π. ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
1786-1792 ΝΕΑ ΣΚΑΝΔΑΛΑ Από του έτους 1783, δηλαδή τρία έτη ενωρίτερον της περιόδου, ην ιστορούμεν ήδη, εκυκλοφόρουν εντύπως πλέον η «Φιλοκαλία», ο «Ευεργετινός» και το «Περί συνεχούς θείας Μεταλήψεως» βιβλιάριον. Οι Αγιορείται εγνώριζον, ουκ οίδαμεν πόθεν, ότι των βιβλίων τούτων εργάτης ήτο ο Καψαλιώτης Νικόδημος, διο και ωμολόγουν χάριτας αυτώ δια την ην απελάμβανον ωφέλειαν.
Αλλά το βιβλιάριον «Περί συνεχούς θ. Μεταλήψεως», πολλοί των Μοναχών δεν εδέχθησαν ευαρέστως, φρονούντες ότι ανατρέπει την τάξιν της Εκκλησίας και περιέχει αιρέσεις! Δια τούτο, η σοβούσα κατά των Κολλυβάδων βαθεία διάστασις, προέβαινε συν τω χρόνω εις έκρηξιν νέου σκανδάλου, δεδομένου ότι ο συγγραφεύς του ήτο Κολλυβάς.
Η συγκεκριμένη κατηγορία ήτο, ότι το υπ’ όψιν βιβλιάριον, εν αντιθέσει προς την συνήθειαν, ην είχον οι Μοναχοί να μεταλαμβάνουν τρίς ή τετράκις του έτους και κατά τους μετριοπαθεστέρους το περισσότερον εις τεσσαράκοντα ημέρας, προκειμένου περί Μοναχών, εδίδασκεν ότι ώφειλον οι χριστιανοί να μεταλαμβάνουν και άπαξ και δις και τρις της εβδομάδος. Η κατηγορία, βεβαίως, επρόδιδεν άγνοιαν βαθυτάτην του φρονήματος της Εκκλησίας και παράδοξον νοοτροπίαν. Εντεύθεν δύναταί τις να εικάση πόσην ευγνωμοσύνην οφείλη ο Ορθόδοξος λαός εις τους Κολλυβάδες και ειδικώς εις τον Άγιον Νικόδημον, αποκαλύψαντα τον «πολύτιμον μαργαρίτην», ερριμένον εις τον βυθόν μιας σκοτίου αγνοίας επί ολοκλήρους αιώνας, δεδομένου ότι το βιβλιάριον τούτο ανετυπώθη πολλάκις υπό νέας μορφάς.
Το «Περί συνεχούς Θ. Μεταλήψεως» βιβλιάριον, αναγνώσας και τις Μοναχός, εξ εκείνων οι οποίοι ήσαν δογματικώς προσκεκολλημένοι εις την καχέσπερον ταύτην προκατάληψιν και ταραχθείς την συνείδησιν, απέστειλεν εις την Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν, προσειπών κατ’ αυτού όσα ηδυνήθη κακά. Ο δε Πατριάρχης Προκόπιος, παροξυνθείς εκ της αναγνώσεως του βιβλιαρίου και της επιστολής του Μονάχου, κατεδίκασε Συνοδικώς και τούτο και τον Άγιον Μακάριον τον Νοταρά, ον εσφαλμένως εθεώρει ως συγγραφέα τούτου—επειδή εγνώριζε την φροντίδα, ην κατέβαλλε δια την έκδοσίν του εν Σμύρνη—αφορίσας και πάντα πιστόν, όστις θα ετόλμα ν’ αναγνώση το βιβλίον. Πράγμα φοβερόν! Η Εκκλησία, η οποία ώφειλε να μεριμνά μητρικώς δια τον φωτισμόν και την αύξησιν της πνευματικής ηλικίας των τέκνων της, έθετε πρόσκομμα και προεκάλει σκάνδαλον εις τας συνειδήσεις των, δοκούσα ότι τοιουτοτρόπως τα προφυλάσσει τις οίδε εκ ποιων κινδύνων!
Οι πεφωτισμένοι Αγιορείται με όλας τας δυνάμεις των ηγωνίσθησαν δια την ανάκλησιν της αδίκου και αντικανονικής αποφάσεως του Πατριάρχου, αλλ’ εις μάτην. Έως ου ανελθών εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως ο Νεόφυτος Ζ‘, ήρε Συνοδικώς την παράλογον καταδίκην, γράψας και τω νομιζομένω ως συγγράφει του βιβλίου Αγίω Μακαρίω και σχετικήν επιστολήν, εκ της οποίας καταφαίνεται πόσον εντός των I. Κανόνων και του πνεύματος της Εκκλησίας ευρίσκεται το βιβλίον τούτο του Αγίου Νικοδήμου.
Κατόπιν της υπό του Πατριαρχείου δικαιώσεως των Κολλυβάδων, εν τω θέματι του μυστηρίου της θ. Μεταλήψεως, οι εχθροί του Αγίου Πατρός εφιμώθησαν, μη δυνάμενοι πλέον να τον διασύρουν ως αιρετικά φρονούντα. Ο Σατανάς έχανε τον αγώνα, όπως κρατεί μακράν του ζωοποιού Μυστηρίου τους πιστούς, διό και ενέβαλλεν εις τας διανοίας των πειθομένων αυτώ πονηρόν λογισμόν. Αστοχήσαντες εις τον κατά μέτωπον άχαρι και αφιλόθεον πόλεμον, επενόησαν την δια πλαγιοβολής συκοφαντίαν, ότι ο Άγιος Νικόδημος δεν επίστευεν, ότι εις παν τμήμα του Αγίου Άρτου ευρίσκεται ολόκληρος ο Χριστός, αλλά μέρος αυτού και ότι εφρόνει επί πλέον, ότι το Σώμα και Αίμα του Κυρίου είναι φθαρτόν, δι’ ον, τάχα, λόγον, εδίδασκε την συνεχή θ. Μετάληψιν.
Αν λάβη τις υπ’ όψιν, ότι, μέχρι της επεμβάσεως της I. Κοινότητας του Αγίου Όρους, ήτις ανεκήρυττε τον Άγιον «Ορθοδοξότατον και των δογμάτων της του Χριστού Εκκλησίας τρόφιμον…», παρήλθον είκοσι δύο έτη, δύναται να εικάση τον εγερθέντα σάλον εν Αγίω Όρει, τους πειρασμούς του θείου Πατρός, την Ιώβειον υπομονήν του και την ανεξάντλητον ανεξικακίαν του. Ιδού τα γνωρίσματα των Αγίων!
Εβάλλετο επί τόσα έτη, κατεσυκοφαντείτο, εταπεινούτο, διεσύρετο παρ’ ανθρώπων εμπαθεστάτων και αυτός εσιώπα, απεκδεχόμενος τον αψευδή μακαρισμόν του Κυρίου: «Μακάριοι εστέ όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού», θρήνων και προσευχόμενος «υπέρ των επηρεαζόντων», τους οποίους — ως λέγει ο Ευθύμιος — «έπεμψε εις τον βυθόν της αλησμονησίας και εις το έλεος του Θεού».
Με το σοβούν ζήτημα της δήθεν κακοδοξίας του Αγίου ανεμοχλεύθη και το εν ναρκώδει καταστάσει τελούν θέμα των μνημοσύνων. Κατ’ εκείνας τας ημέρας είχεν αποθάνει ο πρώην Πατριάρχης Αλεξανδρείας Ματθαίος, όστις άφησεν επιτρόπους της Διαθήκης αυτού τον Χαλεπίου Γεννάδιον και τον λόγιον Μοναχόν Βησσαρίωνα, οίτινες ήσαν σφοδροί διώκται των Κολλυβάδων.
Επιστάντος του καιρού δια να ψαλλούν τα τεσσαρακοστά του κεκοιμημένου, οι εν λόγω επίτροποι αυτού προσεκάλεσαν εγγράφως τον Άγιον Μακάριον, διατρίβοντα εν Αγίω Όρει, όπως παραστή κατά το μνημόσυνον, όπερ καθώριζον να τελεσθή εν ημέρα Κυριακή εν τη Μονή του Κουτλουμουσίου. Τούτο απετέλεσε αφορμήν της αναζωογονήσεως των περί μνημοσύνων ερίδων.
Ο Άγιος Μακάριος, όχι μόνον ηρνήθη να συμμετάσχη του μνημοσύνου, αλλά και δια σημειώματος απήντησεν ούτω εις τους καλέσαντας : «Διατί προτιμάτε την τέλεσιν του μνημοσύνου εν Κυριακή, παρατρέχοντες τας λοιπάς ημέρας της εβδομάδος και παραβαίνοντες τους απαγορεύοντας τούτο ορισμούς και τυπικά της Εκκλησίας ; Εγώ ουδέποτε ετέλεσα κατά Κυριακήν, ουδέ τελέσω μνημόσυνον κεκοιμημένων». Εντεύθεν ήρξαντο νέαι ταραχαί και διωγμοί, οίτινες απαίσιον έστι και λέγειν, και καλόν είναι να τους ρίψωμεν εις τον τάφον της σιγής.
Ο Άγιος Νικόδημος ήτο Εκκλησιαστικός ανήρ με βαθυτάτην γνώσιν των I. Κανόνων και παραδόσεων, των οποίων την σημασίαν εγνώριζεν είπερ τις και άλλος, έχων πλήρη συνείδησιν της ευθύνης του ως πιστού και διδασκάλου της Εκκλησίας. Τούτο μοιραίως, παρά το πράον του χαρακτήρος του και την αγάπην, ην ησθάνετο δια πάντα άνθρωπον ομόδοξον, τον έφερεν εις σύγκρουσιν προς τους αθετούντας τους I. Κανόνας ή παραθεωρούντας τας Ι. Παραδόσεις, ώστε να μη ορρωδή ουδέ προ Ιεραρχών και Πατριαρχών. Ούτως εξηγείται το ότι, καθ’ όλην την διάρκειαν της θείας και οσιακής ζωής του εν Αγίω Όρει, εύρέθη εντός του πεδίου της οργής των αντιπάλων του, οίτινες είχον ηλαττωμένον σεβασμόν προς τα εν Αγίω Πνεύματι καλώς διατεταγμένα εν τη Εκκλησία. Και εκοιμήθη εν Θεώ με αντί όπλου την ακαταγώνιστον γραφίδα του εις τας χείρας και με την καρδίαν πλήρη θλίψεως, δια την αθέτησιν των θείων ενταλμάτων.
Ο Άγιος Μακάριος Κορίνθου, αφού έγραψε το ρηθέν ραβάσιον—σημειώνει ο Πάριος εις το ανέκδοτον χειρόγραφόν του, όπερ ευχόμεθα όπως μη ιδή εις τον αιώνα το φως της δημοσιότητας — «παρευθύς ανεχώρησεν εις Χίον, φοβηθείς μη πάθη και αυτός κακό τι παρά των μιαιφόνων. Όθεν εκεί ων λαμβάνει παρά της αυτού Παναγιότητος επιστολήν — εις τον θρόνον τότε ήτο ο Προκόπιος—οργής και θυμού και απειλής γέμουσαν. Τέλος και αυτός απεκρίθη λέγων «Αι απειλαί σου και οι φοβερισμοί διόρθωσιν ου ποιούσι του πράγματος και ότι έτοιμος ειμί, ένα πάθω είτι η Παναγιότης σου αποφασίσεις…».
Παρά τα σκάνδαλα και τας θλίψεις του ο Άγιος Νικόδημος δεν απεθαρρύνετο, ούτε υπέστελλε τον εξ αγάπης οργασμόν της συγγραφικής του δημιουργίας.
