Τι­μή καί εὐ­γνω­μο­σύ­νη στό χέ­ρι πού μᾶς κρά­τη­σε καί μᾶς κρα­τά­ει!

«ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, ΜΙΑ ΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ»

+Γέ­ρον­τος Δω­ρο­θέ­ου Τζε­βε­λέ­κα, ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου

«Τοῦ­το τό γρα­ΐ­δι­ο πού κά­νει τόν σταυ­ρό του καί στέ­κε­ται σάν κου­ρού­να μπρο­στά στά εἰ­κο­νί­σμα­τα, εἶ­ναι ψυ­χή χι­λιά­δων χρό­νων καί ξέ­ρει ἀ­πό ποῦ βα­στᾶ καί ποῦ πά­ει, κα­λύτε­ρα ἀ­πό τόν κά­θε λι­μο­κον­τό­ρο πού σπου­δά­ζει στά Πα­ρί­σι­α». Φώ­της Κόν­το­γλου

Για­τί ἐ­μεῖς, ἡ δι­κιά μου γε­νιά, εἴ­μα­στε τό­σο εὐ­γνώ­μο­νες στίς γι­α­γιά­δες μας; Ἐ­γώ, ὅ­ταν ἤ­μουν στήν Ἀ­με­ρι­κή, πή­γαι­να καί σέ κα­μιά χει­ρο­το­νί­α. Κα­θό­μουν ἐ­κεῖ σέ μιά ἀ­κρού­λα καί πε­ρί­με­να νά ἀ­κού­σω ἕ­να μό­νο πρᾶγ­μα. Γι­νό­ταν πρῶ­τα ἡ χει­ρο­το­νί­α καί με­τά ὁ νε­ο­χει­ρο­το­νού­με­νος ἑ­τοι­μα­ζό­ταν νά πά­ει στό ἱ­ε­ρό σάν παπ­πᾶς λό­γου χά­ριν ἤ σάν διά­κος. Τό­τε μί­λα­γε ὁ δε­σπό­της καί τόν νου­θε­τοῦ­σε καί με­τά ἔ­παιρ­νε τόν λό­γο καί ὁ νε­ο­χει­ρο­το­νη­θείς νά πεῖ δυό κου­βέν­τες. Ἔ­λε­γε γιά πα­ρά­δειγ­μα εὐ­χα­ρι­στῶ τούς γο­νεῖς μου, εὐ­χα­ρι­στῶ αὐ­τούς πού πλη­ρώ­σα­νε τά λε­φτά γιά νά πά­ω νά σπου­δά­σω θε­ο­λο­γί­α-για­τί στήν Ἀ­με­ρι­κή τά πα­νε­πι­στή­μι­α εἶ­ναι ἰ­δι­ω­τι­κά- καί εἶ­χα αὐ­τούς τούς σπόν­σο­ρες- τούς λέ­νε ἐ­κεῖ- δω­ρη­τές, οἱ ὁ­ποῖ­οι μέ βο­ήθη­σαν νά σπου­δά­σω κ.ο.κ.. Κά­ποια στιγ­μή ἔ­λε­γε αὐ­τό πού πε­ρί­με­να ἐ­γώ. Ἔ­λε­γε: Ἄχ καί νά ‘ταν ἡ για­γιά μου ἐ­δῶ! Καί τό­τε ἔ­κλαι­γε…Ἔ­χω κά­νει προ­σω­πι­κό γκά­λοπ.

«Θά μπεῖς που­λί μου στό ἱ­ε­ρό». Αὐ­τή ἦ­ταν ἡ για­γιά σου. Αὐ­τή πού σέ σταύ­ρω­νε, πού σέ πή­γαι­νε πρω­ί – πρω­ί στήν ἐκ­κλη­σί­α, σέ κα­μά­ρω­νε νά ντυ­θεῖς παπ­πα­δά­κι. Τώ­ρα μπο­ρεῖ νά μήν ζεῖ, ἀλ­λά τί χα­ρά ἔ­χει στόν οὐ­ρα­νό! Πί­σω ἀ­πό ἕ­ναν παπ­πᾶ, λοι­πόν, ἐ­γώ ἔ­βλε­πα τήν για­γιά ἤ τήν μά­να, ἔ­βλε­πα αὐ­τούς πού δίδα­ξαν τήν πί­στη στά παι­διά. Ἄ­ρα τήν πί­στη θά πρέ­πει νά τήν δι­δά­ξου­με στά παι­διά, δέν γί­νε­ται ἀ­πό μό­νη της. Ἡ μά­να εἶ­ναι τά πάν­τα στό σπί­τι. Τό σπί­τι εἶ­ναι ἡ μά­να! Ἄν ἡ μάννα εἶ­ναι κα­λή, τό­τε θά βγά­λει καί κα­λά παι­διά, ἄν ἡ μά­να ἔ­χει ἐλ­λεί­ψεις, τό­τε θά ὑ­πάρ­χουν προ­βλή­μα­τα. Ἡ μά­να εἶ­ναι ἐ­κεί­νη ἡ ὁ­ποί­α ρυθ­μί­ζει τά τοῦ σπι­τιοῦ, εἶ­ναι ἱ­ε­ρό πρό­σω­πο.

