Ι.Μ. Παντοκράτορος ΤΑΩ – Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Μονῆς μας θαυματουργοῦν – “… Ἔδωσαν τὸ φῶς στὸ μάτι τῆς κόρης μου

“… Ἔδωσαν τὸ φῶς στὸ μάτι τῆς κόρης μου”

 

4 Αὐγούστου 2002

 

Σεβαστή μου Γερόντισσα,

Ἐδῶ καὶ πολὺ καιρὸ εἶχα προγραμματίσει ἕνα ταξίδι στὴν Γαλλία. Θὰ πήγαινα μαζὶ μὲ τὴν δεκατετράχρονη κόρη μου, τὴν Ρ.  Παραμονὲς τοῦ ταξιδιοῦ ὅμως, ἡ κόρη μου ἔβγαλε ξαφνικὰ σπυριὰ στὸ πρόσωπο καὶ μέχρι τὴν ἑπόμενη μέρα εἶχε γεμίσει ὅλη ἡ δεξιὰ πλευρὰ τοῦ προσώπου της. Ἔνιωθε ἔντονο πόνο, φαγούρα καὶ κάψιμο.

Ὁ γιατρὸς βέβαιος γιὰ τὴ διάγνωση ἔλεγε ὅτι θὰ πρέπει ἄμεσα νὰ εἰσαχθεῖ σὲ νοσοκομεῖο γιὰ θεραπεία. Ἤτανε μιὰ μορφὴ “λύκου” ποὺ προχώρησε στὸ μάτι καὶ πλέον ὑπῆρχε κίνδυνος γιὰ τὴν ὅραση τοῦ παιδιοῦ μου.

Ἤμασταν πολὺ ἀπελπισμένες…. Τὸ παιδὶ πόναγε καὶ ἔκλαιγε συνεχῶς! Μὴ θέλοντας νὰ πιστέψω τὰ ὅσα ὁ γιατρὸς μοῦ εἶπε, φύγαμε μὲ τὴν Ρ. γιὰ Ἀθήνα ἐλπίζοντας ὅτι θὰ βρίσκαμε καλύτερους γιατρούς. Δυστυχῶς ὅμως … καὶ στὸν “Ἐρυθρὸ Σταυρὸ” καὶ στὸ “Ὑγεία” ἀκούσαμε τοὺς γιατροὺς νὰ μᾶς λέγουν ὅτι ὄντως εἶναι “λύκος” καὶ ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ ἀφαιρεθεῖ τὸ δεξὶ μάτι τῆς κόρης μου, γιὰ νὰ μὴ χάσει τελείως τὴν ὅρασή της.

Μέσα στὰ κλάματα καὶ τὴν ἀπόγνωση θυμήθηκα τὴν ἀγαπημένη μου φίλη, ποὺ φεύγοντας γιὰ τὴν Ἑλλάδα μὲ προέτρεπε νὰ ἔρθω νὰ προσκυνήσω τὰ Ἅγια Λείψανα στὸ Μοναστήρι σας. Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδια κιόλας μέρας φτάσαμε στὴν Μονή, τὴν ὥρα ποὺ τέλειωνε ὁ Ἑσπερινός.

Μὲ ἀβάσταχτο πόνο σᾶς ἐμπιστεύθηκα, Γερόντισσά μου, τὸ πρόβλημά μας καὶ Ἐσεῖς μὲ μητρικὴ ἀγάπη καὶ συμπόνια μᾶς ὁδηγήσατε νὰ προσκυνήσουμε στὰ σκηνώματα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Πήρατε λίγο χῶμα ποῦ εἶχε ἀπομείνει στὸ δεξὶ μάτι ἑνὸς ἀπὸ τοὺς Ἁγίους καὶ μᾶς τὸ δώσατε μαζὶ μὲ λαδάκι ἀπὸ τὸ καντήλι τους. Γονατιστές, οἱ Μοναχὲς κι ἐμεῖς, κάναμε τὴν παράκληση τῶν Ἁγίων, προσκυνήσαμε τὰ Ἅγια Λείψανα καὶ φύγαμε γεμᾶτες ἐλπίδα καὶ πίστη γιὰ τὸ θαῦμα.

Μερικὲς ὧρες ἀργότερα κι ἐνῶ εἴμασταν στὸ ξενοδοχεῖο, ἄρχισαν ἀφόρητοι πόνοι στὴ Ρ. Τῆς εἶπα νὰ καθαρίσει τὸ πρόσωπό της, γιὰ νὰ βάλουμε λίγη κορτιζόνη προκειμένου νὰ ἀνακουφιστεῖ. Τότε ἡ ἴδια μὲ ἐπιμονὴ μοῦ ἀποκρίθηκε: “Ὄχι μαμά! Τὸ λαδάκι ποὺ μᾶς ἔδωσε ἡ Γερόντισσα καὶ τὸ χῶμα τοῦ Μοναχοῦ θέλω!” Ἀμέσως τῆς ἔκανα ἐπάλειψη μὲ τὸ λαδάκι καὶ ἔβαλα μερικοὺς κόκκους ἀπὸ τὸ χῶμα τοῦ Μάρτυρα. Μέσα στοὺς πόνους της ἡ κορούλα μου ζητοῦσε τὴν βοήθεια τῶν Ἁγίων μέχρι ποὺ μᾶς πῆρε καὶ τὶς δύο ὁ ὕπνος.

Τὸ πρωὶ ξύπνησα μὲ τὶς χαρούμενες φωνὲς τοῦ παιδιοῦ μου: “Μαμά, βλέπω! Μαμά, εἶμαι καλά!”.

Χωρὶς καθυστέρηση πήγαμε ἀμέσως στὸν γιατρὸ καὶ ἐκεῖνος ἔκπληκτος σήκωσε τὰ χέρια του ψηλὰ ὁμολογώντας τὸ θαῦμα! Τὸ παιδί μου ἦταν πλέον καλά! Τρέξαμε στὸ Μοναστήρι καὶ μὲ εὐγνωμοσύνη εὐχαριστήσαμε τοὺς Ἁγίους ἀλλὰ κι Ἐσᾶς Γερόντισσα καὶ τὶς ἀδελφές, ποὺ μὲ τὶς προσευχές σας ἔγινε “ἵλεως ὁ Θεὸς” καὶ γιὰ μᾶς! Μὲ τὴ μεσιτεία τῶν Ἁγίων Πατέρων βρῆκε τὸ παιδάκι μου ξανὰ τὴν ὑγεία του καὶ ἡ οἰκογένειά μας τὴν εὐτυχία της!

 

Μὲ πολλὴ εὐγνωμοσύνη καὶ σεβασμὸ στοὺς Καλλινίκους Πατέρες καὶ στὸ πρόσωπό Σας.

Ἡ ταπεινὴ δούλη, Μ. Ν., Κύπρος.

 

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα τοῦ 1680 Ἀγαρηνοὶ Πειρατὲς λεηλατοῦσαν καὶ ἐρήμωναν τὰ παράλια μέρη τῆς Ραφήνας. Κάποιος ὑπηρέτης τῆς Μονῆς, ἀπὸ φθόνο κινούμενος, συνεννοήθηκε μὲ τοὺς πειρατὲς νὰ τοὺς ὁδηγήσει ἀσφαλῶς στὴν Μονή, μέσῳ ἑνὸς μυστικοῦ περάσματος ποὺ γνώριζε. Οἱ Πατέρες, ἔχοντας πολλὲς φορὲς ὑποφέρει ἀπὸ ἐπιδρομὲς καὶ λεηλασίες, εἶχαν κατασκευάσει ὡς τελευταία ἔξοδο κινδύνου μυστικὴ ὑπόγεια σήραγγα ποὺ κατέληγε στὴν Ραφήνα. Μέσῳ αὐτῆς τῆς σήραγγας, ὁ προδότης ὁδήγησε τοὺς βαρβάρους στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Μονῆς τὴν νύχτα τῆς Ἀναστάσεως. Οἱ πειρατὲς αἰφνιδίασαν τοὺς Μοναχούς, ποὺ τοὺς βρῆκαν ὅλους συναγμένους στὴν Ἐκκλησία, μὲ ἀναμμένες τὶς λαμπάδες, νὰ ψάλλουν τὸ τελευταῖο “Χριστὸς Ἀνέστη” τῆς Πασχαλινῆς θείας Λειτουργίας. Ἡ σφαγὴ ποὺ ἀκολούθησε ὑπῆρξε καθολικὴ καὶ ἡ λεηλασία τῆς Μονῆς ὁλοκληρωτική. Βρῆκαν φρικτὸ μαρτυρικὸ θάνατο 179 Μοναχοί.

Κανένας δὲν θὰ εἶχε σωθεῖ ἀπὸ τὴν Ἀδελφότητα, ἐὰν δὲν τύχαινε λόγῳ τοῦ Πάσχα νὰ ἀπουσιάζει στὸ Μετόχι “Χεροσακκούλι” ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἱερομονάχους τῆς Μονῆς ποὺ λειτούργησε ἐκεῖ γιὰ τοὺς ὑπηρέτες ποὺ ἐργάζονταν στὰ χωράφια. Αὐτός, ἐπιστρέφοντας τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα στὸ Μοναστήρι, εἶδε μέσα ἀπὸ τὸ δάσος καμένο τὸ Μοναστήρι καὶ ἀπὸ τὴν κατεστραμμένη κεντρικὴ εἴσοδο τοῦ τείχους σωρὸ τὰ κατακρεουργημένα σώματα τῶν μοναχῶν. Φοβισμένος, κατευθύνθηκε πρὸς τὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ, ἀπὸ ὅπου παρατηρώντας τὴν γύρω περιοχὴ διέκρινε στὸν ὅρμο τῆς Ραφήνας τὰ πειρατικὰ καράβια τῶν Ἀγαρηνῶν νὰ ἑτοιμάζονται νὰ σαλπάρουν καὶ ἀντελήφθηκε τί εἶχε συμβεῖ. Τὴν Δευτέρα ἡμέρα τοῦ Πάσχα, ὅταν ξημέρωσε, εἶδε τὰ πειρατικὰ πλοῖα νὰ σηκώνουν ἄγκυρα καὶ νὰ ἀπομακρύνονται στὸ πέλαγος. Τότε, ἔσπευσε καὶ κατέβηκε στὸ Μοναστήρι του… γιὰ νὰ ἀντικρύσουν τὰ μάτια του εἰκόνες φρίκης.

Ποιός εἶναι σὲ θέση νὰ διηγηθῆ τὰ δάκρυα καὶ τοὺς θρήνους ποὺ ἔκανε; Μπαίνοντας στὴν Μονὴ ἔκλαιγε, φώναζε γοερά, χτυποῦσε τὸ στῆθος του βλέποντας τὴν Ποίμνη τοῦ Χριστοῦ πεσμένη στὴν γῆ “σὰν πρόβατα ποὺ κατασπαράχθηκαν ἀπὸ λύκους”. Γιατὶ πράγματι φοβερὴ καὶ ἀνήλεη σφαγὴ ὑπέστησαν οἱ δοῦλοι καὶ Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας δέχτηκε τὸ χτύπημα ἀπὸ τὸν ὦμο μέχρι τὸν ἀφαλό, ἄλλος πριονισμένος στὰ δύο κείτονταν κάτω, ἄλλος χωρὶς χέρια καὶ πόδια ἔμοιαζε τὸ σῶμα του σὰν ἄψυχο ξύλο, ἐνῶ ἄλλος δέχτηκε τὸ χτύπημα ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ κεφαλιοῦ μέχρι τὸν τράχηλο, χέρια πεταμένα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, κεφάλια μακρυὰ ἀπὸ τὸ σῶμα Τους, μέλη ἄλλα τοῦ σώματος ὅλα σωρός, σπλάγχνα στὸ χῶμα χυμένα, ἀνακατεμένα μὲ αἵματα!!!!

Εἶδε ἱεροπρεπεῖς Γέροντες, ποὺ κρατοῦσαν σφιχτὰ ἀκόμη στὸ χέρι τους τὸ ἀντίδωρο, νὰ βρίσκονται ἄθλια κακοποιημένοι, γδαρμένοι, ἀτιμασμένοι, ἐνῶ πολλοὶ ὅσιοι ἄνδρες μὲ τὴν ὀδύνη ζωγραφισμένη ἀκόμα στὰ πρόσωπά τους εἶχαν σταυρώσει τὰ χέρια, δεχόμενοι σὲ στάση προσευχῆς τὸν θάνατο. Ὅλοι εἶχαν ὑποστεῖ διάφορα Μαρτύρια ἔχοντας ποτίσει μὲ τὸ αἷμα Τους ὁλόκληρο τὸν εὐλογημένο τόπο τῆς Μονῆς.

Ὅμως, ἐνῶ τὰ σώματά τους βρίσκονταν κομματιασμένα στὴν γῆ, οἱ ψυχές Τους εἶχαν πετάξει στὸν Οὐρανό. Πρὸ τῆς σφαγῆς Τους ἀπὸ τοὺς βαρβάρους Ἀγαρηνοὺς πειρατὲς ζοῦσαν τὸ μαρτύριο τῶν δακρύων, τώρα γεύτηκαν καὶ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο ὡς μιμηταὶ τοῦ Πρώτου καὶ Μεγάλου Μάρτυρος, τοῦ Νυμφίου τῆς ψυχῆς Τους Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πέρασαν ὅλη τους τὴν ζωὴ εὐάρεστα στὸν Θεό, μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ στολίζοντας τὶς ψυχές τους μὲ ἀρετὲς “ταῖς τῶν δακρύων Τους ροαῖς τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον γεωργοῦντες” (ἀπολυτίκιον εἰς πάντας τοὺς ὁσίους) καὶ κατὰ τὴν νύχτα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ αἷμα Τους ἀξιώθηκαν νὰ ἀνέβουν στὸν Οὐρανὸ μαζὶ μὲ τὸν ἀναστημένο Κύριό μας γιὰ νὰ καταταγοῦν μὲ τοὺς Μάρτυρες, γιὰ νὰ παραστέκουν αἰώνια ἐνώπιον τοῦ Θρόνου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ πρεσβεύουν μὲ μεγάλη παρρησία ἀκατάπαυστα γιὰ ὅλους ἐμᾶς τοὺς ἐν τῇ γῇ ἀκόμη παροικοῦντα.