ΙΒ΄. Γερω–Ἀρσένιος Σιμωνοπετρίτης

Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ήταν Ἠ­πει­ρώ­της στήν κα­τα­γω­γή. Γεν­νή­θη­κε τό 1913 στήν Φορ­τῶ­σα, ἕ­να χω­ριό τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων, ἀ­πό τόν Δη­μή­τριο καί τήν Χρυ­σαυ­γή. Οἱ γο­νεῖς του ἦ­ταν τα­πει­νοί καί πτω­χοί ἀλ­λά πι­στοί καί εὐ­γε­νεῖς. Τόν βάπτισαν δί­δον­τάς του  τό ὄ­νο­μα Νι­κό­λα­ος καί τόν ἀ­νέ­θρε­ψαν μέ τήν ἁ­πλή, πα­ρα­δο­σια­κή εὐ­λά­βεια τῆς ὑ­πα­ί­θρου. Ἔ­μα­θε λί­γα γράμ­μα­τα καί βο­η­θοῦ­σε το­ύς γο­νεῖς του στίς ποι­κί­λες δου­λει­ές τοῦ σπι­τιοῦ. Σάν παι­δί εἶ­χε ἕ­να ἀ­τύ­χη­μα. Βρέ­θη­κε ξαφ­νι­κά στά πό­δια ἑ­νός τα­ύ­ρου καί αὐ­θόρ­μη­τα ἐ­πι­κα­λέ­στη­κε τήν βο­ή­θεια τῆς Πα­να­γί­ας μας. Ὁ ταῦ­ρος πέ­ρα­σε ἀ­πό πά­νω του χω­ρίς νά πά­θη ὁ ἴ­διος κά­τι. Ἔ­κτο­τε θε­ω­ροῦ­σε τήν Πα­να­γί­α μας προ­στά­τι­δά του.

Ὁ Νι­κό­λα­ος ἄ­φη­σε τό χω­ριό του μι­κρό παι­δί καί ἦλ­θε στήν Ἀ­θή­να, κοντά στόν θεῖ­ο του πού  εἶ­χε φοῦρ­νο.

Τό πρωΐ ἀ­πό πο­λύ ἐ­νω­ρίς ὁ Νι­κό­λα­ος μα­ζί μέ τόν θεῖ­ο του βρί­σκον­ταν στό ἐρ­γα­στή­ριο καί ἔ­βγα­ζαν τό ψω­μί καί τά κου­λο­ύ­ρια. Ὅ­ταν τε­λε­ί­ω­νε αὐ­τή ἡ ἐρ­γα­σί­α, ἔ­παιρ­νε τόν δί­σκο μέ τά κου­λο­ύ­ρια καί ἔ­βγαι­νε στόν δρό­μο πρωΐ–πρωΐ γιά νά τά που­λή­ση στο­ύς πρω­ϊ­νο­ύς δου­λευ­τά­δες καί πε­ρα­στι­κούς­.

Σέ μία γω­νιά ἑ­νός δρό­μου τόν βρῆ­κε ὁ Ἀρ­χιμ. Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος, Ἡ­γο­ύ­με­νος τό­τε τῆς Σι­μω­νό­πε­τρας, πο­λύ ἐ­νά­ρε­τος καί πνευ­μα­τι­κός. Στήν πρό­σκλη­ση τοῦ μι­κροῦ νά ἀ­γο­ρά­ση κου­λο­ύ­ρια τοῦ λέ­ει χα­ρι­το­λο­γών­τας: «Ἐ­γώ ἐ­σέ­να θέ­λω, ὄ­χι τά κου­λο­ύ­ρια», καί ἀ­γό­ρα­σε κου­λο­ύ­ρια. Δι­α­κρί­νον­τας βα­θειά τίς ἀ­να­ζη­τή­σεις του, τοῦ μί­λη­σε γιά τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, γιά τήν Πα­να­γί­α μας, γιά το­ύς ἁ­γί­ους, το­ύς ἀ­σκη­τές, το­ύς μο­να­χο­ύς, τήν Σι­μω­νό­πε­τρα, κι ἔ­τσι ἄ­να­ψε ἀ­πό τό­τε μέ­σα του μία και­νο­ύρ­για φω­τιά, τήν ὁ­πο­ί­α δι­α­τη­ροῦ­σε ἀ­ναμ­μέ­νη μέ τίς με­τέ­πει­τα συ­ναν­τή­σεις του μέ τόν ἅ­γιο γέ­ρον­τα Ἱ­ε­ρώ­νυ­μο στό Με­τό­χι τῆς Μο­νῆς, στήν Ἀ­νά­λη­ψη Βύρωνος, ὅ­ταν αὐ­τός κα­τέ­βαι­νε ἀ­πό τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος γιά ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση.

