Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

   Ο γε­ρω Παῦ­λος ὁ  Κα­ψα­λι­ώ­της ἦ­ταν ἀ­πό τίς Σα­ράν­τα Ἐκ­κλη­σι­ές τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Θρά­κης. Κοι­νο­βί­α­σε στήν Σι­μω­νό­πε­τρα τό 1928. Με­τά ἀ­πό λί­γα χρό­νια ζή­τη­σε καί ἔ­λα­βε εὐ­λο­γί­α γιά νά πά­η σέ Κελ­λί. Δέν ἤ­θε­λε νά φύ­γη χω­ρίς εὐ­λο­γί­α, δι­ό­τι θε­ω­ροῦ­σε ὅ­τι δέν θἄ­κα­νε προ­κο­πή. Ἦρ­θε στό Σταυ­ρο­νι­κη­τια­νό Κελ­λί τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ στήν Κα­ψά­λα, καί ἀρ­γό­τε­ρα πῆ­ρε γιά ὑ­πο­τα­κτι­κό του τόν πα­τρι­ώ­τη του π. Ἡ­σα­ΐ­α, τόν μπα­κά­λη.

   Ὁ  γε­ρω Παῦ­λος ἦ­ταν πο­λύ ἐ­νά­ρε­τος. Ἀ­πό τό Κελ­λί του δέν ἔ­βγαι­νε πο­τέ. Ἔ­κα­νε ἐρ­γό­χει­ρο βι­βλι­ο­δε­σί­α, ἔ­βγα­ζε ἐπίσης ρα­κί καί οἰ­κο­νο­μοῦ­σε τίς ἀ­νάγκες του. Ἦ­ταν ἀ­κτή­μων. Ἀ­γω­νι­ζό­ταν φι­λό­τι­μα. Ὅ­λη τήν Κα­θα­ρά ἑβδ­δο­μά­δα μέ­χρι τό Σάβ­βα­το δέν ἔ­τρω­γε τί­πο­τε. Στόν ὑ­πο­τα­κτι­κό του του ἔ­κα­νε ὁ ἴ­διος ὑ­πα­κο­ή, για­τί ἦ­ταν πο­λύ τα­πει­νός. Δέν τόν μά­λω­νε καί δέν τόν πα­ρα­τη­ροῦ­σε πο­τέ. Εἶ­χε τήν με­γά­λη ἀ­ρε­τή τῆς μνή­μης τοῦ θα­νά­του. Ὅταν ἐ­κοι­μή­θη, βρῆ­καν στίς τσέ­πες του  χαρ­τά­κια ἀ­πό ἡ­με­ρο­λό­γιο. Στό   κα­θέ­να   ἔ­γρα­φε:

«Αὔ­ριον ἀ­πο­θνή­σκεις».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα