«Οὐκ ἔδει καί σέ ἐλεῆσαι τόν συνδοῦλον σου, ὡς καί ἐγὠ σέ ἐλέησα;»

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ.    

Μελέτη στό εὐαγγελικό ανάγνωσμα.

Ὅσο ὁ ἄνθρωπος αὐξάνει ἐν Κυρίω τόσο λιγότερο ἐπηρεάζεται ἀπό τίς ἀστοχίες τῶν ἀδελφῶν. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἕνα γένος, μέ συνδετικό ὑλικό τήν ἀγάπη μας πρός τόν Θεό καί μεταξύ μας. 

Εἶναι ἀδιανόητο νά σκεφθοῦμε ὅτι οἱ ἄγγελοι ἔχουν ἐχθρότητα μεταξύ τους. Οἱ ἄγγελοι ἔχουν συναίσθηση ὅτι ὅλοι ἀποτελοῦν ἕνα γένος, αὐτό τῶν ἀγγέλων. Μάλιστα οἱ Πατέρες ἀναφέρουν ὅτι δέν κακίζουν τούς δαίμονες, ἀντίθετα λυποῦνται γι αὐτούς, μήπως ἔχει ἀπομείνει σ’αὐτούς κάποιο ἴχνος τῆς πρώην ἀγγελικῆς διαγωγῆς.

Οἱ ἀριστεῖς τῶν ἀνθρώπων, οἱ Ἅγιοι, μέ παρόμοιο πρόπο προσεύχονται, δακρύζουν, ἀγωνίζονται γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος ἀνεξάρτητα φυλῆς ἤ γλώσσας. Ἐχουν συναίσθηση τῆς ἑνότητας τοῦ ἀνθρώπινου γένους. 

Ἡ παράβαση τοῦ Ἀδάμ εἶχε συνέπειες γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος. Ὑπῆρχαν σ’αὐτόν «οἱ λόγοι τῆς κληρονομικότητας». Οἱ ἄνθρωποι κληρονομήσαμε ὄχι τήν ἐνοχή ἀλλά τίς συνέπειες τῆς παράβασης τοῦ Ἀδάμ: τήν φθορά καί τόν θάνατο. Παρόμοια, ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ἐλύτρωσε ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν κατάρα τοῦ Νόμου. Ἡ Ἐκκλησία ψάλλει ἐνώπιον τοῦ Ἐσταυρωμένου τήν Μεγάλη Πέμπτη τό ἑσπέρας: «ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ Νόμου τῶ τιμίω σου αἵματι, τῶ Σταυρῶ προσηλωθείς καί τῆ λόγχη κεντηθείς, τήν ἀθανασία ἐπήγασας ἀνθρώποις, Σωτήρ ἡμῶν δόξα σοι». Ἡ φθορά καί ὁ θάνατος ἀπό τήν μία μεριά καί ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου διά τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν ἄλλη, εἶναι γεγονότα πού ἀφοροῦν τό σύνολο τῶν ἀνθρώπων ἀπό Ἀδάμ ἕως τῶν ἐσχάτων. Ἡ Ἐκκλησία βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά ἀντικρύσει ὅλη τήν ἀλήθεια, νά καθαρθεῖ ἀπό τά πάθη γιά νά μπορέσει νά ἀγαπήσει.

Μέ τόν τρόπο αὐτό κάθε πράξη μετανοίας, ταπείνωσης, προσευχῆς, θυσίας ὀφελεῖ ὅλη την ἀνθρωπότητα. Ὁ ἄνθρωπος ὅταν στόν μικρόκοσμό του δρᾶ ἀγαπητικά πρός ὅλους, καί ὄχι μόνο σέ ὅσους τόν ἀγαποῦν, προσφέρει εὐλογία. Ἀπό τήν μέθεξη τῆς θεοποιοῦ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους τῶν Ἁγίων ὅλοι εὐεργετοῦνται. Ὅσο ἁγιάζουμε τόν ἑαυτό μας μέ τήν παύση τῶν παθῶν, τήν προσευχή, τήν ὑπομονή, τήν μετάνοια συντελοῦμε στήν διάχυση τῆς εὐλογίας. Ἀπό αὐτήν τήν ἄποψη αὐτή «Θεοῦ συνεργοί ἐσμέν». Ἀντίθετα ἡ ἐπικράτηση τῆς ἁμαρτίας βαραίνει σέ ὅλο τό γένος μας.

Προκειμένου νά ἀναχθεῖ ὁ ἄνθρωπος στή θεώρηση αὐτή πρέπει νά ἀπεκδυθεῖ τήν ἰδιοτέλεια, κάθε προσωπικό συμφέρον. Νά πάψει νά εἶναι ἐγωκεντρικός, νά ἔχει φοβίες ἤ δουλικό φόβο, νά μάθει νά συγχωρεῖ. Στό βιβλίο του «ἡ Κλίμαξ» ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης τοποθετεῖ τήν ἀγάπη στίς ἀνώτατες βαθμίδες τῆς σκάλας πού ὁδηγεῖ στόν Χριστό. Πρέπει νά προηγηθεῖ ἡ κάθαρση ἀπό ὅλα τά πάθη προκειμένου νά εἶναι ἡ ἀγάπη ἀνιδιοτελής. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στους Γαλάτες: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ ἐν ἐμοί Χριστός». Χωρίς τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑποταγμένος στήν λογική τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ. Μέ τήν ἔλευση τῆς χάριτος  πληροῦται θείου φωτός, τά χαρίσματά του ἐνεργοποιοῦνται, δέν ἔχει λόγο νά εἶναι ἐξουσιαστικός, δεδομένου ὅτι αἰσθάνεται ἐνταγμένος στό ἐνιαῖο ἱεραρχικό σῶμα τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ μέ τήν κτιστή δημιουργία. Ἐδῶ ἡ τάξη εἶναι χαρισματική καί ὄχι ἐξουσιαστική καί κανένα μέλος δέν ἐξουσιάζει τό ἄλλο. Ἔχει πλέον τήν ἐπίγνωση ὅτι ὅλα οὐσιώνονται καί ζωογονοῦνται ἀπό τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ παρουσία θεουμένων ἀνθρώπων στόν κόσμο εἶναι εὐεργετική: δέν περιγράφουν ἀλλά μέ τήν ἀλλοίωσή τους βεβαιώνουν μιάν ἄλλη πραγματικότητα μέσα στήν πραγματικότητα τοῦ κόσμου. Εἶναι μέτοχοι τῆς φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἄκτιστης ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ.

Στήν σημερινή εὐαγγελική περικοπή γίνεται ἀπό τόν Κύριο ἀναφορά στό ἔλεος. Ὁ ἀχάριστος δοῦλος ἐλεήθηκε ἀπό τόν κύριό του ἀλλά δέν ἔδειξε ἔλεος στους συνδούλους. Ἔλεος ζητᾶ ὁ κατάδικος πού ἔχει χάσει κάθε ἐλπίδα ἀπό νομική ἄποψη. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κυριαρχεῖ ἡ αἴτηση «Κύριε ἐλέησον». Προσευχόμεθα ὡς κατάδικοι τῶν ὁποίων ἡ ἔσχατη ἐλπίδα εἶναι ἡ παροχή χάριτος, ἐλέους. Αὐτή ἡ σχεδόν θρηνώδης κραυγή ἐκφράζει τόν ἄνθρωπο πού ἔχει χάσει κάθε ἐγωιστική πίστη στόν ἑαυτό του καί μετανοημένος καί ἐξουθενωμένος προσφεύγει ἐν ταπεινώσει στό ἔλεος τοῦ δημιουργοῦ, ὁ ὁποῖος «ἐμνήσθη ὅτι χοῦς ἐσμέν». Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας περιγράφουν τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἅγίου Πνεύματος σάν μιά κατάσταση ὅπου ἡ προσευχή παύει πλέον, καί ὁ προσευχόμενος ἔχει δάκρυα ὄχι μετανοίας πιά ἀλλά χαρμολύπης καί αἰσθάνεται ὡς ὁ τελευταῖος τῶν ἀνθρώπων. Ἡ αἴτηση ἐλέους, λοιπόν, ταιριάζει σ’αὐτόν πού αἰσθάνεται τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἡ Παλαιά Διαθήκη τήν περιγράφει ὡς τρόμο καί ἔκσταση καί συστροφή τῶν σπλάχνων ὅμως ἡ δυνατότητα θέωσης πού δόθηκε στό ἀνθρώπινο γένος μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου κατεπράϋνε τήν ἐμπειρία.

Αὐτοί πού ἀγάπησαν τόν Θεό ὑπερβολικά, ἀγάπησαν καί κάθε ἄνθρωπο.

 
Ἀρχιμανδρίτου Δωροθέου Τζεβελέκα
 
”ΔΙΗΓΗΣΟΜΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΣΟΥ”
 
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στά κυριακάτικα Εὐαγγέλια
 
Θεσσαλονίκη, 2015