Κάθε μο­να­χι­κή κλή­ση ξε­κι­νᾶ μέ θαυ­μα­στό καί ἰ­δι­α­ί­τε­ρο γιά τήν κά­θε ψυ­χή τρό­πο. Ἐ­δῶ ὁ λό­γος καί τό πα­ρά­δειγ­μα τοῦ γέ­ρον­τος Ἱ­ε­ρω­νύ­μου ἔ­κα­ναν τό νέ­ο παι­δί νά σκε­φθῆ τόν μο­να­χι­σμό καί τήν ἀ­φι­έ­ρω­ση στόν Θε­ό. Τά σκέ­φθη­κε, τά καλ­λι­έρ­γη­σε, καί ὅ­ταν πλέ­ον ὡ­ρί­μα­σαν, ἀ­πο­φά­σι­σε νά πραγ­μα­το­ποι­ή­ση τόν σκο­πό του, δη­λα­δή νά ἀ­φή­ση τόν κό­σμο, νά ἔρ­θη στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος καί νά γί­νη μο­να­χός–ἀ­σκη­τής.

Βρῆ­κε κά­ποι­ον τρό­πο κι ἔ­φθα­σε μέ­χρι τήν Θεσ­σα­λο­νί­κη κι ἀ­πό ἐ­κεῖ μέ τά πό­δια στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ἔ­κα­νε τρεῖς μέ­ρες δρό­μο. Γιά νά μπῆ ὅ­μως στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ἔ­πρε­πε νά ἔ­χη τά ἀ­πα­ρα­ί­τη­τα «χαρ­τιά», πι­στο­ποι­η­τι­κόν γεν­νή­σε­ως, ταυ­τό­τη­τα κ.λπ. Αὐ­τός δέν τά εἶ­χε κι ἐ­πει­δή ἦ­ταν καί «παι­δί» δέν τόν ἄφηνα­ν οἱ Ἀρ­χές νά μπῆ. Τότε αὐ­τός, ὡς Ἠ­πει­ρώ­της πού ἦ­ταν σκλη­ρα­γω­γη­μέ­νος, γεν­ναι­ό­ψυ­χος καί ἄ­φο­βος, μπῆ­κε ἀ­πό τήν Βόρεια πλευ­ρά τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους μέ τά πό­δια καί διά ξη­ρᾶς ἔ­φθα­σε στήν Σι­μω­νό­πε­τρα τό 1929, ὅ­που ἔ­γι­νε δε­κτός ἀ­πό τόν γέ­ρον­τα Ἱ­ε­ρώ­νυ­μο.

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό ὅ­μως ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ὁ ἐ­πά­ρα­τος «το­πι­κι­σμός». Τό κά­θε Μο­να­στή­ρι εἶ­χε μο­να­χο­ύς μό­νον ἀ­πό τήν ἴ­δια το­πι­κή πε­ρι­φέ­ρεια. Ἄν κά­ποι­ος ἀ­πό ἄλ­λο μέ­ρος πή­γαι­νε νά μο­νά­ση, ἔ­στω κι ἄν τόν χρει­ά­ζον­ταν, δέν τόν κρα­τοῦ­σαν. Ἀλ­λά κι ἄν προ­σω­ρι­νά τόν κρα­τοῦ­σαν, λό­γῳ τῶν πολ­λῶν τα­πει­νω­τι­κῶν χλευα­σμῶν, τόν ἀ­νάγ­κα­ζαν νά φύ­γη. Ἔ­τσι καί στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ γέ­ρον­τος Ἀρ­σε­νί­ου, ὅ­ταν τό Μο­να­στή­ρι, λό­γῳ τοῦ ἡ­με­ρο­λο­για­κοῦ, πέ­ρα­σε μία βα­θειά κρί­ση, ἡ ὁ­πο­ί­α εἶ­χε ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά δι­ώ­ξουν τόν ἡ­γο­ύ­με­νο Ἱ­ε­ρώ­νυ­μο, παρ᾿ ὅ­λη τήν πνευ­μα­τι­κό­τη­τά του καί τήν οὐ­σι­α­στι­κή του συμ­βο­λή στήν ἐ­πάν­δρω­ση τῆς Μο­νῆς, τό­τε ὁ μέν π. Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος βρέ­θη­κε ἐ­ξό­ρι­στος στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Κου­τλου­μου­σί­ου καί ἀ­πό ἐ­κεῖ στό Με­τό­χι τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως, τά δέ πνευ­μα­τι­κά του παι­διά «κα­λο­γέ­ρια του», πού δέν ἦ­ταν Μι­κρα­σι­ά­τες, βρέ­θη­καν ἐ­κτός Μο­νῆς. Ὁ πα­τήρ Ἀρ­σέ­νιος, νέ­ος μο­να­χός τό­τε, βρέ­θη­κε στά Καυ­σο­κα­λύ­βια, ὅ­που ἄ­κου­σε ὅ­τι ἦ­ταν ἅ­γιοι μο­να­χοί καί ἀ­σκη­τές, στήν Κα­λύ­βη τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ, στήν ὑ­πα­κοή τοῦ γέ­ρον­τος Μι­χα­ήλ.

Ἡ ζωή σέ μί­α Σκή­τη τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους εἶ­ναι σκλη­ρή καί ἐ­πί­πο­νη. Μόνος του ὁ μο­να­χός θά πρέ­πει νά κά­νη τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες ἐρ­γα­σί­ες καί, μά­λι­στα, ἄν ἡ Συ­νο­δε­ί­α εἶ­ναι λί­γα ἄ­το­μα, τό πιό πο­λύ βά­ρος τό ση­κώ­νει ὁ νε­ώ­τε­ρος, ὅπως κα­θη­με­ρι­νές ἀ­κο­λου­θί­ες, προ­σω­πι­κός κα­νό­νας, τά τρέ­χον­τα ζη­τή­μα­τα καί δι­α­κό­νη­μα–ἐρ­γό­χει­ρο γιά τά πρός τό ζῆν.

Στήν Κα­λύ­βη πού πῆ­γε ὁ π. Ἀρ­σέ­νιος εἶ­χα­ν ὡς δι­α­κό­νη­μα νά κά­νουν κου­τά­λια ξύ­λι­να. Εὔ­κο­λα ἔ­μα­θε τήν τέ­χνη, ἀλ­λά ὅ­σο μά­θαι­νε τήν τέ­χνη καί τήν δο­ύ­λευ­ε, τό­σο ἡ φλό­γα τῆς ἀ­σκή­σε­ως ἔ­σβη­νε μέ­σα του. Ἔ­κρυ­ψε λοιπόν τήν σπί­θα τῆς ἀ­σκή­σε­ως στήν προσ­δο­κί­α κα­λυ­τέ­ρων ἡ­με­ρῶν.

Σέ αὐ­τόν λοι­πόν τόν χῶ­ρο ἔ­ζη­σε ὁ π. Ἀρ­σέ­νιος, ἀ­πό τό 1930 ἕ­ως τό 1941, ἐρ­γα­ζό­με­νος, ὑ­πα­κο­ύ­ον­τας, ἐ­ξα­γι­α­ζό­με­νος.

Ὁ πό­λε­μος ὅ­μως τοῦ 1940 καί ἡ ἔλ­λει­ψη τῶν ