Ἀνακαλύπτω τὶς ρίζες τῶν λέξεων – Τιμαλφεῖς λέξεις

 

Τό ἀρχαιοελληνικὸ ἐπιρρημα πόρρω εἶναι μία ἀπὸ τὶς χιλιάδες λέξεις τῆς Ἀρχαίας ποὺ χρησιμοποιοῦμε αὐτούσιες στὴν Νέα Ἑλληνική. Πόρρω σημαίνει «μακριά». Χρησιμοποιεῖται κυρίως στὴν ἔκφραση «πόρρω ἀπέχει»: διαφέρει πολύ. Οἱ ἀπόψεις του γιὰ τὴν πολιτικὴ πόρρω ἀπέχουν ἀπὸ τὶς δικές μου. Ἡ εἰκόνα τῆς οἰκονομίας, ὅπως τὴν παρουσιάζει ὁ ἁρμόδιος ὑπουργός, πόρρω ἀπέχει ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Ὁ Κυβερνητικὸς Ἐκπρόσωπος προσπάθησε νὰ καθησυχάσῃ τοὺς δημοσογράφους γιὰ τὴν τροπὴ ποὺ ἔχει πάρει τὸ προσφυγικὸ καὶ ὑποστήριξε ὅτι οἱ προβλέψεις τῶν εἰδημόνων εἶναι ἁπλὲς εἰκασίες ποὺ πόρρω ἀπέχουν ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Ἡ τελικὴ μορφὴ τοῦ κειμένου πόρρω ἀπέχει ἀπὸ τὴν ἀρχική. Μέ τὴν προσθήκη τῆς ἀρχαιοπρεποῦς παραγωγικῆς καταληξης –θεν σχηματίστηκε τὸ λόγιο ἐπιρρημα πόρρωθεν «ἀπὸ μακριά, μακρόθεν»: Παρατηροῦσε πορρωθεν τὰ γεγονότα/τὰ συμβάντα. Μάχονται πόρρωθεν μὲ τόξα καὶ ἀκόντια.

 

Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα άρθρα

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα