Η εκκοσμίκευση του εκκλησιαστικού μας βίου και η οδύνη των ηδονών

Γράφει ο Πρωτ. Στέφανος Στεφόπουλος

Είναι, δυστυχώς, αναντίρρητο γεγονός το ότι η κοινωνία μας παραπαίει σε όλους τους τομείς. Στην παιδεία, στην πίστη, στην ηθική, στην εκπαίδευση, στην εργασία, στις τέχνες, παντού.

Διαφθορά, σχετικοποίηση των αιωνίων και κοινά αποδεκτών αξιών και ιδανικών, αντιστροφή ερμηνείας των όρων, άκρατος δικαιωματισμός, αποδόμηση κάθε νοήματος και αλήθειας του Ευαγγελίου, δαιμονική “επικαιροποίηση” του λόγου του Θεού, απιστία, χυδαιοποίηση της έννοιας της ύψιστης χριστιανικής αρετής της αγάπης, σχετικοποίηση της Αλήθειας, έμμεση αλλοίωση δογμάτων, σύγχυση, αποϊεροποίηση μυστηρίων όπως ο τίμιος γάμος και η σωτηριώδης βάπτιση ελέω δημοσιότητας και μιάς παρεξηγήσιμης ψευδο-προοδευτικής ελίτ- μη κατ’ επίγνωσιν χριστιανικής στη βάση της- και άλλα ων ουκ έστι αριθμός και τέλος.

Ζούμε σε εποχή περίεργη. Εποχή αποχριστιανισμού. Εποχή αντιστροφής των όρων και σχετικοποίησης όλων αυτών που ως τώρα κρατούσαν μια κοινωνία σε συνοχή.

Τι να πρωτο-μνημονεύσει κανείς; Λίγα παραδείγματα θα αναφέρουμε εδώ και μετά θα προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε όλα αυτά και πολύ περισσότερα.

Εδώ και καιρό, με πολύ έντεχνο τρόπο, ξεκίνησε από τα ΜΜΕ κυρίως μια κάποιου είδους χριστιανική “τζιχάντ” εναντίον του ίδιου του Θεού και των ανθρώπων που πιστεύουν σ’ Αυτόν.

Διασύρθηκε κληρικός με τεράστιο φιλανθρωπικό έργο με καταστρατήγηση των δημοσιογραφικών κανόνων και εκμηδένιση του τεκμηρίου της αθωότητας που όμως αποδόθηκε απλόχερα σε πολιτικούς και εγκληματίες.

Λοιδωρήθηκαν, εξυβρίστηκαν και εσύρθηκαν σε δικαστικές αίθουσες ως κατηγορούμενοι, κληρικοί γιατί τόλμησαν να ενεργήσουν κατά την ιερατική ή αρχιερατική συνείδησή τους.

Κληρικοί και λαϊκοί, ορθόδοξοι, κατεφέρθησαν κατά του ίδιου του Θεού (π.χ. με την υβριστική άρνηση του θαύματος της αφής του Αγίου Φωτός, την επιβράβευση και προβολή της αμαρτωλής και με κανένα τρόπο αποδεκτής για την ορθόδοξη πίστη ομοφυλοφιλίας ως περίπου ύψιστης μορφής αγάπης, την αμφισβήτηση της θεραπευτικής δύναμης της χάρης του Θεού με ταυτόχρονη θεοποίηση και απολυτοποίηση της ιατρικής επιστήμης στα χρόνια του κορονοϊού, κλπ).

Η Πολιτεία ψήφισε κατάπτυστους νόμους τους οποίους πρώτα “βάπτισε” συνταγματικούς κι ας αναιρούσαν ως μη σύμφωνοι με το Σύνταγμα της χώρας, αλλά αντιβαίνοντες σ αυτό.

Αποποινικοποιήθηκε η βλασφημία και η περιύβριση νεκρού νομοθετήθηκε η καύση των νεκρών – ακόμη και των δηλωμένων ως Ορθοδόξων και προφανώς με μειωμένη έως ανύπαρκτη ορθόδοξη αυτοσυνειδησία- προβλέποντας μάλιστα την κατάργηση της επίκλησης της ιερατικής συνείδησης με προφανή σκοπό – δηλαδή την υποχρέωση των κληρικών της Ορθοδόξου Εκκλησίας να κηδεύουν τους επιθυμούντας να καούν με εκκλησιαστικό τρόπο ανεξαρτήτως αν το Ορθόδοξο Δόγμα το απαγορεύει.

Εξύβρισαν επανειλημμένως τον Αρχηγό της Εκκλησίας μας Ιησού Χριστό με τις επαίσχυντες ΚΥΑ των ημερών του κορονοϊού και μάλιστα ενέπαιξε η Πολιτεία ως άλλος Πόντιος Πιλάτος την Διοίκηση της Εκκλησίας με την σύνταξη ειδικών αδειών με σκοπό την έξοδο των πολιτών απ’ τις οικίες τους, αναγνωρίζοντας ως ανάγκη ψυχοσωματική τις “φυσικές σωματικές ανάγκες των κατοικιδίων”, αλλά όχι και την ολιγόλεπτη ψυχοσωματική ανάγκη  για ατομική λατρεία του Θεού στους Ναούς. Κι ας προστατεύεται η ανάγκη αυτή ρητά από το Σύνταγμα.

Αναγνώρισε η Πολιτεία σωματική οντότητα στο δημιούργημα του Θεού, τον σκύλο, αλλά όχι ψυχική στο ύψιστο δημιούργημα και μόνο πλάσμα του Θεού, τον άνθρωπο!

Δημιούργησαν τον αντιρατσιστικό νόμο που, όπως αποδείχθηκε περίτρανα προϊόντος του χρόνου,  μεταξύ άλλων, σκοπό είχε να φιμώσει τον Λόγο, δηλαδή τον Χριστό και την αγία Του διδασκαλία.

Πόσοι Ορθόδοξοι κληρικοί και λαϊκοί εξεδιώχθησαν ή απλά φιμώθηκαν όταν υποστήριξαν δημοσίως τη θέση της Εκκλησίας γύρω απ’ το θέμα της ομοφυλοφιλίας αλλά ποτέ δεν ενεργοποιήθηκε όταν οι αδερφοί μας αυτοί κατεφέρθησαν με σκληρά λόγια ή άσεμνες προκλητικές και προσβλητικές πράξεις κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας;

Εξάλλου είναι να απορεί κανείς γιατί δηλώσεις τύπου “αμνοερίφια”, “αποβλάκωση”, “θρησκευτικό παραμύθι”, “κατάπτυστο πλασάρισμα της Παϊσιάδας”, “εμπορία θαυμάτων”, “εκμετάλλευση πίστης”, ή γιατί τρισάθλιες βλάσφημες δημοσιεύσεις, σκίτσα ή βιντεάκια που ακόμη κι αν δεν παραβιάζουν διατάξεις του αντιρατσιστικού νόμου, όμως αντιβαίνουν στο άρθρο 361 (παρ. 1 ΠΚ) περί εξύβρισης της τιμής του άλλου, κυκλοφορούν ελεύθερα με όλους τους δυνατούς τρόπους και μάλιστα θεωρούνται και δημοκρατικές και συνταγματικώς προστατευόμενες προσωπικές εκφράσεις που στηρίζονται στο δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών.

Άντε τώρα εγώ να εκφράσω την αντίθεσή μου με νεοεισαχθείσες καταστάσεις, όρους και έννοιες όπως για παράδειγμα για την κατάσταση των τρανσέξουαλ, των άφυλων, των κουήρ κλπ. Δε θα με καταδιώξουν ως ρατσιστή; Αυτός που βλασφημεί, εξυβρίζει, διακωμωδεί, χλευάζει την πίστη μου η οποία και με χαρακτηρίζει ως πρόσωπο και στηρίζεται στο ίδιο δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης του άλλου, γιατί απλά χαρακτηρίζεται ως ελεύθερος “δικαιωματιστής”;

   Στο σημείο αυτό, διαβάστε την δήλωση γνωστού δημοσιογράφου (Μ. Καψής, capital.gr 29/12/2021 00:05) σχετικά με υβριστική ανάρτηση στο διαδίκτυο του κ. Μόσιαλου στην οποία διακωμωδούσε την Υπεραγία Θεοτόκο: ” όλοι οφείλουμε να σεβόμαστε το δικαίωμα των άλλων να πιστεύουν ό, τι θέλουν, αλλά καμμία υποχρέωση δεν έχουμε να σεβόμαστε αυτό το κάτι που πιστεύουν. Και έχουμε κάθε δικαίωμα να το διακωμωδούμε. Ακόμη και να το χλευάζουμε…”!!!

Μα, κ. Καψή, αν χλευάζετε αυτό που εγώ πιστεύω, τότε καθόλου δεν σέβεστε το δικαίωμά μου να το πιστεύω. Δεν είναι υποχρεωτικό να χλευάζετε τους άλλους. Αν θέλετε το κάνετε. Αν το θέλετε όμως, τότε εξυβρίζετε και αυτό που πιστεύω και εμένα τον ίδιο. Δεν είναι έτσι; Να σας δώσω ένα παράδειγμα;

Εγώ πιστεύω λοιπόν πως τα άτομα που, όπως λένε, δυσανασχετούν με το βιολογικό τους φύλο και θέλουν να το αλλάξουν, έχουν κάθε δικαίωμα να το κάνουν. Όμως εγώ δεν έχω καμμία υποχρέωση να το δεχθώ ως κάτι αποδεκτό από την κοινωνία και μάλιστα έχω το δικαίωμα να το διακωμωδώ και να το χλευάζω. Σωστά κ. Καψή; Το ίδιο δεν γράψαμε;

Όχι, δε λογίζεται ανάλογη η τοποθέτησή μου. Γιατί εγώ αν το κάνω αυτό και με καταγγείλετε κ. Καψή σ’ εμένα δε θα αναγνωριστεί το ίδιο ακριβώς δικαίωμα που αναγνωρίστηκε σ’ εσάς. Γιατί; Ποιά η διαφορά;

Βλέπετε λοιπόν;

Αφήστε που η Εκκλησία δεν χλευάζει. Δεν διακωμωδεί. Δεν εξυβρίζει. Δεν προσβάλλει. Δεν υποτιμά. Δεν μισεί. Αντίθετα, αγκαλιάζει όλον τον κόσμο και δέχεται τους πάντες αλλά με την προϋπόθεση ότι αυτοί θα αλλάξουν στάση ζωής αποδεχόμενοι την διδασκαλία της. Αυτό κάνει η Εκκλησία. Μεταδίδει την Αλήθεια, τον Χριστό, τα δόγματά της και αποδεχόμενη και συγκαταβαίνουσα στην αδυναμία του ανθρώπου, αναμένει την ευλογημένη εκούσια αλλαγή. Αυτό ακριβώς εξυβρίζεται ακόμα κι απ’ αυτούς που τάχθηκαν με την ψήφο του λαού να υπερασπίζονται την Αλήθεια και να  απονέμουν δικαιοσύνη και ισονομία. Η Αλήθεια όμως δεν αντέχεται απ’ τον κόσμο. Γι’ αυτό έγραψα παραπάνω πως κάποιοι νόμοι ψηφίστηκαν μόνο και μόνο για να σιωπήσει η Εκκλησία!

Ατυχώς, όμως, δεν συμβάλλουν σε όλα αυτά μόνο οι, κατά την άποψή μου, άστοχες, προκλητικές, προπαγανδιστικές και συχνά υποκειμενικές και επιθετικές θέσεις ανθρώπων που δε σέβονται την διαφορετική από τη δική τους άποψη, αλλά και άνθρωποι της Εκκλησίας, κληρικοί όλων των βαθμών και λαϊκοί οι οποίοι εμφορούνται από ένα νέο, κακώς εννοούμενο προοδευτικό, ξένο προς την Ορθόδοξη Εκκλησία και Παράδοσή της πνεύμα.

Πρώτα απ’ όλα, σημαντικό πρόβλημα τυγχάνει η τάση αυτονόμησης των ερμηνειών που δίνουν πολλοί στις αιώνιες αλήθειες της πίστεώς μας από την μόνη αυθεντική και θεόπνευστη ερμηνεία της Ιεράς Παραδόσεως, βοηθώντας άθελά τους στην άμβλυνση των ορθοδόξων κριτηρίων του λαού.

Όταν, για παράδειγμα, μιλάμε για την βδελυκτή ενώπιον του Θεού αμαρτία της ομοφυλοφιλίας, αναρωτιούνται τεχνηέντως αν κάπου στην Καινή Διαθήκη ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός μίλησε ποτέ για το πάθος αυτό. Κι αφού, όντως, δε βρουν κάτι σχετικό αμέσως συμπεραίνουν πως η Ορθόδοξη Εκκλησία δε θεωρεί αμαρτία που βδελύσσεται ο Χριστός την ομοφυλοφιλία.

Κάνουν λάθος; Δυστυχώς ναι και θα το αποδείξουμε παρακάτω.

   Στον Ευαγγελιστή Ιωάννη (κεφ. 17, στ. 20-21), παρουσιάζεται ο Κύριος να λέει στον Θεό Πατέρα Του “Ου περί τούτων δε ερωτώ μόνον, αλλά και περί των πιστευόντων διά του λόγου αυτών εις εμέ, ίνα πάντες εν ώσι”.

Δηλαδή, όλοι εμείς που ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, ότι πιστεύουμε στη “Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία”, γινόμαστε ένα όπως ο Πατήρ και ο Υιός αποδεχόμενοι την Αποστολική πίστη, τις διδαχές, τα κείμενα και τις αποφάσεις της Αποστολικής Συνόδου.

Στην χορεία των Αγίων Αποστόλων  ανήκει και ο Απόστολος Παύλος ο οποίος φωτιζόμενος από το Άγιο Πνεύμα είπε πως «και αι γυναίκες τους αντήλλαξαν την φυσικήν χρήσιν με την αφύσικην, ομοίως και οι άνδρες, αφού άφησαν την φυσικήν χρήσιν της γυναικός, άναψαν από τας ορέξεις τους μεταξύ τους, ώστε ασελγούν άνδρες με άνδρες, απολαμβάνοντας έτσι ο ένας από τον άλλον την ανταμοιβήν της πλάνης των που τους άξιζε.

Και επειδή δεν έκριναν άξιον λόγου το να έχουν ορθήν γνώσιν διά τον Θεόν, τους παρέδωσε ο Θεός εις ανάξιον νουν, ώστε να κάνουν εκείνα που δεν αρμόζει, γεμάτοι από κάθε αδικίαν, πορνείαν, πονηρίαν, πλεονεξίαν, κακίαν, γεμάτοι φθόνον, φόνον, έριδα, δόλον, κακοήθειαν…οι οποίοι αν και εγνώρισαν τον νόμον του Θεού, ότι εκείνοι που κάνουν τέτοια πράγματα είναι άξιοι θανάτου, όχι μόνον τα κάνουν αλλά και επιδοκιμάζουν εκείνους που τα κάνουν».  (Ρωμ.  Α΄ 24—32)

Στους Κορινθίους δε (Α’ Κορινθίους 6, 9-11) δεν αφήνει κανένα περιθώριο σε παρερμηνείες καθώς υπογραμμίζει : «Μη πλανάσθε. Ούτε πόρνοι,…ούτε θηλυπρεπείς, ούτε αρσενοκοίται…θα κληρονομήσουν την βασιλείαν του Θεού».

Εκτός από τον Απόστολο Παύλο, όμως, και άλλοι Απόστολοι διετύπωσαν σχετικές απόψεις όπως ο άγιος Ιούδας, ο Απόστολος Πέτρος, ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος.

Το ίδιο σαφείς και κατηγορηματικά αντίθετοι είναι και Πατέρες της Εκκλησίας. Πριν αναφέρουμε ονόματα Αγίων, είναι ανάγκη να γίνει αποδεκτό το κύρος και η θεοπνευστία των Αγίων Πατέρων αρχίζοντας από τους ίδιους τους αψευδείς λόγους του Κυρίου μας.

Στον Ευαγγελιστή Ιωάννη υπογραμμίζουμε τον λόγο του Κυρίου περί του Παρακλήτου (Ιωα. 16, 12-13): « Έχω πολλά ακόμη να σας πω, αλλά δεν μπορείτε να τα βαστάξετε τώρα. Αλλ’ όταν έλθει εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, θα σας οδηγήσει εις όλην την αλήθειαν…».

