Σεβαστοί πατέρες, προσφιλέστατοι ἀδελφοί μας
Τό θέμα πού θά ἀναπτύξουμε ἀπόψε εἶναι πρωταρχικῆς σημασίας καί ἀφορᾶ ἄμεσα τήν σωτηρία μας. Ἐπειδή θά ἀναφερθοῦμε καί σέ ἐπιμέρους λεπτά καί δυσκολονόητα θεολογικά ζητήματα, γι’ αὐτό θά σᾶς παρακαλοῦσα νά μοῦ χαρίσετε τήν ἰδιαίτερη προσοχή σας καί ἴσως λίγο περισσότερο χρόνο.
Ὁ τίτλος τοῦ ἀποψινοῦ μας θέματος εἶναι «Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς θεραπεία». Ὁ μακαριστός παπα-Γιώργης ὁ Μεταλληνός συνήθιζε νά λέει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ «θεραπεία ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς θρησκείας»[1]. Καί πράγματι αὐτό πού διαφοροποιεῖ κυρίως τόν χριστιανισμό ἀπό τίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου εἶναι ὅτι ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι θρησκεία, ἀλλά Θεία Ἀποκάλυψη.
Οἱ κοινές θρησκεῖες ἀποτελοῦν ἀνθρώπινη ἐπινόηση καί ἀποτυπώνουν τήν ἔμφυτη ἐπιδίωξη τοῦ ἀνθρώπου νά βρεῖ τόν δημιουργό του. Περιλαμβάνουν κυρίως ἕνα παγιωμένο σύνολο ἀξιῶν, ἀντιλήψεων καί πρακτικῶν πού ἀφοροῦν στήν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό θεῖο. Στήν πραγματικότητα, δηλαδή, ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος κατασκευάζει τόν Θεό του. Σέ ὅλες τίς κοινές θρησκεῖες, δηλαδή, ἔχουμε μία ἀνοδική κίνηση τοῦ ἀνθρώπου νά πλησιάσει τό θεῖο.
Στήν Ὀρθοδοξία ἔχουμε ἀκριβῶς τήν ἀντίθετη κατεύθυνση. Δέν ἐπιχειρεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τίς ἀτομικές του δυνάμεις νά ἀνακαλύψει τόν Θεό. Ἀντίθετα, ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται στόν ἄνθρωπο. Ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, γίνεται ἄνθρωπος, τέλειος ἄνθρωπος καί τέλειος Θεός. Γίνεται ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός πού ἦρθε στήν γῆ, κήρυξε τόν λόγο Του, τό Εὐαγγέλιό Του, καί μᾶς ἔδωσε τίς ἐντολές Του.
«Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας»[2]. (Δηλαδή, Ὁ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος καί κατοίκησε ἀνάμεσά μας, καί εἴδαμε τήν δόξα Του, δόξα πού ἔχει ὡς μονογενής Υἱός τοῦ Πατρός, γεμάτος μέ χάρη καί ἀλήθεια.)
Ἡ ὀρθόδοξη πίστη καί ἀλήθεια δέν εἶναι ἀνθρώπινη ἐπινόηση. Ἡ Ἀλήθεια στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ὑποκειμενική, «ἡ Ἀλήθεια στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ἰδέα, δέν εἶναι ἄποψη. Εἶναι Ὑποστατική [Πρόσωπο]. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός»[3], ἡ ἔνσαρκη Παναλήθεια. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς διαβεβαίωσε γιά τόν Ἑαυτό Του: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή»[4]. «Ἐγώ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καί εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τόν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ»[5]. (Δηλαδή, Γι’ αὐτό γεννήθηκα καί γι’ αὐτό ἦλθα στόν κόσμο, γιά νά μαρτυρήσω τήν ἀλήθεια.)
Εἴμαστε τρισευτυχισμένοι, γιατί ἔχουμε τήν καλύτερη Πίστη, τήν Ὀρθόδοξη Πίστη μας, τή μόνη ἀποκεκαλυμμένη καί ἀληθινή! Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία, δέν εἶναι φιλοσοφικό σύστημα, δέν εἶναι ἀξιακό σύστημα, δέν εἶναι κοινωνικό σύστημα. «Ὁ Θεός [γιά μᾶς] δέν εἶναι ‘‘συμπαντική δύναμη’’, κατά τή γλώσσα τῆς Νέας Ἐποχῆς (‘‘ὅλοι ἕνα, ὅλοι Θεός!’’), διότι ὡς δημιουργός [Θεός] ὑπέρκειται τοῦ σύμπαντος, ὄντας στήν οὐσία Του ‘‘Κάτι’’ ἐντελῶς ἄλλο (“Das ganz Andere”). Oὐδεμία ἀναλογική σχέση ὑπάρχει μεταξύ κτιστοῦ [σύμπαντος κόσμου, ἀνθρώπου] καί Ἀκτίστου. Καί γι’ αὐτό τό Ἄκτιστο [ὁ Θεός -ἄκτιστος=ἀδημιούργητος], γνωρίζεται [μόνο] μέ τήν αὐτοαποκάλυψη (αὐτοφανέρωσή) Του»[6]. [Δηλαδή, μόνο ὁ Ἄκτιστος-ἀδημιούργητος Θεός μπορεῖ νά αὐτοαποκαλύπτεται καί νά αὐτοφανερώνεται στόν καθαρό νοῦ-καρδιά τοῦ ἀνθρώπου]. Ἄρα ἡ πίστη μας δέν εἶναι μιά σειρά ἀπό ἐντολές καί ἀπό κανόνες, πού ἡ τήρησή τους θά μᾶς ἐξασφαλίσει μιά θέση στόν Παράδεισο. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα σύνολο ἐναρέτων καί ἠθικῶν ἀνθρώπων, πού ἐπιτελοῦν καλές πράξεις, ὥστε νά ἀνταμειφθοῦν γιά αὐτές στήν ἄλλη ζωή. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἰατρεῖο καί θεραπευτήριο ψυχῶν, ὅπου οἱ Χριστιανοί μέ τή θεραπευτική μέθοδό της καθαρίζουν τήν καρδιά ἀπό τά πάθη καί τό νοῦ ἀπό τούς λογισμούς, ὥστε νά δεχθοῦν τήν αὐτοαποκάλυψη-αὐτοφανέρωση τοῦ Θεοῦ.
Γιά νά κατανοήσουμε, ὅμως, τόν ρόλο τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς θεραπείας, θά πρέπει πρῶτα νά δοῦμε ποιά εἶναι ἡ νόσος, ἡ ἀρρώστια, ἀπό τήν ὁποία θεραπεύει ἡ Ὀρθοδοξία τόν ἄνθρωπο. Μιά ἀρρώστια πού ἐκδηλώθηκε ἐδῶ καί χιλιάδες χρόνια, ἀπό τήν δημιουργία ἀκόμη τοῦ ἀνθρώπου!
Γιά τόν λόγο αὐτό, θά πρέπει νά ἀνατρέξουμε στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό καί νά περιγράψουμε σέ ἁδρές γραμμές τά κύρια χαρακτηριστικά τῆς ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας.
Ὅπως σᾶς εἶναι γνωστό, ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη «κατ’ εἰκόνα» καί «καθ’ ὁμοίωσιν»:
«Καί εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν…»[7]. «Καί ἔπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπό τῆς γῆς. Καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν»[8].
Τί εἶναι τό κατ’ εἰκόνα
Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς δημιουργίας του ἀπό τόν Θεό, ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει τά βασικά του γνωρίσματα, λαμβάνει τήν ἰδιαίτερη ταυτότητά του, τίς προδιαγραφές του, πού εἶναι τό «κατ’ εἰκόνα», καθώς καί τόν τελικό προορισμό του, πού εἶναι τό «καθ’ ὁμοίωσιν», ἡ θέωσή του, δηλαδή.
Τά κύρια γνωρίσματα τοῦ κατ’ εἰκόνα εἶναι δυνατότητα θεογνωσίας καί ἀθανασίας, ψυχή λογική καί νοερή καί κατά χάριν ἀθάνατη, ἐλεύθερη βούληση (αὐτεξούσιο), γνωστική καί δημιουργική ἱκανότητα, ἐξουσία ἐπί ὅλου τοῦ ὁρατοῦ κόσμου (ἡγεμονικό).
Θά πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά σημειώσουμε ὅτι τό κατ’ εἰκόνα Θεοῦ σημαίνει κατ’ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου καί μάλιστα τοῦ σαρκωμένου Λόγου τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τοῦ Χριστοῦ. Στήν πραγματικότητα ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι εἰκόνα τῆς εἰκόνος, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς Χριστός «ἐστιν εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου»[9], ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Τί σημαίνει τό «καθ’ ὁμοίωσιν»
Τό «καθ’ ὁμοίωσιν» δηλώνει τήν πορεία, τόν τελικό στόχο. Συνίσταται στήν δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου, μέ τήν δική του ἐλεύθερη προαίρεση καί τήν συνέργεια τοῦ Θεοῦ, νά φθάσει στήν θέωση, νά γίνει, δηλαδή, κατά χάριν Θεός. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας δίνουν ἰδιαίτερη ἔμφαση στό γεγονός, ὅτι τό περιεχόμενο καί ἡ ὁδός τοῦ καθ’ ὁμοίωση εἶναι ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστό, ἡ χριστοποίηση τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅπως πολύ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ μακαριστός Γέροντας Γεώργιος Καψάνης, «ἐδόθησαν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ χαρίσματα τοῦ “κατ’ εἰκόνα” στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ φθάσει πολὺ ὑψηλά, νὰ πετύχει μὲ αὐτὰ τὴν ὁμοίωσή του μὲ τὸ Θεὸ καὶ Πλάστη του, νὰ ἔχει μία ὄχι ἐξωτερική, ἠθικὴ σχέση μαζί Του, ἀλλὰ μία προσωπικὴ ἕνωση μὲ τὸν Δημιουργό του.
»Εἶναι ἴσως πολὺ τολμηρὸ -συνεχίζει ὁ φωτισμένος Γέροντας- ἀκόμη καὶ νὰ λέμε καὶ νὰ σκεπτόμαστε, ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι νὰ γίνουμε θεοὶ κατὰ Χάριν. Ὅμως ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν μᾶς τὸ ἀπέκρυψαν. Ὑπάρχει δυστυχῶς ἄγνοια στοὺς ἀνθρώπους ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλοὺς μέσα στὴν Ἐκκλησία. Διότι νομίζουν ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι, στὴν καλύτερη περίπτωση, ἁπλῶς ἡ ἠθικὴ βελτίωσή μας, τὸ νὰ γίνουμε καλύτεροι ἄνθρωποι. Ἐνῶ ἀπό τὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες, μᾶς παραδίδεται ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι αὐτό. Τὸ νὰ γίνει δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος μόνο καλύτερος ἀπ’ ὅ,τι εἶναι, ἠθικώτερος, δικαιότερος, ἐγκρατέστερος, προσεκτικότερος. Ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ γίνουν, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὁ μεγάλος σκοπός, ὁ τελικὸς σκοπός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργός μας ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο. Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ σκοπός; Ἡ θέωσις. Τὸ νὰ ἑνωθεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό, ὄχι μὲ ἕνα ἐξωτερικὸ ἢ συναισθηματικὸ τρόπο, ἀλλὰ ὀντολογικά, πραγματικά»[10].
Ὁ ἄνθρωπος ὡς ψυχοσωματική ἑνότητα
Ὁ ἄνθρωπος, στήν ὁλότητά του, ἀποτελεῖται καί ἀπό ψυχή καί ἀπό σῶμα. Οὔτε ἡ ψυχή ἀπό μόνη της, οὔτε τό σῶμα ἀπό μόνο του συνιστοῦν τόν ὅλο ἄνθρωπο, ἀλλά τό συναμφότερο. Ἡ ψυχή, ὅπως καί τό σῶμα, εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ὡς δημιούργημα εἶναι κτιστή. Εἶναι «οὐσία γεννητή»[11], ὅπως μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Εἶναι, δηλαδή, κτιστή, δημιουργημένη καί ὄχι ἄκτιστη, ἀφοῦ Ἄκτιστος (ἀδημιούργητος) εἶναι μόνον ὁ Θεός.
Κάθε κτιστό, κάθε δημιούργημα, δηλαδή, ἔχει ἀρχή καί τέλος. Ἄρα κανένα κτίσμα δέν εἶναι αἰώνιο καί ἀθάνατο. Εἰδικά, ὅμως, ἡ ψυχή, ἐνῶ ἔχει ἀρχή καί θά ἔπρεπε, ὡς κτίσμα, νά ἔχει καί τέλος, κατά θεία βούληση, ὄχι ἐκ τῆς φύσεώς της, ἀλλά ἐπειδή ἔτσι θέλησε ὁ Θεός, δέν ἔχει τέλος, εἶναι ἀθάνατη. Εἶναι, δηλαδή, ἡ ψυχή θνητή κατά τήν φύση, ἀλλά ἀθάνατη κατά χάριν.
Σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, ἡ ψυχή εἶναι ζῶσα, ἁπλή, ἀσώματη, ἀόρατη μέ τά μάτια τοῦ σώματος, λογική καί νοερή, χωρίς σχῆμα, αὐτεξούσια, θελητική καί ἐνεργητική, τρεπτή, ἐθελότρεπτη (μπορεῖ δηλαδή νά ἐπιλέγει ἀπό μόνη της τό καλό ἤ τό κακό) καί κτιστή[12].
Κατά τούς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ ψυχή διακρίνεται στό λογιστικό (λόγος), τό θυμικό (θυμός) καί τό ἐπιθυμητικό (ἐπιθυμία), τά ὁποῖα, στήν φυσική τους κατάσταση, κατευθύνονται πρός τόν Θεό καί «κάνουν τόν ἄνθρωπο θεῖο καί θεόμορφο»[13]. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής σημειώνει ὅτι «Μέ τό λογικό [λογιστικό] ζητοῦμε [νά γνωρίσουμε τόν Θεό], μέ τήν ἐπιθυμία ποθοῦμε τό ἀγαθό πού ζητήσαμε [τόν Θεό], μέ τό θυμό ἀγωνιζόμαστε γι’ αὐτό [τόν Θεό]»[14].
Σέ ἀντιστοιχία μέ τίς αἰσθήσεις τοῦ σώματος πού εἶναι πέντε (ὅραση, ὄσφρηση, ἀκοή, γεύση καὶ ἁφή), ἀντίστοιχα πέντε εἶναι καί οἱ αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς, τίς ὁποῖες οἱ Πατέρες ὀνομάζουν καί δυνάμεις. Αὐτές οἱ δυνάμεις εἶναι οἱ ἑξῆς: ὁ νοῦς, ἡ διάνοια (λόγος, λογική), ἡ δόξα (γνώμη), ἡ φαντασία καί ἡ αἴσθηση[15]. Ἐκτός ἀπό αὐτές τίς δυνάμεις, πού χαρακτηρίζονται γνωστικές, ὑπάρχουν καί οἱ ζωτικές ἤ ὀρεκτικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς, πού εἶναι ἡ βούληση καί ἡ προαίρεση[16].
Ἕνα καίριο ἐρώτημα, τό ὁποῖο ἀνέκαθεν ἀπασχολοῦσε τόν ἄνθρωπο καί τό ὁποῖο δέν ἀπαντήθηκε ποτέ ἐπαρκῶς οὔτε ἀπό τήν φιλοσοφία οὔτε ἀπό τήν ἰατρική ἐπιστήμη, εἶναι τό πῶς καί πότε δημιουργεῖται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία μας, ὅμως, καί ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία τό ἔχουν ἀπαντήσει σαφέστατα. Ἡ ψυχή δημιουργεῖται ταυτόχρονα μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα, οὔτε πρίν οὔτε μετά τήν δημιουργία τοῦ σώματος. Δημιουργεῖται, ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, «ἐξ ἄκρας συλλήψεως»[17].
Μέ τήν σύλληψη, δηλαδή, τοῦ ἀνθρωπίνου ἐμβρύου ἔχουμε ταυτόχρονα καί τήν δημιουργία τῆς ψυχῆς. Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος γίνεται θείᾳ βουλήσει ἀπό τό γενετικό ὑλικό, δηλαδή τήν ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός.
«Ἡ γένεση τῆς ψυχῆς -ὅπως μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής- δέν γίνεται ὅπως τά σώματα, ἀπό προϋπάρχουσα ὕλη, ἀλλά μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μέ τό ζωτικό ἐμφύσημά Του [τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος], μέ τρόπο ἄρρητο καί ἄγνωστο, ἔτσι ὅπως γνωρίζει μόνο ὁ Δημιουργός της»[18].
Ἡ ψυχή δέν ἔχει κληρονομικότητα, εἶναι μοναδική. Δημιουργεῖται ἀπό τόν Θεό ἐξ ὑπαρχῆς καί ἐκ τοῦ μηδενός καί δέν προέρχεται ἀπό τό γενετικό ὑλικό τῶν γονέων. «Τό χέρι ἐκεῖνο [τοῦ Θεοῦ] πού ἔπλασε τότε τόν Ἀδάμ, πλάθει καί τώρα καί πάντοτε τούς ἀπογόνους του καί χορηγεῖ σ’ αὐτούς τήν ὕπαρξη»[19], μᾶς διαβεβαιώνει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος.
Ἡ ψυχή φανερώνεται καί ἐκφράζεται, καθώς ἀναπτύσσεται τό ἔμβρυο καί ὁ ἄνθρωπος. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἡ ψυχή εἶναι ἐξ ἀρχῆς ὁλοκληρωμένη, δέν μπορεῖ, ὅμως, νά ἐκδηλώσει τίς ἐνέργειές της ἐξ ἀρχῆς λόγῳ τοῦ μή ἀνεπτυγμένου ἀνθρωπίνου σώματος[20]. Οἱ ἐνέργειές της, δηλαδή, ἐμφανίζονται σταδιακά μέ τήν πρόοδο τῆς σωματικῆς ἀναπτύξεως.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός μᾶς λέγει ὅτι «δέν εἶναι ἡ ψυχή μέσα στό σῶμα, ἀλλά τό σῶμα μέσα στήν ψυχή»[21]. Καί σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἡ ψυχή βρίσκεται σέ κάθε σημεῖο τοῦ σώματος· συνέχει τό ἀνθρώπινο σῶμα, τό περιέχει, τό συγκροτεῖ, τό συγκρατεῖ καί τό ζωοποιεῖ[22]. Εἶναι, δηλαδή, καί μέσα σέ ὁλόκληρο τό σῶμα, ἀλλά ταυτόχρονα περιβάλλει ἐξωτερικά καί ὁλόκληρο τό σῶμα. Ἡ ψυχή εἶναι αὐτή πού μεταδίδει στά ὄργανα καί τίς αἰσθήσεις τοῦ σώματος δύναμη ζωῆς καί ἀντίληψη τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων[23].
Ἡ ψυχή, ὅπως προείπαμε, εἶναι ἐθελότρεπτη καί αὐτεξούσια· ἔχει, δηλαδή, ἐλεύθερη βούληση, ἐλεύθερη προαίρεση καί ἐλεύθερη ἐπιλογή[24].
Τό αὐτεξούσιο εἶναι ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά ἐξουσιάζει τόν ἑαυτό του, νά ἐπιλέγει ἐλεύθερα καί ἀβίαστα τόν τρόπο τῆς ζωῆς του καί τῆς δραστηριότητάς του.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης: «Δημιουργώντας ὁ Θεός ἐλεύθερο (αὐτεξούσιο) τόν ἄνθρωπο στέρησε τήν δυνατότητα καί στόν διάβολο νά ἀσκεῖ βία πάνω στόν ἄνθρωπο. Ἔτσι μόνο μέ τήν πειθώ ἤ τόν δόλο [ὄχι ἀναγκαστικά] μπορεῖ ὁ πονηρός διάβολος νά ἐπηρεάσει τήν θέληση τοῦ ἀνθρώπου καί νά τόν κάνει κοινωνό τῆς ἀποστασίας του»[25].
Ὁ διάβολος ἔχει τήν δυνατότητα μόνο νά πείθει καί νά πειράζει, ὄχι νά ἐξαναγκάζει. Ἑπομένως οὔτε ὁ Θεός μᾶς ἀναγκάζει νά Τόν πιστεύσουμε καί νά Τόν ἀκολουθήσουμε, οὔτε ὁ διάβολος μᾶς ἀναγκάζει νά ἁμαρτήσουμε. Παρακαλοῦμε, ἄς τό προσέξουμε αὐτό ἰδιαιτέρως, γιά νά μήν δικαιολογούμαστε ἀτόπως ὅτι δέν φταῖμε ἐμεῖς, ἀλλά ὁ Θεός (ἐπειδή ἔτσι μᾶς ἔπλασε) ἤ ὁ διάβολος.
Τό αὐτεξούσιο εἶναι πραγματικά μοναδική καί μεγαλειώδης δωρεά τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ τοῦ παρέχει τήν δυνατότητα καί τό δικαίωμα ὄχι μόνον νά Τόν ἀρνεῖται, ἀλλά καί νά Τόν ὑβρίζει καί νά Τόν βλασφημεῖ! Γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας χαρακτηρίζουν τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου καί ὡς ἰσόθεο, φυσικά κατά χάριν. «Ἰσόθεον γὰρ ἔστι τὸ αὐτεξούσιον»[26], μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης.
Ἡ δυνατότητα, λοιπόν, αὐτή τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου τέθηκε, θά λέγαμε, ἀπό τόν Θεό σέ μιά δοκιμασία. Καί ἡ δοκιμασία αὐτή ἦταν ἡ ἐντολή πού ἔδωσε στούς πρωτοπλάστους νά μήν γευθοῦν τόν ἀπαγορευμένο καρπό.
Οἱ πρωτόπλαστοι μέ τήν παρακοή στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ γεύτηκαν τόν ἀπαγορευμένο καρπό καί ἀμέσως γεύτηκαν τόν πνευματικό θάνατο, τήν διακοπή, δηλαδή, τῆς θέας τοῦ Θεοῦ καί τῆς κοινωνίας καί ἐπικοινωνίας τους μέ τόν Θεό, καί μέσα στόν χρόνο ἔπαθαν καί τόν σωματικό θάνατο, πού εἶναι ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα.
Ἡ παρακοή τῶν πρωτοπλάστων ἦταν μιά πράξη αὐτονομίας. Ἤταν ἡ ἐπιλογή τῆς αὐτονομημένης ἰσοθεΐας. Ἀντί, δηλαδή, οἱ πρωτόπλαστοι νά ὑπακούσουν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά γίνουν θεοί «κατά χάριν», ἀποδέχτηκαν τήν διαβολή καί τήν ἀπάτη τοῦ διαβόλου καί ἐπεδίωξαν νά γίνουν θεοί «δίχα Θεοῦ καί πρό Θεοῦ καί οὐ κατά Θεόν»[27] (δηλ. χωρίς τόν Θεό, πρίν ἀπό τόν Θεό καί ὄχι κατά Θεόν), ὅπως τονίζει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.
Θά πρέπει νά σημειώσουμε στό σημεῖο αὐτό καί νά τό προσέξουμε ἰδιαίτερα, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν κληρονομεῖ τήν ἐνοχή, ἀλλά τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ, δηλαδή τήν φθαρτότητα (ἀσθένειες, πάθη, πόνους, θλίψεις, ἀποτυχίες κ.λπ.) καί τήν θνητότητα, δηλαδή, τόν σωματικό θάνατο. Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, οἱ πρωτόπλαστοι «φθαρτοί γενόμενοι τοιούτους καί γεγενήκασι παίδας»[28] (δηλαδή φθαρτούς).
Ἀντίθετα, ἡ παπική σχολαστική θεολογία ὑποστηρίζει ἐσφαλμένα ὅτι κληρονομήσαμε τήν ἴδια τήν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, τήν ἐνοχή του, ὅτι κάθε ἄνθρωπος, δηλαδή, ἁμάρτησε στό πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ καί ἑπομένως ὁ κάθε ἕνας εἶναι αἴτιος τοῦ δικοῦ του θανάτου. Τήν λανθασμένη αὐτή ἄποψη, δυστυχῶς, τήν συναντοῦμε καί σέ ὀρθοδόξους.
Τί εἶναι ὁ νοῦς
Ὁ νοῦς καί ἡ λογική (ὁ λόγος) εἶναι οἱ δύο ἀπό τίς πέντε δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ὁ νοῦς εἶναι τό κέντρο τῆς ψυχῆς καί γι’ αὐτό οἱ Πατέρες τόν ἀποκαλοῦν «τό ἡγεμονικόν τῆς ψυχῆς»[29] ἤ τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς[30]. Ὁ νοῦς εἶναι ἡ θεωρητική (νοερά) ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Μέ τόν νοῦ ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τόν Θεό, ἀποκτᾶ τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἀποκτᾶ, δηλαδή, τήν πνευματική γνώση. Ὁ νοῦς ἔχει τήν ἕδρα του στήν καρδιά, στήν πνευματική καρδιά καί ἐπειδή μέσα σ’ αὐτή λειτουργεῖ, γι’ αὐτό καί πολλοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ταυτίζουν τούς ὅρους νοῦς-καρδιά. Ἡ καρδιά εἶναι τό κέντρο τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, τό θεμέλιο τῆς ταυτότητός του καί ἡ πηγή τῆς αὐτοσυνειδησίας του. Αὐτή ἡ πνευματική καρδιά, ἡ «βαθεία καρδία» κατά τούς Πατέρες, εἶναι ὁ ἐσώτερος ἄνθρωπος, τό κέντρο τῆς προσωπικότητας τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί βρίσκεται στό βάθος τῆς σαρκικῆς καρδιᾶς.
Ὁ νοῦς, λοιπόν, ἐνεργεῖ μέσα στήν καρδιά, καθώς σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ «γνωρίζουμε μέ ἀκρίβεια ὅτι τό λογιστικό μας [ὁ νοῦς] βρίσκεται, ἄν καί ὄχι σάν μέσα σέ ἀγγεῖο, ἀφοῦ εἶναι ἀσώματο, οὔτε ἔξω, ἀφοῦ εἶναι συνημμένο μέ αὐτό, ἀλλά, σάν σέ ὄργανο, μέσα στήν καρδιά…[τή σαρκική]»[31].
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ σημειώνει τά ἑξῆς: «Μπαίνοντας μέ τό νοῦ στήν καρδιά, πρῶτα στή σαρκική καρδιά, ἀρχίζει νά διεισδύει σέ ἐκεῖνα τά βάθη της, ὅπου δέν εἶναι πιά σάρκα. Βρίσκει τή ‘‘βαθειά’’ καρδιά, τήν πνευματική, τή μεταφυσική καί μέσα της βλέπει πώς ἡ ὕπαρξη ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας δέν εἶναι γι’ αὐτόν κάτι ξένο, ἀλλότριο, ἀλλά εἶναι δεμένη ἀχώριστα μέ τήν προσωπική του ὕπαρξη»[32].
Μόνο μέ τόν κεκαθαρμένο νοῦ – καρδία μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἀποκτήσει τή γεύση, δηλαδή τήν ἐμπειρία καί τήν ὀρθή γνώση τοῦ Θεοῦ. «Γεύσασθε καί ἴδετε ὅτι χρηστός ὁ Κύριος»[33], κατά τόν Προφητάνακτα Δαυίδ.
Τί εἶναι ὁ λόγος (λογική)
Ὁ λόγος (ἡ λογική) εἶναι ἡ πρακτική (λογική) ἐνέργεια τῆς ψυχῆς πού ἑδράζεται στόν ἐγκέφαλο. Μέ τήν λογική ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τήν φύση καί τήν κτιστή δημιουργία. Ἡ γνώση τῆς κτίσεως καί τοῦ φυσικοῦ κόσμου, τῆς δημιουργίας δηλαδή τοῦ Θεοῦ, βοηθάει, βεβαίως, τόν ἄνθρωπο νά ὁδηγηθεῖ πρός τήν γνώση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία, ὅμως, ἀποκτᾶ μόνο μέ τόν νοῦ.
Μέ τήν λογική, δηλαδή, δέν μποροῦμε νά γνωρίσουμε τόν Θεό, πού εἶναι ὑπέρλογος. Ἡ λογική μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀνάγκη τῆς πίστεως ὅτι ὑπάρχει Δημιουργός Θεός. Τήν ἀληθινή, ὅμως, γνώση – ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ τήν ἀποκτοῦμε μέ τόν καθαρό νοῦ καί τήν καρδιά. Ὅπως προαναφέραμε, στό νοῦ-καρδιά αὐτοαποκαλύπτεται ὁ Θεός καί ἐν συνεχείᾳ ἡ λογική διατυπώνει μέ κτιστά ρήματα τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ.
Ἔλεγε εὐφυέστατα καί παραστατικά ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὅτι ἡ λογική εἶναι ὁ ἐπεξεργαστής, ὁ ἐκτυπωτής, τό διαβιβαστικό ὄργανο τοῦ νοῦ. Κατά ἀναλογία, ὁ σκληρός δίσκος ἀντιστοιχεῖ, κατά κάποιο τρόπο, πρός τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου ἀποτυπώνεται τό κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἐμπλουτιστεῖ ὁ νοῦς μέ τήν ἄκτιστη θεία χάρη, ἔχει τήν δυνατότητα ὁ ἄνθρωπος νά βλέπει τό ἄκτιστο φῶς, τήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ. Συγχρόνως, ὅμως, ἐμπλουτίζεται (λαμπικάρεται) ὡς πρός τίς δυνατότητές της καί ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου, χωρίς νά ὑπερβαίνει σέ καμμία περίπτωση τόν νοῦ του. Ὁ νοῦς εἶναι ὁ μόνος πού μπορεῖ νά βλέπει τό ἄκτιστο φῶς καί τήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ καί νά κοινωνεῖ ἄμεσα καί προσωπικά μέ τόν ἴδιο τόν Θεό. Αὐτό, βεβαίως, γίνεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος κρατᾶ καθαρό τόν νοῦ καί τήν καρδιά του. Ὅταν, ὅμως, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι σκοτισμένος καί ἀκάθαρτος ἀπό τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες, τότε ταυτίζεται μέ τήν λογική καί ἔτσι δέν μπορεῖ νά δεῖ καί νά γνωρίσει τόν Θεό. Μόνο ὁ κεκαθαρμένος ἀπό τήν ἁμαρτία νοῦς, ἡ καθαρή ἀπό τά πάθη καρδιά, μπορεῖ νά γνωρίσει καί νά ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός, «Ἡ μὴ λειτουργία ἢ ὑπολειτουργία τῆς νοερᾶς ἐνέργειας [τοῦ νοῦ-καρδιᾶς] τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ οὐσία τῆς πτώσεως [ἡ νόσος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως]. Τὸ περιβόητο ‘‘προπατορικὸ ἁμάρτημα’’ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀστοχία τοῦ ἀνθρώπου, στὴν ἀρχὴ ἀκόμα τῆς ἱστορικῆς του παρουσίας, νὰ διασώσει τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ, τὴν κοινωνία δηλαδὴ μὲ τὸν Θεό, στὴν καρδιά του. Σ’ αὐτὴ τὴν νοσηρὰ κατάσταση μετέχουν ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τῶν πρωτοπλάστων, διότι δὲν εἶναι κάποιο ἠθικό, προσωπικὸ δηλαδή ἁμάρτημα, ἀλλὰ νόσος τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου («Νενόσηκεν ἡμῶν ἡ φύσις τὴν ἁμαρτίαν», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, +444) καὶ μεταδίδεται [ἡ νόσος] ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο, ὅπως ἡ ἀρρώστια κάποιου δέντρου μεταδίδεται σὲ ὅσα ἄλλα [δένδρα] προέρχονται ἀπὸ αὐτό»[34].
Μετά τήν πτώση, τό κατ’ εἰκόνα στόν ἄνθρωπο ἀμαυρώθηκε, χωρίς νά καταστραφεῖ. Ἀκολούθως καί ὁ νοῦς ἀσθένησε, σκοτίσθηκε. Ἔχασε τήν κύρια ἐνασχόλησή του, ἔχασε, δηλαδή, τήν μνήμη καί τήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί ταυτίστηκε μέ τήν λογική (τήν διάνοιά του).
Ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός παρατηροῦσε ὅτι: «Ἡ φυσικὴ (αὐθεντική) κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου προσδιορίζεται, ἁγιοπατερικά, ἀπὸ τὴν λειτουργία μέσα του, τριῶν μνημονικῶν συστημάτων, δυὸ ἀπὸ τὰ ὁποῖα γνωρίζει καὶ ἐλέγχει ἡ ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς, ἐνῷ τὸ τρίτο εἶναι ὑπόθεση τῆς ποιμαντικῆς θεραπευτικῆς [τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας]. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ κυτταρικὴ μνήμη (DNA), ποὺ καθορίζει τὰ πάντα στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμό [καί βρίσκεται στόν πυρήνα τῶν κυττάρων]. Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ ἐγκεφαλικὴ κυτταρικὴ μνήμη, ἡ λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου, ποὺ ρυθμίζει τὴν σχέση μας μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸ περιβάλλον [δηλαδή ὅλο τό νευρολογικό μνημονικό σύστημα τοῦ ἀνθρώπου, πού ἔχει ὡς κέντρο τόν ἐγκέφαλο]. Τὰ δυὸ αὐτὰ συστήματα γνωρίζει ἡ ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς καὶ μεριμνᾷ γιὰ τὴν εὔρυθμη λειτουργία τους.
Ἡ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων γνωρίζει ἕνα ἀκόμη μνημονικὸ σύστημα, τὴν καρδιακὴ ἢ νοερὰ μνήμη, ποὺ λειτουργεῖ μέσα στὴν καρδιά. Ἡ καρδιά, στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση, δὲν λειτουργεῖ μόνο φυσικά, ὡς ἀντλία διακίνησης τοῦ αἵματος. Ἀκόμη, κατὰ τὴν πατερικὴ διδασκαλία, δὲν εἶναι ὁ ἐγκέφαλος καὶ τὸ νευρικὸ σύστημα τὸ κέντρο τῆς αὐτοσυνειδησίας μας, ἀλλὰ ἡ καρδιά [νοῦς]. Διότι πέρα ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἔχει καὶ μία ὑπερφυσικὴ λειτουργία. Ὑπὸ ὁρισμένες προϋποθέσεις [μετάνοια, ταπείνωση, προσευχή, ἁπλότητα καί καθαρότητα καρδίας] γίνεται χῶρος κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, μὲ τὴν ἄκτιστη δηλαδὴ ἐνέργειά Του. Βέβαια αὐτὸ γίνεται ἀντιληπτὸ μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων καὶ ὄχι μὲ τὴ λογικὴ λειτουργία καὶ τὴ διανοητικὴ θεολόγηση»[35].
Τί εἶναι ἡ ἀσθένεια τοῦ νοῦ-καρδιᾶς
Ἡ μεγαλύτερη ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου ἐδῶ καί χιλιάδες χρόνια, ἀπό τήν δημιουργία του, εἶναι «ἡ ἀδρανοποίηση [ὑπάρχει ἀλλά δέν λειτουργεῖ] τῆς νοερᾶς λειτουργίας [νοῦς] ἤ τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ [πού ἐνεργεῖται στήν καρδιά] καί ἡ σύγχυσή της μέ τήν λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου [τῆς λογικῆς]»[36]. Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο καί οὐσιωδέστερο ἐμπόδιο, πού δέν ἐπιτρέπει στόν ἄνθρωπο νά φθάσει στήν γνώση καί τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ: ὅτι προσπαθεῖ, δηλαδή, νά Τόν γνωρίσει μέ λάθος τρόπο, χρησιμοποιώντας λανθασμένα μέσα. Ἀντικαθιστᾶ τόν νοῦ – καρδιά μέ τόν λόγο (τήν λογική) καί καταλήγει ἔτσι στόν ὀρθολογισμό καί στήν ἀδυναμία νά γνωρίσει ἀληθινά τόν Θεό. Διότι, ὅπως μᾶς ἔλεγε στίς πανεπιστημιακές παραδόσεις ὁ μακαριστός Καθηγητής μας π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, «ἐπειδή ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου ἔχει λογισμούς, δέν μπορεῖ νά γνωρίσει τόν Θεό. Ὅλοι οἱ λογισμοί, ὅλα τά νοήματα μέσα στό μυαλό τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπό τό περιβάλλον, ἀπό τήν κτίση καί τά κτίσματα. Δέν ὑπάρχει δηλαδή κανένας λογισμός, κανένα νόημα πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό. Γι’ αὐτό, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος ἀρχικά νά παύσει νά ταυτίζει τή λογική μέ τό νοῦ, ὥστε νά ἀνακαλύψει ὅτι ὑπάρχει καί ὁ νοῦς, τό σπουδαιότερο γνωστικό κέντρο, τό μόνο μέ τό ὁποῖο μπορεῖ νά βρεῖ τόν Θεό, τόν Κτίστη καί Δημιουργό του. Μέ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί τοῦ νοῦ ἀπό τούς λογισμούς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά γίνει δεκτικός τῆς φανερώσεως τοῦ Θεοῦ».
Δηλαδή, ἀδελφοί μου, ὅπως προαναφέραμε, ὑπάρχουν στόν ἄνθρωπο δύο γνωστικά κέντρα, δύο τρόποι γιά νά καταλαβαίνει ὁ ἄνθρωπος τά πράγματα, τήν κτιστή φυσική δημιουργία, δηλαδή, ἀλλά καί τόν ἴδιο τόν Θεό. Τό ἕνα κέντρο εἶναι ὁ νοῦς, πού ἐνεργεῖται, ἔχει, δηλαδή, τήν ἕδρα του στήν καρδιά. Τό ἄλλο κέντρο εἶναι ὁ λόγος, ἡ λογική, πού δρᾶ καί ἐνεργεῖ διά τοῦ ἐγκεφάλου.
Μόνο μέ τόν νοῦ, καί μάλιστα μέ τόν κεκαθαρμένο νοῦ, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά γνωρίσει τόν Θεό καί νά ἀποκτήσει τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Μέ τόν λόγο (τήν λογική) ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει μόνο το περιβάλλον, τήν φύση καί τήν κτιστή δημιουργία. Μέ τήν λογική, δηλαδή, δέν μποροῦμε, σέ καμμιά περίπτωση, νά γνωρίσουμε τόν Θεό. Ἡ ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ γίνεται ἀποκλειστικά καί μόνο μέ τόν νοῦ, μέ τήν καρδιά καί ὄχι μέ τήν λογική. Ἐκεῖ καί μόνο αὐτοαποκαλύπτεται ὁ Χριστός ὑπό τίς προϋποθέσεις πού ἀναφέραμε, δηλαδή ταπεινή, καθαρή καί ἁπλή καρδιά. Ἡ ἀδρανοποίηση τοῦ νοῦ ἤ ἡ ταύτισή του μέ τήν λογική ἤ ἀκόμη χειρότερα ἡ ἄγνοιά του, συνιστᾶ τήν μεγαλύτερη ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου ἐδῶ καί 7.500 χρόνια ἀπό κτίσεως κόσμου. Αὐτή ἡ ἀσθένεια θεραπεύεται ἀποκλειστικά καί μόνο στό πνευματικό ἰατρεῖο, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία[37].
Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν νοῦ καί τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ πνευματική γνώση, πού δέν κατέχεται μόνον ἀπό τούς εὐφυεῖς, ἀπό τούς μορφωμένους, ἀπό τούς ἐπιστήμονες. Δέν ἀπαιτεῖ σύνθετη σκέψη, πολύπλοκες ἀναλύσεις καί συλλογισμούς. Ἡ πνευματική γνώση εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, πού προσφέρεται σέ ὅλους, μορφωμένους καί ἀγραμμάτους, γνωστικούς καί ἀδαεῖς, ἔξυπνους καί ἁπλοϊκούς. Μέ τό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου Χρίσματος, ἄλλωστε, λάβαμε ὅλοι μας τίς ἴδιες ἀκριβῶς δωρεές, τά ἴδια χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κανείς λιγότερα καί κανείς περισσότερα. Τά χαρίσματα αὐτά στίς καθαρές, ταπεινές καί ἁπλές ψυχές εἶναι ἐνεργά καί ἑλκύουν πλουσιότερη τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί ὁδηγοῦν σέ μεγαλύτερο βαθμό ἐμπειρίας καί γνώσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀκτίστου δόξης Του.
Μᾶς ἔλεγε ὁ Καθηγητής μας Γεώργιος Γαλίτης, ὅτι οὐδέποτε ἄνθρωπος ἐπείσθη ποτέ νά πιστέψει στό Θεό ἀπό λογικό ἐπιχείρημα. Οὐδέποτε. Ὁ Θεός καί τά τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή εἶναι ἄκτιστα καί ὄχι κτιστά, ὑπέρλογα καί ὑπερνοητά, ὑπόκεινται σέ ἕνα ἄλλο γνωστικό κέντρο, τόν νοῦ δηλαδή και τήν καρδιά.
Γιά νά κατανοήσουμε καλύτερα τήν λειτουργία αὐτῶν τῶν δύο γνωστικῶν κέντρων, τοῦ νοῦ καί τῆς λογικῆς, θά ἀναφερθοῦμε σέ ἕνα ἐμπειρικό παράδειγμα πού μᾶς μεταφέρει μία ἁγιασμένη μορφή τῶν ἡμερῶν μας, ὁ σύγχρονος Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης:
«Οἱανδήποτε ἐργασία κι ἄν κάνῃς, λέγε τήν εὐχή. Ἐνίοτε δυσκολεύεσαι νά λέγῃς τήν εὐχή ταυτοχρόνως εἰς τήν ἐργασίαν σου. Θά ἔρθη ὅμως καιρός, ὅπου ἐνῶ θά κάνῃς οἱανδήποτε ἐργασία, ἐνῶ θά ἔχῃς οἱανδήποτε ἀπασχόλησι, θά λέγῃς ταυτοχρόνως καί τήν εὐχή. Θά λέγεται μόνη της ἡ εὐχή. Τρόπον τινά, σάν νά ἔχῃς δύο ἐγκεφάλους. Ὁ ἕνας θά λέγῃ τήν εὐχήν καί ὁ ἄλλος θά ἐκτελῆ οἱανδήποτε ἐργασία, οἱανδήποτε ἀπασχόλησι»[38]. Αὐτοί οἱ «δύο ἐγκέφαλοι», πού μᾶς ἀναφέρει ὁ Γέροντας, εἶναι τά δύο γνωστικά κέντρα, πού προαναφέραμε. Ἕνα εἶναι ὁ νοῦς καί ἕνα ἡ λογική. Μπορεῖ, δηλαδή, κάποιος χρησιμοποιώντας τήν λογική νά ἐπιδίδεται ἀκόμη καί στίς πιό δύσκολες καί λεπτές διανοητικές ἐργασίες (ὑπολογισμούς, λογιστικά, πειράματα, λεπτές χειρουργικές ἐπεμβάσεις, ὁδήγηση κ.λπ.) καί ταυτόχρονα νά διατηρεῖ τόν νοῦ του ἀνέπαφο καί ἀπόλυτα συγκεντρωμένο στήν μνήμη τοῦ Θεοῦ λέγοντας τήν εὐχή, Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με.
Ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ
Τό πρῶτο, πού θά πρέπει νά κατανοήσουμε, εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε δύο γνωστικά κέντρα, τόν νοῦ-καρδιά καί τήν λογική. Τό δεύτερο, ὅτι δέν θά πρέπει νά συγχέουμε ποτέ καί νά ταυτίζουμε τόν νοῦ-καρδιά μέ τήν λογική καί τό χειρότερο νά μήν ἀγνοοῦμε τόν νοῦ. Καί τό τρίτο, νά θεραπεύσουμε τόν νοῦ ἀπό τούς λογισμούς καί τήν καρδιά ἀπό τά πάθη, ὥστε νά ἔχουμε γνώση, γεύση, ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, δηλαδή νά βλέπουμε τό Ἅκτιστο Φῶς, τήν Ἄκτιστη Χάρη, τήν Ἄκτιστη Δόξα τοῦ Θεοῦ, καί σέ αὐτή καί στήν ἄλλη ζωή, ὡς φῶς καί ὄχι ὡς πῦρ καταναλίσκον, πῦρ πού θά κατακαίει.
Καί ἡ θεραπεία αὐτή, ὅπως τόνιζε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, «πρέπει ν’ ἀρχίσει [καί νά τελειώσει] σ’ αὐτήν τήν ζωή, διότι ‘‘ἐν τῷ Ἅδῃ οὔκ ἔστι μετάνοια’’. Γι’ αὐτό ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία δέν εἶναι ὑπερκοσμική, οὔτε μελλοντολογική, οὔτε ἐσχατολογική, ἀλλά εἶναι καθαρά ἐνδοκοσμική. Διότι τό ἐνδιαφέρον τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο σ’ αὐτόν τόν κόσμο, σ’ αὐτήν τήν ζωή, ὄχι μετά θάνατον».
Καί συνεχίζει ὁ π. Ἰωάννης: «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐπάνω στή γῆ ἔχουν τό ἴδιο τέλος ἀπό Ὀρθόδοξη θεολογική ἄποψη. Εἴτε εἶναι κανείς Ὀρθόδοξος εἴτε εἶναι Βουδδιστής εἴτε Ἰνδουϊστής εἴτε ἀγνωστικιστής εἴτε ἄθεος, ὁ,τιδήποτε καί ἄν εἶναι, δηλαδή κάθε ἄνθρωπος ἐπάνω στή γῆ, εἶναι προωρισμένος νά δεῖ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά δοῦν τή δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μέ μία διαφορά: Οἱ μέν σεσωσμένοι θά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς Φῶς γλυκύτατον καί ἀνέσπερον, οἱ δέ κολασμένοι, θά δοῦν τήν ἴδια δόξα ὡς πῦρ καταναλίσκον, σάν φωτιά πού θά τούς καίη. Αὐτό, τό ὅτι ὅλοι θά δοῦμε τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἕνα ἀληθινό καί ἀναμενόμενο γεγονός. Ἡ βίωσις ὅμως αὐτοῦ τοῦ Φωτός θά εἶναι διαφορετική στούς μέν, ἀπό τούς δέ»[39].
Τό Ἄκτιστο Φῶς, ἡ Ἄκτιστη Χάρη, ἡ Ἄκτιστη Δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, κατά τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας, καί ὅσο βέβαια εἶναι δυνατό τά κτιστά λόγια νά περιγράψουν τήν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου, εἶναι ἡ ἄκτιστη καί θεοποιός ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Τό θεῖο αὐτό φῶς εἶναι ἀνέσπερο, γλυκύτατο, χαριέστατο καί ἀκραιφνές (καθαρό), φῶς ἄναρχο καί ἀΐδιο, ὁμοιόμορφο, ἀκέραιο, πού ἐμπλουτίζει καί πληροῖ τόν ἀνακαινιζόμενο ἄνθρωπο ψυχοσωματικά μέ ὑπερκόσμια καί ἀκατάληπτη εὐφροσύνη καί ἀνέκφραστη ἡδονή, εἰρήνη καί χαρά καί ἱλαρότητα, καί εἶναι πηγή ὑπερφυῶν χαρισμάτων καί ἀποκάλυψη οὐρανίων μυστηρίων.
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι ὁ Θεός εἶναι Φῶς: «ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς»[40]. Καί σέ πλεῖστες ἄλλες περιπτώσεις, στό ἱερό Εὐαγγέλιο ὁ Θεός ἀναφέρεται ὡς Φῶς.
Τό ἄκτιστο φῶς εἶναι ἡ θεία ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Στήν Ὀρθοδοξία ἔχουμε σαφῆ διάκριση τῆς Ἄκτιστης Οὐσίας καί τῶν Ἀκτίστων Ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ἔχει Ἄκτιστη Οὐσία πού εἶναι ἀμέθεκτη, ἀνώνυμη, ἀπερίγραπτη, ἀνεξιχνίαστη, ἀπρόσιτη, ἄρρητη, ἄναρχη, ἀπερινόητη, ἀπρόσιτη. Ἔχει, ὅμως, καί ἄκτιστες ἐνέργειες, ὅπως δημιουργικές, συντηρητικές, φωτιστικές, ἁγιαστικές, θεωτικές κ.λπ., οἱ ὁποῖες εἶναι μεθεκτές ἀπό τόν ἄνθρωπο κατόπιν ὁρισμένων πνευματικῶν προϋποθέσεων. Ὅταν, δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος διά τῆς μετανοίας, τῆς ἀσκήσεως, τῆς προσευχῆς καί τῆς μετοχῆς στήν παρεχόμενη διά τῶν Ἁγίων Μυστηρίων Ἄκτιστη Χάρη καθαρίζει τόν νοῦ του καί τήν καρδιά του.
Ἡ κάθαρση καί ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ ἀπό τά πάθη, ἡ ἀναστροφή του ἀπό τήν ἀποστασία καί ἡ ἐπαναφορά του πρός τόν Θεό ἐπέρχεται διά τῆς μετανοίας.
Ὁ μεγάλος Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας, ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης, τόνιζε μέ ἐμφατικό τρόπο τήν ἀδήριτη ἀνάγκη τῶν ἡμερῶν μας γιά μετάνοια: «Σήμερα, ἂν διδασκόταν ἡ μετάνοια στὸν κόσμο, μόνον αὐτὴ θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήση… Ἂν ὑπῆρχε μετάνοια, τὰ πράγματα θὰ εἶχαν τακτοποιηθῆ. Μπόρες, μπόρες θὰ περνοῦμε! Ὁ Θεὸς νὰ βάλη τὸ χέρι Του! Νὰ ζητοῦμε μετάνοια γιὰ ὅλον τὸν κόσμο καὶ γιὰ ὅσους ἐν ψυχρῷ κάνουν κακὸ στὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν ἔχουν σκοπὸ νὰ διορθωθοῦν, νὰ τοὺς δίνη ὁ Θεὸς μετάνοια καὶ ἔπειτα νὰ τοὺς παίρνη. Νὰ βοηθοῦμε, ὅσο μποροῦμε, τὸν κόσμο στὴν μετάνοια, γιὰ νὰ δεχθοῦμε τὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ. Μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση, αὐτὸ χρειάζεται σήμερα. Ἐγὼ συνέχεια συνιστῶ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση, γιὰ νὰ χάση τὰ δικαιώματα ὁ διάβολος, νὰ κοποῦν οἱ ἐξωτερικὲς δαιμονικὲς ἐπιδράσεις»[41].
Ἐπιμένουμε ἰδιαίτερα στήν ἀνάγκη τῆς μετανοίας σήμερα, πού ἡ ἀνομία καί ἡ ἁμαρτία ἐνεργεῖται καί γνωρίζει τεράστια ἔξαρση καί ἔνταση. Αὐτά τά σημεῖα τῆς σύγχρονης ἀποστασίας μᾶς φέρνουν ἀντιμέτωπους μέ μία πρωτοφανῆ καί πολύπλευρη κρίση καί μία ἰδιαίτερα ὀδυνηρή πραγματικότητα. Μία πραγματικότητα γεμάτη διλήμματα καί ἀδιέξοδα, γεμάτη σύγχυση καί διχοστασία, ἀμφιβολία καί ὀλιγοπιστία, πού συνοδεύεται ἀπό τό πλέονασμα τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἔκπτωσης, τῆς ἀπαξίας, τῆς διαφθορᾶς, σέ προσωπικό καί συλλογικό ἐπίπεδο.
Ἡ ἀποστασία, ἡ ἀπομάκρυνσή μας ἀπό τόν Θεό καί ἡ ἀμετανοησία μας εἶναι ἡ αἰτία καί τῶν παρόντων καί τῶν ἐπερχομένων δεινῶν καί προβλημάτων μας. Εἶναι ἀπόλυτη καί ἄμεση ἀνάγκη νά ἀναλογιστοῦμε καί νά ἀναγνωρίσουμε ταπεινά ὁ καθένας τά λάθη μας καί τήν ἁμαρτωλότητά μας, νά ἀποδεχθοῦμε καί νά ἀναλάβουμε ὁ καθένας μας τό μερίδιο εὐθύνης πού μᾶς ἀναλογεῖ, χωρίς νά θεωροῦμε πάντα ὑπεύθυνους γιά ὅλα τούς ἄλλους.
Ἡ ὀντολογική, ἀποφασιστική, εἰλικρινής, ἔνδακρυς, ἔμπονη καί ἀνατρεπτική μετάνοια εἶναι αὐτή πού θά ἑλκύσει τήν χάρη, τήν εὐσπλαγχνία καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί μπορεῖ νά ἀποτρέψει, νά ἀναστρέψει ἤ καί νά ἀπωθήσει χρονικά καί τά παρόντα καί τά ἐπερχόμενα δεινά.
Θά θέλαμε στό σημεῖο αὐτό, νά τονίσουμε ἰδιαιτέρως τήν ἀξία καί τήν σπουδαιότητα τοῦ μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, πού φθονεῖ ὅσο τίποτε ἄλλο ὁ διάβολος καί μέ τόση πολλή λύσσα τό πολεμᾶ, καί στό ὁποῖο πολλοί χριστιανοί μας δυσκολεύονται νά προσέλθουν.
Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι, ἄν μπορούσαμε νά κάνουμε τόν παραλληλισμό, ὅ,τι εἶναι τό delete (ντιλίτ=διαγραφή) ἤ μᾶλλον καλύτερα τό format (φορμάτ=ἐκκαθάριση) γιά τόν σκληρό δίσκο τοῦ ὑπολογιστῆ, πού διαγράφει ὅλα τά δεδομένα, τά ὁποῖα δέν μπορεῖ πλέον νά ἀνακτήσει ὁ ὑπολογιστής. Κατά ἀνάλογο τρόπο, ἡ ἐξομολόγηση διαγράφει καί ἐξαφανίζει παντελῶς, ἀπαλείφει, δηλαδή, ὀντολογικά, κάθε ἁμαρτία ἀπό τόν νοῦ, ἀπό τήν μνήμη καί ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ὅποιες κι ἄν εἶναι αὐτές οἱ ἁμαρτίες καί ὅσο μεγάλες καί πολλές καί ἄν εἶναι, μετά τήν ἐξομολόγηση, δέν θά μᾶς ξαναενοχλήσουν ποτέ σέ ὅλη μας τήν ζωή καί δέν θά τίς ξαναβροῦμε μπροστά μας οὔτε στήν ἄλλη ζωή, στό κριτήριο τοῦ Θεοῦ. Σᾶς διαβεβαιώνω μέ ἀπόλυτη σιγουριά -καί ὡς πνευματικός καί ὡς ἐξομολογούμενος- ὅτι εἶναι πράγματι σωτήριο τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Συγχωρεῖ, ἀναπαύει, γαληνεύει καί ἀναπτερώνει τήν ψυχή τοῦ πιστοῦ, θεραπεύει τόν νοῦ καί τήν καρδιά. Καρδιακή καί ἀδελφική παράκληση: μήν ἀμελοῦμε τήν συμμετοχή μας στό σωστικό αὐτό μυστήριο.
Προσφιλέστατοι ἀδελφοί μας,
Δυστυχῶς, τό μεγαλύτερο ποσοστό τῶν ἀνθρώπων, ὄχι μόνον τῶν ἐκτός Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τῆς πλειονότητος τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ἀγνοοῦν παντελῶς ποιός εἶναι ὁ νοῦς καί ποῦ εἶναι ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά, πού ἀποτελοῦν τό κέντρο τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ ἀνθρώπου, καί ποιά εἶναι ἡ πραγματική λειτουργία τους. Δίνουν μοναδική ἀξία στήν λογική, τήν ὁποία ἀπολυτοποιοῦν καί θεοποιοῦν. Δέν χρησιμοποιοῦν, δηλαδή, καί τά δύο γνωστικά κέντρα, πού εἶναι ὁ νοῦς-καρδιά καί ὁ λόγος (ἡ λογική). Προσπαθοῦν νά γνωρίσουν τόν Θεό μέ τήν λογική καί ὄχι μέ τόν νοῦ καί τήν καρδιά. Γι’ αὐτό καί ὑπάρχει τόση ἄγνοια τοῦ Θεοῦ στίς μέρες μας, τόση ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, τόση ἀθεΐα καί ἀντιθεΐα καί τόσο λυσσαλέος πόλεμος ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἄλλωστε, μέ βάση τόν ὀρθολογισμό του, ἔχει ὀργανώσει μέ τέτοιο τρόπο τήν ζωή του καί τήν καθημερινότητά του, ὥστε αὐτή νά εἶναι ἀσφυκτικά γεμάτη μέριμνες, δραστηριότητες, ποικίλες ἐνασχολήσεις καί περισπασμούς. Ὅλα αὐτά ἀπορροφοῦν τό σύνολο τοῦ χρόνου του, χωρίς νά ἀπομένει ἡ παραμικρή δυνατότητα ἐνασχολήσεως μέ τήν πνευματική του κατάσταση καί τήν πορεία τῆς σωτηρίας του.
Οἱ πάμπολλες τεχνολογικές παροχές καί διευκολύνσεις, ἡ πληθώρα τῶν τεχνολογικῶν ἐφαρμογῶν τοῦ διαδικτύου, τά μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης, τά κινητά τηλέφωνα ἔχουν γίνει ἡ μεγαλύτερη μάστιγα τῆς ἐποχῆς μας. Ἡ συνεχής ροή πληροφοριῶν, ἡ δυνατότητα πρόσβασης σέ δεδομένα, ἡ παροχή ἐνημέρωσης ἀνά πᾶσα στιγμή γιά τήν παραμικρή λεπτομέρεια καί γιά τό πιό ἀπίθανο περιστατικό, πού μπορεῖ νά συνέβη στό πιό ἀπομακρυσμένο σημεῖο τῆς γῆς, ἐξάπτουν τήν περιέργεια καί τήν φαντασία. Ἀσκοῦν μία ἀκαταμάχητη γοητεία, μία ἔντονη ἕλξη καί μία ἐθιστική καί μεθυστική ἡδονή καί εὐχαρίστηση, πού παγιδεύουν καί αἰχμαλωτίζουν τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ἀδρανοποιοῦν. Ἀφήνουν ἀχαλίνωτη τήν λογική καί τήν φαντασία του καί ἀναμοχλεύουν τά πάθη του, ὥστε νά μήν μποροῦν νά γνωρίσουν τόν Θεό.
Ἀδελφοί, ἄς εἴμαστε εἰλικρινεῖς, ἡ ὑπερβολική καί πολύωρη καθήλωση, μέχρι καί τίς μεταμεσονύκτιες καί πρῶτες πρωϊνές ὧρες, μπροστά στήν τηλεόραση, στό κινητό, στόν ὑπολογιστή, στό τάμπλετ· ἡ συνεχής ἐνασχόληση καί συμμετοχή σέ διαδικτυακές συζητήσεις καί ἐπαφές στό φέισμπουκ, στό ἴνσταγκραμ, στό τουίτερ (Χ), στό σκάιπ, στό βάιμπερ καί τόσα ἄλλα, ἀφαιροῦν καί τόν ἐλάχιστο ἐλεύθερο χρόνο, δημιουργοῦν δικαιωματισμό, συνεχῆ ἐκνευρισμό καί θυμό, κόπωση, ἀποξένωση καί μύρια ὅσα δεινά. Καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος καταλήγει νά ἀγνοεῖ τόν νοῦ καί τήν καρδιά του ἤ νά ταυτίζει τό νοῦ μέ τήν λογική του καί νά μήν μπορεῖ νά γνωρίσει τόν Θεό.
Ἀδελφοί, ἄς πάψουμε, ἐπιτέλους, νά πασχίζουμε μόνο γιά τήν καλλιέργεια τοῦ μυαλοῦ καί τῆς λογικῆς μας. Καί κυρίως οἱ γονεῖς ἄς πάψουνε νά προσφέρουν στά παιδιά τους ἀποκλειστικά καί μόνο γνώσεις, γνώσεις, γνώσεις. Ἄς πάψουνε νά τά ὑπερφορτώνουν μέ πολυάριθμες δραστηριότητες, φροντιστήρια, ξένες γλῶσσες, χορούς, μπαλέτο, μουσική, ζωγραφική, μπάσκετ, ποδόσφαιρο, τάε-κβοντό, καράτε, τζοῦντο, καί διάφορα ἀθλήματα, ὅλα τά ἄλλα, δηλαδή, ἐκτός ἀπό αὐτά πού θά καλλιεργήσουν τόν νοῦ, τήν καρδιά καί τήν ψυχή τους. Καί μετά ἀποροῦμε γιά τήν αὔξηση τῆς ἐφηβικῆς ἐγκληματικότητας καί πιστεύει, ἀφελῶς, τό ἄθεο κράτος ὅτι αὐξάνοντας τίς ποινές θά περιορίσει τήν ἐγκληματικότητα!
Ὁ κόσμος ἔχει ὄντως πολλές χαρές καί ἀπολαύσεις! Ἀλλά ἄς εἴμαστε σίγουροι ὅτι ὑπάρχει καί ἡ ἄλλη ζωή, εἴτε τό θέλουμε εἴτε δέν τό θέλουμε. Ὑπάρχει Παράδεισος καί Κόλαση. Γιά νά δοῦμε τόν Θεό ὡς Ἄκτιστο Φῶς, ὡς Παράδεισο καί ὄχι ὡς πῦρ καταναλίσκον, ὡς Κόλαση, θά πρέπει νά κάνουμε τήν θεραπεία μας σέ αὐτή τήν ζωή, γιατί στήν ἄλλη ζωή δέν ὑπάρχει μετάνοια.
Μέ τήν λογική οὐδέποτε, οὐδέποτε, οὐδέποτε μποροῦμε νά γνωρίσουμε τόν Θεό, ἄλλά μόνο μέ τόν καθαρό καί φωτισμένο νοῦ, μέ τήν ταπεινή, ἁπλή καί καθαρή καρδιά. Ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς γίνεται μέσα στό πνευματικό θεραπευτήριο καί νοσοκομεῖο τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἀπό τούς ἐντεταλμένους ἰατρούς καί θεραπευτές Της, τούς Ἐπισκόπους, δηλαδή, τούς κληρικούς, μοναχούς, κήρυκες, κατηχητές, πνευματικούς διδασκάλους, καί γίνεται μόνο σέ αὐτή τήν ζωή καί ὄχι στήν ἄλλη ζωή.
Ἀδελφοί, μόνο μέ αὐτές τίς πρϋποθέσεις μποροῦμε νά γνωρίζουμε τόν Θεό, νά Τόν ψηλαφοῦμε, νά Τόν γευόμαστε, νά Τόν αἰσθανόμαστε, νά Τόν ἐγκολπωνόμαστε καί κυρίως νά Τόν βλέπουμε ὡς Θεῖο καί Ἄκτιστο Φῶς, ὡς Θεία καί Ἄκτιστη Δόξα, ὡς Παράδεισό μας καί σέ αὐτή τήν ζωή καί κυρίως αἰωνίως στήν ἄλλη ζωή. Γένοιτο.
[1] Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Παράδεισος καί Κόλαση στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, στό Δοκίμια Ὀρθόδοξης Μαρτυρίας, ἐκδ. Ἄθως, σελ. 182
[2] Ἰω. 1, 14
[3] Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ἐπιστολή πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 30-8-2016
[4] Ἰω. 14, 6
[5] Ἰω. 18, 37
[6] π. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς θεραπεία, ὅ.π., σελ. 215
[7] Γέν. 1, 26-27
[8] Γέν. 2, 7
[9] Κολ. 1′ 15
[10] Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ἱ. Μ. Ὁσ. Γρηγορίου, Ἡ θέωσις ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 14-15
[11] Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως, PG 46, 29B, ΕΠΕ 1, Πατερικές ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσ/νίκη 1990, σ. 228
[12] Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, PG 94, 924, ΕΠΕ 1, σελ. 212
[13] Ὁσίου Νικήτα Στηθάτου, Πρακτικῶν Κεφαλαίων Ἑκατοντάς Α΄, Φιλοκαλία ΕΠΕ 20, σελ. 22-23
[14] Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Τέταρτη ἑκατοντάδα διαφόρων κεφαλαίων, Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, τόμ. Β΄, ἐκδ. Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, σελ. 172
[15] Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, Περί ὅρων, Περὶ ψυχῆς καὶ νοός, PG 28, 548: «ἔχει δὲ ὁ ἄνθρωπος αἰσθήσεις πέντε σωματικάς, καὶ πέντε ψυχικάς· αἱ σωματικαὶ μέν εἰσιν· ὅρασις, ἀκοὴ, ὄσφρησις, γεῦσις, καὶ ἁφή… τῆς δὲ ψυχῆς τὰ αἰσθητήριά εἰσι ταῦτα· νοῦς, διάνοια, δόξα, φαντασία, καὶ αἴσθησις».
[16] Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὅ.π., PG 94, 941, ΕΠΕ 1, σελ. 236-238: «Χρή γινώσκειν, ὅτι ἡ ἡμετέρα ψυχή διττάς ἔχει τάς δυνάμεις, τάς μέν γνωστικάς, τάς δέ ζωτικάς. Καί γνωστικαί μέν εἰσί νοῦς, διάνοια, δόξα, φαντασία, αἴσθησις, ζωτικαί δέ ἤγουν ὀρεκτικαί βούλησις καί προαίρεσις». Προαίρεση εἶναι ἡ κινητήρια δύναμη τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στό καλό ἤ στό κακό. Ἡ κίνηση αὐτή φανερώνεται στήν βούληση (ἐπιθυμία) πού εἶναι τό πρακτικό μέρος τῆς προαιρέσεως καί μορφοποιεῖ τό ποιόν τῆς προαιρέσεως, τό καλό ἤ τό κακό.
[17] Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνού, ὅ.π., PG 94,1088
[18] Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περί διαφόρων ἀποριῶν, Ἀπορία ΡΗ΄, Φιλοκαλία, ΕΠΕ 14Ε, σελ. 25
[19] Μεγάλου Ἀθανασίου, Περί τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου, ΕΠΕ 9, σελ. 50-51: «Καὶ ἡ χεὶρ δὲ ἡ πλάσασα τότε τὸν Ἀδὰμ αὕτη καὶ νῦν καὶ ἀεὶ τοὺς μετ᾽ ἐκεῖνον πάλιν πλάττει καὶ διασυνίστησι».
[20] Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη Θεολογικά
[21] Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ὅ.π., TLG, Work #003 6.13 to Work #003 6.14: «Οὐκ ἔστιν οὖν ἡ ψυχὴ ἐν σώματι͵ ἀλλὰ τὸ σῶμα ἐν τῇ ψυχῇ». Βλ. καί PG 94, 853A, ΕΠΕ 1, σελ. 128
[22] Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΙΘ΄ Περί τῆς Σαμαρείτιδος, ΕΠΕ 9, 562, PG151,260Α: «Ἡ μέντοι ψυχή συνέχουσα σῶμα, ᾧ καί ἐκτίσθη, πανταχοῦ τοῦ σώματος ἐστίν οὐχ ὡς ἐν τόπῳ οὐδ᾽ ὡς περιεχομένη (ἐννοεῖται τοῦ σώματος), ἀλλ᾽ ὡς συνέχουσά τε καί περιέχουσα καί ζωοποιοῦσα τοῦτο (τό σῶμα δηλ.) κατ᾽ εἰκόνα καί τοῦτο ἔχουσα Θεοῦ». Ἡ μέν ψυχή δηλ. συνέχει τό σῶμα, μέ τό ὁποῖο ἐκτίσθη μαζί, εἶναι σέ ὅλο τό σῶμα, ὄχι σάν σέ ἕνα τόπο, καί ὄχι ὅτι περιέχεται ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ἡ ψυχή συνέχει καί περιέχει καί ζωοποιεῖ τό σῶμα καί εἶναι βέβαια εἰκόνα του Θεοῦ.
[23] Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, ὅ.π., PG 46, 29B, ΕΠΕ 1, σ. 228
[24] Ἅγίου Ἰω. Δαμασκηνοῦ, ὅ.π., PG 94, 924, ΕΠΕ 1, σελ. 212: «Ψυχὴ τοίνυν ἐστὶν οὐσία ζῶσα, ἁπλῆ, ἀσώματος, σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς κατ’ οἰκείαν φύσιν ἀόρατος, λογική τε καὶ νοερά, ἀσχημάτιστος, ὀργανικῷ κεχρημένη σώματι καὶ τούτῳ ζωῆς, αὐξήσεώς τε καὶ αἰσθήσεως καὶ γεννήσεως παρεκτική, οὐχ ἕτερον ἔχουσα παρ’ ἑαυτὴν τὸν νοῦν, ἀλλὰ μέρος αὐτῆς τὸ καθαρώτατον· ὥσπερ γὰρ ὀφθαλμὸς ἐν σώματι, οὕτως ἐν ψυχῇ νοῦς· αὐτεξούσιος, θελητική τε καὶ ἐνεργητική, τρεπτὴ, ἤτοι ἐθελότρεπτος, ὅτι καὶ κτιστή. Πάντα ταῦτα κατὰ φύσιν ἐκ τῆς τοῦ δημιουργήσαντος αὐτὴν χάριτος εἰληφυῖα, ἐξ ἧς καὶ τὸ εἶναι καὶ τὸ φύσει οὕτως εἶναι εἴληφεν».
[25] Ὁμιλία στούς φοιτητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, Holy Cross, τῆς Βοστώνης, Η.Π.Α., τό ἐαρινό ἑξάμηνο τοῦ 2005
[26] Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τοὺς κοιμηθέντας, G.N.O. IX.1, σ. 54.1-10, ΕΠΕ 10, σελ. 182-183: «Ἐπειδὴ γὰρ θεοειδὴς ὁ ἄνθρωπος ἐγένετο καὶ μακάριος τῷ αὐτεξουσίῳ τετιμημένος (τὸ γὰρ αὐτοκρατές τε καὶ ἀδέσποτον ἴδιόν ἐστι τῆς θείας μακαριότητος)…εἰ γὰρ ἑκουσίως τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν κατὰ τὴν αὐτεξούσιον κίνησιν ἐπί τι τῶν οὐ δεόντων ὁρμήσασαν βιαίως τε καὶ κατηναγκασμένως τῶν ἀρεσάντων ἀπέστησεν, ἀφαίρεσις ἂν ἦν τοῦ προέχοντος ἀγαθοῦ τὸ γινόμενον καὶ τῆς ἰσοθέου τιμῆς ἀποστέρησις (ἰσόθεον γὰρ ἔστι τὸ αὐτεξούσιον)». Δηλαδή: Ἐπειδή δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ὅμοιος μέ τόν Θεό καί μακάριος, τιμημένος μέ τό αὐτεξούσιο (γιατί ἡ αὐτεξουσιότητα καί ἡ ἐλευθερία εἶναι ἰδιότητες τῆς θείας μακαριότητας)… Ἄν δηλαδή ἀποσποῦσε τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τήν βία καί τόν καταναγκασμό ἀπό ὅ,τι τῆς ἄρεσε, ὅταν εἶχε ὁρμήσει σύμφωνα μέ τήν αὐτεξούσια κίνησή της σέ πράγματα ἀνεπίτρεπτα, τό γεγονός θά ἦταν ἀφαίρεση τοῦ ἐξαίρετου ἀγαθοῦ καί ἀποστέρηση τῆς ἰσόθεης τιμῆς (γιατί τό αὐτεξούσιο εἶναι ἰσόθεο).
[27] Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περί Διαφόρων Ἀποριῶν, ΛΖ΄, Φιλοκαλία, ΕΠΕ 14Δ, σελ. 194
[28] Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἡ ζωή μετά τόν θάνατο, σελ. 50
[29] Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὅ.π., PG 94, 1005, ΕΠΕ 1, σελ. 308: «ἡγεμονικὸν μὲν γὰρ ψυχῆς τε καὶ σαρκὸς νοῦς».
[30] Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὅ.π., PG 94, 924, ΕΠΕ 1, σελ. 212: «ὥσπερ γὰρ ὀφθαλμὸς ἐν σώματι, οὕτως ἐν ψυχῇ νοῦς».
[31] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,2, ΕΠΕ 2, σελ. 105
[32] Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2018, σελ. 55-56.
[33] Ψαλμ. 33, στ. 8
[34] π. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς θεραπεία, ὅ.π., σελ. 209-210
[35] π. Γ. Μεταλληνοῦ, ὅ.π., σελ. 207-208
[36] π. Γ. Μεταλληνοῦ, ὅ.π., σελ. 210
[37] Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Γένεσιν Α΄, PG 53,22, ΕΠΕ 2,12
[38] http://anavaseis.blogspot.gr/2010/12/blog-post_292.html
[39] Πρωτοπρ. Ἰω. Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία, ἔκδ. «Παρακαταθήκη», Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 46-48
[40] Ἰω. 8, 12
[41] Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι Β΄, Πνευματική Ἀφύπνιση, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχαστηρίου «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 1999, σελ. 350-352