Στο δημοτικό τραγούδι, που είναι η γνήσια, ειλικρινής και ανόθευτη έκφραση της λαϊκής ψυχής, μας παρουσιάζεται ένας λαός λιτός στη διάθεση, στη ζωή και κλασσικός στην έκφραση του συναισθηματικού κόσμου. Τα δημοτικά τραγούδια έχουν τη ρίζα τους στα αρχαία λαϊκά τραγούδια. Πολλά δεν διαφέρουν από εκείνα παρά μόνο στη γλώσσα. Έχοντας αυτό ως δεδομένο, μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι παρά το πέρασμα τόσων αιώνων η λαϊκή ποίηση, όπως και όλος ο λαϊκός πολιτισμός, (παροιμίες, έθιμα, μύθοι, παραμύθια κτλ.) εκφράζουν με τον ίδιο τρόπο τη λαϊκή ψυχή.
Τὰ κλέφτικα τραγούδια ἀποτελοῦν τὴν ἀποκορύφωση μίας μακρᾶς ἐξέλιξης τῆς ποιητικῆς δημιουργίας τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Στὸ κλέφτικο τραγούδι, ποὺ ἡ δημιουργικὴ ἄνθησή του ἁπλώνεται σὲ ὅλον τὸν ΙΗ´ αἰώνα καὶ στὶς παραμονὲς τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, ἀποτυπώνεται τὸ ἁδρὸ καὶ πολεμικὸ πνεῦμα τῶν ὀρεσίβιων κατοίκων τῆς Ἠπείρου, τῆς Ρούμελης καὶ τοῦ Μοριά, τῆς Θεσσαλίας, τῆς νοτιοδυτικῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Χαλκιδικῆς, ποὺ ὡς «κλέφτες» ἢ «ἀρματολοὶ» σήκωσαν μαζὶ μὲ τοὺς νησιῶτες μπουρλοτιέρηδες τὸ βάρος καὶ τὴν εὐθύνη τῆς ἐθνικῆς ἀποκατάστασης τοῦ ἑλληνικοῦ Ἔθνους .
Οἱ κλέφτες με τὰ κατορθώματά τους, τὸ ἦθος καὶ τὴ συμπεριφορὰ τοὺς ξεχωρίζουν γιὰ τὴν ἀδάμαστη ἀνδρεία καὶ τὴν ἀκατάβλητη ψυχικὴ ἀντοχή τους. Αὐτοὶ σφυρηλάτησαν τὴ νέα μορφὴ τοῦ Ἕλληνα, τοῦ παλληκαριοῦ, ποὺ θὰ ἀγωνιστεῖ μέχρι θανάτου, προκειμένου νὰ ἀναδυθεῖ μέσα ἀπὸ τοὺς καπνοὺς καὶ τὰ ἐρείπια τοῦ πολέμου, ματωμένη, ἀλλὰ πάνοπλη ἡ Ἐλευθερία.
«Λάμπουν τὰ χιόνια»
Τὴν αἴγλη τῶν Κολοκοτρωναίων ὡς ἀρματολῶν καὶ κλεφτῶν ἐξυμνοῦν πολλὰ δημοτικὰ τραγούδια ποὺ ἀναφέρονται στὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση τους, ὄχι μόνο κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν προεπαναστατικὴ περίοδο. Κυρίως καὶ προπάντων ἐξυμνεῖται ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὁ Θρυλικὸς «Γέρος τοῦ Μοριᾶ» ποὺ τὸ ὄνομά του ἔγινε σύμβολο τοῦ ἑλληνικοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγώνα τοῦ 1821. Στὸ ἑπόμενο τραγούδι ἐξαίρεται ἡ λαμπρὴ ἐμφάνιση, ὁ ἐντυπωσιακὸς ὁπλισμὸς καὶ προπαντὸς ἡ ὑπερηφάνεια τῶν Κολοκοτρωναίων.
Τὸ τραγούδι εἶναι ἀπὸ τὰ πλέον δημοφιλῆ σὲ ὅλη τὴν Πελοπόννησο, γι᾿ αὐτὸ καὶ δικαίως θεωρεῖται ὡς ὁ «ἐθνικὸς ὕμνος» τοῦ Μοριᾶ.
«Λάμπουν τὰ χιόνια στὰ βουνὰ κι ὁ ἥλιος στὰ λαγκάδια.
Ἔτσι λάμπει κ᾿ ἡ κλεφτουριά, οἱ Κολοκοτρωναῖοι,
Πὄχουν τ᾿ ἀσήμια τὰ πολλά, τὶς ἀσημένιες πάλες.
Αὐτοὶ δὲν καταδέχονται τὴ γῆς νὰ τὴν πατήσουν.
Καβάλα πᾶν᾿ στὴν Ἐκκλησιά, καβάλλα προσκυνᾶνε,
Καβάλα παίρνουν ἀντίδερο ἀπ᾿ τοῦ Παπᾶ τὸ χέρι.
Φλουριὰ ρίχνουν στὴν Παναγιά, φλουριὰ ρίχνουν στοὺς ἅγιους
καὶ στὸν ἀφέντη τὸ Χριστὸ ρίχνουνε τ᾿ ἅρματά τους».