Ὅ­ταν γύ­ρι­σα ἀ­πό τήν Ἀ­με­ρι­κή, πῆ­γα νά δῶ τήν μά­να μου με­τά ἀ­πό πολ­λά χρό­νι­α καί πῆ­γα καί τῆς φί­λη­σα τό χέ­ρι. Ἐ­κεί­νη μοῦ ἔ­λε­γε «φέ­ρε τό χε­ρά­κι σου παπ­πᾶ μου νά τό φι­λή­σω», ἀλ­λά ἐ­γώ τῆς εἶ­πα «μά­να νά φι­λή­σω ἐ­γώ τό χέ­ρι σου». Για­τί; Για­τί αὐ­τό τό χέ­ρι μέ κρά­τη­σε. Αὐ­τό τό χέ­ρι μέ κρά­τη­σε καί μέ ἔ­βα­λε στήν ἐκ­κλη­σί­α. (Καί με­τά ἀρ­γό­τε­ρα εἶ­δα μιά φω­το­γρα­φί­α τοῦ γέ­ρον­τα Ἐ­φραίμ* νά φι­λά­ει τό χέ­ρι τῆς μά­νας του καί σκέ­φτη­κα ὅ­τι ἔ­κα­να κα­λά! Εἴ­χα­με μι­λή­σει μέ τόν γέ­ρον­τα γιά τίς μανᾶδες μας μέ πο­λύ πε­ρη­φά­νει­α.) Ἡ μά­να, λοι­πόν, εἶ­ναι ἱ­ε­ρό πρό­σω­πο καί θά πρέ­πει νά τήν ἀ­κοῦ­με, φυ­σι­κά καί τόν πα­τέ­ρα, ἀλ­λά κα­τε­ξο­χήν τήν μά­να. Μα­κά­ρι νά δώ­σει ὁ Θε­ός οἱ σύγ­χρο­νες μανᾶδες νά εἶ­ναι σάν ἐ­κεῖ­νες πού με­γά­λω­σαν ἐ­μᾶς καί σάν τίς πι­ό πα­λιές, τίς γι­α­γιά­δες μας. Πού μᾶς ἔ­δω­σαν τόν Χρι­στό. Τό εὔ­χο­μαι…

Με­ρι­κά πράγ­μα­τα τά χά­σα­με μέ τό διά­βα τῶν δε­κα­ε­τι­ῶν, ἀλ­λά εἶ­ναι κα­θῆ­κον ἡ­μῶν πού εἴ­δα­με αὐ­τά τά πράγ­μα­τα νά τά με­τα­δώ­σου­με στίς ἄλ­λες γε­νιές. Ἐ­μεῖς τά εἴ­δα­με αὐ­τά καί δέν εἶ­ναι θε­ω­ρη­τι­κά. Εἴ­δα­με τήν για­γιά, πού ἦ­ταν σάν κα­λό­γρι­α ντυ­μέ­νη, μαῦ­ρα ροῦ­χα, μαῦ­ρα τσεμ­πέ­ρια καί ὅ­λο σταύ­ρω­νε καί εὐ­λο­γοῦ­σε, ὅ­λο μᾶς κου­βά­λα­γε κα­λού­δια, ἦ­ταν μιά πη­γή ἀ­γά­πης. Ποῦ τά ἔ­μα­θε αὐ­τά; Στήν ἐκ­κλη­σί­α! Για­τί ἡ ζω­ή της ἦ­ταν χρι­στο­κεν­τρι­κή, τό κέν­τρο τῆς ζω­ῆς της ἦ­ταν ὁ Χρι­στός. Θά πρέ­πει νά δι­δά­ξου­με στά παι­διά μας τήν εὐ­σέ­βει­α. Τά παι­διά μας δέν εἶ­ναι δι­κά μας παι­διά μό­νο. Λέ­νε μπαμ­πᾶ, ἀλ­λά λέ­νε καί Πά­τερ ἡ­μῶν. Τά παι­διά εἶ­ναι τοῦ Θε­οῦ καί ἐ­μεῖς θά πρέ­πει νά τά ἑ­τοι­μά­σου­με γιά νά πᾶ­νε πί­σω ἀ­πό τόν Θε­ό. Κα­θῆ­κον μας εἶ­ναι νά τούς δεί­ξου­με τόν Χρι­στό. Τό παι­δί ἀ­κού­ει πολ­λές φω­νές. Ἀ­κού­ει τήν φω­νή τῆς μη­τέ­ρας καί τοῦ πα­τέ­ρα, ἀ­κού­ει τήν φω­νή τῆς ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λά ἀ­κού­ει καί τήν φω­νή ἀ­πό τό facebook καί τό Instagram, ἀ­πό τό δι­α­δί­κτυ­ο γε­νι­κά καί δέ­χε­ται πά­ρα πολ­λές ἐ­πι­δρά­σεις. Θά πρέ­πει ἐ­μεῖς νά δυ­να­μώ­σου­με τήν δι­κή μας φω­νή. Οἱ ψυ­χο­λό­γοι λέ­νε ὅ­τι ἐ­μεῖς οἱ ἱ­ε­ρεῖς δέν ἔ­χου­με ἰ­σχυ­ρή πρό­σβα­ση στίς ψυ­χές τῶν παι­διῶν. Ἡ μά­να καί ἡ δα­σκά­λα ἔ­χουν. Ἄν ἡ δα­σκά­λα, λοι­πόν, εἶ­ναι ἄ­θε­η… βλέ­πεις στά ἀ­να­γνω­στι­κά στήν θέ­ση πού ἦ­ταν μί­α προ­σευ­χή τώ­ρα ἔ­βα­λαν μί­α συν­τα­γή ἤ τούς στί­χους ἀ­πό ἕ­να τρα­γού­δι τῆς Rihanna. Ἐ­κεῖ μᾶς πᾶ­νε μέ με­θό­δευ­ση, στήν κα­τα­στρο­φή, ἀλ­λά δέν θά γί­νει αὐ­τό. Ζῇ Κύ­ρι­ος ὁ Θε­ός!

Ἄς κά­νου­με καί ἐ­μεῖς λί­γη προ­σπά­θει­α, λί­γη αὐ­το­κρι­τι­κή, ἄς κά­νου­με με­τά­νοι­α. «Καί ἐ­γώ φταί­ω, τό λέ­ω πρῶ­τος, ἐ­γώ τά ἔ­σπει­ρα αὐ­τά! Τά ἔ­σπει­ρα αὐ­τά, τώ­ρα τρέ­χω μέ τόν πυ­ρο­σβε­στῆ­ρα νά σβή­σω τίς φω­τιές». Νά μι­λή­σου­με στόν Χρι­στό γιά τά λά­θη μας καί νά τόν πα­ρα­κα­λέ­σου­με νά σβή­σει τά ἄ­το­πα πού κά­να­με. Καί ὁ Θε­ός θά τό κά­νει. Σή­με­ρα, λοι­πόν, ἀλ­λά­ξα­με τήν πα­ρά­δο­σή μας, κά­να­με βή­μα­τα πί­σω καί φτά­σα­με τά παι­διά μας νά εἶ­ναι σάν Ἀ­με­ρι­κα­νά­κια. Ἔ­χει μεί­νει, ὅ­μως, ἀ­κό­μα σπό­ρος μέ­σα, καί ἐ­μεῖς θά πρέ­πει νά τόν δυ­να­μώ­σου­με.

*Ἀ­να­φο­ρά στόν γέ­ρον­τα Ἐ­φραίμ Φι­λο­θε­ΐ­τη, Ἀ­ρι­ζο­νί­τη.

 

Νεανικό Περιοδικό «ΡΩΜΝΙΟΣ», Τεύχος 33.

Επικοινωνία με συντακτική επιτροπή: romniosperiodiko@gmail.com

Σχετικά με το περιοδικό ΡΩΜΝΙΟΣ