Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Ο ἡγούμενος Ἀνδρέας Ἁγιοπαυλίτης γεννήθηκε στόν Ἀγκώνα Κεφαλληνίας στίς 22 Ἰανουαρίου τό ἔτος 1904. Οἱ γονεῖς του Γρηγόριος Εὐαγγελᾶτος καί Βασιλική Παναγουλάτου στήν βάπτιση τοῦ ἔδωσαν τό ὄνομα Ἄγγελος. Δέν ἔμειναν πολύ στό χωριό πού γεννήθηκε, ἀλλά μετώκησαν πιό Νότια.
Ὁ Ἄγγελος ἦταν εὐλαβής καί ἡ ζωή του πολύ προσεκτική. Εἶχε πόθο νά γίνη καλόγερος καί νά ἀφιερωθῆ στόν Θεό. Ἀπό λαϊκός ἤξερε τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας ἀπ᾿ ἔξω καί τούς ἔλεγε κάθε μέρα. Ἦταν ἀδύνατο νά κοιμηθῆ, ὅση δουλειά κι ἄν εἶχε, ὅσο κουρασμένος καί ἄν ἦταν, χωρίς νά πῆ τούς Χαιρετισμούς. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε ἔγινε Ἀστυνομικός. Ἀγαποῦσε πολύ τήν Ἐκκλησία καί τήν προσευχή. Γι᾿ αὐτό, ὕστερα ἀπό μερικά χρόνια, ἀπεφάσισε νά γίνη μοναχός καί τό πραγματοποίησε.
Ἄν καί ἡ Κεφαλλονιά εἶχε Μοναστήρια, αὐτός προτιμοῦσε νά μονάση μακρυά γιά λόγους ξενητείας, γιά νά μήν τόν ξέρουν καί τόν ἐνοχλοῦν οἱ δικοί του. Ἄκουσε ὅτι ὑπάρχει ἕνα μεγάλο Μοναστήρι στή Λειβαδιά, τοῦ ὁσίου Λουκᾶ. Ἀπεφάσισε νά πάη ἐκεῖ. Δέν ἤξερε ἀκριβῶς ποῦ εἶναι, ἀλλά προγραμμάτισε Δευτέρα νά φύγη γιά τήν Λειβαδιά. Τήν προηγούμενη μέρα, τήν Κυριακή, λειτουργήθηκε στό Ληξούρι σέ μία Ἐκκλησία. Πῆγε ἀπό νωρίς. Μόλις μπῆκε στό ναό βλέπει ἕνα νέο ψηλό μέ ρωμαλέο σῶμα. Εἶχε στρατιωτική ἐνδυμασία μέ χλαμύδα σάν ἀρχαῖος. Δέν περιεργάστηκε ποιός ἦταν αὐτός ὁ νέος, ἀλλά ἐκεῖνος τοῦ ἔκανε νόημα νά πάη κοντά του. Δέν ἔδωσε σημασία. Ἔφυγε ὁ νέος, πῆγε πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα καί τοῦ ξανάκανε νόημα νά πλησιάση. Ὁ Ἄγγελος πάλι δέν ἔδωσε σημασία καί δέν μπῆκε στό Ἱερό. Κάθησε στήν θέση του καί ὅταν τελείωσε ἡ Λειτουργία πῆγε σπίτι του.
Τήν Δευτέρα ξεκίνησε γιά τήν Λειβαδιά. Πῆγε πρῶτα στήν Πάτρα. Ἐκεῖ συνάντησε ἕναν καλόγερο∙ τόν χαιρέτησε καί τοῦ ἐκμυστηρεύτηκε τόν σκοπό του, ὅτι δηλαδή πάει καί αὐτός νά γίνη μοναχός στόν ὅσιο Λουκᾶ Λειβαδιᾶς. Ὁ καλόγερος τοῦ εἶπε: «Τί θά κάνεις ἐκεῖ; Ἔλα στό Ἅγιον Ὄρος, στό Περιβόλι τῆς Παναγίας∙ τό Ἅγιον Ὄρος ἕνα εἶναι». Τοῦ εἶπε διάφορα ὁ καλόγερος καί ἐκεῖνος ἄλλαξε γνώμη. Ἔτσι ἀπεφάσισε νά πάη μαζί του στό Ἅγιον Ὄρος. Ἔφθασαν στόν Πειραιᾶ, μέ καράβι στήν Θεσσαλονίκη καί ἀπό κεῖ στήν Δάφνη. Ὁ καλόγερος ἦταν ἀπό τοῦ Ἐσφιγμένου. Ὁ Ἄγγελος πῆγε νά προσκυνήση στήν Σιμωνόπετρα. Ρώτησε ἄν ἔχη ἄλλο μοναστήρι κοντά καί πῆγε στοῦ Γρηγορίου, καί ἀπό κεῖ Διονυσίου καί ἐν συνεχείᾳ Ἁγίου Παύλου. Ὅλα αὐτά τά προσκύνησε σέ μία μέρα μέ τά πόδια. Ἦταν Σεπτέμβριος τοῦ 1934.
Στόν Ἅγιο Παῦλο ἔφθασε τήν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ. Μπῆκε στήν Ἐκκλησία νά προσκυνήση καί βλέπει τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Γεωργίου στό τέμπλο δεξιά. Κοιτάει προσεκτικά, ξανακοιτάει, ἀναρωτιέται: «Ποῦ τήν εἶδα αὐτήν τήν εἰκόνα;». Τότε θυμήθηκε: «Τήν εἰκόνα δέν τήν εἶδα, ἀλλά αὐτό τό παλληκάρι, (τόν ἅγιο Γεώργιο) τό εἶδα! Αὐτός ἦταν στήν Ἐκκλησία, στόν Παντοκράτορα στό Ληξούρι. Αὐτός ἦταν! Δέν θά φύγω. Ἐδῶ θά μείνω». Ἔτσι ἔμεινε καί ἔβαλε μετάνοια γιά δόκιμος.
Ἡγούμενος τότε ἦταν ὁ π. Σεραφείμ. Βλέποντας τήν ὡριμότητά του, τήν εὐλάβεια, τήν πρόθυμη ὑπακοή καί τόν ἀγωνιστικό του ζῆλο, μετά ἀπό τέσσερις μῆνες, στίς 16 Ἰανουαρίου 1935, τόν ἔκαναν ρασοφόρο καί στίς 25 τοῦ αὐτοῦ μηνός τόν ἔκριναν ἄξιο νά λάβη τό Μέγα καί Ἀγγελικό Σχῆμα μέ τό ὄνομα Ἀνδρέας. Μετά ἀπό ἕνα μῆνα τόν ἔκαναν διᾶκο καί σέ ἕξι μῆνες, στίς 28 Ἰουλίου, τόν χειροτόνησαν ἱερέα. Μέσα σέ δέκα μῆνες ἔγιναν ὅλα καί ἦταν τότε ὁ ἱερομόναχος Ἀνδρέας 31 ἐτῶν. Τότε κατάλαβε γιατί ὁ ἅγιος Γεώργιος τόν καλοῦσε κοντά του. Πρῶτα τόν κάλεσε στό Μοναστήρι του καί μετά μέσα στό Ἅγιο Βῆμα (ἐννοοῦσε τήν ἱερωσύνη). Ὅλα εἶχαν ἕναν προϊδεασμό.
Ἐνῶ ἀγωνιζόταν καί ἀναλωνόταν στά διακονήματα, ὁ παπα–Ἀνδρέας ἔνιωθε μία ἕλξη πρός τήν ἡσυχία. Τότε στήν ἔρημο ἀσκεῖτο ὁ π. Γεράσιμος Μενάγιας. Ἦταν Κεφαλλονίτης καί ἐρχόταν στόν Ἅγιο Παῦλο. Ὁ παπα–Ἀνδρέας γνωρίστηκε μέ τόν Μενάγια καί ἐπεθύμησε νά ζήση μαζί του στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Βασιλείου. Παρεκάλεσε πολύ τόν ἡγούμενο Σεραφείμ καί τοῦ ἔδωσε τελικά εὐλογία. Τό 1938 πῆγε στόν Ἅγιο Βασίλειο καί ἔζησε δυόμισι χρόνια μέ τόν ἀσκητή π. Γεράσιμο Μενάγια. Ἐκεῖ γνώρισε καί ἄλλους ἀσκητές καί τόν γερω–Ἰωσήφ τόν ἡσυχαστή. Τόν εἶχε σέ εὐλάβεια. Τόν θεωροῦσε ἅγιο καί τόν ὑπερασπιζόταν ὅταν ἄκουγε νά τόν κατηγοροῦν.
Θεώρησε εὐτύχημα πού γνώρισε καί τόν π. Σωφρόνιο τόν Ρῶσσο μέ τόν ὁποῖον καί συνδέθηκε πνευματικά. Κατενόησε τόν πνευματικό πλοῦτο, τήν θεία χάρι πού εἶχε ὁ τότε διακο–Σωφρόνιος· τόν εἶχε σέ μεγάλη εὐλάβεια καί ἐπεδίωκε τήν ἐπικοινωνία μαζί του.
Κατά τό ἔτος 1939, κάποια μέρα μετά τό μεσημέρι, εἶχαν βγῆ ὁ παπα–Ἀνδρέας καί ὁ διακο–Σωφρόνιος νά μαζέψουν σαλιγκάρια. Ξαφνικά βλέπουν μία σκιά ἀνθρώπου σέ ἀπόσταση καί παρατήρησαν ὅτι εἶναι σχεδόν γυμνός. Κατάλαβαν ὅτι εἶναι ἕνας ἀπό τούς «γυμνούς» ἀσκητές καί ἔτρεξαν νά τόν προλάβουν. Αὐτός ὅμως, ὅταν τούς ἀντιλήφθηκε, ἔτρεξε νά κρυφθῆ. Ὁ διακο–Σωφρόνιος κουράστηκε καί ὁ παπα–Ἀνδρέας πού ἦταν νεώτερος, τόν ρώτησε:
–Νά τρέξω νά τόν προλάβω;
–Ἄν μπορῆς, τρέξε, τοῦ εἶπε. Ἔτρεξε καί ὅταν ἔφθασε στά δύο μέτρα τόν φώναξε:
–Στάσου, ἄνθρωπέ μου, νά μέ εὐλογήσης, ἄν δέν εἶσαι δαίμων, δῶσε μου τήν εὐχή σου. Τόν ἔφθασε καί τόν ἔπιασε ἀπό τό χέρι.
–Ἄν ἀγαπᾶς τόν Θεό, ἄσε με, τοῦ εἶπε ὁ Ἀσκητής.
–Ἐπειδή ἀγαπῶ τόν Θεό, γι᾿ αὐτό ἔτρεχα νά σέ προλάβω. Εἶδε νά φορᾶ στήν μέση ὁ Ἀσκητής ἕνα τσουβάλι τρίχινο φθαρμένο, καί τίποτε ἄλλο, οὔτε παπούτσια οὔτε κάλτσες, καί ἦταν Μάρτιος μήνας. Τοῦ λέει:
–Πῶς εἶσαι ἔτσι; Νά σοῦ φέρω ροῦχα;
–Δέν θέλω.
–Θές παξιμάδι ἤ τίποτα ἄλλο;
–Ὄχι.
–Νά σοῦ φέρω κάτι; Ἔτσι γιά εὐλογία…
–Φέρε μου λίγο ἁλάτι.
–Ποῦ νά σοῦ τό φέρω;
–Ἄστο σέ κείνη τήν πέτρα. Τήν ἄλλη μέρα πῆγαν τό ἁλάτι, τό ἄφησαν στήν πέτρα καί παραφύλαγαν. Τό ἁλάτι ἔμεινε ἐκεῖ καί ὁ Ἀσκητής δέν ξαναφάνηκε.
Ὁ παπα–Ἀνδρέας διηγήθηκε καί τό ἑξῆς: «Ὁ Μενάγιας ἦταν προσωπικός φίλος τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶχε χαρίσει μία φωτογραφία του καί ἕνα κομποσχοίνι. Τότε ἐκεῖ στόν Ἅγιο Βασίλειο μερικοί ἀμφισβητοῦσαν τήν ἁγιότητα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Ὁ Μενάγιας γιά νά τούς ἀποδείξη ὅτι εἶναι Ἅγιος ὁ Πενταπόλεως Νεκτάριος, πῆρε μία λεκάνη, ἔβαλε ἀλεύρι καί νερό, τά ἀνακάτεψε, ἀπό πάνω ἔβαλε τό κομποσχοίνι τοῦ ἁγίου Νεκταρίου καί ἀπό μόνο του χωρίς προζύμι φούσκωσε».
«Ἐγώ ἄλλη ἀπόδειξη δέν θέλω», ἔλεγε ὁ παπα–Ἀνδρέας.
Ὁ παπα–Ἀνδρέας στόν Ἅγιο Βασίλειο γνώρισε τότε πολλούς μεγάλους ἀσκητές, ὠφελήθηκε ἀπό τό παράδειγμά τους καί ὁ ἴδιος ἀγωνιζόταν πολύ. Εἶχε ἐπικοινωνία μέ τό Μοναστήρι του ὅλο αὐτό τό διάστημα καί μετά ἀπό δυόμισι χρόνια πάλι ἐπέ- στρεψε στήν μετάνοιά του. Εἶπε τότε στόν ἡγούμενο Σεραφείμ: «Ἐκεῖ πολλούς ἁγίους γνώρισα, ἀλλά καί ἕναν ἅγιο διᾶκο. Ἄν τόν καταφέρουμε νά τόν φέρουμε ἐδῶ γιά Πνευματικό θά μᾶς βοηθήσει πολύ». Ὁ Ἡγούμενος συμφώνησε: «Βεβαίως, ἀφοῦ τό λές ἐσύ, θά τό κάνουμε». Πῆγαν καί τόν παρακάλεσαν. Ὁ διακο–Σωφρόνιος ἤθελε τήν ἡσυχία. Ὅμως θεώρησε ὅτι ἦταν ἀπό τήν θεία πρόνοια αὐτή ἡ πρόταση, διότι ὁ ἅγιος Σιλουανός τοῦ εἶχε πεῖ: «Ὅταν σοῦ ζητήσουν βοήθεια νά μήν ἀρνηθῆς. Ὡς Πνευματικός, νά εἶσαι διακριτικός νά μήν κάνης ὑπερβολές». Ἔτσι θεώρησε ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα νά πραγματοποιηθῆ αὐτό. Τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ 1941 τόν χειροτόνησαν ἱερέα, ἔμεινε ἄλλο ἕνα χρόνο στά Καρούλια καί μετά ἦρθε καί ἔμεινε στό κάθισμα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τό Μοναστήρι τοῦ ἔδινε κουμπάνια, αὐτός ἔδινε τίς εἰκόνες πού ἔκανε καί ἐξωμολογοῦσε τούς πατέρες. Βοήθησε πολύ καί ἔσωσε τό Μοναστήρι ἀπό πολλούς κινδύνους τότε στά δύστυχα χρόνια τῆς Κατοχῆς ἀπό τούς Γερμανούς. Καί ὅλα αὐτά χάρι στήν διορατικότητα τοῦ παπα–Ἀνδρέα.
Ὁ παπα–Ἀνδρέας ὅταν ἐπέστρεψε ἀπό τήν ἔρημο ἦταν γιά εἴκοσι χρόνια ὁ μοναδικός ἐφημέριος στό Μοναστήρι του. Στήν διακοπή πρίν ἀπό τήν θεία Λειτουργία δέν κοιμόταν σέ κρεββάτι ἀλλά καθήμενος στήν καρέκλα γιά νά μήν τοῦ συμβῆ πειρασμός. Λειτουργοῦσε κάθε μέρα καί ὕστερα κατέβαινε στόν Ἅγιο Τρύφωνα, στήν Ἀμπελικιά, καί ὤργωνε μέ τά βόδια μέ τό ξυλάλετρο. Ἑσπερινό ἔκανε ἕνας ἄλλος ἡλικιωμένος ἱερέας. Ὅλη τήν ἡμέρα ὤργωνε ἤ πήγαινε στό βουνό στούς ὑλοτόμους. Ἐπέστρεφε ἀργά, πρίν σουρουπώση, καί τό πρωΐ πάλι ἀκολουθία καί Λειτουργία. Θυσίασε τήν ζωή του γιά τό Μοναστήρι, γι᾿ αὐτό τόν ἀγαποῦσαν ὅλοι οἱ πατέρες καί ἀργότερα, ὅταν παρέστη ἀνάγκη, τόν ἐξέλεξαν δύο φορές Ἡγούμενο.
Ὁ παπα–Ἀνδρέας, ἀφότου ἦρθε γιά καλόγερος, δέν ἔστειλε μήνυμα στούς δικούς του νά τούς ἐνημερώση ποῦ βρίσκεται. Ἐκεῖνοι νόμιζαν ὅτι χάθηκε. Ἡ μάννα του ἀπό διαίσθηση ἔλεγε: «Τό παιδί μου δέν χάθηκε, ἀλλά εἶναι σέ καλό τόπο». Μετά ἀπό κάποια χρόνια ξεμπάρκαρε στόν Ἀρσανᾶ ἕνα καράβι, καί μέσα ἦταν ἕνας πατριώτης του. Τόν ἀναγνώρισε καί τοῦ μίλησε. Ὁ παπα–Ἀνδρέας τοῦ εἶπε νά μήν πῆ τίποτε καί ἄς τόν ψάχνουν. Αὐτός ὅμως ἐνημέρωσε τούς δικούς του καί ἡ μάννα του τοῦ ἔστειλε χαρούμενη γράμμα. Τοῦ ἔγραψε ὅτι θέλει νά τόν δῆ, γιατί εἶναι στά τελευταῖα της. Αὐτός τήν ρώτησε μέ γράμμα:
–Ἐδῶ θέλεις νά μέ δῆς ἤ στήν ἄλλη ζωή; Καί σέ αὐτήν καί τήν ἄλλη δέν γίνεται. Διάλεξε.
–Στήν ἄλλη, παιδί μου. Καί ἔτσι ἐκοιμήθη, χωρίς νά τόν δῆ.
Ἀφοῦ ἐκοιμήθη ἡ μητέρα του, ἦρθε ὁ πατέρας του νά δῆ τόν παπα–Ἀνδρέα, γιά νά παρηγορηθῆ. Ἦταν γεροντάκι καί εἶχε σκοπό νά μείνη λίγες μέρες καί ὕστερα νά βγῆ νά κάνη τά σαράντα τῆς γυναίκας του. Πέρασαν οἱ μέρες καί τόν ρώτησε ὁ παπα–Ἀνδρέας:
–Δέν θά φύγεις;
–Ὄχι, ἐδῶ θά μείνω, γιατί μοῦ ἄρεσε.
Εἶχε μία κόρη ἀκόμη καί εἶχε λόγους νά γυρίση στόν κόσμο, ἀλλά ἦταν εὐλαβής καί εἶχε καλλιεργημένη ψυχή. Ὅταν ἔμαθε ὁ ἡγούμενος Σεραφείμ τήν ἀπόφασή του νά μείνη, τόν ρώτησε:
–Μήπως θέλεις νά σέ κάνουμε καλόγερο;
–Ἄν θά μοῦ κάνετε αὐτήν τήν δωρεά, «ἔτη πλεῖστα», ἀπάντησε.
Ἔτσι τόν ἔκαναν μοναχό σέ ἡλικία 88 ἐτῶν μετονομάσαντες αὐτόν Συμεών. Παρ᾿ ὅλη τήν ἡλικία του πήγαινε πρῶτος στήν Ἐκκλησία. Στήν ἀνάγνωση, ἐπειδή δέν ἄκουγε καλά, πήγαινε δίπλα στό δισκέλι νά μή χάση καμμία λέξη. Τό ἴδιο καί στήν θεία Μετάληψη. Ὁ Ἡγούμενος ἔλεγε γιά τόν π. Συμεών: «Βλέπεις αὐτό τό κούτσουρο; Θά μᾶς περάσει ὅλους».
Τό 1960 ἐκοιμήθη ὁ ἡγούμενος Σεραφείμ καί Ἡγούμενος ἔγινε ὁ παπα–Ἀνδρέας. Τόν ἑπόμενο χρόνο ἀρρώστησε ὁ π. Συμεών καί τόν πῆγαν στό γηροκομεῖο σέ ἡλικία 96 ἐτῶν. Τόν ρώτησε ὁ παπα–Ἀνδρέας:
–Δέν σέ βλέπω καλά. Νά σέ κοινωνήσουμε;
–Ὅπως νομίζετε, ἀπάντησε. Πῆρε ὁ παπα–Ἀνδρέας Ἅγιο Ἄρτο, ὁ π. Συμεών κατάφερε μέ δυσκολία νά πῆ τό «Πάτερ ἡμῶν» καί κοινώνησε. Τόν ρώτησε:
–Πῶς αἰσθάνεσαι;
–Σά νά πάω σέ γάμο.
Ὅταν ὁ παπα–Ἀνδρέας κατέβασε τό Ἅγιο Ποτήριο στήν Ἐκκλησία καί ἐπέστρεψε στό γηροκομεῖο, ὁ π. Συμεών εἶχε ἤδη κοιμηθῆ.
Ὁ παπα–Ἀνδρέας πῆγε κάποτε νά ἐπισκεφθῆ τόν γερω–Ἄνθιμο πού ἦταν στά τελευταῖα του στό Νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς. Τόν ρώτησε: «Θέλεις νά σοῦ φέρουμε κάτι; Θέλεις νά σοῦ φέρουμε Πνευματικό; Τόν γιατρό;». Αὐτός δέν καταλάβαινε. Ἀκούμπησε τότε στό σίδερο τοῦ κρεββατιοῦ καί ἄρχισε νοερῶς νά λέγη τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας. Μόλις ἔφθανε στό «Χαῖρε νύμφη, ἀνύμφευτε», ἔκανε τόν σταυρό του τό γεροντάκι. Μόλις τελείωσε τούς Χαιρετισμούς, ἔκανε ὁ γερω–Ἄνθιμος τόν σταυρό του τρεῖς φορές καί ἐκοιμήθη εἰρηνικά.
Ὅταν ὁ γερω–Γρηγόριος ἦταν στά τελευταῖα του, δέν μιλοῦσε. Εἶχε χάσει τίς αἰσθήσεις του καί εἰδοποίησαν τόν παπα–Ἀνδρέα νά τόν κοινωνήση. Τόν κοινώνησε, ἀλλά δέν κατάπινε τήν θεία Κοινωνία. Τότε εἶπε νά ἑτοιμάσουν ἕνα τσάϊ καί σιγά–σιγά μέ τό κουταλάκι τοῦ ἔδινε λίγο–λίγο, μέχρι πού τήν κατάπιε. Τότε μίλησε ὁ γερω–Γρηγόριος καί εἶπε στόν παπα–Ἀνδρέα: «Εὐχαριστῶ πολύ, ὁ Θεός νά στό πληρώση».
Ἔλεγε ὁ παπα–Ἀνδρέας γιά τούς πατέρες πού κοιμήθηκαν στό Μοναστήρι ὅσο αὐτός ἦταν ἐκεῖ: «Μόνο γιά δύο–τρεῖς δέν ξέρω ποῦ πῆγαν, ἀλλά ὅλοι οἱ ἄλλοι, τούς ὁποίους πρόλαβα, πῆγαν στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Δυόμισι χρόνια μετά τήν ἐκλογή του σέ Ἡγούμενο, ὁ παπα–Ἀνδρέας γιά μία ἀσυμφωνία σέ ἕνα διοικητικό θέμα παραιτήθηκε λέγοντας: «Τί ἤθελα καί ἔμπλεξα;».
Ἀνέλαβε Ἡγούμενος ὁ παπα–Εὐσέβιος. Ἦταν εὐλαβής, ἐνάρετος καί ἀσκητικός. Ἀλλά δέν ἔκανε καθόλου οἰκονομίες στούς ἄλλους. Ὁ παπα–Εὐσέβιος μετά ἀπό ἕξι χρόνια παραιτήθηκε καί οἱ πατέρες τόν Ἰούλιο τοῦ 1969 ἐξέλεξαν πάλι γιά Ἡγούμενό τους τόν παπα–Ἀνδρέα. Ἦταν ὑπέρ τῆς οἰκονομίας, ἀλλά ἀκριβής στήν συνείδησή του. Ὁ ἴδιος ἦταν αὐστηρός στόν ἑαυτό του ἐνῶ γιά τούς ἄλλους ἐξαντλοῦσε κάθε οἰκονομία.
Ὁ ἡγούμενος Ἀνδρέας ἦταν κλασσικός, πρακτικός ἁγιορείτης. Συμβούλευε τούς πατέρες νά μήν ἀφήνουν τόν κανόνα τους, νά κάνουν καθαρή ἐξομολόγηση καί ἦταν ὑπέρ τῆς συχνῆς θείας Μεταλήψεως. Ἔλεγε: «Ὁ κοινοβιάτης, ἄν κάνη ὑπακοή, εἶναι φιλακόλουθος, κάνη καθαρή ἐξομολόγηση καί δέν κατακρίνη, εἶναι γιά τόν παράδεισο». Κατήργησε τό τριήμερο χωρίς λάδι πρίν ἀπό τήν θεία Κοινωνία καί ἔβαλε Πέμπτη καί Σάββατο θεία Μετάληψη.
Ἦταν ὁ πρῶτος Ἁγιοπαυλίτης Ἡγούμενος πού ἄρχισε νά δέχεται πατέρες γιά ἐξομολόγηση. Κάθε μέρα 1.30–3.00 μ.μ. δεχόταν στό Ἡγουμενεῖο. Τήν ἐξομολόγηση τήν ἄκουγε ἤρεμα. Ἄν τοῦ ἔλεγε κάποιος, «Γέροντα, ἔπεσα ἐκεῖ», ἀπαντοῦσε: «Τί νά κάνουμε; Στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ νά ἀποβλέπουμε». Ἀλλά ἄν τοῦ ἔλεγε κάποιος ὅτι κατακρίνει, τότε γινόταν πολύ αὐστηρός. Τοῦ ἔλεγε ἔντονα: «Ἔγινες Θεός; Δέν ντρέπεσαι;», καί ὕστερα μέ ἤρεμα λόγια ὡδηγοῦσε τόν μοναχό σέ μετάνοια. Εἶχε πολύ μεγάλη ἐμπιστοσύνη στόν παπα–Διονύσιο τόν Μικραγιαννανίτη, στόν ὁποῖον καί ἐξωμολογεῖτο, ἄν καί ἦταν κατά πολύ νεώτερός του.
Ἡ ἀγάπη του γιά τούς πατέρες ἦταν ἀπεριόριστη, χωρίς νά ξεχωρίζη καλούς ἀπό κακούς. Ἦταν πολύ ἐλεήμων. Ἄν καί τά χρόνια τότε ἦταν δύσκολα καί τά ὑλικά ἀγαθά λιγοστά, αὐτός ἔδινε ἁπλόχερα. Ἄν τοῦ ζητοῦσε κάποιος ἕνα ζευγάρι κάλτσες, δύο τοῦ ἔδινε, ἕνα παντελόνι, δύο ἔδινε. «Ἄν πλύνης τό ἕνα, νά φορᾶς τό ἄλλο», ἔλεγε. Ἔδωσε εὐλογία στόν τραπεζάρη νά δίνη ἐλεύθερα ἐλεημοσύνη σέ γνωστούς καί ἀγνώστους πατέρες. «Διότι», πρόσθεσε, «ὅταν ἔχουν ἀνάγκη ποῦ θά βροῦν; Θά ζητήσουν ἀπό τούς κατά σάρκα συγγενεῖς ἤ θά τρέχουν ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ;».
Ἦταν εὐγενής, τιμοῦσε τούς ἄλλους καί ἤθελε νά τούς βοηθᾶ. Ρωτοῦσε, πρίν τοῦ ζητήσουν: «Σοῦ λείπει κάτι, μάτια μου;». Ἡ συνήθης ἔκφρασή του ἦταν ἡ λέξη «παιδάκι μου» καί μ᾿ αὐτήν ἐξέφραζε ὅλη τήν ἐσωτερική του διάθεση πρός τούς πατέρες. Εἶχε πολλή ἀγάπη καί τούς οἰκονομοῦσε ὅλους. Ὅπου ἔπρεπε, γινόταν αὐστηρός, ἀλλά αὐτή ἡ αὐστηρότητά του ἔβγαινε ἀπό τήν ἀγάπη του καί τό ἐνδιαφέρον του γιά νά βοηθήση τούς πατέρες. Ἄν ἄκουγε ἀργολογίες στό μαγειρεῖο, πλησίαζε καί μέ αὐστηρότητα ἔλεγε νά σταματήσουν. Δέν πίστευε εὔκολα αὐτούς πού ἔλεγαν ὅτι βλέπουν ὁράματα μέ φῶτα καί Ἀγγέλους, ἄν δέν ἐξακρίβωνε καλά.
Ἔλεγε γιά τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ: «Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία εἶδε μία φορά τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας πού δέν τήν ἐπέτρεψε νά μπῆ στό ναό, καί αὐτή ἡ μνήμη τῆς εἰκόνας τήν ἐνίσχυσε γιά σαράντα χρόνια μόνη της στήν ἔρημο. Ἐμεῖς θέλουμε νά δοῦμε καί τό ἕνα καί τό ἄλλο καί πάλι δέν ἔχουμε μνήμη Θεοῦ».
Τήν Σαρακοστή τοῦ 1970 ἔπαθε γαστρορραγία. Ὁ π. Δημόκλητος, ὁ γιατρός, τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι πολύ σοβαρά καί πρέπει νά πάη ἔξω. Αὐτή τήν ἀσθένεια πρέπει νά τήν ἀντιμετωπίση ἡ ἐπιστήμη.
–Ἐπιστήμη εἶναι ἡ Παναγία. Ἐγώ δέν βγαίνω ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Εἶχε τριάντα ἕξι χρόνια στήν καλογερική καί δέν εἶχε βγῆ ποτέ. Τοῦ λέει ὁ γιατρός:
–Ἐμεῖς πρέπει νά σέ κάνουμε ὑπακοή ἐφ᾿ ὅρου ζωῆς καί σύ νά μᾶς κάνης αὐτήν τήν ὥρα. Ἄν δέν πᾶμε στόν γιατρό δέν ὑπάρχει προοπτική.
–Γιά τήν ὑπακοή σας εἶμαι στά χέρια σας. Ὅ,τι νομίζετε ἐσεῖς θά κάνω. Τόν πῆγαν στήν Θεσσαλονίκη, ἐγχειρήθηκε καί ἐπέστρεψε ὑγιής.
Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1974 ὁ ἡγούμενος Ἀνδρέας παραιτήθηκε ἀπό τήν Ἡγουμενία καί πῆγε νά ἡσυχάση στό μετόχι τῆς Μονῆς ἐντός τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στόν Μονοξυλίτη. Ὁ ναός τιμᾶται στόν ἅγιο Νικόλαο, τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὑπερευλαβεῖτο.
Ἐκεῖ τό ἔτος 1975 τόν ἐπισκέφθηκαν κάποιοι ζηλωτές ἀπό τοῦ Ἐσφιγμένου. Εἶχε κοιμηθῆ ὁ Ἡγούμενός τους καί ἐπειδή ἐφοβοῦντο μήν τούς διώξουν ἀπό τοῦ Ἐσφιγμένου, τόν ἐκλιπαροῦσαν νά ἀναλάβη αὐτός Ἡγούμενος. Σάν ἄνθρωπος ταλαντευόταν μέ τά τόσα πού ἄκουσε καί τίς παρακλήσεις τῶν ζηλωτῶν, ἀλλά δέν τ᾿ ἀπεφάσιζε. Ἀφ᾿ ἑνός μέν φοβόταν μήπως ἔχη κρῖμα ἄν δέν βοηθήση τό Ἐσφιγμένου, ἀφ᾿ ἑτέρου σκεφτόταν πῶς νά ἀφήση τήν μετάνοιά του σέ τέτοια ἡλικία. Παρακαλοῦσε τήν Παναγία καί τόν ἅγιο Νικόλαο νά τόν φωτίσουν. Ὁπότε κάποια μέρα βλέπει ἕναν παπᾶ, ἕνα γεροντάκι, νά ἀνεβαίνη ἀπό κάτω ἀπό τήν θάλασσα. Ὅταν ἔφθασε, τόν χαιρέτησε, ζήτησε νά μάθη τόν δρόμο πρός τίς Καρυές καί τοῦ ἔδειξε. Τόν ρώτησε ὅμως ὁ Προηγούμενος ἀπό ποῦ εἶναι καί πῶς ὀνομάζεται, καί ἀπάντησε ὅτι εἶναι ἀπό τήν Κύπρο καί ὅτι τό ὄνομά του εἶναι πάτερ Νικόλας. Ὁ παπα–Ἀνδρέας ἦταν ἀπερίεργος ἄνθρωπος γιά νά κάνη τέτοια ἐρώτηση, ἀλλά τήν ἔκανε ἀπό θεία νεύση. Τό γεροντάκι συνέχισε τόν δρόμο του γιά Καρυές καί ὁ παπα–Ἀνδρέας μόλις ἔκανε νά πάη μέσα, σκέφτηκε: «Βρέ, μέσ᾿ τό μεσημέρι δέν εἶπα στόν ἄνθρωπο νά καθήση νά φάη. Ποῦ θά πάει πεινασμένος!».
Γυρίζει νά τόν φωνάξη καί δέν τόν βλέπει. Ὁ δρόμος γιά τίς Καρυές τοὐλάχιστον γιά ἕνα δεκάλεπτο ἦταν ἀκάλυπτος. Θά τόν ἔβλεπε. Ὅμως δέν φαινόταν πουθενά. Παίρνει τόν δρόμο, φωνάζοντας. Ἄφαντος. «Κρῖμα πού δέν τόν πρόλαβα». Μπῆκε μέσα, δέν ἔδωσε σημασία, κάθησε νά φάη καί ὕστερα κοιμήθηκε. Ξύπνησε σέ λίγο μέσα στήν χαρά καί ἀποφασισμένος ὅτι «ἐγώ εἶμαι γιά τόν Ἅγιο Παῦλο, οὔτε γιά Ἡγούμενος εἶμαι οὔτε γιά Ἐσφιγμένου οὔτε γιά δεύτερες οὔτε γιά τρίτες ἡγουμενεῖες εἶμαι». Πῆγε στήν Ἐκκλησία, κοιτάει τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου καί διαπιστώνει ἔκπληκτος ὅτι ὁ ἅγιος Νικόλαος εἶναι ἴδιος μέ τόν παπᾶ πού πέρασε καί ἐξαφανίστηκε. «Μά», λέει, «νά μήν ἀνοίξη τό μυαλό μου πιό μπροστά;».
Ἀνέφερε τό γεγονός ὕστερα στόν παπα–Διονύσιο τόν Πνευματικό του καί ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Ὁ ἅγιος Νικόλαος ἦταν. Ἦρθε καί σοῦ πῆρε τό βάρος πού εἶχες πάνω σου».
Μετά ἀπό λίγο διάστημα, κάποια ἡμέρα ἐνῶ ἡσύχαζε στόν Μονοξυλίτη, ἔγινε φοβερή θαλασσοταραχή. Σκέφθηκε τήν ἑπομένη νά κατεβῆ στήν θάλασσα νά μαζέψη ξύλα γιά τήν φωτιά, πού θά εἶχε βγάλει ἡ θάλασσα, ἀλλά καί μήπως κάποιος εἶχε ἀνάγκη ἀπό τήν βοήθειά του.
Ἐνῶ συνέλεγε τά ἐκβρασθέντα ξύλα, εἶδε μία ἀνθρώπινη σκιά καθισμένη σ᾿ ἕνα βράχο. Ἀμέσως σκέφτηκε ὅτι εἶναι κάποιος περαστικός ἤ ναυαγός πού σώθηκε καί ἔτρεξε νά βοηθήση. Ὅταν πλησίασε, βλέπει ἔκπληκτος μία μοναχή καθισμένη στό βράχο νά κρατᾶ βιβλίο ἀνοιχτό καί γραφίδα. Ἔκπληκτος καί μέ ἀπορία τήν ἐρωτᾶ:
–Τί θές ἐσύ ἐδῶ, Κυρά μου; Θέλεις καμμία βοήθεια;
Τοῦ ἀπαντᾶ ἡ φαινομένη μοναχή:
–Ὄχι, δέν θέλω βοήθεια. Ἐγώ εἶμαι ἡ Κυρά τοῦ τόπου καί αὐτή τήν δουλειά κάνω ἀπό τήν μία ἄκρη τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἕως τήν ἄλλη.
–Καί τί εἶναι, Κυρά μου, τά βιβλία αὐτά πού κρατᾶς;
–Τά βιβλία εἶναι εἰσόδου, ἐξόδου καί παραμονῆς τῶν Πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀλλά καί σ᾿ αὐτό τό βιβλίο πού βλέπεις, εἶναι γραμμένα τά ὀνόματα αὐτῶν πού παραμένουν καί τελειώνουν στό Ἅγιον Ὄρος, καί αὐτά εἶναι γραμμένα στό βιβλίο τῆς ζωῆς.
Μετά τήν στιχομυθία καί ἀφοῦ ἡ φαινομένη μοναχή δέν ἤθελε βοήθεια, ὁ παπα–Ἀνδρέας ἀνηφόρισε πρός τό Μετόχι. Τό ἀπόγευμα πῆγε στό ναό νά διαβάση τόν Ἑσπερινό, καί ὅταν ἀντίκρυσε τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στό τέμπλο κάτι μέσα του συνέβη καί ἄρχισε νά αἰσθάνεται χαρά καί ἀγαλλίαση σκεπτόμενος τήν μοναχή μέ τά βιβλία. Εἶδε καί τό καντήλι της νά κουνιέται ἀπό μόνο του καί κατέβηκε γρήγορα μήπως προλάβη τήν μοναχή, γιά τήν ὁποία τώρα ἄνοιξε ὁ νοῦς του καί βεβαιώθηκε ὅτι ἦταν ἡ Παναγία. Ὅμως δέν τήν βρῆκε ὅπως ὑπολόγιζε καί μία λύπη κατέλαβε τήν ψυχήν του. Σκεφτόταν ὅτι γιά τίς ἁμαρτίες του δέν ἀξιώθηκε νά τήν ξαναδῆ, καί τότε πλησιάζοντας στόν βράχο πού ἦταν καθισμένη αἰσθάνθηκε εὐωδία οὐράνια νά πλημμυρίζη ὅλο τόν τόπο. Ἔτσι ἐπιβεβαίωσε τήν παρουσία της ἡ Παναγία καί τόν πληροφόρησε ὅτι αὐτή ἦταν μέ τήν ὁποία συνωμίλησε πρόσωπο πρός πρόσωπο.
Ὕστερα κάλεσε στόν Μονοξυλίτη τόν Πνευματικό του παπα–Διονύσιο, διηγήθηκε τήν φοβερά ὀπτασία καί ἐκεῖνος ἐπιβεβαίωσε ὅτι ἦταν ἡ Παναγία. Παρακάλεσε τόν παπα–Διονύση: «Κοίταξε μήν πῆς τίποτα σέ κανέναν καί μέ περάσουν γιά ἅγιο, καί πάη καί ἔρχεται ὁ κόσμος!».
Ὁ παπα–Ἀνδρέας ἀνταμείφθηκε γιά τήν εὐλάβειά του πρός τήν Παναγία νά τήν δῆ σ᾿ αὐτή τήν ζωή καί νά συνομιλήση μαζί της. Ἦταν πολύ ἀγωνιστής. Στόν Μονοξυλίτη ἐργαζόταν πολύ, κουραζόταν παρά τήν ἡλικία του, ἀλλά ποτέ δέν ἄφηνε τήν ἀκολουθία καί τόν κανόνα του. Ἄν καμμία φορά δέν διάβαζε ψαλτήρι στήν ἀκολουθία, τό διάβαζε στό κελλί του. Εἶχε καί τό στομάχι του. Ὅταν τόν πονοῦσε, καθόταν, ἀλλά τό ψαλτήρι πάντα τό διάβαζε.
«Κάποτε», διηγεῖτο ὁ γερω–Δαυΐδ, «ὤργωνα στό Μονοξυλίτη καί ἀρρώστησε ἕνα βόδι. Κάλεσα τόν παπα–Ἀνδρέα, διάβασε τήν εὐχή καί τό βόδι ἀμέσως σηκώθηκε».
Ὅταν παραιτήθηκε ὁ παπα–Ἀνδρέας, ἐξελέγη Ἡγούμενος ὁ Παρθένιος. Τόν στήριξε πολύ ὁ παπα–Ἀνδρέας καί ἔλεγε: «Μάτια μου, ἔχουμε Ἡγούμενο κατάφορτο ἀπό τήν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Ὅταν ἐπέστρεψε στό Μοναστήρι, ἐπειδή ἦταν γεροντάκι, ἔμενε ἔγκλειστος στό κελλί του, χωρίς νά μπορῆ πλέον νά κατεβαίνη στήν ἀκολουθία. Πῆγε τότε νά τόν δῆ ὁ Ἡγούμενος καί τόν ρώτησε ἄν θέλη κάτι. Ἀπάντησε: «Ἄκουσε, παιδί μου. Δέν ἔχω ἀνάγκη ἀπό τίποτε, τά ἔχω ὅλα, δέν μοῦ λείπει τίποτε. Σ᾿ εὐχαριστῶ πάρα πολύ, καί ἕνας λόγος παραπάνω πού δέν μπορῶ νά ζητήσω κάτι, εἶναι γιατί φοβοῦμαι μή μέ κολάση ὁ Χριστός, ἄν εἶμαι ἀχάριστος καί ζητῶ πράγματα πού δέν μοῦ χρειάζονται».
Διηγήθηκε ὁ παπα–Ἀνδρέας ὅτι στό Μοναστήρι ἦταν κάποιος ἐργάτης λαϊκός, πολύ ἐνάρετος. Ἀρρώστησε βαρειά καί ὁ παπα–Ἀνδρέας πού τότε ἦταν Ἐφημέριος καί Οἰκονόμος, τοῦ πρότεινε νά τόν κάνουν καλόγερο καί ἐκεῖνος μέ χαρά δέχτηκε. Τόν κούρευσαν μοναχό καί ἐκοιμήθη τήν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς πού πανηγυρίζει τό Μοναστήρι. Ἔλεγε συχνά ὁ παπα–Ἀνδρέας: «Αὐτός ὁ ἐργάτης γιά νά τόν πάρη ἡ Παναγία τήν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς, ἦταν πολύ ἐνάρετος».
Καί ὁ ἴδιος ὅμως ὡς ἐνάρετος πού ἦταν ἀξιώθηκε νά κοιμηθῆ κατά τήν διάρκεια τῆς ἀγρυπνίας τῆς Ὑπαπαντῆς. Τό ἔτος 1987, τήν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς πού πανηγύριζε τό Μοναστήρι, ἀποβραδίς ὁ διακονητής πῆγε τό φαγητό στόν παπα–Ἀνδρέα. Ἔφαγε, ἔπειτα σταύρωσε τά χέρια του καί ἐκοιμήθη καθιστός. Μετά τήν ἀγρυπνία ἔγινε ἡ κηδεία του. Εἰδοποίησαν τόν φίλο του καί συνασκητή του γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ ὅτι ἐκοιμήθη ὁ παπα–Ἀνδρέας καί ἀπάντησε: «Τό ξέρω, ἤμουν ἐκεῖ».
Στήν κηδεία του ὅσοι φίλησαν τό χέρι του εἶχαν τήν αἴσθηση ὅτι ἀσπάζονταν χέρι Ἁγίου. Ἦταν σάν ἅγιο Λείψανο. Κατά τήν ἐξόδιο ἀκολουθία ὁ Πνευματικός του, παπα–Διονύσιος Μικραγιαννανίτης, διηγήθηκε μέ κάθε λεπτομέρεια τήν ἐμφάνιση τῆς Παναγίας στόν Μονοξυλίτη. Μέχρι τότε οἱ πατέρες δέν ἐγνώριζαν τίποτε.
Κατά τήν ἀνακομιδή τοῦ λειψάνου του, στίς 3 Αὐγούστου 1994, τό δεξί του χέρι εὐωδίαζε σάν νά κρατοῦσε λιβάνι. Τό αἰσθάνθηκε ὁ παπα–Σωφρόνιος Ἁγιοπαυλίτης καί ἄλλοι πατέρες. Φαίνεται ἀπό τίς πολλές ἐλεημοσύνες πού ἔδινε, ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε αὐτή τήν χάρι.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα