνα χρόνο ἔκανε κομποσχοίνι στόν ἅγιο Ἀρτέμιο. Ἕνα πρωΐ πού σηκώθηκε νά κάνη τόν κανόνα του, διεπίστωσε ὅτι ἡ κήλη εἶχε θεραπευθῆ. Ἔτσι, γιά νά εὐχαριστήση τόν Ἅγιο, ἔ- κανε γιά ἕναν ἀκόμη χρόνο κομποσχοίνι.
Μοναχός πού ποθοῦσε τήν ταπείνωση καί ἀγωνιζόταν νά τήν ἀποκτήση ἄκουσε φωνή εὐκρινέστατη: «Ταπείνωση εἶναι νά θέλης τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τήν δόξα τήν δική σου».
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα