Ἡ ἕ­κτη δη­μι­ουρ­γι­κή ἡ­μέ­ρα κα­τά τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή καί ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­ξε­λί­ξε­ως

Αδάμ- Η ονοματοδοσία των ζώων Ι.Μ Αγίου Νικολάου Αναπαυσά, Μετέωρα

«ΝΕΑΝΙΚΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ»

Ὁ­μι­λί­α π. Ἀ­θα­να­σί­ου Μυ­τι­λη­ναί­ου

Ἡ ἕ­κτη δη­μι­ουρ­γι­κή ἡ­μέ­ρα ἀ­να­φέ­ρε­ται εἰς τήν δη­μι­ουρ­γί­αν τῶν χερ­σαί­ων ζώ­ων καί τήν δη­μι­ουρ­γί­αν τοῦ ἀν­θρώ­που. Λέ­ει τό ἱ­ε­ρό κεί­με­νο (Γέν. 1,24-25):

«Καί εἶ­πεν ὁ Θε­ός· ἐ­ξα­γα­γέ­τω ἡ γῆ ψυ­χήν ζῶ­σαν κα­τά γέ­νος, τε­τρά­πο­δα καί ἑρ­πε­τά καί θη­ρί­α τῆς γῆς κα­τά γέ­νος. καί ἐ­γέ­νε­το οὕ­τως· καί ἐ­ποί­η­σεν ὁ Θε­ός τά θη­ρί­α τῆς γῆς κα­τά γέ­νος, καί τά κτή­νη κα­τά γέ­νος αὐ­τῶν καί πάν­τα τά ἑρ­πε­τά τῆς γῆς κα­τά γέ­νος αὐ­τῶν· καί εἶ­δεν ὁ Θε­ός, ὅ­τι κα­λά».

Καί με­τά ταῦ­τα προ­χω­ρεῖ στήν δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ ἀν­θρώ­που. Βλέ­που­με ἐ­δῶ τόν Θε­όν σέ μι­ά και­νούρ­για δη­μι­ουρ­γι­κή πρά­ξη νά λέ­γει ἡ γῆ νά ἐ­ξα­γά­γει ψυ­χήν ζῶ­σαν «κα­τά γέ­νος» πού νά ἀ­πο­τε­λεῖ­ται αὐ­τή ἡ ψυ­χή ἡ ζῶ­σα ἀ­πό τε­τρά­πο­δα, ἀ­πό ἑρ­πε­τά καί θη­ρί­α. Βέ­βαι­α, ἐ­πει­δή πάν­το­τε εἶ­ναι δη­μώ­δης ἡ ἔκ­θε­σις τῶν ὅ­σων πε­ρι­γρά­φει ὁ ἱ­ε­ρός συγ­γρα­φεύς, γιά αὐ­τόν τόν λό­γο θά λέ­γα­με ὅ­τι τά τε­τρά­πο­δα εἶ­ναι τά οἰ­κι­α­κά ζῶ­α, τά θη­ρί­α δέν εἶ­ναι τά θη­ρί­α τοῦ δά­σους ἀλ­λά ἁ­πλῶς ἐ­κεῖ­να πού δέν εἶ­ναι οἰ­κι­α­κά, καί τά ἑρ­πε­τά -τά γνω­στά μας ἑρ­πε­τά- ἐ­κεῖ­να τά ὁ­ποῖ­α ἤ δέν ἔ­χουν πό­δια ἤ ἔ­χουν μι­κρά πό­δια πού δί­δε­ται ἡ ἐν­τύ­πω­σις ὅ­τι ἕρ­πουν ἐ­πί τῆς γῆς.

