Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

      Ο πα­πα–Δι­ο­νύ­σιος ὁ Πνευ­μα­τι­κός, ὁ Μι­κρα­γι­αν­να­νί­της, ἤ­θε­λε ἀ­πό μι­κρός νά γί­νη μο­να­χός. Σέ ἡλι­κί­α 12 ἐ­τῶν ἔ­φυ­γε καί πῆ­γε σέ ἕ­να μο­να­στή­ρι τῆς Ἀτ­τι­κῆς, ἀλ­λά οἱ δι­κοί του τόν πῆ­ραν πί­σω.  

Ἀ­πό τόν Πνευ­μα­τι­κό του στόν κό­σμο ἔ­μα­θε ὑ­πα­κοή. Στήν ἐ­νο­ρί­α τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ του πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε ὅ­λες τίς ἀ­κο­λου­θί­ες πού τίς ἔ­κα­νε, ὅ­πως στά μο­να­στή­ρια. Ζήτησε εὐ­λο­γί­α ὁ μι­κρός Θε­ο­δό­σης νά γί­νη μο­να­χός καί ὁ Πνευ­μα­τι­κός του τοῦ εἶ­πε: «Ἄν θέ­λης νά γί­νης κα­λό­γε­ρος, δέν ἔ­χεις εὐ­λο­γί­α νά πᾶς που­θε­νά ἀλ­λοῦ πα­ρά μό­νο στόν Γέ­ροντά μου Ἀ­βι­μέ­λεχ». Πίστευε ὅ­τι δέν θά ἄν­τε­χε τήν αὐ­στη­ρή ζωή τοῦ γε­ρω–Ἀ­βι­μέ­λεχ καί θά γύ­ρι­ζε πά­λι στόν κό­σμο, δι­ό­τι τόν προ­ώ­ρι­ζε γιά δι­ά­δο­χό του. 

Τε­λι­κά πῆ­γε ὁ Θε­ο­δό­σης στόν γε­ρω–Ἀ­βι­μέ­λεχ πού ἦ­ταν μό­νος του, καί ἀ­κο­λου­θοῦ­σε σέ ὅ­λα τό αὐ­στη­ρό πρό­γραμ­μα, κά­νον­τας κα­λή ὑ­πα­κοή. Ἔ­κα­ναν τήν ἀ­κο­λου­θί­α, δι­ά­βα­ζαν τό Συ­να­ξά­ρι καί ὕ­στε­ρα ἔ­βγαι­ναν νά ἐρ­γα­σθοῦν στίς ἐ­λι­ές.  

Ὅ­λοι πί­στευ­αν ὅ­τι δέν θ᾿ ἀν­τέ­ξει ὁ νέ­ος κοντά σέ ἕ­να τό­σο σκλη­ρό ἀ­σκη­τή. Ἄν τε­λι­κά ἔ­με­νε πί­στευ­αν, ἤ τρελ­λός ἤ Ἅ­γιος θά ἦ­ταν. Ἔ­κα­νε ὅ­μως ὑπο­μο­νή με­γά­λη, ἀρ­ρώ­στη­σε, βγῆ­κε στόν κό­σμο, ἀνέρ­ρω­σε καί ξα­να­γύ­ρι­σε. Ἀ­γά­πη­σε το­ύς πα­τέ­ρες τῶν γει­το­νι­κῶν Κελ­λι­ῶν, το­ύς βο­η­θοῦ­σε, για­τί ἦ­ταν ἄν­θρω­πος θυ­σί­ας καί προ­σφο­ρᾶς, καί αὐ­τοί τόν ἀγα­ποῦ­σαν καί τόν θα­ύ­μα­ζαν γιά τήν ὑ­πα­κοή του καί τήν ὑ­πο­μο­νή του. 

Δι­η­γή­θη­κε ὁ πα­πα–Δι­ο­νύ­σιος: «Κα­τά τήν ἀ­κο­λου­θί­α τῆς κου­ρᾶς τοῦ π. Μη­τρο­φά­νους ἦ­ταν ἀρ­κε­τοί μο­να­χοί. Ἕ­να γε­ρον­τά­κι κα­τά τήν διά­ρκεια τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας ἔ­βλε­πε ἕ­να νέ­ο μέ φου­στα­νέ­λλα (τό Νε­ο­μάρ­τυ­ρα Γε­ώρ­γιο) νά κρα­τᾶ τόν π. Μη­τρο­φά­νη ἀ­πό τό χέ­ρι, νά τόν ὁ­δη­γῆ στίς εἰ­κό­νες γιά νά βά­λη με­τά­νοι­α, σάν τε­λε­τάρ­χης τρό­πον τι­νά τῆς ὅ­λης δι­α­δι­κα­σί­ας, τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας τοῦ με­γα­λοσχή­μου. Ὅ­ταν τόν πῆ­γε νά βά­λη με­τά­νοι­α στήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας, εἶ­δε ὁ μο­να­χός αὐ­τός τήν Πα­να­γί­α τρό­πον τι­νά νά βγά­ζη τό χέ­ρι της ἀπό τήν εἰ­κό­να καί νά τοῦ τό δί­δη νά τό φι­λή­ση. Κα­τό­πιν εἶδε τόν δι­ά­βο­λο νά στέ­κε­ται στήν πόρ­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, νά τρί­ζη τά δόν­τια του καί νά λέ­γη βρι­σι­ές ἐ­ναν­τί­ον ἑ­νός πού συνήρ­γη­σε καί ἔ­γι­νε μο­να­χός ὁ π. Μη­τρο­φά­νης. Τό­τε ξαφ­νι­κά βλέ­πει τό νέο­ μέ τήν φου­στα­νέλ­λα νά βγαί­νη ἔ­ξω πρός τήν πόρ­τα μέ μία τρί­αι­να καί νά τρυ­πᾶ τόν δι­ά­βο­λο. Βλέ­πα­με ὅ­λοι τόν μο­να­χό αὐ­τόν νά κλαί­η στό στα­σί­δι του, ἀλ­λά νο­μί­ζα­με ὅ­τι εἶ­ναι κά­τι συ­νη­θι­σμέ­νο σέ τέ­τοι­ες στιγ­μές τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας τοῦ με­γα­λο­σχή­μου. Πάν­το­τε συγ­κι­νεῖ­ται ὁ ἄν­θρω­πος σέ τέ­τοι­ες στιγ­μές. Κα­τό­πιν μᾶς πῆ­ρε ἰ­δι­αί­τε­ρα ὁ μο­να­χός καί μᾶς εἶ­πε: “Πρός ὠ­φέ­λεια ψυ­χι­κή σᾶς τά λέ­γω, πα­τέ­ρες”, καί μᾶς δι­η­γή­θη­κε τά ἀ­νω­τέ­ρω». 

Ἔ­λε­γε ὁ πα­πα–Δι­ο­νύ­σιος: «Ἔ­χω ἕ­να βι­βλί­ο, τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, πού πο­τέ δέν τε­λει­ώ­νει. Φτά­νεις στό τέ­λος καί με­τά τό ἀρ­χί­ζεις πά­λι ἀ­πό τήν ἀρχή. Κάθε μέ­ρα νά δι­α­βά­ζου­με Ἁ­γί­α Γρα­φή. Δέν μπο­ροῦ­με πο­λύ; Τοὐ­λά­χι­στον πέν­τε γραμ­μές».  

 

 

      Ο γε­ρω–Δω­ρό­θε­ος ὁ Νε­ο­σκη­τι­ώ­της περ­πα­τοῦ­σε πάν­τα ξυ­πό­λυ­τος καί τά πέλ­μα­τα τῶν πο­δι­ῶν του εἶ­χαν σκλη­ρύ­νει καί χον­τρύ­νει πο­λύ. Ὅ­πο­τε ἦταν ἀ­νάγ­κη, ἀ­νέ­βα­ζε δύ­ο με­γά­λες φιά­λες ὑ­γρα­ε­ρί­ου ἀ­πό τόν Ἀρ­σα­νᾶ στό Κελ­λί του. Τίς ἔ­δε­νε μέ ἕ­να σχοι­νί καί τίς ἔρ­ρι­χνε στόν ὦ­μο του σάν δι­σά­κι. Αὐ­τό τό ἔ­κα­νε ὥς τά γε­ρά­μα­τά του καί ἔ­κα­νε πάν­το­τε κά­θε μέ­ρα ἐ­νά­τη. 

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα