Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης – Διηγήσεις: “Ὁ Ἅγιος Δαυΐδ μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα””Εἶ­δα τόν ἅ­γι­ο Νε­κτά­ρι­ο”

λζ΄. Ὁ Ἅγιος Δαυΐδ μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα

     Κά­πο­τε, ἤ­μα­σταν μ᾽ ἕ­ναν ἀ­δελ­φό ἐ­δῶ στήν Μονή καί τόν λέ­γα­νε π. Ἀ­κά­κιο, αὐ­τός ἔ­φυ­γε ἀπ᾽ τό Μο­να­στή­ρι καί πῆ­γε στήν Ἁ­λόν­νη­σο. Λοι­πόν, ἕ­να βρα­δά­κι κα­τά τίς 8 Νο­εμ­βρί­ου πρίν λί­γα χρό­νια, κά­να­με μιά πα­ρά­κλη­ση στόν ἅ­γιο Νε­κτά­ριο. Ὅ­πως ἤ­μα­σταν καί οἱ δυ­ό πα­τέ­ρες στό μέ­σον τῆς ἐκ­κλη­σί­ας, στό εἰ­κο­νο­στά­σι ἐ­κεῖ εἴ­χα­με τήν εἰ­κο­νί­τσα τοῦ ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου καί ψάλ­λα­με τήν πα­ρά­κλη­ση τοῦ Ἁ­γί­ου. Λέ­ω, “δέν πη­γαί­νω κα­λύ­τε­ρα πί­σω ἀπ᾽ τήν Ὡ­ραί­α Πύ­λη νά δι­α­βά­σω τό Εὐ­αγ­γέ­λιον εἰς Ἱ­ε­ράρ­χην ἀ­πό τήν Ὡ­ραί­α Πύ­λη; καί ᾽δῶ τό ἴ­διο εἶ­ναι, ἀλ­λά ἄς πά­ω στήν Ὡ­ραί­α Πύ­λη νά πῶ ἀπ᾽ τό Ἱ­ε­ρό τό ἅ­γιον Εὐ­αγ­γέ­λιον”. Μό­λις μπῆ­κα μέ­σα ἀ­πό τήν Βό­ρεια πύ­λη, βλέ­πω ἕ­ναν Γέ­ρον­τα σάν τόν π. Σε­ρα­φείμ, μ᾽ ἕ­να μπα­στού­νι, μέ τό κουκ­κού­λι ὅ­πως φο­ρᾶ­με ἐ­μεῖς οἱ μο­να­χοί, τόν βλέ­πω στό δε­ξιό μέ­ρος τῆς ἁ­γί­ας Τρα­πέ­ζης. (Ἀ­πό­ρη­σα καί ρώ­τη­σα τόν π. Ἀ­κά­κιο) : “Πα­τέ­ρα Ἀ­κά­κι­ε, ἐ­μεῖς δύ­ο πα­τέ­ρες εἴ­μα­στε καί ψάλ­λου­με τήν πα­ρά­κλη­ση τοῦ ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου, ὁ τρί­τος πα­πάς ἀ­πό ποῦ ἦρ­θε;”. (Καί ρω­τῶ καί τόν ἴ­διο) : “Πά­τερ, δέν μοῦ λές ἀ­πό ποῦ μπῆ­κες; ἀ­πό ποῦ ἦρ­θες;”. Νύ­χτα (ἦ­ταν) 10.00΄ ἡ ὥ­ρα. Σά νά ἐ­μει­δί­α­σε, χα­μο­γέ­λα­σε, ἄ­στρα­ψε τό πρό­σω­πό του σάν ἥ­λιος, στό Ἱ­ε­ρό δέν εἴ­χα­με οὔ­τε φῶ­τα, οὔ­τε τί­πο­τα, μό­νον ἕ­να καν­τηλά­­κι. “Ἄ­κου­σε πά­τερ, τοῦ λέ­ω, ἐ­άν δέν φύ­γης ἔ­ξω ἀπ᾽ τό Ἱ­ε­ρό, ἐ­γώ δέν πά­ω στήν Ὡ­ραί­α Πύ­λη νά (τήν) ἀ­νοί­ξω, οὔ­τε στήν ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα νά πά­ρω τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί νά πῶ τό Εὐ­αγ­γέ­λιο στήν Ὡ­ραί­α Πύ­λη”. Με­τά, τοῦ λέ­ω, “ἄν­τε, πά­τερ, σέ πα­ρα­κα­λῶ, τώ-ρα βγεῖ­τε ἔ­ξω ἀπ᾽ τό Ἱ­ε­ρό. Πά­τερ, δέν μπο­ρῶ νά πά­ω νά προ­σκυ­νή­σω στήν ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα, βγεῖ­τε ἔξω ἀπ᾽ τό Ἱ­ε­ρό γιά νά πῶ τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα τώ­ρα”. Χα­μο­γέ­λα­σε καί βλέ­πω ὅ­τι φεύ­γει ἀ­πό τό Ἱ­ε­ρό, ἀπ᾽ τήν Νό­τια πόρ­τα. (Εἶ­πα) : “Τώ­ρα πού ἔ­φυ­γε θά πά­ω νά πῶ τό Εὐ­αγ­γέ­λιο”. Ἄ­νοι­ξα τήν Ὡ­ραί­α Πύ­λη, πῆ­ρα τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί κοίτα­ξα, μέ συγχω­ρεῖ­τε, ὄ­χι πο­νη­ρά ἀλ­λά μή­πως γυ­ρί­ση πί­σω. Ἔ­λε­γα τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί μέ τό μά­τι μου ἔ­βλε­πα μή­πως ἔρ­θη ὁ Ἅ­γιος. Πῆ­γε μπρο­στά στήν εἰ­κό­να του καί ἔ­γι­νε ἄ­φαν­τος. Εἶ­χε φύ­γει ἀπ᾽ τό τέμ­πλο –βλέ­πε­τε (εἶναι) ζων­τα­νή εἰ­κό­να θαυ­μα­τουρ­γι­κιά– καί πῆ­γε μέσα στό Ἱ­ε­ρό καί με­τά ἐ­τα­κτο­ποι­οῦν­ταν μέ­σα στήν θέ­ση τοῦ τέμ­πλου, ὅ­πως εἶ­ναι ὁ Ἅ­γιος στήν θέ­ση του. Εἶ­πα τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, τε­λεί­ω­σε ἡ Πα­ρά­κλη­ση, καί ρώ­τη­σα:

— Πά­τερ Ἀ­κά­κι­ε, ἄ­κου­σες κα­νέ­να κτύ­πο, εἶ­δες κα-νέ­ναν Ἱ­ε­ρέ­α, δέν ἄ­κου­σες τί σοῦ ἔ­λε­γα;

— Ὄ­χι πά­τερ, δέν ἄ­κου­σα (τί­πο­τα, μό­νο) ἄ­κου­σα ἕ­ναν κτύ­πο ἀλ­λά ποῦ νά ξέ­ρω; καμ­μιά πόρ­τα θά χτύ­πη­σε ἀπ᾽ τόν ἀ­έ­ρα.

— Πα­πάς ἦ­ταν μέ­σα στήν ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα.

— Ὄ­χι δέν εἶ­δα, τί­πο­τα».

 

λη΄. «Εἶ­δα τόν ἅ­γι­ο Νε­κτά­ρι­ο»

     Έἶ­χα τήν εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου στό Ἱ­ε­ρό. Κά­ποι­ος ἁ­γι­ο­γρά­φος εἶ­πε: ”Μωρέ, τό στό­μα  τοῦ Ἁ­γί­ου εἶ­ναι στρα­βό, στήν ἀ­κρού­λα­”. Ἔκα­­να προ­σευ­χή στόν Ἅ­γι­ο, ἔ­γι­νε ἕ­να συλ­λεί­τουρ­γο καί με­τά εἶ­δα τόν ἅ­γι­ο Νε­κτά­ρι­ο κα­θι­στό νά μοῦ λέ­η: ”Νά τούς πῆς, πώς νά, τώ­ρα πού κά­θο­μαι στήν κα­ρέ­κλα εἶ­μαι ἔτ­σι ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς καί στήν εἰ­κό­να­”. Οἱ εἰ­κό­νες ἔ­χουν τήν Χά­ρη τῶν Ἁ­γί­ων».

κε΄. ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ από το Βιβλίο “Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ   ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ–ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ–ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ” της σειράς ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΒΙΩΜΑ  4
ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ – ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ «ΕΝΩΜΕΝΗ  ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ» σελ. 48-51
Δείτε ΕΔΩ τις σχετικές με το βιβλίο αναρτήσεις