Συ­νε­πῶς, ἔ­χου­με ἐ­δῶ τρεῖς κα­τη­γο­ρί­ες: Τά οἰ­κι­α­κά ζῶ­α, ἤ­τοι τά ἐ­ξη­με­ρω­μέ­να ζῶ­α, τά ζῶ­α τά ὁ­ποῖ­α δέν εἶ­ναι ἐ­ξη­με­ρω­μέ­να, καί τά ἑρ­πε­τά, τά ὁ­ποῖ­α βε­βαί­ως δέν ἐ­ξη­με­ροῦν­ται. Ἔ­τσι κλεί­νει μέ τήν δη­μι­ουρ­γί­α τῶν ζώ­ων, τήν ἕ­κτην ἡ­μέ­ραν κλεί­νει τό ζω­ι­κό βα­σί­λει­ο. Θά ‘θε­λα μό­νο, ἀ­να­φε­ρό­με­νοι στήν ἕ­κτη δη­μι­ουρ­γι­κή ἡ­μέ­ρα, πού ἔ­χου­με τήν δη­μι­ουρ­γί­α τῶν ζώ­ων τῶν χερ­σαί­ων, νά προ­σέ­ξου­με τό ση­μεῖ­ο ἐ­κεῖ­νο στό ὁ­ποῖ­ο ὁ ἱ­ε­ρός συγ­γρα­φέ­ας, ὁ Μω­υ­σῆς, ἀ­να­φέ­ρει τήν φρά­ση «κα­τά γέ­νος» πέν­τε φο­ρές! Τί ση­μαί­νει αὐ­τό; Ἄς μοῦ ἐ­πι­τρα­πεῖ νά πῶ τήν ἔκ­φρα­ση, ὡς νά ἐ­γνώ­ρι­ζε τί θά ἐ­γί­νε­το κά­πο­τε εἰς τούς ἀν­θρώ­πους, τί θε­ω­ρί­ες θά ἐ­πι­κρα­τοῦ­σαν, καί τρό­πον τι­νά δι­α­σφα­λί­ζει μέ τήν φρά­ση «κα­τά γέ­νος» πού ἀ­να­φέ­ρει στό ἱ­ε­ρό κεί­με­νο τήν ἀ­πάν­τη­ση γιά ἐ­κεῖ­να τά ὁ­ποῖ­α θά ἐ­λέ­γον­το ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους, γιά νά τούς δώ­σει ἀ­πο­στο­μω­τι­κή ἀ­πάν­τη­ση ὅ­τι ἐ­κεῖ­να τά ὁ­ποῖ­α ἰ­σχυ­ρί­ζε­στε καί ἔ­χε­τε σάν θε­ω­ρί­ες δέν εἶ­ναι σω­στά. Πρό­κει­ται γιά τήν θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­ξε­λί­ξε­ως, πού ὁ­πωσ­δή­πο­τε εἶ­ναι μι­ά θε­ω­ρί­α ἡ ὁ­ποί­α ξε­πέ­ρα­σε στήν δι­α­τύ­πω­σή της τά 100 χρό­νι­α, καί ἡ ἀ­πάν­τη­ση πού παίρ­νει βρί­σκε­ται στήν φρά­ση τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς «κα­τά γέ­νος, ὅ­τι δη­λα­δή δέν ἔ­χου­με ἐ­ξέ­λι­ξη, δι­ό­τι ὁ Θε­ός δη­μι­ουρ­γεῖ τά γέ­νη. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ἀ­πάν­τη­σις.

Ὅ­ταν λέ­με θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­ξε­λί­ξε­ως τί ἐν­νο­οῦ­με; Κα­ταρ­χάς, πρέ­πει νά σᾶς πῶ ὅ­τι ἐ­κεῖ­νος, ὁ ὁ­ποῖ­ος τήν δι­ε­τύ­πω­σε εἶ­ναι ὁ Darwin, ὁ Δαρ­βί­νος, Ἄγ­γλος, Κά­ρο­λος Δαρ­βί­νος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­ζη­σε τόν πε­ρα­σμέ­νο αἰ­ῶ­να καί δι­ε­τύ­πω­σε τήν θε­ω­ρί­α του σέ ἕ­να βι­βλί­ο πού τό ἐ­ξέ­δω­κε τό 1859 μέ τόν τί­τλο: Ἡ κα­τα­γω­γή τῶν εἰ­δῶν ἐ­πί τῇ βά­σει τῆς φυ­σι­κῆς ἐ­πι­λο­γῆς. Ὁ Δαρ­βί­νος ἦ­το ἕ­νας φυ­το­τε­χνι­κός καί ζω­ο­τε­χνι­κός. Δέν ἦ­το ἀ­κρι­βῶς ἐ­πι­στή­μων. Ἀλ­λά ἕ­νας τε­χνι­κός, ἕ­νας ζω­ο­τε­χνι­κός καί φυ­το­τε­χνι­κός. Ἔ­κα­νε πολ­λά τα­ξί­δια, ἰ­δί­ως στήν Νό­τι­α Ἀ­με­ρι­κή. Εἶ­χε πα­ρα­τη­ρη­τι­κό­τη­τα. Εἶ­χε ἕ­να ἀ­γρό­κτη­μα. Ἔ­κα­νε πα­ρα­τη­ρή­σεις στά κου­νέ­λια, πού εἶ­χε στό ἀ­γρό­κτη­μά του, καί ἄρ­χι­σε νά σκέ­πτε­ται με­ρι­κά πράγ­μα­τα, πού βε­βαί­ως πάν­το­τε ἐ­τί­θεν­το εἰς τόν ἄν­θρω­πο. Ὅ­λη αὐ­τή ἡ ποι­κι­λί­α τῶν ζων­τα­νῶν ὀρ­γα­νι­σμῶν ἔ­χει κα­νέ­να σύν­δε­σμο με­τα­ξύ της; Ἔ­χου­με ὅ­λα αὐ­τά τά ζῶ­α. Αὐ­τά τά ζῶ­α πῶς ὑ­πάρ­χουν; Ὑ­πάρ­χουν αὐ­το­τε­λῶς ἤ ὑ­πάρ­χει κά­ποια σχέ­σις με­τα­ξύ των; Ὁ Δαρ­βί­νος, λοι­πόν, ἄρ­χι­σε νά κά­νει μι­ά κα­τά­τα­ξη τῶν πραγ­μά­των καί νά προ­σπα­θεῖ νά βρεῖ μιά ἄ­κρη, γιά νά ἀ­παν­τή­σει στό θέ­μα αὐ­τό. Πα­ρα­τή­ρη­σε, λοι­πόν, ὁ Δαρ­βί­νος τό ἑ­ξῆς, ὅ­τι μέ­σα στήν φύ­ση ἀ­νά­με­σα στά ζῶ­α ὑ­πάρ­χει ἕ­νας ἀ­γῶ­νας ὑ­πάρ­ξε­ως.

Ἕ­να μι­κρό πα­ρά­δειγ­μα, μι­ά πού ὁ ἄν­θρω­πος ἦ­ταν ζω­ο­τέ­χνης, εἶ­χε ἐ­κτρο­φεῖ­ο κου­νε­λιῶν στό κτῆ­μα του. Πα­ρα­τή­ρη­σε, λοι­πόν, καί τό πα­ρα­τη­ροῦ­με καί ἐ­μεῖς ὅ­τι μι­ά κου­νέ­λα μπο­ρεῖ νά κά­νει δέ­κα κου­νε­λά­κια. Τά κου­νε­λά­κια αὐ­τά δέν ἔ­χουν ὅ­λα τήν ἴ­δια σω­μα­τι­κή κα­τα­σκευ­ή. Δη­λα­δή, ὅ­λα κου­νε­λά­κια εἶ­ναι, ἀλ­λά τό ἕ­να μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι πι­ό δυ­να­μω­μέ­νο καί τό ἄλ­λο νά εἶ­ναι πι­ό ἀ­σθε­νι­κό. Αὐ­τά τά δέ­κα κου­νε­λά­κια δι­α­θέ­τουν μι­ά ἄλ­φα, βή­τα, γάμ­μα, δέλ­τα ζω­τι­κό­τη­τα καί ἐ­νερ­γη­τι­κό­τη­τα. Ὅ­ταν ἡ κου­νέ­λα δι­α­θέ­τει ἄς ποῦ­με ὀ­κτώ μα­στούς- πα­ρά­δειγ­μα τώ­ρα λέ­ω-ἐ­νῷ τά κου­νε­λά­κια εἶ­ναι δέ­κα, δύ­ο κου­νε­λά­κια δέν πρέ­πει νά θη­λά­σουν. Τά δύ­ο αὐ­τά κου­νε­λά­κια, πού δέν πρέ­πει νά θη­λά­σουν, κατ’ ἀ­νάγ­κη θά εἶ­ναι τά πι­ό ἀ­σθε­νι­κά, δι­ό­τι δέν θά ἔ­χουν τήν δύ­να­μη, για­τί τά ἄλ­λα θά ἔ­χουν τήν δύ­να­μη καί θά ὁρ­μή­σουν στούς μα­στούς τῆς μά­νας των καί θά ἀρ­χί­σουν νά θη­λά­ζουν. Θά πρέ­πει αὐ­τά τά δύ­ο πού θά μέ­νουν ἀ­πέ­ξω, καί τό βλέ­που­με αὐ­τό, νά πᾶ­νε νά βγά­λουν τά ἀν­τί­στοι­χα δύ­ο, γιά νά πᾶ­νε αὐ­τά νά θη­λά­σουν. Ἐ­κεῖ­να τά ὁ­ποῖ­α βγῆ­καν, μέ τήν ὄ­ρε­ξη πού δι­α­θέ­τουν, θά πᾶ­νε νά βγά­λουν τώ­ρα ἄλ­λα δύ­ο, καί ἔ­τσι γί­νε­ται ἕ­νας ἀ­γῶ­νας νά θη­λά­σουν. Αὐ­τό τό πα­ρα­τή­ρη­σε ὁ ζω­ο­τέ­χνης Δαρ­βί­νος. Σκέ­φτη­κε, ὅ­μως, ὅ­πως κά­θε κα­λός ζω­ο­τέ­χνης, αὐ­τό νά τό προ­λά­βει καί νά πεῖ: Ἡ κου­νέ­λα μου γέν­νη­σε δέ­κα, ἐ­γώ ἔ­χω ὀ­κτώ μα­στούς στήν κου­νέ­λα, τί θά κά­νω; Θά πά­ρω ἐ­γώ τά δυό κου­νε­λά­κια τά πι­ό ἀ­δύ­να­τα, τά ὁ­ποῖ­α ἐ­γώ θά τά δι­α­λέ­ξω, θά τά ἐ­πι­λέ­ξω, προ­σέξ­τε τί λέ­ξη εἶ­πα, θά τά ἐ­πι­λέ­ξω, θά κά­νω ἐ­πι­λο­γή. Θά τά πά­ρω αὐ­τά τά δύ­ο, ἄ­χρη­στα εἶ­ναι, θά τά πε­τά­ξω. Αὐ­τή εἶ­ναι μι­ά τε­χνη­τή ἐ­πι­λο­γή. Καί εἶ­πε ὁ Δαρ­βί­νος: Αὐ­τό πού κά­νω ἐ­γώ, τήν τε­χνη­τή ἐ­πι­λο­γή, μπο­ρεῖ νά τήν κά­νει ἡ ἴ­δια ἡ φύ­σις, καί λέ­γε­ται φυ­σι­κή ἐ­πι­λο­γή.

Αὐ­τή ἡ φυ­σι­κή ἐ­πι­λο­γή πῶς γί­νε­ται; Γί­νε­ται μέ τόν ἀ­γῶ­να πε­ρί ὑ­πάρ­ξε­ως. Εἶ­ναι δη­λα­δή ἕ­νας ἀ­γῶ­νας νά ὑ­πάρ­ξεις. Ὁ ἀ­γῶ­νας γιά νά ὑ­πάρ­ξω ἐ­πι­βάλ­λει νά ἔ­χω χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πού νά εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρα καί τε­λει­ό­τε­ρα ἀ­πό τό δι­πλα­νό μου, τό ἀ­δελ­φά­κι μου. Ἀλ­λά ὅ­ταν ἐ­γώ ἔ­χω κά­ποια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά κα­λύ­τε­ρα, δυ­να­τό­τε­ρα ἀ­πό τό ἀ­δελ­φά­κι μου, -ἐ­δῶ τώ­ρα ἔ­κα­νε τό λά­θος ὁ Δαρ­βί­νος, για­τί σᾶς εἶ­πα δέν ἦ­ταν ἐ­πι­στή­μων, ἦ­ταν ζω­ο­τέ­χνης,- ἐ­γώ θά με­τα­βι­βά­σω τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πού ἔ­χω στούς ἀ­πο­γό­νους μου, ἐ­γώ ἐ­πέ­ζη­σα, ἔ­χω λοι­πόν ἀ­πο­κτή­σει κά­ποιες δυ­να­τό­τη­τες. Τίς δυ­να­τό­τη­τές μου τώ­ρα ἐ­γώ τίς με­τα­βι­βά­ζω στούς ἀ­πο­γό­νους μου. Οἱ ἀ­πό­γο­νοί μου εἶ­ναι βελ­τι­ω­μέ­νοι σέ σχέ­ση μέ μέ­να, καί τά ἐγ­γό­νια μου εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο βελ­τι­ω­μέ­να. Ἀ­πό βελ­τί­ω­ση σέ βελ­τί­ω­ση μέ αὐ­τήν τήν ἐ­πι­λο­γή πού γί­νε­ται ἀ­πό τόν ἀ­γῶ­να πε­ρί ὑ­πάρ­ξε­ως ἀρ­χί­ζει τό κά­θε ζῶ­ο νά ἀ­πο­κτά­ει καί κά­ποιες ἰ­δι­ό­τη­τες πού δέν τίς εἶ­χε ὁ πρό­γο­νός του καί τίς ὁ­ποῖ­ες κλη­ρο­δο­τεῖ στούς ἐ­πι­γό­νους. Καί ἔ­τσι, εἶ­πε ὁ Δαρ­βί­νος, μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ἔ­χου­με τήν δη­μι­ουρ­γί­α νέ­ων εἰ­δῶν. Ἀλ­λά, πε­ριτ­τό νά σᾶς πῶ, ὅ­τι ἡ ὅ­λη ὑ­πό­θε­ση ἔ­χει μι­ά ἀ­φέ­λει­α. Για­τί ὁ Δαρ­βί­νος δέν ἐ­γνώ­ρι­ζε πολ­λά πράγ­μα­τα. Δέν ἐ­γνώ­ρι­ζε δη­λα­δή τούς κλη­ρο­νο­μι­κούς πα­ρά­γον­τες, δέν ἐ­γνώ­ρι­ζε ἐ­κεῖ­να τά ὁ­ποῖ­α ἤ­δη εἶ­χε ἀ­να­κα­λύ­ψει ὁ Mendel, δέν ἐ­γνώ­ρι­ζε τί­πο­τα, τί­πο­τα, τί­πο­τα ἀ­πό ὅ­λα αὐ­τά, καί ἔ­βγα­λε αὐ­τά τά χον­δρι­κά συμ­πε­ρά­σμα­τα, τά ὁ­ποῖ­α πε­ριτ­τό νά σᾶς πῶ ὅ­τι προ­σε­βλή­θη­σαν, καί κά­ποιο και­ρό ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Δαρ­βί­νου πῆ­γε στήν ἄ­κρη.

Ὅ­ταν λέ­με ἐ­ξέ­λι­ξη τί ἐν­νο­οῦ­με; Ἔ­χο­με δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις ἐ­ξε­λί­ξε­ως. Ἡ μι­ά πε­ρί­πτω­σις εἶ­ναι ὅ­ταν βλέ­που­με νά ἔ­χου­με τήν δη­μι­ουρ­γί­α τῶν ὄν­των εἴ­τε στό φυ­τι­κό βα­σί­λει­ο εἴ­τε στό ζω­ι­κό βα­σί­λει­ο ἀ­πό τά ἀ­τε­λέ­στε­ρα εἰς τά τε­λει­ό­τε­ρα. Στά φυ­τά τί ἔ­χου­με; Πρῶ­τα ἔ­χου­με τήν πό­α- ἄς ποῦ­με τό χορ­τά­ρι, τά ἀ­τε­λῆ φυ­τά, τά ἄ­ξυ­λα φυ­τά, τά ἄ­κορ­μα φυ­τά. Με­τά τί ἔ­χου­με; Ἔ­χου­με τά ξυ­λώ­δη φυ­τά, μέ πλή­ρεις καρ­πούς, σω­στούς, κα­νο­νι­κούς. Ἀ­πό τά ἀ­τε­λέ­στε­ρα στά τε­λει­ό­τε­ρα φυ­τά. Νά, λοι­πόν, μι­ά ἐ­ξέ­λι­ξις. Ἡ πρώ­τη, λοι­πόν, μορ­φή ἐ­ξε­λί­ξε­ως εἶ­ναι ὅ­τι πᾶ­με ἀ­πό τά ἀ­τε­λέ­στε­ρα στά τε­λει­ό­τε­ρα. Τό θέ­μα εἶ­ναι σα­φές, ὅ­τι στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή ἐ­κτί­θε­ται αὐ­τή ἡ ἐ­ξέ­λι­ξις. Δέν ἐν­νο­οῦ­σε αὐ­τήν ὁ Δαρ­βί­νος. Οὔ­τε ἐν­νο­οῦν αὐ­τήν τήν ἐ­ξέ­λι­ξη οἱ ἐ­ξε­λι­κτι­κοί. Ἀλ­λά, πῶς μπο­ρεῖ νά περ­νῶ ἀ­πό τά ἀ­τε­λέ­στε­ρα στά τε­λει­ό­τε­ρα; Ὁ Θε­ός δη­μι­ουρ­γεῖ, ἤ ὑ­πάρ­χει κά­ποιος ἄλ­λος πα­ρά­γων ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι ἔ­ξω ἀ­πό τόν Θε­όν πού δη­μι­ουρ­γεῖ; Καί ποιός εἶ­ναι αὐ­τός ὁ πα­ρά­γων; Ἀλ­λά βλέ­που­με, ὅ­μως, ὅ­τι ὁ Θε­ός ὅ­πως δη­μι­ουρ­γεῖ δέν περ­νά­ει ἀ­πό τό ἕ­να γέ­νος στό ἄλ­λο. Ἡ θε­ω­ρί­α ὅ­μως τῆς ἐ­ξε­λί­ξε­ως κι­νεῖ­ται μέ τήν δευ­τέ­ρα ἔν­νοι­α τῆς ἐ­ξε­λί­ξε­ως, δη­λα­δή πῶς θά δι­και­ο­λο­γή­σω, πῶς θά ἑρ­μη­νεύ­σω τό πέ­ρα­σμα ἀ­πό τό ἕ­να ζῶ­ο στό ἄλ­λο ζῶ­ο. Αὐ­τό λέ­γε­ται θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­ξε­λί­ξε­ως καί ὄ­χι ὅ­πως ἐ­κτί­θεν­ται μέ­σα στό βι­βλί­ο τῆς γε­νέ­σε­ως, ὅ­τι περ­νά­ω ἀ­πό τά ἀ­τε­λέ­στε­ρα εἰς τά τε­λει­ό­τε­ρα ὄν­τα.

Ἕ­να εἶ­ναι ἀ­λη­θές. Ἡ ἀ­δυ­να­μί­α τῆς θε­ω­ρί­ας νά ἐ­ξη­γή­σει τό πῶς ἔ­χου­με τό πέ­ρα­σμα ἀ­πό τό ἕ­να γέ­νος στό ἄλ­λο γέ­νος. Πῶς μπο­ροῦ­με νά δι­και­ο­λο­γή­σου­με τήν σύν­δε­ση τῶν γε­νῶν; Δη­λα­δή μέ ἄλ­λα λό­γι­α εἶ­ναι αὐ­τό πού λέ­νε «Θε­ω­ρί­α». Τί θά πεῖ θε­ω­ρί­α; Θε­ω­ρί­α θά πεῖ ἕ­να ἐ­πι­στη­μο­νι­κό πι­στεύ­ω. Ἡ θε­ω­ρί­α δέν εἶ­ναι ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἀ­λή­θει­α, στη­ρί­ζε­ται σέ με­ρι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις, ἀλ­λά οὐ­δέ­πο­τε, ὅ­μως, εἶ­ναι ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἀ­λή­θει­α. Ἀ­πό ποῦ ξε­κι­νά­ει; Ξε­κι­νά­ει ἀ­πό μι­ά εἰ­κα­σί­α, ἀ­πό μι­ά φαν­τα­σί­α, ἀ­πό μι­ά δι­αί­σθη­ση τοῦ ἐ­πι­στή­μο­νος. Κα­τό­πιν, κά­νει μι­ά ὑ­πό­θε­ση, χτί­ζει μι­ά θε­ω­ρί­α καί προ­σπα­θεῖ νά τήν ἀ­πο­δεί­ξει μέ τά δε­δο­μέ­να τῶν πα­ρα­τη­ρή­σε­ων πού ἔ­χει ἤ τῆς δι­αι­σθή­σε­ως πού δι­α­θέ­τει. Ἐ­άν τά δε­δο­μέ­να αὐ­τά ἐ­πα­λη­θεύ­σουν τήν θε­ω­ρί­α, ἀλ­λά τήν ἐ­πα­λη­θεύ­ουν ἐν παν­τί τό­πῳ καί χρό­νῳ, ἀ­πό ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε ὁ­που­δή­πο­τε, τό­τε ἡ θε­ω­ρί­α αὐ­τή ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γί­νε­ται ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἀ­λή­θει­α, καί πιά δέν χω­ρά­ει τί­πο­τα, εἶ­ναι ἀ­λή­θει­α ἐ­πι­στη­μο­νι­κή. Ἀλ­λά, ἐ­άν εἶ­ναι ἐ­πι­στη­μο­νι­κή θε­ω­ρί­α, τό­τε δύ­να­ται νά ἀν­τι­κα­τα­στα­θεῖ ἀ­πό μι­ά ἄλ­λη θε­ω­ρί­α τε­λει­ό­τε­ρη. Καί πράγ­μα­τι ἔ­χουν πε­ρά­σει ἀ­πό τό 1859 123 ἕ­ως 124 χρό­νι­α μέ­χρι σή­με­ρα- πού ἔ­χου­με τήν θε­ω­ρί­α τοῦ Δαρ­βί­νου- καί ὑ­πῆρ­ξαν ἐ­πο­χές πού ξε­χά­στη­κε καί ξα­νάρ­θε πά­λι στήν ἐ­πι­φά­νει­α, πού δεί­χνει ὅ­τι δέν εἶ­ναι ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἀ­λή­θει­α! Συ­νε­πῶς, δέν μπο­ροῦ­με νά λέ­με ὅ­τι ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἔ­χου­με τήν κα­τα­γω­γή τῶν εἰ­δῶν κα­τά ἐ­ξε­λι­κτι­κό τρό­πο. Ἐ­δῶ μά­λι­στα, ἕ­νας κα­θη­γη­τής ξέ­νος ἔ­λε­γε τά ἑ­ξῆς: Εἶ­ναι ἤ δέν εἶ­ναι κα­νείς ὀ­πα­δός τῆς θε­ω­ρί­ας τῆς ἐ­ξε­λί­ξε­ως ὄ­χι γιά λό­γους πού προ­έρ­χον­ται ἐκ τῆς φυ­σι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας, ἀλ­λά ἀ­να­λό­γως τῶν φι­λο­σο­φι­κῶν του γνω­μῶν. Τί θά πεῖ αὐ­τό; Ἐ­δῶ προ­σέξ­τε! Ἐ­δῶ θά ρί­ξου­με μι­ά μα­τιά στήν ἱ­στο­ρί­α τῶν πραγ­μά­των. Τό ξέ­ρε­τε ὅ­τι ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Δαρ­βί­νου εἶ­ναι μι­ά θε­ω­ρί­α πού πο­τέ δέν ἔπια­σε τό θέ­μα ἄν­θρω­πος; Οὐ­δέ­πο­τε ὁ Δαρ­βί­νος δι­ε­κή­ρυ­ξε ὅ­τι δέν πι­στεύ­ει εἰς τόν Θε­όν; Τό­τε πε­ρί τί­νος πρό­κει­ται;

Νά σᾶς πῶ πε­ρί τί­νος πρό­κει­ται: Ὅ­ταν δι­ε­τυ­πώ­θη ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Δαρ­βί­νου, ὑ­πῆρ­χε ὁ ὑ­λι­σμός* πού με­σου­ρα­νοῦ­σε τόν πε­ρα­σμέ­νο αἰ­ῶ­να. Ἐ­πει­δή δέ ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε ὁ ὑ­λι­σμός τόν πε­ρα­σμέ­νο αἰ­ῶ­να, ὅ­ταν εἶ­δε τήν θε­ω­ρί­α τοῦ Δαρ­βί­νου γαν­τζώ­θη­κε ἀ­πό τήν θε­ω­ρί­α τοῦ Δαρ­βί­νου, για­τί λέ­τε; Καί προ­χώ­ρη­σε πα­ρα­πέ­ρα ἀ­πό τήν θε­ω­ρί­α ὅ­πως τήν δι­α­τύ­πω­σε ὁ Δαρ­βί­νος. Για­τί λέ­τε; Γιά νά ἀ­πο­δεί­ξει ὅ­τι, ἄν ὁ ἄν­θρω­πος κα­τά­γε­ται ἀ­πό τόν πί­θη­κο καί ὁ πί­θη­κος ἀ­πό τό πα­ρα­πέ­ρα ζῶ­ο καί ἀ­πό τό πα­ρα­πέ­ρα καί φθά­νου­με σέ ἕ­να μο­νο­κύτ­τα­ρο ὀρ­γα­νι­σμό καί ὁ μο­νο­κύτ­τα­ρος ὀρ­γα­νι­σμός ἔ­γι­νε μό­νος του ἀ­πό τήν νε­κρά ὕ­λη κα­τά τήν αὐ­τό­μα­το γέ­νε­ση, τό­τε δέν ὑ­πάρ­χει Θε­ός! Καί ἅ­μα δέν ὑ­πάρ­χει Θε­ός, τό­τε δέν ἔ­χου­με νά δώ­σου­με λο­γα­ρια­σμό γιά τίς πρά­ξεις μας σέ κα­νέ­ναν. Νά τό πῶ ἔ­τσι ἁ­πλά; Πο­λύ ἁ­πλά: Τό­τε εἶ­ναι πε­ριτ­τό νά πι­στεύ­ω ὅ­τι ὑ­πάρ­χει κό­λα­σις καί πα­ρά­δει­σος. Ἐ­κεῖ­νο πού ἐ­νο­χλεῖ τόν ἄν­θρω­πο εἶ­ναι αὐ­τή ἡ με­τα­φυ­σι­κή θέ­σις ὅ­τι ὑ­πάρ­χει Κρί­σις, ὑ­πάρ­χει κό­λα­σις καί πα­ρά­δει­σος. Ἄν ὑ­πάρ­χει κό­λα­σις, πρέ­πει νά πεί­σω τόν ἑ­αυ­τό μου ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει, καί γιά νά πῶ δέν ὑ­πάρ­χει κό­λα­σις θά πῶ ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει Θε­ός. Ἀλ­λά πό­τε θά τό πῶ αὐ­τό; Θά τό πῶ ὅ­ταν δέν θά θέ­λω νά ἀλ­λά­ξω τήν ζω­ή μου, δι­ό­τι ὑ­πάρ­χουν δύ­ο θέ­σεις. Ἤ θά ἀλ­λά­ξω τήν ζω­ή μου ἀ­πέ­ναν­τι στόν Θε­ό καί θά συμ­μορ­φω­θῶ μέ τό θέ­λη­μά Του ἤ θά πῶ δέν ὑ­πάρ­χει ὁ Θε­ός καί θά μεί­νω στό δι­κό μου τό θέ­λη­μα. Ἕ­να ἀ­πό τά δύ­ο. Ἐ­άν προ­τι­μή­σω τε­λι­κά νά πῶ ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει ὁ Θε­ός, τό­τε ὁ­πωσ­δή­πο­τε τήν ἔ­χω ἀ­νάγ­κη τήν θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­ξε­λί­ξε­ως, γιά νά ὑ­πο­στη­ρί­ξω ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος κα­τά­γε­ται ἀ­πό τόν πί­θη­κο καί συ­νε­πῶς γιά νά πῶ ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει ὁ Θε­ός. Στήν ἐ­πο­χή μας δέν με­σου­ρα­νεῖ ὁ θε­ω­ρη­τι­κός ὑ­λι­σμός, ὁ θε­ω­ρη­τι­κός ὑ­λι­σμός με­σου­ρά­νη­σε τόν πε­ρα­σμέ­νο αἰ­ῶ­να. Ἀλ­λά, στόν αἰ­ῶ­να μας ἔ­χου­με τούς καρ­πούς τοῦ ὑ­λι­σμοῦ πού θε­με­λι­ώ­θη­κε θε­ω­ρη­τι­κά τόν πε­ρα­σμέ­νο αἰ­ῶ­να, καί ζοῦ­με τούς καρ­πούς. Δη­λα­δή, σή­με­ρα ἔ­χου­με τήν ὑ­λι­στι­κή ζω­ή, τόν ὑ­λι­στι­κό τρό­πο τοῦ σκέ­πτε­σθαι. Καί ἐ­πει­δή ὑ­πάρ­χουν συ­στή­μα­τα- πεῖ­τε κοι­νω­νι­κά, πεῖ­τε φι­λο­σο­φι­κά, τά ὁ­ποῖ­α ἔ­χουν ὑ­λι­στι­κή βά­ση, ἀρ­νοῦν­ται τόν Θε­ό, ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα ἔ­χουν πά­ρα πο­λύ με­γά­λη ἀ­νάγ­κη γιά νά στη­ρι­χθοῦν δῆ­θεν θε­ω­ρη­τι­κά ἀ­πό τήν θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­ξε­λί­ξε­ως.

Γιά αὐ­τόν τόν λό­γο τά τε­λευ­ταῖα χρό­νι­α ξα­να­βγῆ­καν ἀ­πό τό μου­χλι­α­σμέ­νο χρο­νον­τού­λα­πο αὐ­τές οἱ μου­χλι­α­σμέ­νες πραγ­μα­τι­κά θε­ω­ρί­ες, φρε­σκα­ρί­στη­καν, ξα­να­τυ­πώ­θη­καν σέ και­νούρ­για βι­βλί­α μέ και­νούρ­γιο χαρ­τί ἰ­λου­στρα­σιόν, θε­ω­ρί­ες πού βά­λα­νε καί σκί­τσα κλπ., κλπ.. Καί τίς τρι­γυ­ρί­ζουν σάν τήν τε­λευ­ταί­α λέ­ξη τῆς στή­λης, για­τί ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη νά στη­ρι­χθοῦν. Ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­ξε­λί­ξε­ως αὐ­τήν τήν στιγ­μή, ὅ­πως προ­σφέ­ρε­ται, μᾶλ­λον μπερ­δεύ­ει τά πράγ­μα­τα πα­ρά τά ἐ­ξη­γεῖ. Ἔ­χω ἕ­να και­νούρ­γιο ἄρ­θρο πού ἀ­να­φέ­ρε­ται στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό καί λέ­γει ὅ­τι ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­ξε­λί­ξε­ως ἐ­δη­μι­ούρ­γη­σε πε­ρισ­σό­τε­ρα προ­βλή­μα­τα πα­ρά ἔ­λυ­σε. Καί αὐ­τήν τήν στιγ­μή πα­ρα­μέ­νει πάν­το­τε μι­ά θε­ω­ρί­α μέ τά πά­ρα πολ­λά ἀ­δύ­να­τά της ση­μεῖ­α, χω­ρίς νά μπο­ρεῖ νά ἐ­ξη­γή­σει βα­σι­κά τί­πο­τε ἀ­πό κεῖ­να τά ὁ­ποῖ­α ἀ­πα­σχο­λοῦν τόν ἄν­θρω­πο. Καί, ὅ­μως, προ­σφέ­ρε­ται σάν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἀ­λή­θει­α ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος κα­τά­γε­ται ἀ­πό τόν πί­θη­κο. Κα­νείς δέν μπό­ρε­σε νά τό ἀ­πο­δεί­ξει αὐ­τό! Για­τί ἀ­πο­τε­λεῖ, ξα­να­λέ­ω ἄλ­λη μι­ά φο­ρά, μι­ά ἐ­πι­στη­μο­νι­κή θε­ω­ρί­α. Τί­πο­τε ἄλ­λο. Δέν εἶ­ναι ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἀ­λή­θει­α! Πα­ρα­μέ­νει ἕ­να πρό­βλη­μα, πρό­βλη­μα ἄ­λυ­το, πού ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή μας τό λύ­νει ἔ­τσι: Τό κά­θε γέ­νος ἔ­τυ­χε ἰ­δι­αι­τέ­ρας δη­μι­ουρ­γι­κῆς ἐκ μέ­ρους τοῦ Θε­οῦ πρά­ξε­ως. Γι’ αὐ­τό δέν δι­στά­ζει νά γρά­φει ὁ ἱ­ε­ρός συγ­γρα­φεύς, ὁ Μω­υ­σῆς, συ­νε­χῶς καί συ­νε­χῶς ὅ­τι ὁ Θε­ός ἔ­κα­νε ἐ­κεῖ­νο καί ἐ­κεῖ­νο καί ἐ­κεῖ­νο, γιά καθετί «κα­τά γέ­νος», «κα­τά γέ­νος», «κα­τά γέ­νος». Ἔ­τσι, προ­κει­μέ­νου νά ὑ­πο­στη­ρι­χθεῖ ἡ ἀ­πι­στί­α, προ­κει­μέ­νου νά κτυ­πη­θεῖ τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο, νά κτυ­πη­θεῖ ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, νά κτυ­πη­θεῖ ὁ Θε­ός, -οἱ ἄν­θρω­ποι δυ­στυ­χῶς δέν ἔ­χουν μέ­σα τους τι­μι­ό­τη­τα,- δυ­στυ­χῶς, βά­ζουν ὑ­πη­ρέ­τρι­α τήν ἐ­πι­στή­μη στίς ποι­κί­λες σκο­πι­μό­τη­τες γιά νά σερ­βί­ρουν τό ψεῦ­δος. Ἄς προ­σέ­χου­με, λοι­πόν, στά σερ­βι­ρι­ζό­με­να ψεύ­δη, γιά νά μπο­ρέ­σου­με πραγ­μα­τι­κά νά μά­θου­με καί νά γνω­ρί­σου­με τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί τήν ἀ­λη­θι­νή ἐ­πι­στή­μη.

 

* Ὑ­λι­σμός εἶ­ναι τό σύ­στη­μα ἐ­κεῖ­νο τό φι­λο­σο­φι­κό πού ἀ­πορ­ρί­πτει τήν ἔν­νοι­α τοῦ Θε­οῦ καί συ­νε­πῶς τήν Δη­μι­ουρ­γί­α, δέ­χε­ται τήν ὕ­λη αἰ­ω­νί­α, αὐ­θύ­παρ­κτον καί αὐ­το­δη­μι­ουρ­γοῦ­σα.

 

Νεανικό Περιοδικό «ΡΩΜΝΙΟΣ», Τεύχος 33.

Σχετικά με το περιοδικό ΡΩΜΝΙΟΣ