Nέο βιβλίο: «Τό Μυστήριον τοῦ Χριστοῦ»

Ἀποτελεῖ πανανθρώπινο φαινόμενο ἡ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ καί ἀδήριτη ψυχική ἀνάγκη ἡ δίψα γιά γνώση καί κοινωνία μαζί Του. Ἡ ἁμαρτία καί ἡ ἄγνοια, ὅμως, τοῦ Θεοῦ ὁδήγησαν τους ἀνθρώπους νά πιστέψουν γιά θεούς πρόσωπα θνητά, ἄλογα ζῶα καί φαινόμενα φυσικά, γιά νά βροῦν τήν σωτηρία τους καί ἔτσι λάτρευσαν τήν κτίση ἀντί γιά τόν κτίστη Θεό.
Στήν ἱ­στο­ρί­α τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος πα­ρου­σι­ά­στη­καν κα­τά και­ρούς πολ­λοί «σω­τῆ­ρες». Ἕνας, ὅμως, εἶναι ὁ ἀ­λη­θι­νός Θε­ός καί ὁ μοναδικός Σω­τή­ρας, ὁ Θεάνθρωπος Ἰ­η­σοῦς… Χρι­στός, δι­ό­τι Αὐτός εἶναι:
 
Ὁ μό­νος πού ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, τοῦ ἔ­δω­σε τό αὐ­τε­ξού­σιο καί σέ­βε­ται τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α του.
 
Ὁ μό­νος πού προ­φη­τεύ­θη­κε ἀπό πολλούς προφῆτες, πρίν γεν­νη­θῆ, καί προ­φή­τευ­σε.
 
Ὁ μόνος πού ἀ­πέ­δει­ξε καί ­βε­βαί­ω­σε τήν θε­ϊ­κή Του ἰ­δι­ό­τη­τα μέ τήν παρουσία καί τά θαύ­μα­τά Του.
 
Ὁ μό­νος πού ἀ­πε­κά­λυ­ψε τήν ἀ­λη­θι­νή θε­ο­γνωσία, τήν πί­στη στήν Ἁ­γί­α Τριά­δα, καί ­φα­νέ­ρω­σε τό μυ­στή­ριο τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως στό Πρόσωπό Του, τῆς θείας μέ τήν ἀνθρώπινη φύση.
 
Ὁ μό­νος ἀ­να­μάρ­τη­τος καί ὁ μό­νος πού, ὡς Θε­ός, συγ­χώρησε ἁ­μαρ­τί­ες καί με­τέ­δωσε τήν ἐ­ξου­σί­α τῆς ἀ­φέ­σε­ως τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν.
 
Ὁ μό­νος πού γνώ­ρι­ζε τά πάν­τα, πα­ρελ­θόν­τα, πα­ρόν­τα καί μέλ­λον­τα.
 
Ὁ μό­νος πού δί­δα­ξε τήν τε­λει­ότα­τη δι­δασκαλία, τό Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς σω­τη­ρί­ας, πού ρυθ­μί­ζει κατά τόν ἄριστο τρόπο τίς σχέ­σεις τῶν ἀν­θρώ­πων μέ τόν Θεό καί με­τα­ξύ τους.
 
Ὁ μό­νος νι­κη­τής τοῦ θα­νά­του, πού ἀνέ­στη­σε νε­κρούς ἀλλά καί τόν ἴ­διο τόν ἑ­αυ­τό Του, καί ἀπέδειξε μέ τίς πολ­λές ἐμ­φα­νί­σεις Του ἀ­λη­θι­νή τήν Ἀ­νάστα­σή Του.
 
Ὁ μό­νος πού ἀ­να­λή­φθη­κε μέ τό σῶ­μα Του ἐ­νώ­πιον τῶν Μα­θη­τῶν Του στούς οὐ­ρα­νούς ἀλλά καί πα­ρα­μέ­νει μα­ζί μας.
 
Ὁ μό­νος πού ἀ­γά­πη­σε πραγ­μα­τι­κά τόν ἄν­θρω­πο καί θυ­σι­ά­σθη­κε γιά τήν σω­τη­ρί­α του.
 
Στόν Θε­άν­θρω­πο συ­νυ­πῆρ­χε τό ἀν­θρώ­πι­νο καί φυ­σι­κό μα­ζί μέ τό θε­ϊ­κό καί ὑ­περ­φυ­σι­κό, κα­θό­τι εἶ­ναι τέ­λει­ος Θε­ός καί τέ­λει­ος ἄν­θρω­πος. Μέ­σα στήν ἀσθε­νι­κή ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση Του ἔ­κρυ­βε τήν θε­ϊ­κή Του παντο­δυ­να­μί­α, πού τήν ἀ­πο­κά­λυ­πτε μέ τά θε­ϊ­κά Του ἔρ­γα, ὅ­ταν ἤ­θε­λε. Συν­δύ­α­ζε τό θε­ϊ­κό με­γαλεῖο μέ τήν ἄ­κρα τα­πεί­νω­ση· τήν ὑ­περ­βάλ­λου­σα εὐσπλαγχνί­α μέ τήν δικαία κρί­ση. Στό πρό­σω­πό Του ἑνώ­νον­ται τό πα­ρελ­θόν, τό πα­ρόν καί τό μέλ­λον, δι­ό­τι εἶ­ναι ὁ δη­μι­ουρ­γός τοῦ κό­σμου καί τοῦ χρό­νου, ὁ κύριος τῆς ἱστορίας καί ὁ ἔσχατος κριτής· «ὁ ὤν καί ὁ ἦν καί ὁ ἐρ­χό­με­νος».
 
Ὁ Χρι­στός, ὅ­σον οὐ­δείς ἄλ­λος, εὐ­ερ­γέ­τη­σε, ἀλλά καί εἰ­σέ­πρα­ξε τήν πιό με­γά­λη ἀ­γνω­μο­σύ­νη. Λα­τρεύ­τη­κε, ἀλλά καί πο­λε­μή­θη­κε. Δί­δα­ξε τήν ἀ­λή­θεια, καί, ὅμως, συ­κο­φαν­τή­θη­κε ὡς πλά­νος. Γνώ­ριζε τά πάν­τα καί τούς πάν­τες, ἀλλά ἀ­γνο­ήθηκε ἀ­πό πλήθη.
 
Ξε­περ­νᾶ ὅ­λους τούς ἥ­ρω­ες τῆς ἱ­στο­ρί­ας, για­τί δέν θυ­σι­ά­σθη­κε μό­νο γιά τό κα­λό τοῦ λα­οῦ Του, ἀλ­λά γιά τήν σω­τη­ρί­α ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων. Εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρος ἀ­πό ὅ­λους τούς μάρ­τυ­ρες, δι­ό­τι οὐ­δείς ὑ­πέ­φε­ρε, ὅ­σον ὁ Χρι­στός, ἐπειδή, ἐ­νῶ τούς μάρ­τυ­ρες τούς ἐ­νί­σχυ­ε μέ τήν χά­ρη Του, καί τούς ἐλάφρυνε τούς πόνους, στά δικά Του Ἅγια Πάθη δέν χρησιμοποίησε τήν θε­ϊ­κή Του δύ­να­μη.
 
Ὁ Χρι­στός εἶ­ναι μο­να­δι­κός, «τό μό­νον και­νόν ὑ­πό τόν ἥ­λιον». Εἶναι βέβαια ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ὁμοούσιος μέ τούς ἀνθρώπους, ἀλλά δι­α­φέ­ρει ἀ­πό τόν Πα­τέρα καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, ἀ­πό τήν Μη­τέ­ρα Του καί ἀ­πό ἡ­μᾶς κα­τά τό ὅ­τι εἶ­ναι Θε­ός καί ἄν­θρω­πος ὁ Αὐ­τός. «Αὐτό πραγματικά εἶναι τό ἰδιαίτερο γνώρισμα τῆς ὑποστάσεως τοῦ Χριστοῦ»1, διότι ἄλλος Θεάνθρωπος δέν ὑπῆρξε ποτέ.
 
Ὅ­λα τά τοῦ Θε­αν­θρώ­που ἔ­χουν τήν σφρα­γῖδα:
 
– τοῦ με­γα­λει­ώ­δους, τοῦ θεοπρε­ποῦς, τοῦ παρα­­δό­ξου, κα­θό­τι ἡ πα­ρα­δο­ξό­της εἶ­ναι γνώ­ρι­σμα τοῦ Θε­οῦ καί τοῦ τε­λεί­ου, δι­ό­τι μό­νον ὁ Θε­ός εἶ­ναι τέλειος·
 
– τῆς ἀνυπέρβλητης κε­νώ­σε­ως, δι­ό­τι, Θε­ός ὤν, ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος·
 
– τῆς εὐ­ερ­γε­τι­κῆς προ­σφο­ρᾶς καί τῆς θυ­σι­α­στι­κῆς ἀ­γά­πης, κα­θό­τι στήν ἐπίγεια ζωή Του εὐεργετοῦσε τούς πάντες, θεράπευε τούς ἀσθενεῖς καί ἔδωσε τήν ζωή Του ἀντίλυτρο γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου.
 
– τῆς πι­στό­τη­τος στά λό­γι­α Του, στά ἔρ­γα Του καί στίς ὑ­πο­σχέ­σεις Του·
 
– τῆς τε­λεί­ας καί ἀ­πο­λύ­του ὀντολογικῆς Του ἀναμαρτησίας.
 
Ὁ Χρι­στός εἶ­ναι «τό ἀ­πο­κε­κρυμ­μέ­νον ἀ­πό τῶν αἰ­ώ­νων καί ἀ­πό τῶν γε­νε­ῶν μυ­στή­ριον»2. Αὐτός ἦταν ἡ ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν τῆς Π. Δι­α­θή­κης. Ὅ­λη ἡ Π. Δι­α­θή­κη μι­λᾶ γι᾿ Αὐτόν. Εἶ­ναι ὁ κεν­τρι­κός ἄ­ξο­νας, διότι ὅλα στρέ­φον­ται γύρω ἀπό τό πρόσωπό Του καί κα­τα­λή­γουν στό πρό­σω­πό Του. Πολύ περισσότερο στά Εὐ­αγ­γέ­λια τό κεν­τρι­κό πρό­σω­πο εἶ­ναι ὁ Χρι­στός, ἡ δέ εὐ­αγ­γε­λι­κή δι­ή­γη­ση εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς ἐ­πί γῆς πα­ρου­σί­ας Του, ὅσων ἔπραξε καί δίδαξε ὁ Ἰ­η­σοῦς. Ἀλλά καί τό κεντρικώτερο θέ­μα τῆς πα­τε­ρι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας ἦ­ταν πάν­το­τε τό μυστή­­ριο τοῦ Χρι­στοῦ. «Τό δόγμα τῆς πίστεώς μας ἔχει θε- μέλιο καί ἀρχή τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν».
 
Ἑ­πο­μέ­νως, ὁ Χρι­στός εἶ­ναι ὁ ἀρ­χη­γός τῆς Πα­λαι­ᾶς καί τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, ἡ κε­φα­λή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τό κέντρο τῆς πίστεώς μας καί τῆς λατρείας μας, ἡ ἀρχή, ἡ μεσότης καί τό τέλος πάντων τῶν αἰώνων, ὁ Κύ­ριος τῆς ἱ­στο­ρί­ας, ὁ Κρι­τής καί Σω­τή­ρας μας, καί κα­τά τόν Ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο, ὁ Χρι­στός εἶ­ναι «τά πάν­τα ἐν πᾶ­σι».
 
Ἡ σχέ­ση τοῦ Χρι­στοῦ μέ τόν Πα­τέ­ρα καί τό Ἅγιο Πνεῦ­μα, ἡ ἕ­νω­ση τῶν δύ­ο φύ­σε­ων σέ μία ὑ­πό­στα­ση, ὅ­σα ἔ­πρα­ξε καί δί­δα­ξε καί ὅ­σα ἄλ­λα ἀναφέ- ρονται στόν Χριστό, ἀ­πο­τε­λοῦν, κα­τά τόν εὔ­στο­χο χα­ρα­κτη­ρι­σμό τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου, «Τό μυ­στή­ριον τοῦ Χρι­στοῦ»4. Τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. «Τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ ὁ λόγος τῆς Γραφῆς τό ὀνόμασε Χριστό»5. «Παντοῦ μυστήριο ὀνομάζει τήν ὑπέρ ἡμῶν οἰκονομία, διότι ἄνθρωπος ἔγινε ὁ Θεός καί θεός ὁ ἄνθρωπος».
 
Ὄν­τως πρό­κει­ται πε­ρί ἀ­νυ­περ­βλή­του καί ἀνεξι­χνιά­στου μυ­στη­ρί­ου. Αὐ­τόν πού ἔ­τε­κε ἡ Θε­ο­τό­κος ὡς βρέ­φος, συγ­χρό­νως τόν λα­τρεύ­ει ὡς Θε­ό. Ὑπῆρ­­ξε ὁ πλά­στης τοῦ Ἀ­δάμ, καί ἔ­γι­νε ἀ­πό­γο­νός Του. Ἦ­ταν υἱ­ός τοῦ Δαυ­ΐδ καί, συγ­χρό­νως, Θε­ός καί Κύ­ριός του. Ὁ ἄναρ­χος καί ἀ­μή­τωρ Θε­ός ἔ­γι­νε μέσα στόν χρόνο ἀ­πά­τωρ σαρ­κι­κῶς. Ἔ­ζη­σε ὡς ἄν­θρωπος στήν γῆ, καί πα­ρέ­μει­νε ἀ­χώ­ρι­στος ἀπό τόν Πα­τέ­ρα Του στούς οὐ­ρα­νούς. Ἔ­πα­θε ὁ Χριστός κατά τήν σάρκα, καί ἐ­νῶ ἦ­ταν «κα­τά­στι­κτος τοῖς μώ­λω­ψι», ἦ­ταν συγ­χρό­νως καί «παν­σθε­νουρ­γός». «(Ὁ Χριστός συγ­χρό­νως ὑ­πῆρ­ξε) μέσα σέ τάφο μέ τό σῶμα Του, στόν ᾅδη μέ τήν ψυχή Του ὡς Θεός, στόν παράδεισο μέ τόν ληστή, καί στόν θρόνο μέ τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα, γεμίζοντας μέ τήν παρουσία Του τά πάντα Αὐτός πού δέν ὑπόκειται σέ τοπικό περιορισμό (ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν)». Ἀναστήθηκε καί ἀ­να­λή­φθηκε μέ τό ἀφθαρ­το­ποι­η­μέ­νο σῶ­μα Του στούς οὐ­ρα­νούς, ἐνῶ συγχρόνως δέν ἀποχωρίστηκε ἀπό τήν Ἐκ­κλη­σί­α Του. Δί­δε­ται τό Σῶ­μα Του καί τό Αἷ­μα Του ὡς βρώ­ση καί πό­ση κά­θε ἡ­μέ­ρα σέ ἑ­κα­τομ­μύ­ρια πιστούς, καί πα­ρα­μέ­νει ἀ­δα­πά­νη­το καί ἀκέραιο.
 
Ὁ Χρι­στός, λοι­πόν, ἔ­κα­νε ὅ­λα αὐ­τά, γιά νά σώ­ση τόν ἄν­θρω­πο, ἀλ­λά δέν τόν ἔ­σω­σε μό­νος. Ὁ Χριστο­μο­νι­σμός εἶ­ναι αἵ­ρε­ση. Τρι­α­δι­κῶς σώ­ζει τόν ἄν­θρω­πο ὁ Πα­τήρ δι᾿ Υἱ­οῦ ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι, ὅ­πως τρι­α­δι­κῶς τόν ἔ­πλα­σε, διότι οἱ ἐνέργειες εἶναι κοινές στήν Ἁγία Τριάδα. Ὁ Πα­τήρ εὐ­δο­κεῖ, τό Ἅ­γιο Πνεῦ- μα συ­νερ­γεῖ καί ὁ Υἱ­ός αὐ­τουρ­γεῖ τήν σάρ­κω­ση καί τήν σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που, δι­ό­τι «ὅλος ἦν ὁ Πατήρ καί ὅλον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, οὐσιωδῶς ἐν ὅ- λῳ τελείως τῷ Υἱῷ καί σαρκουμένῳ· οὐ σαρκούμενοι, ἀλλ᾿ ὁ μέν εὐδοκῶν, τό δέ συνεργοῦν, αὐτουργοῦντι τῷ Υἱῷ τήν σάρκωσιν».
 
Ὑπάρχει μία συνέχεια καί ἄρρηκτη ἑνότητα ἀνάμεσα στήν Παλαιά Διαθήκη, στήν Καινή καί στά ἔσχατα. Στήν Ἁγία Γραφή μαρτυρεῖται ἡ σταδιακή φανέρωση τοῦ ἀγνώστου μυστηρίου τῆς Οἰκονομίας, τό ὁποῖον ὁ Τριαδικός Θεός ἐνεργεῖ. «Ἡ Παλαιά (Διαθήκη) ἐκήρυττε φανερά τόν Πατέρα, ἐνῶ τόν Υἱό ἀμυδρότερα. Ἡ Καινή φανέρωσε τόν Υἱό καί ἄφησε νά φανῆ ἐν μέρει ἡ θεότητα τοῦ Πνεύματος. Τώρα, (μετά τήν Πεντηκοστή) κατοικεῖ ἐν μέσῳ ἡμῶν τό Πνεῦμα καί μᾶς ἀποκαλύπτεται σαφέστερα».
 
Ὅλα τῆς Παλαιᾶς ἦταν σκιώδη καί μιά προετοιμασία. Ἀλλά τό τέλος καί ὁ σκοπός ὅλης τῆς θείας Οἰκονομίας δέν εἶναι ἡ Καινή Διαθήκη, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μόνον εἰκόνα τῶν μελλόντων, ἀλλά ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Σκιά γάρ (ἦν) τά τῆς πα­λαι­ᾶς· εἰ­κών δέ τά τῆς νέ­ας Δι­α­θή­κης· ἀ­λή­θεια ἡ τῶν μελλόν- των κα­τά­στα­σις».
 
Προηγουμένως ὁ Υἱός ἦταν ἄσαρκος ὡς Λόγος. «Ὑπῆρχε ἐξ ἀρχῆς καί φάνηκε καινούργιος (μέ τήν ἐνανθρώπηση) καί γεννιέται (μέ τήν θεία χάρη) πάντοτε νέος στίς καρδιές τῶν Ἁγίων»10. Αὐτόν τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε Υἱός ἀνθρώπου προεῖ­δαν οἱ Προφῆ­τες, τόν γνώ­ρι­σαν ὡς ἱ­στο­ρι­κό πρό­σω­πο καί τόν κή­ρυ­ξαν οἱ Ἀ­πό­στο­λοι καί τόν ἔ­ζη­σαν βα­θιά οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες, με­λε­τών­τας τήν Ἁ­γία­ Γρα­φή, προ­σευ­χό­με­νοι καί εἰσερχόμενοι στόν θεῖο γνόφο. Μέ τήν κα­θα­ρό­τη­τά τους κα­τόρ­θω­σαν νά δοῦν τό πνευμα­τι­κό βά­θος πού κρύ­βε­ται πί­σω ἀ­πό τό γράμ­μα τῆς Γρα­φῆς, νά ἐμ­βα­θύ­νουν στό μυ­στή­ριο τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως καί νά θεολογήσουν. «Οἱ ἅγιοι Πατέρες κατέβαλαν κάθε προσπάθεια νά ἀποδείξουν τό ἰσόκυρο τῶν Προφητῶν (Π. Διαθήκης) καί Ἀποστόλων (Κ. Διαθήκης) καί τήν ταυτότητα τοῦ Χριστοῦ Λόγου ἐν σαρκί μέ τόν ἄσαρκο Κύριο τῆς δόξης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης».
 
* * *
 
Ἀ­πο­δεί­χθη­κε ἀ­πό τά ἀ­νω­τέ­ρω ἡ σπου­δαι­ό­τη­τα τοῦ θέ­μα­τος, ἀλλά καί ἡ ὄντως δυ­σχε­ρε­στά­τη πραγμά­τευ­σή του. Ὑ­πάρ­χουν τό­σα ἐ­πί μέ­ρους θέμα­τα καί ἀ­πέ­ραν­τη βι­βλι­ο­γρα­φί­α, ὥ­στε σχε­δόν τό κά­θε κε­φά­λαι­ο δύ­να­ται νά ἀ­πο­τε­λέ­ση αὐ­το­τε­λῆ ὀ­γκώ­δη με­λέ­τη. Αὐ­τό συ­νι­στᾶ ἀ­πό μό­νο του ξε­χω­­ριστή δυ­σκο­λί­α. Ἀ­πό τά πολ­λά, δη­λα­δή, στοι­χεῖ­α πρέπει νά ἐπι­λε­γοῦν τά κα­τάλ­λη­λα, ὥστε νά πα­ρου­σια­σθοῦν συ­νο­πτι­κά ἀλλά καί μέ πληρότητα· μέ ὀ­λί­γα νά δοθοῦν πολ­λά.
 
Ἡ πα­ροῦ­σα ἐρ­γα­σί­α δέν ἔ­χει σκο­πό νά πα­ρου­σιά­ση ἕ­να βί­ο τοῦ Ἰ­η­σοῦ κα­τά τά δυ­τι­κά πρό­τυ­πα, οὔ­τε μιά ἑρ­μη­νεί­α τῆς εὐ­αγ­γε­λι­κῆς δι­η­γή­σε­ως πε­ρι­γρά­φον­τας τήν ἱ­στο­ρι­κή πο­ρεί­α Του ἐ­πί τῆς γῆς. Οὔτε πάλι εἶ­ναι μιά αὐ­στη­ρῶς ἐ­πι­στη­μο­νι­κή χριστολογι­κή δι­α­τρι­βή, ἔρ­γο ἀ­κα­τόρ­θω­το γιά τήν ἀ­δυ­να­μί­α μας ἀλ­λά καί ἀ­πρό­σι­το στούς πολ­λούς. Ἄν καί περι­έ­χη ἀρ­κε­τά ἀ­πο­λο­γη­τι­κά στοι­χεῖ­α, δέν εἶ­ναι οὔτε ἀ­πο­δει­κτι­κή ‐ ἀ­πο­λο­γη­τι­κή με­λέ­τη γιά τήν Θε­ό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ, γι᾿ αὐ­τό καί δέν χρη­σι­μο­ποιοῦ­ν­ται ἱ­στο­ρι­κές ἐ­ξω­βι­βλι­κές μαρ­τυ­ρί­ες. Καί ὁ Κύ­ριος καί οἱ Ἀ­πό­στο­λοι ἐκ τῶν Γρα­φῶν ἀ­πε­δεί­κνυ­αν τήν Θε­ό­τη­τά Του. Μέσα ἀπό τίς θεῖες Γραφές βρίσκομε καί γνωρίζομε τόν Σωτῆρα, καί ἡ Γραφή, κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, ἐξηγεῖται μέ τήν Γραφή.
 
Ἡ πα­ροῦ­σα χρι­στο­λο­γί­α εἶ­ναι βι­βλι­κή ‐ θε­ο­λο­γι­κή ‐ δογ­μα­τι­κή καί ἱ­στο­ρι­κή με­λέ­τη, κα­το­χυ­ρω­μέ­νη βι­βλι­κῶς καί ἑρ­μη­νευ­ομέ­νη πα­τε­ρι­κῶς. Δέν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τε «και­νόν», ἀλ­λά μι­ά δι­α­φο­ρε­τι­κή σει­ρά καί θε­μα­το­λο­γί­α. Κυ­ρί­ως ὑπάρχει πλού­σια πα­τε­ρι­κή ἐμ­βά­θυν­ση, ἑρ­μη­νεί­α καί σχο­λια­σμός, σύμ­φω­να μέ τήν δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἁγί­ας μας Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ὁ­ποί­α κατέχει τό ἀ­λά­θη­το, ἀ­φοῦ εἶ­ναι «στῦλος καί ἑ­δραί­ω­μα τῆς ἀλη­θεί­ας».
 
Κα­τε­βλή­θη προ­σπά­θεια νά πα­ρου­σια­σθῆ ἁ­πλᾶ, πε­ρι­ε­κτι­κά καί ὅ­σον τό δυ­να­τόν ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­να τό μυστήριο τοῦ Χρι­στοῦ, κα­θώς καί δι­ά­φο­ρες πτυ­χές ἀπό τήν ζω­ή, τό ἔρ­γο καί τήν δι­δα­σκα­λί­α Του, πού συν­θέ­τουν, το­νί­ζουν καί ἀ­να­δει­κνύ­ουν τήν ὑ­πέ­ρο­χη, μο­να­δι­κή, με­γα­λει­ώ­δη καί τε­λεί­α εἰ­κό­να τοῦ Θε­αν­θρώ­που.
 
Ἀ­να­φέ­ρε­ται ὄ­χι μό­νο στήν πα­ρου­σί­α Του ὡς ἱστορικοῦ Ἰ­η­σοῦ, ἀλ­λά καί στήν ἄσαρκη φανέρωσή Του ὡς προ­ϋ­πάρ­χον­τος Λόγου στήν Π. Διαθήκη. Ὁ Υἱός τῆς Παρθένου προϋπῆρχε ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἀποκαλυπτόταν πρό τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του ὡς ἄσαρκος Λόγος. Ὁ ἀϊδίως ὑπάρχων Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔλαβε μέ τήν ἐνανθρώπησή Του χρονική ἀρχή. Ἀκόμη ἀναφέρεται καί στόν ἀναστάντα καί δο­ξα­σμέ­νο Θεό καί Κύριο. Εἶ­ναι οἱ τρεῖς χρο­νι­κές πε­ρί­ο­δοι δρά­σε­ως τοῦ Θεοῦ Λόγου· ἡ ἄσαρκος, ἡ ἔνσαρκος οἰ­κο­νο­μί­α τοῦ Λόγου καί ἡ παρουσία Του στήν Ἐκκλησία ἀπό τήν Ἀνάστασή Του μέχρι τόν ἐρχομό τῆς Βασιλείας Του. Εἶναι οἱ τρεῖς ἐκ­φάν­σεις τοῦ Θε­οῦ Λόγου: Στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη, στήν Καινή καί στήν Ἐκκλησία πού κατευθύνεται στά ἔ­σχα­τα, ὅπως ἀκριβῶς φαίνεται καί στόν Χριστολογικό ὕμνο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, «ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων (προΰπαρξη)… ἑαυτόν ἐκένωσε μορ- φήν δούλου λαβών (ἐνανθρώπηση)… διό καί ὁ Θεός αὐτόν ὑπερύψωσε (ὕψωση)»13. Μέ βά­ση αὐ­τήν τήν δι­αί­ρε­ση – προ­ΰ­παρ­ξη, ἐ­ναν­θρώ­πη­ση καί ὕψω­ση–, χωρί­σθηκε ἡ ἐρ­γα­σί­α σέ τρί­α μέ­ρη:
 
Τό Πρῶ­το ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν ἀποκάλυψη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ διά τοῦ ἀσάρκου Λόγου καί στήν δρά­ση Του στήν Π. Δι­α­θή­κη: Στίς ἐμ­φα­νί­σεις Του στούς Δι­καί­ους, στίς προ­ει­κο­νί­σεις Του, στίς προ­φη­τεῖ­ες πού προ­α­νήγ­γει­λαν τήν ἔ­λευ­σή Του, στά ὀ­νό­μα­τα μέ τά ὁ­ποῖ­α ἐμ­φα­νι­ζό­ταν, στήν Δι­α­θή­κη, στόν Νό­μο καί στήν λα­τρεί­α πού ἔ­δω­σε στόν Ἰσ­ρα­η­λι­τι­κό λα­ό, διά τοῦ ὁ­ποί­ου προ­ε­τοί­μα­σε τήν ἀν­θρω­πό­τη­τα, ὥστε νά δε­χθῆ τόν ἐρ­χο­μό Του. Πε­ρι­λαμ­βά­νει, δη­λα­δή, τήν δρά­ση τοῦ Υἱ­οῦ ἀ­πό τήν δη­μι­ουρ­γί­α ὥς τήν σάρκω­­σή Του.
 
Τό Δεύ­τε­ρο μέ­ρος ἀρ­χί­ζει ἀ­πό τόν Εὐ­αγ­γε­λισμό τῆς γεν­νή­σε­ως τοῦ Σω­τῆ­ρος, καί ἐκτείνεται ὥς τήν εἰς ᾅδου Κά­θο­δο. Πε­ρι­λαμ­βά­νει χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δο τρι­άν­τα τρι­ῶν ἐ­τῶν, ὅσα τά ἔτη τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, καί ἀ­να­φέ­ρε­ται στίς ἐνδοτριαδικές σχέ­σεις τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πα­τέ­ρα καί τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, στήν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, στά μέ­γι­στα γε­γο­νό­τα τῆς ἐ­πί­γει­ας ζω­ῆς τοῦ Σω­τῆ­ρος, στήν μεσ­σι­α­νι­κό­τη­τά Του καί στά ἐ­ξαί­ρε­τα θε­ϊ­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά Του ὡς ἀ­να­μαρ­τή­του, παν­το­γνώ­στου, ὡς ἔ­χοντος ἐ­ξου­σί­α ἀφέσεως ἁμαρτιῶν, στά ὀ­νό­μα­τα καί τούς χρι­στο­λο­γι­κούς Του τίτ­λους, στό τρισ­σόν ἀ­ξί­ω­μά Του, στήν μο­να­δι­κή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου Του καί στά θαύ­μα­τά Του.
 
Τό Τρί­το μέ­ρος ἀρ­χί­ζει ἀ­πό τήν Ἀ­νά­στα­σή Του, μέ τήν ὁ­ποί­α νι­κή­θη­κε ὁ θά­να­τος καί ἄρ­χι­σε νέ­α πε­ρί­ο­δος, ἡ καινή κτίση, ἀ­φοῦ ὅ­λα ἔ­γι­ναν «και­νά». Ἡ ὕψωση τοῦ Χριστοῦ δέν ἀναφέρεται, οὔτε περιορίζεται μόνο στήν Ἀνάληψή Του. Ὁ Χριστός δέν ἀπολαμβάνει μόνο τήν δόξα Του, καθισμένος στό οὐρά- νιο σύνθρονο μέ τόν Πατέρα Του, ἀλλά ὁ Ἴδιος μεσολαβεῖ γιά νά ἀποσταλῆ τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀπό τόν Πατέρα καί ὁ Ἴδιος θά ἔλθη ὡς Κριτής ἀπό τόν οὐρανό. «Ἐπλήρωσε τήν ὑπέρ ἡμῶν Οἰκονομίαν», ἕνωσε τά ἐπίγεια μέ τά οὐράνια, εἶναι μέ τό Σῶμα Του στούς οὐρανούς χωρίς νά ἐγκαταλείψη τούς πιστούς μέχρι τήν συντέλεια τοῦ αἰῶνος. Στήν Ἐκκλησία Του, τέλος, ἱ­ε­ρουρ­γεῖ­ται τό μυ­­στήριο τῆς θεί­ας Εὐ­χα­ριστί­ας, δι­α­τη­ρεῖ­ται ζῶ­σα ἡ προσδο­κί­α τῆς Δευτέ­ρας Πα­ρου­σί­ας Του καί προ­ε­τοι­μά­ζε­ται ἡ εἴ­σο­δος πάντων στήν βα­σι­λεί­α τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
 
Σέ ὅ­λη τήν ἐρ­γα­σί­α οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες, θά εἶ­ναι οἱ ὁ­δη­γοί, οἱ ἐ­ξη­γη­τές καί οἱ φω­τι­στές. Πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὅ­λους θά εἶναι ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ἐκτός τοῦ ὅτι ζοῦ­σε ἔν­το­να τό μυ­στή­ριο τοῦ Χριστοῦ, εἶ­χε καί τό χά­ρι­σμα νά τό δι­α­τυ­πώ­νη μέ μεγάλη σαφή­νεια, μέ δύ­να­μη ἀλλά καί ἁπλότητα χά­ριν τῶν ἀκρο­α­τῶν του. Οἱ ἑρ­μη­νεῖ­ες καί τά σχό­λια τῶν ἁγίων Πατέρων εἶ­ναι τό χρυ­σό ὑ­πό­στρωμα, «ὁ κάμπος», τῆς εἰ­κό­νος τοῦ Θε­αν­θρώ­που, ἀλλά καί τό στε- ρεό καί ἀσάλευτο ὑπόβαθρο πάνω στό ὁποῖο στηρίχθηκε ὅλη ἡ ἐργασία. Ἐ­πί πλέ­ον γί­νε­ται χρή­ση λει­τουρ­γι­κῶν μαρ­τυ­ρι­ῶν, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἔ­χουν τήν ἴ­δια ἰσχύ μέ τίς πα­τε­ρι­κές ἑρ­μη­νεῖ­ες. Οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι στήν ὑμνολογία τους συμπεριέλαβαν ὅλον τόν ἁγιογραφικό καί δογματικό πλοῦτο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀκόμη δέν ἀ­πο­κλεί­σθη­καν καί ἀξιόλογες θε­ο­λο­γι­κές μελέτες.
 
