Το «Oruc Reis» και οι διαχρονικές παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Ποιος θα υπερασπιστεί τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο;

 Δημητρίου Νικ. Δασκαλάκη, Δικηγόρου Αθηνών

To τελευταίο χρονικό διάστημα κατακλυζόμαστε από ειδήσεις που αναφέρονται στην θαλάσσια πορεία του τουρκικού ερευνητικούς σκάφους «Oruc Reis» στο Αιγαίο πέλαγος και εγείρονται κρίσιμα ερωτήματα αν εξαιτίας αυτής προσβάλλεται η εθνική κυριαρχία ή απειλούνται καίρια εθνικά θαλάσσια κυριαρχικά δικαιώματα της πατρίδας μας. Η πραγματικότητα πάντως είναι ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν εισέλθει σε μια κρίσιμη φάση μακράς διαρκείας, η οποία χαρακτηρίζεται από εντάσεις, αυξημένη επαγρύπνηση και κινητοποίηση των αεροναυτικών δυνάμεων της χώρας μας και τέλος διατυπώνονται εύλογες ανησυχίες ακόμη και για πρόκληση «θερμού» στρατιωτικού επεισοδίου, περιορισμένης ή μη έκτασης, το οποίο όμως θα ανατρέψει και θα ακυρώσει το υφιστάμενο status quo στο Αιγαίο και θα οδηγήσει νομοτελειακά στην επαναχάραξη τουλάχιστον των θαλάσσιων συνόρων. Ενόψει του υπαρκτού και διαρκώς αυξανόμενου κινδύνου που υπονομεύει και απειλεί ευθέως τα ζωτικά εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας, απαιτείται για την αντιμετώπισή του η σφυρηλάτηση πνεύματος  εθνικής ενότητας και ομοψυχίας του ελληνικού λαού και των ενόπλων δυνάμεων, ώστε να αποτραπεί και να εξουδετερωθεί επιτυχώς κάθε εκδήλωση της τουρκικής επιθετικότητας.

Το παρόν άρθρο αποσκοπεί στην εύληπτη και κατανοητή παράθεση καθώς και στην επεξήγηση και αποσαφήνιση των βασικών αρχών και εννοιών που διέπουν το Δίκαιο της Θάλασσας, ώστε αφενός μεν, ο μέσος αναγνώστης που δεν είναι εξοικειωμένος με την νομική ορολογία του δικαίου της θάλασσας (Δ.Θ.), να μην παρασύρεται από τις συνήθεις υπερβολές και αστοχίες των ΜΜΕ και αφετέρου ο ίδιος να είναι επαρκώς καταρτισμένος και ενημερωμένος προκειμένου να είναι σε θέση να σχηματίσει προσωπική αντίληψη για τους ορθούς ή εσφαλμένους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης στην αντιμετώπιση της ελληνοτουρκικής κρίσης.

Είναι καθοριστικής σημασίας για τον Έλληνα πολίτη να διαπιστώσει με ασφαλή και νηφάλιο τρόπο, αν πραγματικά η ελληνική πολιτική τάξη στο σύνολο της, που έχει ταχθεί να υπηρετεί τον ελληνικό λαό, διακρίνεται ή όχι για την αποφασιστική βούληση και πρόθεσή της να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα έναντι οποιασδήποτε επιβουλής τους από την γείτονα χώρα.

Το Ελληνικό Κράτος κύρωσε με τον Ν. 2321/1995 (ΦΕΚ136Α/23-6-1995) σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, την «Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας» η οποία υπεγράφη την 10η Δεκεμβρίου 1982, στο Μοντέγκο Μπαίυ (Σύμβαση του Μοντέγκο Μπαίυ) και στις 21 Ιουλίου 1995 η Ελλάδα κατέθεσε στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών τα έγγραφα επικύρωσης της Σύμβασης και συνεπώς από την 21η Αυγούστου 1995 αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εσωτερικής έννομης τάξης.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 της κυρωθείσης συμβάσεως του Ο.Η.Ε για το Δίκαιο της Θάλασσας, κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να καθορίσει το εύρος της χωρικής του θάλασσας (χωρικά ύδατα). Το εύρος αυτό δεν υπερβαίνει τα 12 ναυτικά μίλια.

Στο άρθρο 2 του Δικαίου της Θάλασσας ορίζεται ότι η κυριαρχία του παράκτιου Κράτους εκτείνεται και στον εναέριο χώρο πάνω από την χωρική θάλασσα καθώς και στον βυθό και το υπέδαφός της.

Συνεπώς η θέση που υιοθετήθηκε από τη Σύμβαση του Δ.Θ. είναι ότι η χωρική θάλασσα είναι αναπόσπαστο μέρος της επικράτειας του κράτους και το εύρος της δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 12 ν.μ.

Η Ελλάδα με το άρθρο 2 του Ν. 2321/1995 επεφύλαξε ρητώς για το εαυτό της το αναφαίρετο δικαίωμα κατ΄εφαρμογή του άρθρου 3 της κυρωθείσης Συμβάσεως του Δικαίου της Θάλασσας να επεκτείνει σε οποιονδήποτε χρόνο, το εύρος της χωρικής θάλασσας μέχρι αποστάσεως των 12 ν.μ. Επομένως προκύπτει ότι η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. συνιστά άσκηση μονομερούς εθνικού κυριαρχικού δικαιώματος της χώρας μας. Εντούτοις η Ελλάδα από το 1995 μέχρι και σήμερα δεν έχει προβεί στην επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.μ. Εύλογα κανείς διερωτάται ποιες είναι οι ισχυρές πιέσεις που ασκούνται διαχρονικά στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και τι είδους γεωπολιτικές σκοπιμότητες υπηρετούνται εξαιτίας των οποίων αναβάλλεται συνεχώς η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ.; Η ελληνική πολιτική τάξη ποτέ δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να πληροφορήσει τον κυρίαρχο ελληνικό λαό και να παράσχει ικανοποιητικές εξηγήσεις για την αναβλητικότητα, την αναποφασιστικότητα και την ενδοτική της στάση. Έχει άδικο όποιος διατυπώνει τον ισχυρισμό ότι σύσσωμη η ελληνική πολιτική ελίτ της χώρας απεμπολεί συνειδητά κρίσιμα και ζωτικά εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα;

Επομένως η θαλάσσια ζώνη που εκτείνεται πέραν των 6 ν.μ. μέχρι και τα 12 ν.μ. συνιστούν δυνητική χωρική θάλασσα (χωρικά ύδατα) η οποία περιλαμβάνει τον βυθό καθώς και το έδαφος και υπέδαφος αυτού, ως προς τα οποία το παράκτιο κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία και δικαιοδοσία.

Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 33 της κυρωθείσης συμβάσεως του Ο.Η.Ε. για το Δίκαιο της Θάλασσας, η ζώνη που συνορεύει με τη χωρική θάλασσα,  ορίζεται ως συνορεύουσα ζώνη, στην οποία το παράκτιο κράτος μπορεί να ασκεί τον έλεγχο που είναι απαραίτητος για να εμποδίζει την παραβίαση των τελωνειακών, δημοσιονομικών, μεταναστευτικών ή υγειονομικών του νόμων και κανονισμών στο έδαφός του ή στη χωρική του θάλασσα και η συνορεύουσα ζώνη δεν μπορεί να εκτείνεται πέρα από τα 24 ναυτικά μίλια από τις γραμμές βάσης, από τις οποίες μετράται το πλάτος της χωρικής θάλασσας.

Συνεπώς η δήλωση της κυρίας Μπακογιάννη στις 20-10-2020, στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΙ προσκεκλημένη των δημοσιογράφων της εκπομπής «Αταίριαστοι» ότι «ένα ερευνητικό σκάφος το οποίο περνάει και κάνει έρευνες στα διεθνή ύδατα άρα δηλαδή δεν είναι εντός των 6 μιλίων έχει δικαίωμα θεωρητικώς να το κάνει» είναι παντελώς εσφαλμένη, άστοχη και υπονομευτική των εθνικών συμφερόντων, αφού η θαλάσσια ζώνη που εκτείνεται πέραν των έξι ναυτικών μιλίων και μέχρι τα 12 ν.μ. δεν αποτελεί διεθνή ύδατα, αλλά δυνητική ελληνική θάλασσα, κατά την άσκηση του αναφαίρετου δικαιώματος της χώρας μας, στην παρούσα όμως υφισταμένη κατάσταση και μέχρι της κηρύξεως της επεκτάσεως των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., (όπως τούτο ρητώς προβλέπεται και κατοχυρώνεται στο Δίκαιο της Θάλασσας), συνιστά συνορεύουσα ζώνη με τα αντίστοιχα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στο παράκτιο κράτος.

Πρέπει σε αυτό το σημείο να τονισθεί με έμφαση και να αναδειχθεί «ένα ξεχασμένο όπλο της ελληνικής διπλωματίας» και τούτο είναι το Προεδρικό Διάταγμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1931, παρακαταθήκη της κυβερνήσεως του πραγματικού Εθνάρχου Ελευθερίου Βενιζέλου, δημοσιευμένου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΕτΚ), αριθμός φύλλου 328 / «Τεύχος Πρώτον» / 18 Σεπτεμβρίου 1931, με τίτλο «Περί καθορισμού πλάτους χωρικών υδάτων, όσον αφορά τα ζητήματα Αεροπορίας και Αστυνομίας αυτής», που ορίζει «το πλάτος ζώνης των χωρικών υδάτων εις δέκα ναυτικά μίλια από των ακτών της επικρατείας», το οποίο έχει ως εξής:
«Εχοντες υπ’ όψιν τα άρθρα 2 και 9 του νόμου 5017 “περί Πολιτικής Αεροπορίας”, δημοσιευθέντος εις το υπ’ αρ. 158 της 13.6.31 φύλλον της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως (τεύχος Α), ως και το άρθρον 1 του νόμου 2569 της 19.4.21 “περί κυρώσεως της Διεθνούς Συμβάσεως Αεροπορίας”, δημοσιευθέντος εις το υπ’ αρ. 68 φύλλον της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως της 26.4.21, προτάσσει του Ημετέρου της Αεροπορίας υπουργού, αποφασίσαμε και διατάσσομεν:
Ορίζομεν το πλάτος της ζώνης των Χωρικών Υδάτων της αναφερομένης εν τω άρθρων 2 του νόμου 5017 εις δέκα ναυτικά μίλια από των ακτών της Επικρατείας.

Εις τον Ημέτερον επί της Αεροπορίας Υπουργόν ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος.
Εν Δεκελεία τη 6η Σεπτ. 1931
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αλέξανδρος Ζαΐμης
Ο επί της Αεροπορίας Υπουργός Α. Ζάννας».

Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο που κατέχει την αποκλειστική παγκόσμια «πρωτοτυπία» σύμφωνα με την οποία παρατηρείται αδικαιολόγητη ανισομέρεια του ισχύοντος εύρους των εθνικών χωρικών υδάτων των έξι (6) ναυτικών μιλίων και του εθνικού εναέριου χώρου, που έχει ορισθεί στα 10 μίλια. Η ελληνική δυσαρμονία να αναγνωρίζεται διαφορετικό εύρος χωρικών υδάτων και εναέριου χώρου, δύναται να αρθεί από μία εθνική πατριωτική κυβέρνηση, καθήκον της οποίας αποτελεί η ευθυγράμμιση του εύρους των χωρικών υδάτων με τον ήδη καθορισμένο εθνικό εναέριο χώρο των 10 μιλίων.

Η άμεση ενεργοποίηση και αξιοποίηση από την ελληνική διπλωματία του ως άνω προεδρικού διατάγματος, στην παρούσα χρονική συγκυρία, κατά την οποία αμφισβητούνται έντονα και με ποικίλους τρόπους τα ζωτικά εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο και διατυπώνονται παράλογες αξιώσεις για την αναθεώρηση συνθηκών που διασφάλισαν κατά το παρελθόν έστω και μια «ταραγμένη ειρήνη», αποτελεί σαφής ένδειξη ισχυρής πολιτικής βούλησης για την υπεράσπισή τους.

Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί μια κραυγαλέα αντίθεση του Ελληνικού Κράτους με το σύνολο της διεθνούς κοινότητος,  υπό την έννοια ότι η Ελλάδα μαζί με το Ισραήλ (που στερείται όμως εντελώς νήσων) και τη Δομινικανή Δημοκρατία είναι τα τρία μοναδικά κράτη στον κόσμο, των οποίων τα χωρικά ύδατα παραμένουν στα 6 ν.μ., ενώ η Τουρκία, μολονότι δεν έχει κυρώσει την «Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας», στον Εύξεινο Πόντο και νότια στην Μεσόγειο Θάλασσα, έχει ορίσει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ.!!

Κατ΄αρχάς εντελώς συνοπτικά αναφέρεται ότι στο άρθρο 55 της κυρωθείσης συμβάσεως για το «Δίκαιο της Θάλασσας» θεσπίζεται το ειδικό νομικό καθεστώς της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (Α.Ο.Ζ.) που αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα του παράκτιου κράτους και υποστηρίζεται από το διεθνές δίκαιο.

Σύμφωνα με το διεθνές δικαστήριο έχει κριθεί ότι σε κάθε περίπτωση, για την πράξη οριοθέτησης, υπό την έννοια της θέσπισης μιας θαλάσσιας ζώνης, είναι αναγκαία μια μονομερής πράξη και ότι ισχύει έναντι των άλλων κρατών, υπό τον όρο ότι τηρούνται οι εφαρμοστέοι κανόνες του διεθνούς δικαίου.

Στην Α.Ο.Ζ. το παράκτιο Κράτος έχει κυριαρχικά δικαιώματα που αποσκοπούν στην εξερεύνηση, εκμετάλλευση, διατήρηση και διαχείριση των φυσικών πόρων, ζωντανών ή μή, των υπερκειμένων του βυθού της θάλασσας υδάτων, του βυθού της θάλασσας και του υπεδάφους αυτού, ως επίσης και  με άλλες δραστηριότητες για την οικονομική εκμετάλλευση και εξερεύνηση της ζώνης όπως η παραγωγή ενέργειας από τα ύδατα, τα ρεύματα και τους ανέμους.

Το άρθρο 56 της Σύμβασης του Δ.Θ. αναγνωρίζει στο παράκτιο κράτος κυριαρχικά δικαιώματα για άλλους οικονομικούς σκοπούς, όπως η παραγωγή ενέργειας από τα ύδατα, τα ρεύματα και τους ανέμους.

 

Στο άρθρο 74 της Σύμβασης του Δ.Θ. περί «Οριοθέτησης της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης μεταξύ κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές», παρατηρούμε ότι, τρία είναι εκείνα τα στοιχεία τα οποία απαρτίζουν τον βασικό κανόνα των οριοθετήσεων της ΑΟΖ  μεταξύ κρατών με παρακείμενες ή αντικείμενες ακτές α) Οριοθέτηση με συμφωνία β) Οριοθέτηση με βάση το διεθνές δίκαιο και γ) Οριοθέτηση που θα αποτελεί δίκαια λύση.

Στην Α.Ο.Ζ. αναγνωρίζονται δικαιώματα στα ύδατα, στον βυθό και στο υπέδαφός της.  Στην χωρική θάλασσα (χωρικά ύδατα) το παράκτιο κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία, ενώ στην Α.Ο.Ζ. ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα και δικαιώματα δικαιοδοσίας επί των φυσικών πόρων, ζωντανών ή μη, οικονομικού χαρακτήρα. Σε αντίθεση με την υφαλοκρηπίδα όπου τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους υπάρχουν εξ αρχής και αυτοδικαίως (ab ιnitio et ipso facto), τα ομώνυμα δικαιώματα στην ΑΟΖ αποκτώνται μόνον εφόσον υπάρξει ρητή διακήρυξη από το παράκτιο κράτος, για την θέσπισή της.

 

Στο άρθρο 121 του Δ.Θ. αναγνωρίζεται ρητώς και για τα νησιά ότι διαθέτουν χωρική θάλασσα, (χωρικά ύδατα), συνορεύουσα ζώνη, αποκλειστική οικονομική ζώνη και υφαλοκρηπίδα που καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της συμβάσεως του Δ.Θ. οι οποίες εφαρμόζονται στις άλλες ηπειρωτικές περιοχές. Ως εκ τούτου οι μαξιμαλιστικές αξιώσεις της Άγκυρας, σύμφωνα με τις οποίες τα νησιά έχουν μόνο χωρικά ύδατα, θα πρέπει να απορριφθούν από την ελληνική κυβέρνηση ως εντελώς απαράδεκτες και ασύμβατες προς το Δ.Θ., αφού, κατά ρητή πρόνοια αυτού, τα νησιά έχουν και Α.Ο.Ζ. και υφαλοκρηπίδα.

 

Στο άρθρο 76 του Δ.Θ. δίδεται ο ορισμός της υφαλοκρηπίδας σύμφωνα με τον οποίο, η υφαλοκρηπίδα ενός παράκτιου Κράτους αποτελείται από το θαλάσσιο βυθό και το υπέδαφός του που εκτείνεται πέραν της χωρικής του θάλασσας καθ’όλη την έκταση της φυσικής προέκτασης του χερσαίου του εδάφους μέχρι του εξωτερικού ορίου του υφαλοπλαισίου ή σε μια απόσταση 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το πλάτος της χωρικής θάλασσας. Το παράκτιο Κράτος ασκεί στην υφαλοκρηπίδα κυριαρχικά δικαιώματα προς το σκοπό της εξερεύνησης και εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων αυτής.

Στο άρθρο 83 του Δ.Θ. καθορίζεται ο τρόπος οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές, η οποία πραγματοποιείται κατόπιν συμφωνίας με βάση το διεθνές δίκαιο, όπως αναφέρεται στο Άρθρο 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου προκειμένου να επιτευχθεί μια δίκαιη λύση.

Κατά πάγια αρχή της ελληνικής διπλωματίας, ως ελληνοτουρκική διαφορά που χρήζει παραπομπής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αναγνωρίζεται μόνο η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου και όχι οι υπόλοιπες ελληνοτουρκικές διαφορές.

 

Όπως αναφέρει και η συγγραφέας Αναστασία Στρατή: «…θα ήταν σκόπιμο η κήρυξη ΑΟΖ να συνδυάζεται με την επέκταση των χωρικών υδάτων, απαραίτητο δε σε περίπτωση δικαστικής επίλυσης της διαφοράς οριοθέτησης με την Τουρκία. Και τούτο διότι εάν οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ με το ισχύον εύρος των χωρικών υδάτων και δεν αποδοθεί πλήρης επήρεια σε ορισμένα ελληνικά νησιά, η Ελλάδα δεν θα δικαιούται να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στο μέλλον στις περιοχές που θα έχουν ήδη οριοθετηθεί και θα επηρεάζονται από την εν λόγω επέκταση. Υπενθυμίζεται ότι τα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα έχουν αποδεχθεί την υπεροχή του δικαιώματος σε αιγιαλίτιδα ζώνη έναντι του δικαιώματος σε υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ γειτονικού κράτους, σε περίπτωση δε επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., το 71,2% του Αιγαίου θα περιέλθει υπό ελληνική κυριαρχία. (Βλ. Αναστασία Στρατή, «Ελληνικές Θαλάσσιες Ζώνες & Οριοθέτηση με γειτονικά Κράτη», Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ. 169-170).

Διαπιστώνουμε με θλίψη και αγανάκτηση, ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντί να επιδιώξει την εναρμόνιση της χώρας με τις συμβατικές προβλέψεις που αναγνωρίζονται σαφώς στο Δ.Θ. και οι οποίες έχουν γίνει αποδεκτές σχεδόν από το σύνολο της διεθνούς κοινότητος, έχει θέσει ως όριο υπεράσπισης (κόκκινη γραμμή), έναντι της τουρκικής επιθετικότητας, μόνο την προστασία των χωρικών υδάτων στα 6 ν.μ. στο σύμπλεγμα του Καστελόριζου.

Όμως η Τουρκία ποτέ δεν εκδήλωσε την πρόθεση μέχρι σήμερα τουλάχιστον, να παραβιάσει τα χωρικά ύδατα των 6 ν.μ. αφού κατά πάγια τακτική της δέχεται (προς το παρόν) ότι τα ελληνικά νησιά διαθέτουν μειωμένη κυριαρχία, η οποία εκτείνεται μόνο στα χωρικά ύδατα και στερούνται άλλων ζωτικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, δηλαδή δικαιωμάτων που εκτείνονται στην αποκλειστική οικονομική ζώνη (Α.Ο.Ζ.) και στην υφαλοκρηπίδα, κατά παράβαση των προβλέψεων της Συμβάσεως του Δικαίου της Θάλασσας που αναγνωρίζει τα αντίστοιχα δικαιώματα στα νησιά.

Πρέπει να υπογραμμισθεί με κάθε δυνατή σαφήνεια στο παρόν άρθρο ότι η πιο πάνω στάση της ελληνικής κυβερνήσεως υπονομεύει την υπεράσπιση των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, αφού υποθάλπει την τουρκική επιθετικότητα και προκλητικότητα, στέλνοντας σαφές μήνυμα στην «άλλη πλευρά του Αιγαίου» πως οτιδήποτε και αν επιχειρήσει πέραν των 6 ν.μ. η Ελλάδα δεν θα αντιδράσει αποτρεπτικά. Η άτυπη θέσπιση «κόκκινης γραμμής», περιεχόμενο της οποίας είναι η προστασία των χωρικών υδάτων, όταν αυτά δεν απειλούνται, γίνεται καθαρά για επικοινωνιακούς λόγους με σκοπό την πρόκληση σύγχυσης, τον εμπαιγμό και τον αποπροσανατολισμό της ελληνικής κοινής γνώμης από την πραγματική υφιστάμενη απειλή που καιροφυλακτεί να εκμηδενίσει την άσκηση ζωτικών κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, επί της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και υφαλοκρηπίδας των ελληνικών νησιών.

Παίρνοντας αφορμή από την διαχείριση της παρούσας υγειονομικής κρίσης από την κυβέρνηση Μητσοτάκη παρατηρεί κανείς μια αξιοπερίεργη αντίφαση: Ενώ για την αντιμετώπιση της «πανδημίας» του κορωνοϊού, του περίφημου «αόρατου εχθρού» ακολουθεί επιθετική πολιτική με την επέκταση συνεχώς των περιοριστικών μέτρων εις βάρος των ατομικών ελευθεριών των πολιτών, στην άσκηση αντιθέτως αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής κατά του ορατού εχθρού, τηρεί συνεχώς υποχωρητική στάση ακολουθώντας μια άτολμη και φοβική πολιτική που χαρακτηρίζεται από συνεχείς αναδιπλώσεις και έλλειψη αποφασιστικής πολιτικής πρωτοβουλίας για την επέκταση των εθνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ.

Από την στιγμή που η Ελληνική Κυβέρνηση με την υποτονική, υποχωρητική και εν τέλει ενδοτική της στάση στην προάσπιση των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων ενθαρρύνει την Άγκυρα να προβάλλει συνεχώς καινούριες αξιώσεις στο Αιγαίο, στην Θράκη, στην Κύπρο, δεν κατανοώ για ποιον λόγο οι Έλληνες πολίτες θα πρέπει να την περιβάλλουν με την εμπιστοσύνη τους στο ζήτημα της διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης; Στην κλίμακα της ιεράρχησης των αξιών, η δημόσια υγεία είναι ανώτερη από την αρετή της φιλοπατρίας; Όταν το Ελληνικό Κράτος, τα τελευταία 25 χρόνια, παλινδρομεί, ολιγωρεί και στο τέλος αρνείται να προβεί στην άσκηση εθνικού κυριαρχικού δικαιώματος, αυτό της επεκτάσεως των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., μολονότι τούτο προβλέπεται ρητά στο Δ.Θ., για ποιον λόγο πρέπει οι πολίτες να συμμορφώνονται προς τις κυβερνητικές αποφάσεις που επιβάλλουν την υποχρεωτική εφαρμογή της μάσκας παντού; Εμπιστευόμαστε την κυβέρνηση στο ζήτημα της διαχείρισης της δημόσιας υγείας και αντιστοίχως αποσύρουμε την εμπιστοσύνη μας στο πεδίο της προάσπισης των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων; Εμπιστοσύνη όμως a la carte δεν είναι νοητή. Ας μην γελιόμαστε. Μια κυβέρνηση που εμφανίζεται αναξιόπιστη, αφερέγγυα και φοβισμένη στην άσκηση της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, η οποία αδυνατεί να περιφρουρήσει αποτελεσματικά τα εθνικά συμφέροντα, το ίδιο αναξιόπιστη, ανακόλουθη και φοβισμένη θα είναι και στο ζήτημα της διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης, υιοθετώντας αναποτελεσματικά μέτρα για την υπεράσπιση της δημόσιας υγείας.

Ο κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνηση του, προσάπτει σε εκείνη την κατηγορία των πολιτών που αρνούνται εκ λόγων προσωπικής και κοινωνικής συνείδησης και πεποίθησης να φορέσουν την μάσκα, τον χαρακτηρισμό «αρνητές της μάσκας», φρονώ ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να επιστραφεί στον ίδιο και στην κυβέρνηση ο χαρακτηρισμός «ως αρνητές του δικαίου της θάλασσας».

Κάθε τυχόν διαπραγμάτευση της Ελληνικής κυβέρνησης που θα λάβει χώρα με την έντονη παρασκηνιακή πίεση και παρέμβαση του Ν.Α.Τ.Ο. και της Ε.Ε. είτε γίνει ύστερα από (απευκταία) στρατιωτική εμπλοκή των δύο χωρών που δεν θα διασφαλίζει και κατοχυρώνει τα απαράγραπτα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο, θα πρέπει να συναντήσει την καθολική αντίδραση του ελληνικού λαού, διότι τα έθνη δεν έχουν μόνο κυριαρχία αλλά και κυριαρχικά δικαιώματα που οφείλουν να τα υπερασπίζονται με σθένος και αποφασιστικότητα κάθε φορά που επιχειρείται η ακύρωση και αποδυνάμωσή τους.

Αν η Ελλάδα θέλει στο μέλλον να καταστεί πλούσιο και ισχυρό κράτος, θα πρέπει να είναι σε θέση να αξιοποιεί όλες τις πηγές του πλούτου της, διαφορετικά κινδυνεύει με περαιτέρω φτωχοποίηση και συρρίκνωσή της.