ΙΓ’. Γερω–Γεώργιος τοῦ «Φανερωμένου»

Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

O π. Γε­ώρ­γιος γεν­νή­θη­κε τό 1902 στό Σου­φλί τῆς Θρά­κης καί στήν βάπτισή του ὠ­νο­μά­στη­κε Δῆ­μος (Κο­ζᾶ­κος). Σέ ἡ­λι­κί­α 23 ἐ­τῶν ἦρ­θε γιά νά μο­νά­ση καί οἰ­κο­νό­μη­σε ἡ Πα­να­γί­α νά βρῆ ἕ­ναν ἅ­γιο Γέροντα, τόν Χα­τζη­γε­ωρ­γι­ά­τη π. Εὐ­λό­γιο. Ἔ­γι­νε ἡ κου­ρά του τό ἔ­τος 1928 καί πῆ­ρε τό ὄ­νο­μα Γε­ώρ­γιος πρός τι­μήν τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου, στόν ὁ­ποῖ­ον ἐ­τι­μᾶ­το ὁ να­ός τῆς Κα­λύ­βης τους. Πρίν ἀ­πό τόν π. Γε­ώρ­γιο ἦ­ταν ὁ π. Πα­χώ­μιος, ὁ δε­ύ­τε­ρος τῆς συ­νο­δε­ί­ας καί με­τέ­πει­τα Γέροντάς του.

Ὁ π. Γε­ώρ­γιος βρῆ­κε μία κα­λή τά­ξη στό Κελ­λί τοῦ ἁγί­ου Γε­ωρ­γί­ου τοῦ «Φα­νε­ρω­μέ­νου» καί συ­νέ­χι­σε τήν χα­τζη­γε­ωρ­γι­ά­τι­κη πα­ρά­δο­ση.

Ὁ γε­ρω–Εὐ­λό­γιος ἦ­ταν ἁ­γι­α­σμέ­νη ψυ­χή. Ἀ­κο­λου­θών­τας τήν αὐ­στη­ρή ἄ­σκη­ση τοῦ με­γά­λου Χα­τζη­γι­ώρ­γη καί τη­ρών­τας νη­στε­ί­α ἀ­νέ­λαι­ο σέ ὅ­λη τήν ζωή του, εἶ­χε καί αὐ­τός πολ­λά ὑ­περ­φυ­σι­κά γε­γο­νό­τα. Ἔ­χουν γρα­φῆ ἀρ­κε­τά γι᾿ αὐ­τόν.

Ἡ ζωή τοῦ π. Γε­ωρ­γί­ου, ὅ­ταν ἐ­κοι­μή­θη­σαν οἱ Γέροντές του καί ἔ­μει­νε μό­νος του, ἦ­ταν ἐ­ξω­τε­ρι­κά ἑ­νός συ­νη­θι­σμέ­νου κελ­λι­ώ­του. Μαρ­τυ­ροῦν γνω­στοί του πα­τέ­ρες: «Ἦ­ταν κα­λο­κά­γα­θος καί ἐ­νά­ρε­τος.  Μο­ί­ρα­ζε στο­ύς πα­τέ­ρες κη­πευ­τι­κά, φρέ­σκο ψω­μί καί ὅ,τι ἄλ­λο εἶ­χε. Ἔ­κα­νε συ­χνά θεῖ­ες Λει­τουρ­γί­ες, προσ­έ­φε­ρε λου­κου­μά­δες καί ἦ­ταν πο­λύ χα­ρο­ύ­με­νος». Καλ­λι­ερ­γοῦ­σε τόν κῆ­πο του, μά­ζευ­ε τά λε­πτό­κα­ρα καί κα­θά­ρι­ζε τό κτῆ­μα του. Ἀλ­λά ἐ­κεῖ πού μέ ἱ­δρῶ­τα μέ­σα στό λι­ο­πύ­ρι ἐρ­γα­ζό­ταν, εἶ­χε ἀ­να­ψυ­χή καί βο­η­θό τήν εὐ­χή πού προ­σπα­θοῦ­σε νά τήν λέ­γη ἀ­κα­τά­παυ­στα. Ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ τίς ἀ­κο­λου­θί­ες καί δέν πα­ρέ­λει­πε τί­πο­τε. Ὅ­ταν ἔ­ψη­νε ψω­μί, τό ἔ­κα­νε με­τά τήν ἀ­κο­λου­θί­α καί ὕ­στε­ρα ἔ­βγαι­νε στά φουν­το­ύ­κια. Ἦ­ταν σάν νά ἔ­κα­νε ἀ­γρυ­πνί­α.

Ξυ­πνοῦ­σε στίς 12 τά με­σά­νυ­χτα καί δι­ά­βα­ζε τρεῖς ὧ­ρες τήν ἀ­κο­λου­θί­α στήν Ἐκ­κλη­σί­α χω­ρίς σόμ­πα. Στά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια τήν δι­ά­βα­ζε στό κελ­λί του πού εἶ­χε τζά­κι. Ἔ­κα­νε ἐ­πί πλέ­ον Πα­ρα­κλή­σεις καί δι­ά­φο­ρα ἄλ­λα. Ἔ­τσι ἀ­πό τά πολ­λά δι­α­βά­σμα­τα στό τέ­λος τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας ἔ­κλει­νε ἡ φω­νή του καί δέν μπο­ροῦ­σε νά ἀρ­θρώ­ση λέ­ξη.

Εἶ­χε κα­θω­ρι­σμέ­νες ἑ­ορ­τές πού ἔ­κα­νε Λει­τουρ­γί­ες στό Ἐκ­κλη­σά­κι του, καί πάν­τα φί­λευ­ε τόν πα­πᾶ.

Κάποτε ἦ­ταν τοῦ Ἀ­κα­θί­στου. Ἐ­νῶ δι­ά­βα­ζε το­ύς Χαι­ρε­τι­σμο­ύς, εἶ­δε κά­ποι­ον μέ­σα στό ναό, ἀλ­λά δέν μπό­ρε­σε νά τόν δι­α­κρί­νη κα­λά στό πρό­σω­πο, νά τόν γνω­ρί­ση, ἄν ἦ­ταν ὁ ἅ­γιος Γε­ώρ­γιος ἤ κά­ποι­ος ἄλ­λος ἅ­γιος ἤ ἄγ­γε­λος. Ἔ­κτο­τε κάθε χρόνο αὐτήν τήν ἡ­μέ­ρα ἔ­κα­νε Λει­τουρ­γί­α.

Στίς ἀ­γρυ­πνί­ες καί τίς Κυ­ρια­κές ἐλει­τουρ­γεῖ­το στό Πρω­τᾶ­το. Εἶ­χε με­γά­λο πό­θο γιά τήν λα­τρε­ί­α· δέν ἄ­φη­νε ἀ­γρυ­πνί­α γιά ἀ­γρυ­πνί­α καί αὐ­τό τοῦ ἔ­δι­νε δυ­νά­μεις. Στά τε­λευ­ταῖ­α του, πού ἦ­ταν γε­ρον­τά­κι, ξε­κι­νοῦ­σε νω­ρί­τε­ρα. Ξε­κου­ρα­ζό­ταν λί­γο στο­ύς Ἰ­ω­σα­φα­ί­ους καί με­τά πή­γαι­ναν μαζί στήν ἀ­γρυ­πνία­. Ἦ­ταν καί φι­λό­μου­σος. Ἄν καί δέν τόν βο­η­θοῦ­σε ἡ φω­νή του, ἔ­ψελ­νε τα­κτι­κά στό Πρω­τᾶ­το. Τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως πή­γαι­νε στήν ἀ­γρυ­πνί­α τοῦ Πρω­τά­του, ὕ­στε­ρα πή­γαι­νε καί στήν πα­νή­γυ­ρη τοῦ Ντα­βί­λα καί κα­τά τό με­ση­μέ­ρι ξε­κι­νοῦ­σε γιά τό Κελ­λί του, πού δέν ἦ­ταν καί κοντά, καί μά­λι­στα μέ­σα στήν ζέ­στη, πα­ρά τήν ἡ­λι­κί­α του.

Ὁ π. Γε­ώρ­γιος ἦ­ταν πο­λύ ἀ­γω­νι­στής, εἶ­χε με­γά­λη εὐ­λά­βεια καί πο­λλή ἁ­πλό­τη­τα. Κα­τά τίς μαρ­τυ­ρί­ες τῶν γει­τό­νων του «ἔ­ζη­σε βί­ον ἅ­γιον». Ὁ γε­ρω–Μα­κά­ριος ὁ Ρου­μᾶ­νος, πού πή­γαι­νε καί ἐρ­γα­ζό­ταν ὡς μι­σθω­τός στόν π. Γε­ώρ­γιο, δέν εἶ­χε κα­νέ­να πα­ρά­πο­νο καί ἔ­λε­γε ὅ­τι ἦ­ταν ἅ­γιος ἄν­θρω­πος.

 Ἡ χά­ρις πού δί­δει ὁ Θε­ός στο­ύς ἀ­ξί­ους δέν κρύ­βε­ται. Ἀν­τα­να­κλᾶ καί δι­α­χέ­ε­ται γύ­ρω τους. Καί ὁ π. Γε­ώρ­γιος, ὅ­πως μαρ­τυ­ροῦν ὅ­σοι τόν γνώ­ρι­σαν, εἶ­χε χά­ρι. Κά­ποι­ος νέ­ος ἀπ᾿ τόν κό­σμο κά­θη­σε στήν πλα­τεῖα τῶν Κα­ρυ­ῶν καί πα­ρα­τη­ροῦ­σε το­ύς δι­ερ­χο­μέ­νους μο­να­χο­ύς, ἀ­να­ζη­τών­τας νά βρῆ κά­ποι­ον γιά νά τοῦ δώ­ση ἕ­να καν­τή­λι, τά­μα τῆς για­γιᾶς του. Ἀ­πό ὅ­σους πα­τέ­ρες εἶ­δε τόν εἵλ­κυ­σε ἕ­να σκυ­φτό γε­ρον­τά­κι, ὁ π. Γε­ώρ­γιος τοῦ «Φα­νε­ρω­μέ­νου», στόν ὁ­ποῖ­ο καί ἔ­δω­σε τό καν­τή­λι. 

Δι­η­γεῖ­το πολ­λά θα­ύ­μα­τα πού εἶ­χαν συμ­βῆ στό Κελ­λί τους. Τήν ἐμ­φά­νι­ση τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου  στούς­ λη­στές, γι᾿ αὐ­τό καί ὠ­νο­μά­στη­κε τό Κελ­λί  τοῦ «Φα­νε­ρω­μέ­νου». Τά ψά­ρια πού ἔ­στει­λε ὁ ἅ­γιος Γε­ώρ­γιος στήν πα­νή­γυ­ρη, καί πολ­λά ἄλ­λα πού εἶ­χε δεῖ στόν γέ­ροντά του Εὐ­λό­γιο, γιά τόν ὁ­ποῖ­ον ἔ­λε­γε ὅ­τι, ὅ­ταν προ­σευ­χό­ταν, τόν σκέ­πα­ζε μία ὀμ­πρέλ­λα φω­τει­νή. Ἀλ­λά ἐ­πει­δή με­ρι­κοί δέν τά πί­στευ­αν καί τόν εἰ­ρω­νε­ύ­ον­το, δέν τά ἔ­λε­γε σέ ὅ­λους.

Καί ὁ ἴ­διος ἔ­ζη­σε ἀρ­κε­τά θα­ύ­μα­τα καί εἶ­δε τήν πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ, τῆς Πα­να­γί­ας καί τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου γι᾿ αὐ­τόν.

Εἶ­χαν τήν εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου στήν Λι­τή. Ὅ­ταν κά­ποι­ος ζή­τη­σε νά κοι­νο­βι­ά­ση, τοῦ εἶ­παν νά βά­λη με­τά­νοι­α στόν Ἅ­γιο καί ἀ­μέ­σως ἔ­πε­σε ἡ εἰ­κό­να καί τόν χτύ­πη­σε στό κε­φά­λι του. Μόλις εἶ­δαν αὐ­τό, κα­τά­λα­βαν ὅ­τι δέν τόν θέ­λει ὁ Ἅ­γιος γι᾿ αὐ­τό τοῦ εἶ­παν νά φύ­γη.

Κάποτε, ἐ­νῶ δι­ά­βα­ζε τήν ἀ­κο­λου­θί­α του, κά­τι τόν πα­ρα­κί­νη­σε ἐ­σω­τε­ρι­κά νά πῆ το­ύς χαι­ρε­τι­σμο­ύς τῆς Πα­να­γί­ας. Ἔ­φυ­γε ἀ­πό τό στα­σί­δι καί πῆ­γε μπρο­στά στήν εἰ­κό­να της. Ἐ­νῶ ἔ­λε­γε το­ύς Χαι­ρε­τι­σμο­ύς, ξαφ­νι­κά πέ­φτει ἕ­να τοῦ­βλο με­γά­λο μέ σο­βᾶ, ἀ­κρι­βῶς στό μέ­ρος πού στε­κό­ταν προ­η­γου­μέ­νως.  Ἄν  κα­θό­ταν  ἐ­κεῖ,  θά  τόν  εἶ­χε  σκο­τώ­σει. Ἀλ­λά ἡ Πα­να­γί­α τόν ἔ­σω­σε μ᾿ αὐ­τόν τόν τρό­πο. Πῆ­γε στούς­ γείτονές του, το­ύς Τρυ­γω­νά­δες, καί τό δι­ηγήθηκε μέ δά­κρυ­α λέ­γον­τας ὅ­τι ἔ­γι­νε θαῦ­μα.

Τό ἔ­τος 1980 μπῆ­καν λη­στές στό Κελ­λί του τή νύ­χτα. Τόν ἔ­δε­σαν, τοῦ ἔ­κλει­σαν τά μά­τια καί τόν ἔ­κλε­ψαν. Χρή­μα­τα δέν βρῆ­καν ἀλ­λά τοῦ πῆ­ραν ἕ­ναν χρυ­σο­κέν­τη­το ἐ­πι­τά­φιο, νο­μί­σμα­τα Κων­σταν­τι­νᾶ­τα,  

ἀ­φι­ε­ρω­μέ­να στήν θαυ­μα­τουργή εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου, θυ­μια­τό, Εὐ­αγ­γέ­λιο καί δι­σκο­πό­τη­ρο. Φε­ύ­γον­τας τόν χτυ­ποῦ­σαν στό πρό­σω­πο μέ μία βρεγ­μέ­νη πε­τσέ­τα καί τοῦ εἶ­παν νά μή ση­κω­θῆ, ἀλ­λά ὅ­πως εἶ­ναι δε­μέ­νος νά κοι­μη­θῆ. Μέ ἀ­πο­ρί­α το­ύς λέ­γει: «Τί λέ­τε; Ἐ­γώ θέ­λω νά δι­α­βά­σω τήν ἀ­κο­λου­θί­α».

Ὕ­στε­ρα πῆ­γε μέ με­λα­νι­α­σμέ­νο τό πρό­σω­πο ἀπό τά χτυ­πή­μα­τα καί τά δι­η­γή­θη­κε στο­ύς Τρυ­γω­νά­δες, χω­ρίς ἐκ­δι­κη­τι­κό­τη­τα καί μνη­σι­κα­κί­α, ἀλ­λά μέ ἀ­πο­ρί­α, για­τί ὁ ἅ­γιος Γε­ώρ­γιος δέν ἀ­πε­κά­λυ­ψε το­ύς λη­στές. Ἔ­λε­γε: «Ἅ­μα ἤ­θε­λα, ἔ­βα­ζα τόν ἅ­γιο  Γε­ώρ­γιο καί το­ύς ἔ­πια­νε, ἀλ­λά το­ύς λυ­πή­θη­κα».

Μα­ζί μέ αὐ­τές τίς δο­κι­μα­σί­ες εἶ­χε καί πει­ρα­σμο­ύς ἀ­πό τόν δι­ά­βο­λο. Ἄκου­γε μέ­σα του κά­ποι­α φω­νή καί ἀ­πό ἁ­πλό­τη­τα τήν πί­στευ­ε. Ἤ­θε­λε νά πά­η στίς Κα­ρυ­ές νά δώ­ση ἀ­πό τά προ­ϊ­όν­τα του σ᾿ ἕ­να Γέροντα καί ἄ­κου­σε φω­νή: «Μήν πᾶς, λε­ί­πει». Πῆ­γε, καί πράγ­μα­τι ἔ­λει­πε. Χάρηκε πού ἀ­λή­θευ­σε ἡ φω­νή. Ὁ γε­ρω–Νι­κό­λα­ος ὁ Τρυ­γω­νᾶς τόν συμ­βο­ύ­λευ­σε νά μήν τά πι­στε­ύ­η αὐ­τά, για­τί θά τήν πά­θει ἀ­πό τόν πει­ρα­σμό. Δι­ά­βα­ζε Πα­ρα­κλή­σεις καί ἄ­κου­γε φω­νή νά τοῦ λέ­η νά κά­νη τόν σταυ­ρό του καί τόν ἔ­κα­νε. Ἀλ­λά ἕ­να βρά­δυ κα­τά­λα­βε ὅ­τι ὅ­λα αὐ­τά ἦταν τοῦ πει­ρα­σμοῦ. Ἄ­κου­σε μία ἄ­γρια φω­νή κοντά στ᾿ αὐ­τί του νά βρί­ζη τά γέ­νεια του, καί φο­βι­σμέ­νος ἔ­τρε­ξε στο­ύς Τρυ­γω­νά­δες. Δέν μπο­ροῦ­σε νά με­ί­νη μό­νος του στό Κελ­λί. Ἀ­φοῦ συ­νῆλ­θε σέ δύο–τρεῖς μέ­ρες ξα­να­γύ­ρι­σε, ἀλ­λά ἦ­ταν πιό προ­σε­κτι­κός στίς δαι­μο­νι­κές πα­νουρ­γί­ες.

Ἡ πο­λυ­ε­τής ἐ­να­σχό­λη­ση τοῦ π. Γε­ωρ­γί­ου μέ τήν εὐ­χή ἔ­φε­ρε καρ­πο­ύς γλυ­κυ­τά­τους. Ἀλ­λά ὁ ἁπλοῦς Γέρων ἦ­ταν ἀ­νυ­πο­ψί­α­στος γιά τήν με­γά­λη πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­σή του· αὐ­τά πού τοῦ συ­νέ­βαι­ναν τά ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κε στόν Ρο­δο­στό­λου Χρυ­σό­στο­μο μή­πως εἶ­ναι πλά­νη. Τοῦ εἶ­πε: «Δέσποτα, τά τε­λευ­ταῖ­α τοῦ­τα χρό­νια συμ­βα­ί­νουν σέ μέ­να πα­ρά­ξε­να πράγ­μα­τα. Μπα­ί­νω στό Ἐκ­κλη­σά­κι μου, ἀρ­χί­ζω τήν εὐ­χή (ἐν­νο­οῦ­σε τό “Κύριε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με”), καί ἀ­μέ­σως γλυ­κα­ί­νε­ται ἡ ψυ­χή μου· καί δέν ξέ­ρω ὕ­στε­ρα πό­σες ὧ­ρες περ­νᾶ­νε. Εὐ­χα­ρι­στι­έ­μαι βέ­βαι­α πο­λύ, ἀλ­λά οἱ ἅ­γιοι πα­τέ­ρες λέ­νε νά μήν ἔ­χου­με ἐμ­πι­στο­σύ­νη στόν ἑ­αυ­τό μας. Κι ἐ­γώ, ἐ­πει­δή δέν ξέ­ρω γράμ­μα­τα καί δέν μέ κό­φτει ὁ νοῦς νά δι­ακρί­νω  εὔ­κο­λα τά στρα­βά ἀπ᾿ τά κα­λά  στίς λε­πτομέ­ρει­ες τῶν πνευ­μα­τι­κῶν ἀ­γώ­νων, φο­βοῦ­μαι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπ᾿ το­ύς ἄλ­λους, μή­πως μέ πλα­νέ­ψη ὁ δι­ά­βο­λος μέ καμ­μία πα­νουρ­γί­α καί χά­σω τήν ψυ­χή μου. Πές μου, στό ὄ­νο­μα τοῦ Χρι­στοῦ· ἀπ᾿ τόν Θεό εἶ­ναι τοῦ­τα τά δι­κά μου ἤ ἀπ᾿ τόν δι­ά­βο­λο;

»Ἀ­πό τό­τε πού πῆ­ρε ὁ Θε­ός τόν Γέροντά μου κοντά Του, καί κυ­ρί­ως σέ τοῦ­τα τά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια, τά μπέρ­δε­ψα ὅ­λα καί δέν ξέ­ρω τί μέ γί­νε­ται. Καί στόν κῆ­πο καί στά πε­ζο­ύ­λια ὅ­ταν σκά­βω, λέ­ω τήν εὐ­χή, ἀλ­λά ξέ­ρω τί κά­νω καί συμ­μα­ζε­ύ­ο­μαι μέ­σα ὅ­ταν ψη­λώ­νη ὁ ἥ­λιος καί μέ πι­ά­ση ἡ ζέ­στη. Ὅ­ταν ὅ­μως μπα­ί­νω στήν Ἐκ­κλη­σί­α, δέν εἶ­ναι τό ἴ­διο.

»Μπα­ί­νω γιά τόν Ὄρ­θρο, πο­λύ νύ­χτα ἀ­κό­μα. Προ­σκυ­νῶ τίς εἰ­κό­νες καί βλέ­πω ὕ­στε­ρα τά καν­τή­λια κι ἄν εἶ­ναι κα­νέ­να σβη­σμέ­νο τό ἀ­νά­βω. Μέ “τρα­βά­ει” ὕ­στε­ρα νά δῶ πο­λύ προ­σε­κτι­κά τήν εἰ­κό­να τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ μας. Ἀρ­χί­ζω ὕ­στε­ρα τήν εὐ­χή. Στήν ἀρχή τήν λέ­ω κα­θα­ρά μέ τό στό­μα· τήν κα­τα­λα­βα­ί­νω ὅ­λη. Ὕ­στε­ρα τά χά­νω· οὔ­τε εἰ­κό­να βλέ­πω οὔ­τε τά χε­ί­λη μου αἰ­σθά­νο­μαι νά λέ­νε τί­πο­τα. Μόνο πού εἰ­ρη­νε­ύ­ουν ὅ­λα καί μοῦ φα­ί­νε­ται σάν νά λέ­γε­ται ἡ εὐ­χή μέ­σα μου· τήν ἀ­κο­ύ­ω καί τήν κα­τα­λα­βα­ί­νω κα­τα­κά­θα­ρα μέ­σα ἐ­δῶ· καί εὐ­χα­ρι­στι­έ­μαι, πο­λύ εὐ­χα­ρι­στι­έ­μαι. Ὅ­ταν στα­μα­τά­η, εἶ­ναι ἤ­δη χα­ραή (=χα­ραυ­γή, γλυ­κο­ξη­μέ­ρω­μα) καί πολ­λές φο­ρές ψη­λω­μέ­νος ὁ ἥ­λιος. Πάει λοι­πόν ἡ ἀ­κο­λου­θί­α. Τό ἴ­διο καί ὅ­ταν μπα­ί­νω γιά ἑ­σπε­ρι­νό·  μέ πι­ά­νει ἡ νύ­χτα καί ἑ­σπε­ρι­νό δέν κά­νω. Τό ἴ­διο πα­θα­ί­νω καί μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας μας. Τήν ἀ­γα­πῶ πο­λύ. Μ᾿ ἀ­ρέ­σει πο­λύ νά τήν ἀν­τι­κρύ­ζω κι ἀρ­χί­ζω τό “Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κε, σῶ­σον ἡ­μᾶς”· κι ἀ­πό ἐ­κεῖ τά ἴ­δια. Ἔ­χω καί τόν φό­βο μήν καί πέ­ση ἀπ᾿ τά χέ­ρια μου τό καν­τη­λο­κέ­ρι, κά­ψω τήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἁ­η–Γι­ώρ­γη μου καί κα­γῶ κι ἐ­γώ· γι᾿ αὐ­τό τό σβή­νω καί τό ἀ­πο­θέ­τω παρ᾿ ἐ­κεῖ, προ­τοῦ ἀρ­χί­σω τήν εὐ­χή»[1].

Ἔ­λε­γε ἀκόμη γιά τόν ἑ­αυ­τό του: «Ὅ­ταν ἀρ­χί­ζω νά δι­α­βά­ζω τήν θε­ί­α Με­τά­λη­ψη, σάν νά εἶ­ναι ἄλ­λος ἄν­θρω­πος μέ­σα μου καί σάν νά τήν δι­α­βά­ζη αὐ­τός».

Ὅ­ταν ἔ­ψελ­νε τό Ἀ­ξι­όν ἐ­στι, ἔ­τρε­χαν τά δά­κρυά του.     

Συμ­βο­ύ­λευ­ε: «Γιά νά σω­θοῦ­με πρέ­πει νά πι­στε­ύ­ωμε ὅ­τι ὁ Χρι­στός εἶ­ναι Θε­άν­θρω­πος καί ἡ Πα­να­γία­ Θε­ο­τό­κος. Νά μήν ἀ­φή­νου­με τήν εὐ­χή. Ὁ κα­λό­γε­ρος χω­ρίς εὐ­χή δέν πά­ει μπρο­στά».

Τό ἔ­τος 1982 ὁ π. Γε­ώρ­γιος ἦ­ταν 80 ἐ­τῶν. Ὁ ἁ­γι­α­σμέ­νος Γέ­ρον­τάς του Εὐ­λό­γιος τοῦ εἶ­χε πεῖ πρίν ἀ­πό 34 χρό­νια, ὅ­τι θά κοι­μη­θῆ ὅ­ταν θά εἶ­ναι 80 χρό­νων. Ὁ­πό­τε στήν πα­νή­γυ­ρη τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου, πού θά ἦ­ταν ἡ τε­λευ­τα­ί­α πα­νή­γυ­ρη, ἔ­κα­νε τίς κα­λύ­τε­ρες ἑ­τοι­μα­σί­ες γιά νά εὐ­χα­ρι­στή­ση το­ύς πα­τέ­ρες, το­ύς πα­ρα­κα­λοῦ­σε νά ψάλ­ουν κα­λά γιά νά εὐ­χα­ρι­στή­σουν τόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο, καί το­ύς ἔ­δι­νε εὐ­χές.

Σέ ὅ­λους ἔ­λε­γε ὅ­τι θά πε­θά­νει ἐ­κεῖ­νο τόν χρό­νο, ἀλ­λά ὁ για­τρός τῶν Κα­ρυ­ῶν δέν τόν πί­στευ­ε. Ἔ­λε­γε: «Μιά χα­ρά εἶ­ναι, δέν ἔ­χει τί­πο­τε». Καί πράγ­μα­τι φαι­νό­ταν ὑ­γι­ής. Μάζεψε, ὅ­πως κά­θε χρό­νο, τά λε­πτό­κα­ρα, τά φα­σό­λια του καί ὅ­λες τίς πα­ρα­γω­γές, καί στίς 20 Σε­πτεμ­βρί­ου ζή­τη­σε ἀ­πό τόν γε­ρω–Εὐ­γέ­νιο νά τόν με­τα­φέ­ρη μέ τό ζῶ­ο του στο­ύς Τρυ­γω­νά­δες. Ἔ­λε­γε μέ δά­κρυ­α κα­τα­νύ­ξε­ως: «Θά πε­θά­νω», ἐ­νῶ τό πρό­σω­πό του ἦ­ταν με­λα­νι­α­σμέ­νο καί ὁ ἴ­διος ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος.

Ἐ­κεῖ ἔ­ζη­σε 22 ἡ­μέ­ρες. Εἶ­χε πει­ρα­σμο­ύς ἀ­πό τόν δι­ά­βο­λο. Δέν τόν ἄ­φη­νε νά προ­σευ­χη­θῆ, τοῦ ἔ­φερ­νε ζά­λη. Προ­τοῦ κοι­μη­θῆ, εἶ­δε δυό ἀ­ση­μέ­νι­ες κά­ρες πού «ἀ­στρά­φτα­νε». Τοῦ ἐ­ξή­γη­σαν οἱ πα­τέ­ρες ὅ­τι εἶ­ναι τῶν Γε­ρόν­των του Εὐ­λο­γί­ου καί Πα­χω­μί­ου, καί  τοῦ εὔ­χον­ταν νά κά­νη ὑ­πο­μο­νή, γιά νά γί­νη καί ἡ δι­κή του κά­ρα ἀ­ση­μέ­νια. Εἶ­δε ἐ­πί­σης μί­α τρά­πε­ζα στρω­μέ­νη μέ πολ­λά φα­γώ­σι­μα καί ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε νά γίνη καί αὐ­τός μέ­το­χος αὐ­τῆς τῆς τρα­πέ­ζης.

Κυ­ρια­κή 11 Ὀ­κτω­βρί­ου τό ἔ­τος 1982 ἦ­ταν τῶν Ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων, το­ύς ὁ­πο­ί­ους εὐ­λα­βεῖ­το. Τό πρωΐ στίς 11 ἡ ὥ­ρα, τόν πῆ­ρε κοντά Του ὁ Θε­ός.

Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με.  Ἀ­μήν.

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα

 

  1. 1. +Ἐ­πι­σκό­που Ρο­δο­στό­λου Χρυ­σο­στό­μου, Γράμ­μα­τα καί Ἅρ­μα­τα στόν Ἄ­θω­να, Ἅ­γιον Ὄ­ρος 2000, σελ. 190–192.