Ἀ­πο­φεύ­χθη­κε ἡ πα­ρά­θε­ση προ­σω­πι­κῶν μας γνωμῶν καί κρί­σε­ων, ἐκτός μό­νο ἀπό περιπτώσεις, ὅ­που ὑ­πῆρ­χε ἀ­νάγ­κη ἐ­πε­ξη­γή­σε­ων ἤ ἔγινε ἀ­πό θαυ­μα­σμό καί ἔκ­πλη­ξη γιά τά με­γα­λει­ώ­δη ἔρ­γα τοῦ Σω­τῆ­ρος. Δέν ἔχουν ἀξία οἱ προσωπικές μας κρίσεις καί ἀπόψεις, ἀλλά ὁ λόγος τῆς θεοπνεύστου Ἁγίας Γραφῆς καί ἡ συμφωνία πάντων τῶν ἁγίων Πατέρων διαχρονικά. Γι᾿ αὐτό, ὅ,τι γράφεται κατοχυρώνεται καί βεβαιώνεται μέ πλῆθος πατερικῶν μαρ- τυριῶν, οἱ ὁποῖες ἐξηγοῦν τήν Ἁγία Γραφή. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔγιναν ἐκτυπώματα ἔμψυχα τοῦ Σωτῆρος καί ἀνεδείχθησαν «πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου». Ὑπῆρξαν θεοφόροι, χριστοφόροι καί πνευματοφόροι κήρυκες καί ζωγράφοι διά λόγων τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.
 
Γιά νά γί­νη πιό προ­σι­τό καί κα­τα­νο­η­τό τό κεί­με­νο ἀ­πό τούς πολλούς, τόν λαό τοῦ Θεοῦ καί τούς μή θε­ο­λό­γους, πρός τούς ὁ­ποί­ους κυ­ρί­ως ἀ­πευ­θύ­νε­ται, σχεδόν ὅλα τά ἁ­γι­ο­γρα­φι­κά καί πα­τε­ρι­κά χω­ρί­α πα­ρα­τί­θεν­ται σέ με­τά­φρα­ση. Ἄλ­λη, βέβαια, δύνα­­μη καί χά­ρη ἔ­χουν τά πρω­τό­τυ­πα ἱ­ε­ρά κεί­με­να, ἀλλά, δυ­στυ­χῶς, ἐξ ἀ­νάγ­κης με­τα­φρά­στη­καν, δι­ό­τι σή­με­ρα, μέ τήν ἀλ­λα­γή τῆς γλώσ­σας, ἀ­πο­ξε­νώ­θη­καν οἱ πολ­λοί ἀ­πό τήν ἀ­θά­να­τη Ἑλ­λη­νι­κή γλῶσ­σα, στήν ὁ­ποί­α εἶ­ναι γραμ­μέ­να πρωτοτύπως ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, τά λειτουργικά μας κείμενα καί τά ἔρ­γα τῶν ἁγίων Πα­τέ­ρων. Ἀ­κό­μη καί τά πα­ρα­θέ­μα­τα ἀ­πό πα­λαι­ό­τε­ρες θε­ο­λο­γι­κές με­λέ­τες με­τα­τρά­πη­καν στήν σύγχρο­­νη γλῶσ­σα γιά τό ὁ­μοι­ό­μορ­φο καί τό εὐ­κο­λο­κα­τανό­η­το.
 
Γιά νά εἶ­ναι πιό πα­ρα­στα­τι­κή καί ἐ­πο­πτι­κή ἡ με­λέ­τη τοῦ βιβλίου, κο­σμή­θη­κε μέ πλῆ­θος βυ­ζαν­τι­νῶν εἰ­κό­νων, κυρίως χρι­στο­λο­γι­κῶν γεγονότων καί προσώπων ἱ­ε­ρῶν, στά ὁποῖα ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­λο­γη ἀ­να­φο­ρά.
 
Γιά νά γί­νη πιό προ­σι­τό τό μυ­στή­ριο τοῦ Χρι­στοῦ καί περισσότερη ἡ ἐμβάθυνση σ᾿ αὐτό, συ­νεκ­δί­δον­ται σέ ξε­χω­ρι­στό τό­μο πα­τε­ρι­κές ἀ­παν­τή­σεις σέ χρι­στο­λο­γι­κές ἀ­πο­ρί­ες.
 
* * *
 
Εὐ­χα­ρι­στοῦ­με τόν Κύ­ριο, ὁ ὁ­ποῖ­ος, χάριν τῆς παρα­κι­νή­σεως καί εὐ­λο­γί­ας τοῦ Γέ­ρον­τος ἡ­μῶν, κα­τά τό πλῆ­θος τοῦ ἐ­λέ­ους Του, πα­ρέ­βλε­ψε τήν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά μας καί ἐ­νί­σχυ­σε τήν ἀ­δυ­να­μί­α μας, ὥστε νά περατωθῆ ἡ πα­ροῦ­σα ἐρ­γα­σί­α.
 
Ἡ αἰ­τί­α δό­θη­κε πρό πολ­λῶν ἐ­τῶν ἀ­πό ἄλ­λον Γέ­ρον­τα, ἁ­γι­α­σμέ­νο καί τε­τρω­μέ­νο ἀ­πό τόν θεῖ­ο ἔ­ρω­τα. Στίς νου­θε­σίες του ἀ­ναφερόταν συ­χνά στόν Χρι­στό, δι­ό­τι ἡ ἀ­γά­πη ἔ­χει τήν ἰ­δι­ό­τη­τα νά ἑλ­κύ­η τόν νοῦ πρός τόν Ἀγαπώμενο καί ὁ ἄν­θρω­πος νά σκέ­φτε­ται καί νά μι­λᾶ συ­νέ­χεια γιά τό ἀ­γα­πώ­με­νο πρόσω­πο. Ἀ­να­φε­ρό­με­νος σέ μαρ­τυ­ρί­ες τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καί σέ προ­φη­τεῖ­ες, μέ πα­ρα­κι­νοῦ­σε νά διαβάζω τήν Π. Διαθήκη καί νά σημειώνω τίς χρι­στο­λο­γι­κές προ­φη­τεῖ­ες. Τίς συγ­κέν­τρω­να καί ὁ Γέ­ρον­τας τίς ἀν­τέ­γρα­φε σέ ξε­χω­ρι­στό τε­τρά­διο. Ὅ­ταν κά­πο­τε εἶ­δε χα­ρού­με­νος δι­ογ­κω­μέ­νο τόν προ­φη­τι­κό θη­σαυ­ρό, εἶ­πε: «Ἄλ­λο τό­σο, γί­νε­ται ἕ­να βι­βλί­ο».
 
Συ­νέ­χι­σα τήν με­λέ­τη τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καί τῶν πατερικῶν ἔργων μέ τήν ἴ­δια ἐ­ρευ­νη­τι­κή δι­ά­θε­ση, ἐμβα­θύ­νον­τας στίς χρι­στο­λο­γι­κές προ­φη­τεῖ­ες καί σέ ὅ,­τι ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν Χρι­στό, χω­ρίς νά ἐ­ξε­τά­σω ἄν τά λό­για του ἦ­ταν πα­ρα­κί­νη­ση ἤ εὐ­λο­γί­α γιά συγ­γρα­φή βι­βλί­ου. Ὁ­μο­λο­γῶ ὅ­τι πο­λύ ὠ­φε­λή­θη­κα καί εὐ­χα­ρι­στῶ τόν Γέ­ρον­τα πού μοῦ ὑ­πέ­δει­ξε αὐ­τήν τήν ὁ­δό, ὅ­τι δη­λα­δή ἀ­πό τήν γνώ­ση προ­έρ­χε­ται ἡ ἀγά­πη. «Ἡ ἀγάπη εἶναι τέκνον τῆς γνώσεως. Ἄν δέν γνωρίζης τόν Θεό, δέν εἶναι δυνατόν νά κινηθῆ μέσα σου ἡ ἀγάπη Του»14.
 
Ἡ ἔρευνα καί ἡ ἐμβάθυνση στό μυ­στή­ριο τοῦ Χριστοῦ, εἶ­ναι πρό­ξε­νος ὠ­φελείας καί σω­τη­ρί­ας, διότι «οἱ ἐξερευνῶντες τά μαρτύρια (λόγια) τοῦ Θεοῦ, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ ἐκζητήσουσιν Αὐτόν»15. «Ἡ γνώση τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή»16, ὅπως λέγει ὁ Κύριος: «Αὐτή εἶναι ἡ αἰώνια ζωή: Τό νά γνωρίζουν Ἐσένα ὡς τόν μόνον ἀληθινό Θεό καί τόν Ἰησοῦν Χριστόν, τόν ὁποῖον Ἐσύ ἀπέστειλες»17.
 
Εὐ­χα­ρι­στοῦ­με τούς πα­τέ­ρες καί ἀ­δελ­φούς, καθώς καί τούς ἐλλογιμωτάτους κα­θη­γη­τές γιά τόν κό­πο τους νά δι­α­βά­σουν καί νά δι­ορ­θώ­σουν τά λά­θη μας. Ἄν ὑ­πάρ­χουν κε­νά, μο­νο­μέ­ρει­ες ἤ ὑ­περ­το­νι­σμός κά­ποι­ων στοι­χεί­ων, δέν ἔ­γι­ναν ἐκ προ­θέ­σε­ως ἀλ­λά ἐξ ἀ­δυ­να­μί­ας. Ὁ Θε­ός, πού βλέ­πει ὄ­χι τήν ἀ­ξί­α τῶν γρα­φο­μέ­νων ἀλ­λά τόν πό­θο καί τήν δι­ά­θε­ση τοῦ γράφον­τος, ἄς εὐ­λο­γή­ση αὐ­τά τά ἄ­τε­χνα γρα­πτά μας, πού ἀ­πο­τε­λοῦν μό­νο ἐλάχιστη ρα­νί­δα ἀ­πό τόν ὠκε­­α­νό τοῦ μυ­στη­ρί­ου τοῦ Χρι­στοῦ καί ἀμυ­δρή ἀ­κτίνα ἀ­πό τόν Ἥ­λιο τῆς Δι­και­ο­σύ­νης, γιά νά ὠ­φε­λη­θοῦν οἱ ἀ­να­γνῶ­στες, νά ἀ­γα­πή­σουν καί νά δο­ξά­σουν τόν Πα­τέ­ρα, τόν Υἱ­όν καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, τήν μί­α Θε­ό­τη­τα, στήν ὁ­ποί­α πρέ­πει κάθε δό­ξα, τι­μή καί εὐ­χα­ρι­στία­ εἰς αἰ­ῶ­νας αἰ­ώνων. Ἀ­μήν.
 
Κεντρική – ἀποκλειστική διάθεση:
Ἱερόν Ἡσυχαστήριον
“Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος”
63088 Μεταμόρφωση Χαλκιδικής
Τηλέφωνον: 2375061592 καί 2375061103
Τηλεομοιότυπον (FAX): 2375061103
19/4/22