«Ο ΕΡΩΣ ΤΗΣ ΗΣΥΧΙΑΣ» ΚΑΙ ΘΛΙΨΕΙΣ ΕΚ ΤΩΝ ΣΚΑΝΔΑΛΩΝ Και πάλιν ο έρως της ησυχίας τον εβίασε, και αφήσας τους ηγαπημένους του Σκουρταίους, μετέβη εις την ποθουμένην του ερημικήν Καψάλαν, δεχόμενος τας περιποιήσεις τινός θαυμαστού του Μοναχού, έχοντος Καλύβην περί το Κυριακόν της Σκήτεως της Μονής του Παντοκράτορας. Κατ’ εκείνην όμως την εποχήν εξεδηλώθη εις βάρος του θείου Πατρός νέον σκάνδαλον. Εκ μιας επιστολής της I. Κοινότητας του Αγίου Όρους, εκδοθείσης εις τας 13 Ιουλίου 1807, ότε δηλαδή ετελείωσε τον Συναξαριστήν, πληροφορούμεθα τας συνεχιζομένας θλίψεις του Αγίου και τα σκάνδαλα, άτινα προεκάλουν, οι αντιδρώντες εις τας Ορθοδόξους ιδέας και προσπαθείας του, εν σχέσει προς το μυστήριον της Θ. Μεταλήψεως.
Εις την δεινήν εξασθένησιν του σώματος, τους κόπους της ασκήσεως και τας συγγραφάς, προσετίθεντο κακόβουλοι συκοφαντίαι αθλίων ανθρώπων, όπως αμαυρώσουν τον άσπιλον, προσάπτοντες εις τον ορθοδοξώτατον και αγιώτατον Νικόδημον κηλίδα επί κακοδοξία!
Η εν λόγω επιστολή είναι εκφραστικωτάτη των κατηγοριών, ας υφίστατο ο Διδάσκαλος, της αξιοθαυμάστου μακροθυμίας του και της ελεεινότητος των εχθρών του.
«Οσιώτατοι πατέρες και εν Χριστώ ημίν αγαπητοί αδελφοί, οι εν τω καθ’ ημάς Αγίω Όρει ενασκούμενοι, εν τε τοις Ιεροί, Μοναστηρίοις, εν ταις Σκήταις και εν τοις Κελλίοις, άπαντας υμάς αδελφικώς εν Κυρίω ασπαζόμεθα.
«Ουδέν της αγάπης ανώτερον, ουδέ της ειρήνης γλυκύτερον. η μεν γαρ αγάπη το σημείον και χαρακτηριστικόν γνώρισμα έστι των μαθητών του Χριστού. η δε ειρήνη, κληρονομιά έστι του Δεσπότου Χριστού, ην αφήκεν εις ημάς τους αυτώ πιστεύοντας. ειρήνην γαρ φησιν αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν. Αλλ’ ο κοινός εχθρός του ανθρωπίνου γένους και παντός κακού πρωταίτιος Διάβολος, δεν παύει από του να πολεμή τας ανωτέρω δύο κορυφαίας αρετάς, την αγάπην, λέγω, και την ειρήνην, μίσος μεν αντί αγάπης, ταραχήν δε αντί ειρήνης προξένων δια των υπακουόντων τοις αυτού θελήμασι. Τι ταύτα βούλονται προοιμιαζόμενα ; Ότι προ τριών ήδη χρόνων ο ενταύθα Σοφολογιώτατος Διδάσκαλος Κυρ Νικόδημος απέστειλε μίαν επιστολήν προς ένα Ιερόν και Πνευματικόν υποκείμενον, διαλαμβάνουσαν περί τίνος μυστικής υποθέσεως. Την ρηθείσαν δε επιστολήν του Κυρ Νικοδήμου μερικοί κακότροποι και σκολιοί εις την γνώμην, βαλόντες εις χείρας των εν Κωνσταντινουπόλει ήνοιξαν αυτήν και την ανέγνωσαν, το οποίον είναι πράγμα παρανομώτατον, πράγμα εις την πολιτικήν κοινωνίαν των ανθρώπων ολεθριώτατον και τη καταδίκη των τυμβωρύχων υπεύθυνον, κατά τον σοφόν Συνέσιον, αλλά δη και ταις αραίς και κατάραις της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας καταδικαζόμενον… Την ανωτέρω λοιπόν επιστολήν του Κυρ Νικοδήμου, δεν έφθασε πως άνοιξαν οι κακότροποι εκείνοι και την ανέγνωσαν, αλλά και την ενόθευσαν και κακώς εξήγησαν και ούτω νενοθευμένην την αντέγραψαν και τα αντίγραφα αυτής διέσπειραν εις πάμπολλα μέρη του Όρους. Διατί τέλος και σκοπόν; Δια να δυσφημήσουν τον διαληφθέντα Κυρ Νικόδημον, ότι είναι αιρετικός και κακόδοξος. Όθεν ταύτα μαθών ο αυτός Κυρ Νικόδημος, παρεστάθη επί της Κοινής ημών Συνάξεως και ομολογήσας όσα η Καθολική και Ανατολική Εκκλησία ομολογεί, τον μεν εαυτόν του απέδειξεν αθώον και πάντη ανεύθυνον από τας κατ’ αυτού επιφερομένας κατηγορίας, τους δε δυσφημούντας αυτόν, απέδειξε ψεύστας και συκοφάντας. Τούτου χάριν και ημείς άπαντες οι των είκοσιν Ιερών Μοναστηρίων Προϊστάμενοι, δια του παρόντος ημών ενσφραγίστου Γράμματος, δηλοποιούμεν… ότι η ρηθείσα επιστολή του Κυρ Νικοδήμου κακώς ηνοίχθη, κακώς ενοθεύθη, κακώς εξηγήθη και κακώς διεσπάρησαν τα αντίγραφα αυτής…, και όσοι έχουν αυτήν αντιγραμμένην να την καίουν… Ημείς γαρ άπαντες ομοφώνως κηρύττομεν αυτόν και ομολογούμεν ευσεβέστατον και ορθοδοξώτατον και των δογμάτων της του Χριστού Εκκλησίας τρόφιμον, καθώς και εκ των Ιερών και κοινωφελών Συγγραμμάτων αυτού αποδεικνύεται, μέσα εις τα οποία ουδέν φρόνημα αιρετικόν περιέχεται και καθώς ημείς ομολογούμεν αυτόν Ορθόδοξον, ούτω και υμείς άπαντες να τον γνωρίζητε ως τοιούτον όντα τη αληθεία. Ει τις δε εις το μετά ταύτα εκ της νενοθευμένης εκείνης επιστολής κινούμενος, ανοίγει στόμα και λαλεί κατά του ανωτέρω Διδασκάλου Κυρ Νικοδήμου αδίκως και συκοφαντικώς, ούτος προφανώς ελεγχθείς, όχι μόνον θέλει παιδευθή αυστηρώς υπό της Κοινής ημών Συνάξεως, οποίας τάξεως και καταλόγου είναι, αλλά και θέλει εξορισθή τελείως από τον Ιερόν τούτον τόπον, ως σκανδαλοποιός…».
Ο θείος Πατήρ μας πληροφορεί περί του περιεχομένου των συκοφαντιών, αίτινες ετίθεντο εις κυκλοφορίαν από της δημοσιεύσεως του «Περί συνεχούς Θ. Μεταλήψεως» βιβλιαρίου του, δια της ακολούθου απολογίας του.
«Συκοφαντούσιν ημάς τινές, ότι φρονούμεν πως το Μυστήριον της θείας Ευχαριστίας, ήτοι το άχραντον Σώμα του Κυρίου και το τίμιον αυτού Αίμα, είναι παθητόν και φθαρτόν και πως δεν είναι όλον το Σώμα του Κυρίου εις κάθε μέρος του αγιασθέντος Άρτου, ούτε όλον το Αίμα εις όλα τα μέρη του αγιασθέντος Οίνου καταγέλαστοι όμως είναι οι τοιούτοι, διατί αυτοί έπρεπε να αναγνώσουν τας Ευχάς, όπου εσυνθέσαμεν εν είδει Οίκων εις τον Κύριον ημών Ιησούν, τας οποίας συνετυπώσαμεν εν έτει 1796 με το βιβλίον το καλούμενον «Αόρατος Πόλεμος», δια να μάθουν από εκεί τι φρονούμεν περί τούτου. Αλλ’ επειδή εκείνοι ετυφλώθησαν και δεν ανέγνωσαν τας Ευχάς εκείνας, δια τούτο ημείς φέρομεν αυτολεξεί όσα περί τούτου γράφομεν εκεί προς καταισχύνην αιώνιον των αδίκως κατηγορούντων ημάς.
»Εν σελίδι λοιπόν 334 της ρηθείσης Βίβλου ούτω γράφομεν «Τύσιον του βροτείου γένους, ω Ιησού μου, μυστήριον παρέδωκας μύσταις, τον μεν Άρτον εν τω δείπνω εις αυτό Σου το Σώμα μεταβαλών, τον δε Οίνον, εις αυτό το Αίμα Σου, τούτο ποιείν αυτοίς παραγγείλας εις την Σην ανάμνησιν εξ ων εγώ ως άφθαρτων συνεχώς κοινωνών αγιάζομαι και Θεούμενος κράζω Σοι ταύτα».
»Παρακάτω δε εν σελίδι 335 προσθέτομεν και ταύτα : «Ιησού ο όλος εν όλω τω Μυστηρίω και όλος εν παντί μέρει αυτού, εξομολογούμαι Σοι, ότι ου μετά της δεούσης προετοιμασίας πλησιάζω τη Αγία Τραπέζη Σου».
Ιδού, συνεχίζει ο Άγιος Πατήρ, το ευσεβές φρόνημα, όπου ημείς περί του ακαταλήπτου Μυστηρίου τούτου, όχι μόνον εφρονήσαμεν και φρονούμεν, αλλά και με τας ιδίας μας χείρας εγράψαμεν…».
Αι διαδιδόμενοι μεταξύ των αφελών Μοναχών κατηγορίαι κατά του αγιωτάτου Διδασκάλου έφθανον πολλάκις και μέχρι του αστείου, ώστε να πιστεύουν ότι εντός του καλογηρικού του σκούφου είχεν Αρτοφόριον με Άγιον Άρτον, δια να μεταλαμβάνη καθ’ οδόν! Τόσον απιθάνως είχε συμπλακή η άγνοια περί του συνεχέστερον μεταλαμβάνειν μετά ποιας τίνος ανθρωπίνης εμπαθείας.
Ο ίδιος γράφει: «κοντά εις τας αλλάς συκοφαντίας, προσάπτουσι και ταύτην καθ’ ημών οι φιλολοίδοροι αδελφοί, ήγουν ότι ημείς βαστάζομεν μέσα εις το καμιλαύκιόν μας Αρτοφόριον μετά Αγίου Άρτου και περιπατούντες εις τον δρόμον, εις όποιον μέρος θελήσωμεν, καθήμεθα και μεταλαμβάνομεν. Ταύτας ημείς τας προφανείς συκοφαντίας όταν ηκούσαμεν πρώτην φοράν εγελάσαμεν, μάλλον δε κατεγελάσαμεν της εκείνων μισαδελφίας επειδή ημείς έχομεν κάθε ελευθερίαν και οσάκις αν δοκιμάσωμεν εαυτούς, κατά τον Απόστολον, προετοιμαζόμεθα και πηγαίνομεν εις Ναόν Θεού και μεταλαμβάνομεν υπό του Ιερέως…»
Αξιοσημείωτον τυγχάνει το ότι, ο υφιστάμενος τας τόσας συκοφαντίας Όσιος Νικόδημος, ως τάχα θεωρών το Σώμα και Αίμα του Κυρίου παθητόν και ουχί όλον υπάρχον εν παντί μέρει του Αγίου Άρτου και Οίνου, αυτός ο ίδιος, πληροφορηθείς ότι «ένας ετοιμάζεται να εκδώση ένα του Πόνημα περί τούτου διαλαμβάνον», έγραψεν εις την Κωνσταντινούπολι «εις ένα Ιερόν Υποκείμενον», δια να εμποδίση την έκδοσιν. Και όπως γράφει ο Άγιος, «καθ’ ότι αυτό έχει να ταράξη μεγάλως την Εκκλησίαν του Χριστού και να βλάψη εις τα καίρια τους απλοϊκούς αδελφούς, ως μη χωρούντας τα τοιαύτα και ακολούθως έχει να καταστήση της αγοράς και των τριόδων περιλαλήματα τα των μυστηρίων θειότατα…». Οι δε καλοί αδελφοί, τις οίδε πως περιήλθε το γράμμα του θείου Πατρός εις χείρας των, έγραψαν μίαν προσθήκην «έγωγε τω ανωτέρω», και παρουσίασαν αυτόν ως συμφωνούντα με τα αιρετικά φρονήματα, άτινα κατήγγειλεν. «Αλλ’ είη ευλογητός ο Θεός «ο δρασσόμενος τους σοφούς εν τη πανουργία αυτών», κατά τον Ιώβ, η γαρ ανωτέρω προσθήκη τοσούτον τυφλή εγένετο, ώστε όπου πάντες σχεδόν οι ελλόγιμοι Διδάσκαλοι του Όρους εγνώρισαν την ραδιουργίαν και κακοπλαστίαν ταύτην…»
Και αι μεν συκοφαντίαι και ποικίλαι κατηγορίαι κατά του Αγίου Νικοδήμου είχον αρχίσει με την άφιξίν του εις Άγιον Όρος, ενταθείσαι εκ της δημοσιεύσεως του ρηξικελεύθου βιβλιαρίου του «περί συνεχούς θ. Μεταλήψεως», μεθ’ ου ανεμιγνύοντο και τα περί Μνημοσύνων ορθόδοξα φρονήματά του, το δε σκάνδαλον της ανεντίμως ανοιγείσης επιστολής του εγένετο προ τριετίας. Παρά ταύτα ο αγαθός Διδάσκαλος εσιώπα, απεκδεχόμενος τον μακαρισμόν του Κυρίου, ότι «ένεκεν Αυτού εξεβάλλετο το όνομά του ως πονηρόν». Αλλ’ «επειδή, προβαίνοντος του καιρού, εβλέπαμεν και ηκούαμεν πως εβλάπτοντο πολλοί αδελφοί», ηναγκάσθη να καταφύγη προς την ανωτάτην αρχήν του Αγίου Όρους, την I. Κοινότητα, διότι, κατά Ιωάννην τον Δαμασκηνόν, «όταν του ενός η βλάβη ανατρέχει εις τους πολλούς, ου δει σιωπάν».
Περί του Μυστηρίου της θ. Ευχαριστίας κρίνομεν απαραίτητον όπως, εις αδράς γραμμάς διερμηνεύσωμεν τας ιδέας του Αγίου Πατρός Νικοδήμου, τας οποίας εκθέτει εις τα έργα αυτού. Ο αγών, τον οποίον διεξήγαγεν απ’ αρχής της αφίξεώς του εις Άγιον Όρος, δια την διαφώτισιν των Μοναχών και των εν κόσμω χριστιανών, ως προς το ζήτημα της θ. Κοινωνίας με το πρώτον βιβλίον του, ήτο κυρίως αγών κατά της ζοφεράς αμαθείας, εξ ης επιστεύετο ότι δεν επετρέπετο η Θ. Κοινωνία τοις πιστοίς περισσότερον από δύο ή τρεις φοράς κατ’ έτος. Ο Όσιος όμως επίστευε βαθύτατα, ότι τόσον οι I. Κανόνες, όσον και η Πράξις της Εκκλησίας, επέβαλλον την συνεχή Θ. Μετάληψιν, ως μοναδικόν μέσον πνευματικής αναγεννήσεως και εν Χριστώ τελειότητας, διο και τα εαυτού επιχειρήματα ήντλει εκ των δύο ανωτέρω παραγόντων, εν συνδυασμώ με την προσωπικήν του εμπειρίαν. Δύο πόλοι του πνευματικού κόσμου, εντός των οποίων εκινείτο, ήσαν η συνεχής θ. Μετάληψις και η Προσευχή, δι’ ων ικανούτο να επιτελή τας ζωοποιούς εντολάς του Χριστού, και να ζη εν Χριστώ.
Ενταύθα ενδιαφέρει να αποσαφηνίσωμεν τι ηννόει ο θείος Πατήρ με τον όρον «συνεχής θ. Μετάληψις», και υπό ποιας προϋποθέσεις θα έδει να εφαρμόζηται. Κατ’ αρχήν, δεν πρέπει να λησμονήσωμεν, ότι ο ίδιος ήτο μέγας ασκητής, ότι διητάτο με «κουκιά βρεγμένα, νερόμελον, ελαίας, ορύζιον νερόβραστον και άρτον». Και ότι, θιασώτης ων της συνεχούς Θ. Μεταλήψεως, ησθάνετο εαυτόν ηνωμένον με τον Χριστόν, όπως προκύπτει από τα ερωτικά κείμενα των βιβλίων του. Βεβαίως, θα ήτο σφάλμα να υποθέσωμεν, ότι συνιστών μετά θέρμης εις όλα τα έργα του την συνεχή Θ. Μετάληψιν, και διωκόμενος επί τριάκοντα πέντε σχεδόν έτη δια το ορθόδοξον τούτο φρόνημά του, είχε υπ’ όψιν του χριστιανούς ωσάν και αυτόν. Αντιθέτως μάλιστα, την συνεχή θ. Μετάληψιν εθεώρει αναγκαιοτέραν δια τους ατελείς, ως γράφει, μη έχοντας όμως Κανονικά εμπόδια.
(…)
Κατόπιν των ανωτέρω καθίσταται πρόδηλον, ότι η αγιότης του βίου αποτελεί την προϋπόθεσιν προσόδου εις το Μυστήριον της θ. Μεταλήψεως, διότι «δικαίω ου κείται νόμος». Αλλά από τους ατελείς απαιτούνται μέσα τινά παιδαγωγίας και προετοιμασίας προς το Μυστήριον. Εις τα μέσα ταύτα υπάγονται η εξομολόγησις, η συντριβή, η ικανοποίησις, η αγρυπνία, η προσευχή, η νηστεία.
Επειδή περί της προ της θ. Μεταλήψεως νηστείας έχουν εγερθή αντιρρήσεις και επιφυλάξεις, ημείς διερμηνεύοντες τας ιδέας του Αγίου Νικοδήμου, οφείλομεν να υπομνήσωμεν ότι, οσάκις ο θείος Πατήρ κάμνει λόγον εις τα βιβλία του περί προετοιμασίας, σημειώνει στερεοτύπως «και την κατά δύναμιν νηστείαν». Ώστε παραδέχεται την αναγκαιότητα της νηστείας ή της αποχής από καταλυσίμους τροφάς.
Η ακόλουθος υποσημείωσις του εν τω «Πηδαλίω» του, είναι αρκετά διαφωτιστική των φρονημάτων του. «…Εντεύθεν συμπεραίνομεν εκ του μείζονος το ελάττον, ότι αν είναι αρκετή εις ετοιμασίαν της θείας Κοινωνίας η τριήμερος αποχή της σαρκικής μίξεως, πολλώ μάλλον είναι αρκετή εις αυτήν η τριήμερος νηστεία. Και μ’ όλον οπού από τους θείους Κανόνας νηστεία προ της Μεταλήψεως ου διορίζεται οι δυνάμενοι δε νηστεύειν προ αυτής και ολόκληρον εβδομάδα, καλώς ποιούσιν». Συνιστώμεν εις τους εν ανυποληψία έχοντας την προ της θ. Μεταλήψεως νηστείαν, όπως επιστήσουν την προσοχήν αυτών εις τον νουν της υποσημειώσεως. Εκτός και αν φρονούν, ότι είναι «υιοί του νυμφώνος», περί ων ανωτέρω εγράψαμεν. Αλλ’ οι «υιοί του νυμφώνος» δεν ηττώνται από την κοιλίαν, ακριβώς επειδή είναι τοιούτοι. Είναι όλως πνεύμα, ενδυναμούμενοι τη αφθάρτω βρώσει και πόσει του Σώματος και Αίματος του Κυρίου. Ημείς δεν κάμνομεν πραγματείαν περί του θέματος της Θ. Μεταλήψεως. Απλώς ηρμηνεύσαμεν τα φρονήματα εν τω μέρει τούτω του θείου Νικοδήμου, εν συναρτήσει προς την ιστορικήν περίοδον του βίου του, ην αφηγούμεθα. «Ει δε τις φιλόνεικος είναι, ημείς τοιαύτην συνήθειαν ουκ έχομεν, ουδέ αι Εκκλησίαι του Θεού».
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ, 1749-1809 – Αποσπσάσματα από τις σελίδες (306-315) & (203-208) – ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ «ΑΣΤΗΡ» ΑΛ.ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ – 1959
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