(ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ
ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ,
Ἐκδόσεις Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου
Μεταμόρφωση Χαλκιδικῆς, σελ. 348).
Ο γερω–Θεοφύλακτος Νανόπουλος ἀπό τό Ἰβηρίτικο Κελλί τῶν Τυπογράφων διηγήθηκε ἔνδακρυς:
«Κατά τά χρόνια τῆς Γερμανικῆς κατοχῆς μᾶς συνέλαβαν οἱ Γερμανοί μέ τόν κατά σάρκα ἀδελφό μου παπα–Παντελεήμονα καί μᾶς πῆγαν στό Νταχάου. Μία νύχτα μᾶς ἔβγαλαν ὅλους ἔξω γιά νά μᾶς ἐκτελέσουν. Ἦταν χειμῶνας καί μᾶς ξέντυσαν. Περιμέναμε τήν σειρά μας. Ἐλπίδα σωτηρίας δέν εἴχαμε. Τότε θυμήθηκα τούς ἁγίους Τεσσαράκοντα μάρτυρας καί λέω:
“Μωρέ, Παντελεῆμον, ποιό εἶναι τό Ἀπολυτίκιο τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα; Τό ξέρεις;”. Ὁ π. Παντελεήμων ἄρχισε νά ψέλνη: “Τάς ἀλγηδόνας τῶν Ἁγίων, ἅς ὑπέρ σοῦ ἔπαθον …”.
Ἀμέσως τότε μία ζέστη ἁπλώθηκε γύρω ἀπό μᾶς τούς δύο καί δέν καταλαβαίναμε τό κρύο. Ἦταν ἡ παρουσία τῶν Ἁγίων πού καί αὐτοί ὑπέφεραν ἀπό τό ψῦχος. Ἡ νύχτα πέρασε ἔτσι καί τό πρωΐ, ἐνῶ περιμέναμε τόν θάνατο, ἦρθε διαταγή ἐμᾶς τούς δύο καλογήρους νά μή μᾶς ἐκτελέσουν. Κανείς δέν γλύτωσε ἀπό ὅσους πῆγαν ἐκεῖ, παρά μόνο ἐμεῖς. Γι᾽ αὐτό ἔγραψαν τά ὀνόματά μας σέ μία πινακίδα καί τήν τοποθέτησαν ἐκεῖ στό στρατόπεδο ἐκτελέσεως».
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα