Μια συνομωσία της σιωπής περιβάλλει το πιο καταστροφικό ελάττωμα του εγκλεισμού

Μετάφραση για την ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Γράφει η SUNETRA GUPTA, Καθηγήτρια Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης
 

Η συζήτηση των επιπτώσεων του εγκλεισμού στα παιδιά επιβεβαιώνει ότι επιτέλους εισερχόμαστε σε μια φάση «κατάρρευσης του αφηγήματος» του κορωνοϊού.

Είναι πλέον ευρέως αποδεκτό ότι οι εγκλεισμοί προκάλεσαν ανυπολόγιστη βλάβη, ιδιαίτερα στα παιδιά και νέα έρευνα υπογραμμίζει ότι τα ενδιαφέροντα των νέων ξεχάστηκαν από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ωστόσο, όσοι είναι τώρα έτοιμοι να παραπονεθούν για αυτή την κατάσταση είναι επίσης ανυποχώρητοι ότι οι εγκλεισμοί ήταν αναπόφευκτα.
 
Πράγματι, υπάρχει μια γενική απροθυμία να επικριθεί η ίδια βάση πάνω στην οποία ελήφθησαν τα μέτρα που έβλαψαν τα παιδιά. Είναι κατανοητό το ότι κατά την διάρκεια του εγκλεισμού, ορισμένοι επαγγελματίες ήταν επιφυλακτικοί για να μην προκαλέσουν εχθρότητα με αυτούς που είχαν τη δύναμη να βάλουν τέλος σε αυτές τις πρακτικές.
 
Είναι όμως καιρός να παραμερίσουμε αυτές τις ανησυχίες και να δημιουργήσουμε ένα ορθολογικό πλαίσιο που να αποτρέπει την επανάληψη μιας τέτοιας καταστροφής. Ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι ο κίνδυνος θανάτου από μόλυνση από Sars-Cov-2 ήταν αμελητέος σε υγιή παιδιά. Από αυτό προκύπτει ότι δεν χρειάζοταν προστασία από μόλυνση. Το κλείσιμο των σχολείων, η υποχρέωση να φορούν μάσκες και να υπομένουν τις δυσκολίες της κοινωνικής αποστασιοποίησης και ο εμβολιασμός τους, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο από την άποψη της αναχαίτισης της εξάπλωσης στην κοινότητα. Κανένα από αυτά τα μέτρα δεν είχε εύλογο αντίκτυπο στη δυναμική της μόλυνσης.

Λοιπόν, το μάθημα είναι ότι την επόμενη φορά πρέπει να προβούμε σε εγκλεισμό αλλά να κρατήσουμε τα σχολεία ανοιχτά; Πολλοί από εμάς θα διαπραγματευόμασταν για αυτό, ειδικά αν βάζαμε μαζί τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς οι νέοι ενήλικες στερήθηκαν επίσης κρίσιμες εμπειρίες σε μια ευαίσθητη στιγμή της ζωής τους.

 
Αλλά μέχρι να εφαρμόσουμε όλες αυτές τις συμπονετικές εξαιρέσεις από τον εγκλεισμό, συμπεριλαμβανομένης της διατήρησης όλων των βασικών υπηρεσιών, αυτό που εξετάζουμε είναι η εστιασμένη προστασία των ευάλωτων και όχι μια πολιτική που είναι αποτελεσματική κατά της εξάπλωσης της μόλυνσης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία λύση όταν πρόκειται να σταματήσουμε την εξάπλωση ενός νέου παθογόνου. Η καμπύλη ανάμεσα σε ένα κλείδωμα πλήρους κλίμακας και στην πλήρη ελευθερία (δίχως εγκλεισμό) δεν είναι παρά μια σταθερή κατωφέρεια.
 

Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ο λόγος που το κλείσιμο των σχολείων δεν έκανε σχεδόν καμία διαφορά είναι επειδή οι εκλεισμοί είναι τελικά ένας εξαιρετικά αναποτελεσματικός τρόπος για να σταματήσει η εξάπλωση. Ασφαλώς, το κλείσιμο των συνόρων μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις για να αποτραπεί η έξοδος ή η είσοδος ενός παθογόνου σε μια κοινότητα. Αλλά δεν υπήρχαν αξιόπιστοι εμπειρικοί ή θεωρητικοί λόγοι για να πιστεύουμε ότι θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης για να το εξαφανίσουμε όταν βρισκόταν εδώ. Υπήρχαν πολλοί λόγοι να πιστεύουμε ότι η προσπάθεια να γίνει κάτι τέτοιο θα προκαλούσε πολύ κακό.

 
Η συζήτηση γύρω από τις επιπτώσεις των πολιτικών του κορωνοϊού στα παιδιά επιβεβαιώνει ότι εισερχόμαστε σε μια φάση «κατάρρευσης του αφηγήματος» στην αντίληψη του τρόπου αντιμετώπισης της κρίσης. Ωστόσο, πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι το να έχουμε τον έλεγχο στην εξάπλωση του κορωνοϊού χωρίς το κλείσιμο των σχολείων είναι μια φαντασίωση.
 
Επομένως, δεν υπάρχει τρόπος να συμβιβαστεί η φιλοσοφία του εγκλεισμού με την αποφυγή βλάβης στα παιδιά. Η μόνη συνεκτική στρατηγική είναι αυτή της εστιασμένης προστασίας, στην οποία τα ευάλωτα άτομα προστατεύονται χωρίς να επιβάλλεται εξωφρενικό κόστος σε όσους δεν διατρέχουν κίνδυνο.
 

Πιστεύω ότι αντί να καταφεύγουμε σε εγκλεισμό νωρίς και με σκληρά μέτρα θα έπρεπε να είχαμε εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική μόλις συνειδητοποιούσαμε ότι οι κίνδυνοι ήταν τόσο έντονοι ανάλογα με την ηλικία και συνδεόταν με συγκεκριμένες ασθένειες. Εάν η έρευνα για τον κορωνοϊό ενδιαφέρεται πραγματικά για τα δεινά της νεότερης γενιάς θα πρέπει να είναι έτοιμη να εξετάσει την επιλογή της άμεσης θέσπισης εστιασμένης προστασίας, αντί να αποδεχόμαστε την ιδέα ότι ο γρήγορος εγκλεισμός ήταν η σωστή πορεία.