Ὅταν ἤμεθα στήν ἔρημο ἡ ἀγρυπνία μας ἄρχιζε μέ τήν δύσι τοῦ ἡλίου καί παρατεινόταν μέχρι τῶν ὀρθρινῶν ὡρῶν.
Ὁ μακαριστός Γέροντάς μου Ἰωσήφ, διδάσκοντάς μας τά καθήκοντα τῆς μοναχικῆς πολιτείας ἐπέμενε πολύ στήν πρακτική μέθοδο τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Καθώς ἡ δική του ζωή ἦταν μιά συνεχής βία στό θέμα τῆς προσευχῆς, ἔτσι ἐπέμενε καί ἐμεῖς νά βιάζουμε ὅσο μποροῦμε τόν ἑαυτό μας, γιά νά στερεώσουμε βαθειά στόν νοῦ καί στήν καρδιά μας τό ὄνομα τοῦ Κυρίου πού εἶναι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς ὅλης πνευματικῆς οἰκοδομῆς.
Μετά τόν ὕπνο, μᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντας, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ξεκούραστος, καθαρός. Εἶναι ὅ,τι πρέπει γιά νά τοῦ δώσουμε σάν πρώτη πνευματική ὕλη τό ὄνομα τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τοῦτο ὅμως γνωρίζοντας ὁ Διάβολος σπεύδει καί αὐτός ἀπό τῆς ἐξυπνήσεως νά σπείρη ἀστραπιαία τά ζιζάνια τῶν πονηρῶν λογισμῶν του, οὕτως ὥστε μέ αὐτά νά ἀρχίση νά ἀλέθη ὁ μῦλος τῆς μνήμης καί νά ἀκούγεται τό γύρισμά του σάν ἦχος δικῆς του προσευχῆς.
Οἱ μυλωνᾶδες στή γλῶσσα τους, ἐκεῖνο τό μέρος ὅπου βάζουν τό σιτάρι, τό κριθάρι, το καλαμπόκι ἤ ὅ,τι ἄλλο εἶναι γιά ἄλεσμα, τό λέγουν “πόθο”. Ἐπάνω ἀνοιχτός καί φαρδύς ὁ πόθος καταλήγει κάτω τόσο στενός πού ἀφήνει λίγα μόνο σπυριά νά πέφτουν ρυθμικά στίς μυλόπετρες.
Λοιπόν, ὅ,τι μπῆ στόν πόθο θά περάση ἀπ᾿ τίς μυλόπετρες, θά ἀλεσθῆ. Ἀλλά ὅ,τι μπῆ στήν καρδιά, πού ἔχει ὅλους τούς ἀνθρώπινους πόθους, δέν εἶναι ἀναγκαῖο νά ἀνεβῆ καί νά περάση ἀπ᾿ τίς μυλόπετρες τοῦ νοῦ. “Ἐκ τῆς καρδίας, εἶπεν ὁ Κύριος, ἐξέρχονται οἱ πονηροί λογισμοί” (Ματθ. 15,19) καί ἀνεβαίνουν καί περνοῦν ἕνας – ἕνας καί ἀλέθονται. Ὅσο πιό ἀκάθαρτη καί γήινη ἡ καρδία, τόσο πιό αἰσχροί καί χαμερπεῖς οἱ λογισμοί.
Λοιπόν γιά νά μήν ἀνεβῇ ὅλη ἡ θολούρα τῶν λογισμῶν στό νοῦ, ἀλλά καί γιά νά καθαρισθῆ ἡ καρδιά, καθώς τό ἐπιθυμεῖ ὁ Πλαστουργός της, κατεβάζουμε διά τῆς νοερᾶς προσευχῆς τό νοῦ μας στόν καρδιακό οὐρανό καί μετατρέπουμε τό χῶρο τῆς ἐμπαθείας καί τῆς ἐμμέσου λατρείας τοῦ Σατανᾶ σέ ναό τοῦ Θεοῦ ἅγιο, σέ κατοικητήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Μέ τά λόγια αὐτό τό σχῆμα πού διαγράψαμε εἶναι ἁπλό, ἀλλά στήν ἐφαρμογή του ἀπαιτεῖ ὅλες τίς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου καί ἀμέριστη τή συνέργεια τῆς θείας χάριτος. Καί ἐπειδή ὁ Θεός πάντοτε προσφέρεται καί μάλιστα παρακαλῶντας· “Δός μοι, υἱέ, σήν καρδίαν” (Παροιμ. 23,26), ἀπαραίτητο εἶναι νά προσφέρουμε καί ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας ὁλόκληρο καί πειθήνιο στούς ἀσκητικούς κανόνες τῶν Νηπτικῶν Πατέρων μας.
Λοιπόν προσοχή στούς πρώτους λογισμούς μετά τόν ὕπνο. Ὄνειρα, φαντασίες, καλά – ἄσχημα, ὅ,τι μᾶς κληροδότησε ὁ ὕπνος τά σβήνουμε ἀμέσως. Καί εὐθύς ἀμέσως παίρνουμε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ σάν ἀναπνοή της ψυχῆς μας.
Ἐν τῷ μεταξύ, ἀφοῦ ρίξουμε λίγο νερό στό πρόσωπο γιά νά ξυπνήσουμε καί ἀφοῦ πάρουμε ἕνα καφέ ἤ κάτι ἄλλο γιά τόνωσι – ἐφ᾿ ὅσον ἡ ἀγρυπνία μας ἀρχίζει πολύ πρίν ἀπό τά μεσάνυκτα – λέγομε τό Τρισάγιο, ἀπαγγέλουμε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί τό Ἄξιόν ἐστιν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί καθόμαστε στόν τόπο τῆς προσευχῆς μας μέ τό ὅπλο κατά τοῦ Διαβόλου στό χέρι – τό κομποσχοίνι.
Κάθισες στό σκαμνάκι σου; Ἔλεγε ὁ Γέροντας. Μιά στιγμή! Μήν ἀρχίσης νά προσεύχεσαι κατά τόν ἐνδιάτακτο τρόπο, πρίν συγκεντρώσης τή διάνοιά σου καί πρίν ἀδολεσχήσης λίγο μέ τό θάνατο καί τά ἐπακόλουθα.
Συλλογίσου ὅτι αὐτή εἶναι ἡ τελευταία νύκτα τῆς ζωῆς σου. Γιά ὅλες τίς ἄλλες μέρες καί νύκτες εἶσαι σίγουρος ὅτι πέρασαν καί διαδοχικά σέ παρέπεμψαν σ᾿ αὐτό τό χρονικό ὅριο τοῦ βίου σου. Γιά τούτη ὅμως τή νύκτα, πού ἔχεις μπροστά δέν εἶσαι σίγουρος ἄν θά σέ παραδώση στήν ἡμέρα πού θά ἔρθη ἤ στό θάνατο πού ἔρχεται. Πόσοι θά ἀποθάνουν αὐτή τή νύκτα! Πῶς τό ξέρεις ὅτι δέν θά εἶσαι ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς;
Συλλογίσου λοιπόν πώς, φεύγοντας σέ λίγο, θά ἔρθουν νά διεκδικήσουν τή ψυχή σου οἱ Ἄγγελοι ἤ οἱ Δαίμονες κατά τά πεπραγμένα σου. Πικροί κατήγοροι οἱ Δαίμονες τήν ὥρα τοῦ θανάτου παρουσιάζουν στή μνήμη ὅλα τά ἔργα τῆς ζωῆς καί ὠθοῦν στήν ἀπόγνωση. Οἱ Ἄγγελοι ἀντιπροβάλλουν τά κατά Θεόν εἰργασμένα. Καί ἀπό ἐκεῖνο τό πρόχειρο πρωτοδικεῖο προσδιορίζεται ἡ πορεία τῆς ψυχῆς. Ἔπειτα τά ἐναέρια τελώνια, ἔπειτα τό φοβερό βῆμα τοῦ Κριτοῦ καί ἔπειτα ἡ ἀπόφασι.
Καί ἄν τό ἀποτέλεσμα ὅλης αὐτῆς τῆς διαδικασίας θά εἶναι κόλασι, τότε τί θά κάμης, ψυχή ταλαίπωρη; Τί θά ἔδινες τήν ὥρα ἐκείνη γιά νά λυτρωθῆς; “Ἐλθέ εἰς ἑαυτήν” καθώς ὁ ἄσωτος ἐκεῖνος υἱός καί μετανόησε καί ζήτησε τό ἔλεος τοῦ πολυελέου Θεοῦ. Ὅ,τι θά ἤθελες τότε νά κάμης, κάμε τό τώρα. Ἥμαρτες, μετανόησον. Ἰδού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος.
Ἐάν μέ αὐτές τίς σκέψεις, χωρίς εἰκόνες καί φαντασίες, ἀδολεσχήση ἔστω καί γιά λίγη ὥρα ὁ ἄνθρωπος, κατανύσσεται, μαλακώνει ἡ καρδιά του σάν τό κερί καί ἡ διάνοιά του παύει νά μετεωρίζεται. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἔχει αὐτό τό προνόμιο, νά νικᾶ ὅλα τά ἀπατηλά τῆς ζωῆς καί νά γεννᾶ στήν καρδιά τό κατά Θεόν πένθος. Μέσα σ᾿ αὐτή τήν ἀτμόσφαιρα τῆς κατανύξεως μπορεῖς ν᾿ ἀρχίσης τή μονολόγιστη, ἀδιάλειπτη, νοερά προσευχή σου.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ
ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
ΠΑΤΡΙΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙΑΙ
ΕΚΔΟΣΙΣ: ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