Εδώ, ο Ιησούς Χριστός, επισημαίνει την αδυναμία των μαθητών Του να μάθουν περισσότερα για τον Διδάσκαλό τους και υπόσχεται πως όταν στείλει το Άγιον Πνεύμα, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα, αυτό θα τους διδάξει ολόκληρη την αλήθεια. Όντως, μετά την Αγία Πεντηκοστή, με την κάθοδο και επιφοίτηση του Αγ. Πνεύματος, οι πρώην αγράμματοι και ανέτοιμοι μαθητές δέχτηκαν και δίδαξαν με τη σειρά τους ολόκληρη την σωτηριώδη αλήθεια περί του Ιησού Χριστού. Προοδευτικά, με τη χάρη του Αγ. Πνεύματος, οι Απόστολοι και οι διάδοχοί τους Επίσκοποι έλαβαν τον φωτισμό και δίδαξαν μέσα από τις Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους, τα θεόπνευστα συγγράματά τους, την προφορική τους διδαχή. Έτσι, οι φωτισμένοι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιερός Χρυσόστομος, ο Άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης και πολλοί άλλοι ως φορείς της αποκαλύψεως του Θεού, ως θεόπνευστοι ερμηνευτές των λόγων και έργων του Κυρίου μας οδήγησαν σταδιακά και διά του Αγ. Πνεύματος στο πλήρωμα της αληθείας.

Υπάρχει όμως μιά παγίδα, συχνά, στην προσπάθεια να αποδώσουμε τις δικές μας στρεβλές απόψεις ή να μεταφέρουμε τις θέσεις αγίων στους ανθρώπους που αναζητούν απαντήσεις στα προβλήματα και τις απορίες τους χωρίς την απαιτούμενη ερμηνεία κι έτσι άθελά μας τους δημιουργούμε σύγχυση και λανθασμένες εντυπώσεις.

 Για παράδειγμα ας δούμε πώς προβάλλεται από διάφορες έγκυρες ιστοσελίδες η τοποθέτηση του αγ. Παϊσίου σχετικά με το θέμα της ομοφυλοφιλίας. Ενδεικτικά και χωρίς να εκθέσουμε τις σελίδες αυτές, περιοριζόμαστε στα όσα εγράφησαν για τον Όσιο.

Αναφέρεται περιστατικό με κάποιον ομοφυλόφιλο που αισθανόταν ντροπή για το πάθος του και αδιέξοδο λόγω της αδυναμίας του να το ξεπεράσει (μάλιστα σκεπτόταν να αυτοκτονήσει!), κατέφυγε στον άγιο Παΐσιο ο οποίος «του εξήγησε ότι με την τραγική αυτή κατάληξη θα έχανε την ψυχή του, ενώ η οδύνη για το πάθος του θα ήταν στεφάνι και το κλειδί της εισόδου στην αιωνιότητα».

Η εξιστόρηση του περιστατικού σταματάει εδώ χωρίς τις απαραίτητες διευκρινίσεις. Τι συμπέρασμα θα βγάλει κανείς από την αντιμετώπιση του Αγίου;

Λογικά,

1) η αυτοκτονία δεν είναι λύση στο πρόβλημα του νέου, η οποία επιπλέον θα τον οδηγήσει στο χαμό της ψυχής του,

2) ότι η συγκεκριμένη κατάσταση συνιστά ψυχοσωματικό πάθος και

3) ότι η οδύνη, η εσωτερική συντριβή και το πένθος για την κατάσταση της ψυχής θα γίνει κλειδί για τον Παράδεισο.

Φρονώ πως είναι εύκολο για κάποιον που ψάχνει για “άλλοθι” να αρκεστεί στην εξωτερική βίωση της οδύνης, χωρίς μετάνοια, χωρίς μεταμέλεια και εξομολόγηση, χωρίς ταπείνωση και πίστη αληθινή και να υποτιμήσει εσκεμμένα ή ου κατ’ επίγνωσιν το ότι η οδύνη που προκαλεί αυτή η παρά φύσιν ηδονή δεν οδηγεί πουθενά χωρίς τις παραπάνω προϋποθέσεις. Συνεπώς, οφείλουμε να διευκρινίσουμε πως ο άγιος Παΐσιος εννοούσε πως η ζωή εν μετανοία θα παράξει πένθος και οδύνη για το αμαρτωλό πάθος και θα δυναμώσει τον νέο να παλέψει με την αδυναμία του και να κερδίσει τελικά την αιωνιότητα. Εν μετανοία, συντριβή, με  εξομολόγηση και πρωτίστως αποδοχή της κατάστασης της λεγόμενης και διαφορετικότητας ως σαρκικού πάθους που αντιμετωπίζεται από την Εκκλησία μας όπως όλα τα άλλα ψυχοσωματικά πάθη.

Εμείς, όμως,  δικαιολογούμε τον εαυτό μας και όχι μόνο αρνούμαστε την κατάσταση του πάθους αλλά και εμμένουμε σ’ αυτό βαπτίζοντάς το “κανονικότητα”, “διαφορετικότητα” , κλπ.

Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι η Εκκλησία δέχεται στην αγκαλιά της όλους τους αμαρτωλούς προκειμένου όμως να τους μεταμορφώσει και όχι να παραμορφωθεί εκείνη.

Μιά σχετική παρανόηση είχε προκαλέσει προτροπή του μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Χριστόδουλου που είχε γίνει “καραμέλα” στα χείλη χιλιάδων νέων που ζητούσαν άλλοθι για τα διάφορα πάθη τους και μάλιστα μέσα στην Εκκλησία.

Είχε ειπωθεί τότε από τον μακαριστό προς τους νέους η φράση «ελάτε όπως είστε στην Εκκλησία, ακόμη και με το σκουλαρήκι».

Η αλήθεια είναι ότι η φράση ήταν σοφή αφού τόνιζε με ξεχωριστό τρόπο την αποστολή της Εκκλησίας στον κόσμο. Δυστυχώς, δεν τονίστηκε τότε επαρκώς ότι η Εκκλησία καλεί όλους τους ανθρώπους και ειδικά τους νέους κοντά της ώστε μέσα στους κόλπους της και με τα σωστικά ψυχοσωματικά της φάρμακα να θεραπεύσει τα πάθη τους, να τους μεταμορφώσει σε υποψήφιους πολίτες του Παραδείσου και να τους βοηθήσει να αναζητήσουν διεξόδους στα ποικίλλα προβλήματά τους. Ώστε η Εκκλησία καλεί τον κόσμο να γίνει ουρανοπολιτεία και όχι τελικά να εκκοσμικευθεί η ίδια μοιράζοντας “συγχωροχάρτια” στα ψυχοκτόνα πάθη και έτσι να δείχνει ψευδεπίγραφα ως «προοδευτική»!

Έτσι, εκείνη την εποχή, οι νέοι μη έχοντας κατανοήσει το βαθύτερο νόημα της πρόσκλησης αυτής του λαοφιλούς μακαριστού Αρχιεπισκόπου έσπευδαν να επιβάλλουν στην Εκκλησία τον δικό τους τρόπο ζωής και κάθε φορά που οι κληρικοί προσπαθούσαμε να τους νουθετήσουμε με αγάπη και κατανόηση, εκείνοι αντέτειναν σθεναρά την φράση-κλισέ «άλλα λέει ο Χριστόδουλος»!!!

Κι όμως, ο Αρχιεπίσκοπος ήξερε τι έλεγε. Απλά χαθήκαμε, όπως φάνηκε εξ υστέρου, στη μετάφραση.

Με τον ίδιο περίπου τρόπο πολλοί είναι αυτοί που παρερμηνεύοντας τις Γραφές και υποτιμώντας έως αγνοώντας την Ιερά Παράδοση – κυρίως κληρικοί- επιδόθηκαν σε έναν απάδοντα τρόπο ερμηνείας των αναγκών, των αναζητήσεων, των αδιεξόδων, των επιθυμιών της νεολαίας και κατέληξαν, μοιραία, σε ένα λανθασμένο συμπέρασμα που δημιούργησε μεγάλη σύγχυση στους νέους ειδικά. Το ότι η Εκκλησία, προκειμένου να τους αγκαλιάσει όλους, εκσυγχρονίζεται, συμπλέει για να συν-πάθει, εκμοντερνίζεται, προσαρμόζεται στις ανάγκες της εποχής, απλοποιεί τα μηνύματά της σε κατανοητή δήθεν γλώσσα και μάλιστα συχνά επικαλούμενοι ψευδώς την αγάπη-λάστιχο της Εκκλησίας, την παρεξηγημένη ανεκτικότητα και την εκκοσμίκευσή της τελικά ώστε να ταιριάζει στα πάθη. Να συγκαταβαίνει στα κελεύσματα του κάθε άθεου “Καίσαρα”. Να φοβάται να ορθώσει θεολογικό λόγο. Να ακυρώνει την μακραίωνη Παράδοσή της για να είναι πιο ελκυστική προς τον μεταπτωτικό άνθρωπο. Έφτασε στο σημείο συχνά να αρνείται την θεοπνευστία των Πατέρων της Εκκλησίας και να σχετικοποιεί την αξία της διαρκούς παρουσίας και δράσης του Αγίου Πνεύματος που συνεχώς μας εμπλουτίζει με νέους Αγίους-Πατέρες της Εκκλησίας.

Συμπεριφερόμαστε κοσμικά για να μη χάσουμε τον άνθρωπο αλλά στην προσπάθειά μας χάνουμε τον Θεάνθρωπο κι αυτό θα οδηγήσει σε χειρότερα δεινά τα μέλη της Εκκλησίας μας. Ο κόσμος έρχεται κουρασμένος, διψασμένος για πνευματικό λόγο, μπερδεμένος από όσα ακούει και βλέπει γύρω του, φοβισμένος και απογοητευμένος. Και αναζητά στην Εκκλησία κάτι διαφορετικό. Κάτι πνευματικό. Κι εμείς τι κάνουμε; Έχοντας λάβει τεράστιες εγκύκλιες γνώσεις από τα καλοπροαίρετα αλλά όχι πάντα εύστοχα κοσμικά σεμινάρια τους δίνουμε από αυτά που τους προκάλεσαν την παραπάνω δίψα. Φιλοσοφία, επιστήμη, τεχνολογία, ιατρική, εγκόσμια μόρφωση. Κοσμικό τρόπο σκέψης. Δεν αναζητούν κοσμικές λύσεις οι άνθρωποι στην Εκκλησία. Ας τους δώσουμε Αγίους, Πατέρες και Δίδασκαλους, Προφήτες. Συγγράματα. Την Πατερική σκέψη. Ας μιλήσουμε για ησυχασμό, για μεταμόρφωση των παθών, για τη στενή και τεθλιμμένη οδό την οδηγούσα στη Βασιλεία του Θεού.

Έρχονται άνθρωποι με πάθη και αδυναμίες αλλόκοτες και εμείς αντί να τους δώσουμε να διαβάσουν άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, Μέγα Βασίλειο, αγ. Γρηγόριο Παλαμά, αγ. Νικόδημο Αγιορείτη, και τόσους άλλους, τους εξηγούμε τις ανθρωποπαθείς θεωρίες του Γιούνγκ, του Φρόϋντ, του Καμύ.

Αυτά όλα δεν σημαίνουν ότι εξέλιπαν οι αγρυπνούντες κληρικοί και λαϊκοί που απαντούν στα προβλήματα των ανθρώπων με σύνεση, σοφία, αγάπη, διάκριση «επόμενοι τοις αγίοις πατράσιν», αλλά είναι εξίσου γεγονώς ότι μειώνεται στις μέρες μας ο αριθμός τους.

Μήπως δεν βλέπουμε γύρω μας; Ο ένας χαρακτηρίζει το Άγιο Φως απάτη (!!!), ο άλλος τελεί ευχέλαια χωρίς καμμία προϋπόθεση.

Πάει ένας αδερφός να εξομολογηθεί με βαρύτατες αμαρτίες όπως η έκτρωση και ο ένας πνευματικός «δουλεύει» αγαπητικά μαζί του για να τον προετοιμάσει εν καιρώ ευθέτω και ο άλλος τον αφήνει να μεταλάβει γιατί «ξέρεις πάτερ μου πόσα φορτία σηκώνει αυτός ο άνθρωπος;» ή «στις μέρες μας να καταλαβαίνουμε τον άλλον, άλλαξαν οι καιροί»! Πως να μη δημιουργηθεί σύγχυση στα μυαλά και τις καρδιές των ανθρώπων; Πώς να μη δημιουργηθούν δύο τύποι πνευματικών; Ο καλός και ο αυστηρός.

Βεβαίως, δεν ευθυνόμαστε μόνο οι κληρικοί για την κατάσταση αυτή αλλά και οι αδελφοί μας οι λαϊκοί. Πλην όμως από κάπου πρέπει να αρχίσουμε. Και φρονώ πως το κλειδί είναι η επιστροφή μας από το «εγώ νομίζω» στο «έδοξε τοις αγίοις πατράσιν και ημίν».

Άλλωστε, έχω την βεβαιότητα μέσα μου, πως η αυθεντικότητα, η γνησιότητα και η πιστότητα στο νυν και αεί μήνυμα της Εκκλησίας μας στον κόσμο είναι αυτό που αναζητεί εναγωνίως ο κόσμος. Δείτε τι έγινε την περίοδο του κορονοϊού. Η Εκκλησία μας όρθωσε εκκοσμικευμένο λόγο, συνέπλευσε με τα κελεύσματα του Καίσαρα. Εμπιστεύθηκε τυφλά την πεπερασμένη επιστήμη. Απέτυχε στο να δώσει Χριστό ως απάντηση και να τα αποτελέσματα. Ο λαός απομακρύνθηκε, κατά γενική ομολογία, απ’ τις Εκκλησίες. Μπερδεύτηκε. Αναζήτησε στηρίγματα που ποτέ δεν συνάντησε. Άνοιγαν τις τηλεοράσεις τους και διάβαζαν τις ιστοσελίδες στο διαδίκτυο και απογοητεύονταν. Περίμεναν να ακούσουν κάτι διαφορετικό, πνευματικό να στηριχθούν και έλαβαν εκκωφαντική σιγή.

   Πόσο εύκολο ήταν τότε να μεταδοθεί η αλήθεια μεταδίδοντας την Αλήθεια, τον Ιησού Χριστό;

Γιατί δεν είπαμε αυτό που ήταν η μόνη σωτηρία μας; Το εμβόλιο θα μας έσωζε, η μοριακή βιολογία, η ιολογία, η φαρμακολογία, οι ικανοί επιστήμονες, τα υγειονομικά μέτρα, η μη κρούση των καμπανών, το σφράγισμα των Εκκλησιών, τα αστυνομικά μέτρα, αλλά… ΟΧΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ!!!

Κι όμως, όλοι ξέραμε και πιστεύαμε (ή μήπως όχι;) ότι η σωτηρία μας θα ερχόταν από την προσφορά του «πάντοτε μελιζόμενου…και…μη δαπανώμενου» Χριστού. Αλλά προτιμήσαμε τον Καίσαρα. Νομίζω πως αυτές οι εκπτώσεις μας στη λατρεία και την πίστη μας θα μας τις καταλογίσει ο Θεός. Όπως και την ανοχή στην ύψιστη προσβολή που επιφύλαξε ποτέ μια Πολιτεία στον Χριστό και τα μέλη εκ μέρους Του. Την επαίσχυντη υποταγή στη φράση «Αναστέλλονται οι θείες λειτουργίες»! Αυτό, φοβάμαι, θα το πληρώσουμε ακριβά και ίσως ήδη το πληρώνουμε.

Όταν, βέβαια, εκστομίστηκαν από χείλη αναρμόδιων επιστημόνων οι βλασφημίες κατά της Θ. Κοινωνίας ως μεταδοτικής (ελέω λαβίδος) του επικίνδυνου ιού, αρκετοί αρχιερείς και ιερείς αντέδρασαν ως όφειλαν και πολύ καλά έκαναν. Ομολογία πίστεως ήταν κι αυτή. Τι νόημα είχε, όμως, αφού δεν μπορούσε ο κόσμος να βγει να πάει στην Εκκλησία να μεταλάβει;

Κλείνοντας, επιθυμώ να καταθέσω την πεποίθησή μου ότι για τα πολλά δεινά που βιώνει η Εκκλησία μας, λύση θα ήταν μόνο η συμπόρευση όλων μας με την απλανή, θεόπνευστη μαρτυρία των Πατέρων της Εκκλησίας και μάλιστα με τα έργα, τον βίο μας και την ακλόνητη εμπιστοσύνη μας στο άγιο θέλημά Του.