Θα έπρεπε η 29 Μαΐου να είναι ημέρα αργίας – εδώ κάνουμε αργία και απεργία για το τίποτε – και περισυλλογής και πένθους και αγρυπνιών και Θείας Λειτουργίας. Γιατί να μη βαράνε όλες οι καμπάνες από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη και μέχρι τα Γιάννενα και μέχρι τη Ζάκυνθο και δεν ξέρω πού αλλού; Γιατί να μη βαράνε πένθιμα;
Από τις αμαρτίες μας έπεσε η Βασιλεύουσα. Τις αμαρτίες των αρχόντων της. Και του λαού της. Είχε συμβεί η μέσα άλωση πρώτα. Της ψυχής η άλωση. Όταν εγκαθιδρύθηκε στις ψυχές των Βυζαντινών προγόνων μας, στις περισσότερες, τουλάχιστον, το κράτος της φιλαυτίας, από κει και πέρα ήταν εύκολο να πέσει η Βασιλεύουσα εξωτερικά. Ναι αδελφοί μου. Κλείστηκαν μέσα στη Θεοφρούρητη Πόλη, όσοι είχαν απομείνει. Μερικές χιλιάδες. Οι υπερασπιστές της δεν έφταναν τις πέντε χιλιάδες. Δέκα χιλιάδες ήσαν καλογεροπαίδια στα μοναστήρια, παρακαλώ! Τα λέει κι ο Άγιος Νεκτάριος. Πήγαν εκεί για να γλυτώσουν, να μην πολεμήσουν, να μην υπερασπιστούν την πίστη και την πατρίδα. Και στο τέλος κατεσφάγησαν από τους βάρβαρους, μέσα στα ίδια τους τα μοναστήρια. Κι ο λαός είχε φύγει τελείως πιά, αφού και οι άρχοντες, με τις ίντριγκες, τις φατρίες, τις αιρέσεις, τις διαιρέσεις, τα εγκλήματα και τα τόσα, είχε απελπιστεί τελείως. Όπως και σήμερα. Ποιόν να πιστέψεις; Ποιόν να ακούσεις; Πού ν’ ακουμπήσεις; Πού να σταθείς;
Και οι γυναίκες, και οι νέες περισσότερο, ησχολούντο, λέει ο ιστορικός, περί τον καλλωπισμόν κτλ. Καλό είν’ αυτό. Αλλά να ‘χουμε κι άλλον καλλωπισμό. Να πηγαίνουμε και βαθύτερα. «Ίσθι φιλόκαλος αλλά μή καλλωπιστής», που θα ‘λεγαν κι οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Κι όταν το ξημέρωμα της αποφράδος εκείνης ημέρας, της Τρίτης της ασβολερής, όπως τη λέει και το λαϊκό άσμα, έμπαιναν οι Τούρκοι, πολλές Βυζαντινές φτιαγμένες και στολισμένες πήγαιναν στο ναό της Αγίας Θεοδοσίας, για το πανηγύρι. Ήσαν κι αυτοί για τα πανηγύρια, λίγο. Και τις πρόλαβαν οι Τούρκοι και τις εφρόντισαν. Ακόμη, είχαμε μαύρη αγορά στα τρόφιμα. Άλλοι πέθαιναν απ’ την πείνα και πολεμούσαν νηστικοί και διψασμένοι, κι άλλοι έκρυβαν τα τρόφιμα, για να ‘κονομίσουν περισσότερα. Μαύρη αγορά!
Είχε φύγει, λοιπόν, η Χάρη του Θεού. Στο «Χρονικό» του Ρώσου Νέστορος, του μοναχού, αναφέρεται το εξής φοβερό, ότι λίγο πριν την Άλωση έγινε κρότος φοβερός στην Κωνσταντινούπολη, και θόρυβος μεγάλος, και μάλιστα στο ναό της του Θεού Σοφίας. Κι είδαν να βγαίνει απ’ τον τρούλο της εκκλησίας μιά λάμψη μεγάλη και ν’ ανεβαίνει στον ουρανό, εγκαταλείποντας την εκκλησιά, τη Μεγάλη εκκλησιά, στο σκοτάδι. Έφυγε το Πνεύμα του Θεού. Έφυγε το Πνεύμα του Θεού! Για τις αμαρτίες του κλήρου και του λαού και των αρχόντων θα παρέδινε ο Θεός τη Βασιλεύουσα στους μωαμεθανούς. Γιατί «είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει».
Η μέσα Άλωση έφερε την έξω Άλωση, η οποία, όμως για τους περισσότερους των Ελλήνων, στάθηκε ευεργετική. Γιατί όπως λέει ο μεγάλος Μακρυγιάννης «στα χρόνια της Τουρκοκρατίας πολλοί άγιασαν». Ο λαός πιά άφησε τα μίση, τις έχθρες, τις ματαιότητες, τις μικροψυχίες κι αγκάλιασε τον Εσταυρωμένο Χριστό. Και αισθάνθηκε τη θλιμμένη Παναγιά. Ταπεινώθηκε θεληματικά και επήρε τη χάρη του Θεού. Αφού λέει η Θεία Γραφή «Ο Θεός ταπεινοίς δίδωσι χάριν». Και βγήκαν αναρίθμητοι Νεομάρτυρες και Άγιοι, που εστόλισαν την Εκκλησία του Χριστού. Αγίασαν με τα αίματά των το σκλαβωμένο και μαρτυρικό τούτο τόπο. Κι εκείνα τα αίματα έγιναν θεμέλιο κι εστήριξαν το Γένος το σκλαβωμένο.
Γιατί οι πρώτοι αντιστασιακοί εναντίον των μωαμεθανών κατακτητών ήσαν οι Νεομάρτυρες. Δυστυχώς αυτό δεν τονίζεται επαρκώς και δεόντως. Οι Νεομάρτυρες! Που δεν εσήκωσαν συμβατικά όπλα κατά του τυράννου, όπως οι κλεφταρματωλοί, αλλά εσήκωσαν τα όπλα τα πνευματικά. Τα όπλα της ψυχής τους. Τα όπλα της καρδιάς τους. Τα όπλα της πίστεως. Της αγάπης. Της ελπίδος. Του μεγαλείου της θρησκείας μας. Κι αυτούς φοβήθηκαν περισσότερο οι Μουσουλμάνοι. Και μάλιστα πιό πολύ απ’ όλους, φοβήθηκαν τον Άγιο των σκλάβων, τον μεγάλο διδάχο, τον ισαπόστολο και ιερομάρτυρα και εθνομάρτυρα Κοσμά τον Αιτωλό. Ο οποίος, εάν δεν υπήρχε, δεν ξέρω σήμερα αν η Ελλάς θα υπήρχε, θα ήτο Ορθόδοξος.
Πηγή: “Λόγοι για τη Άλωση της Πόλης”, Αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης, εκδ. Ακτή, τόμ. Α΄, σελ. 32-34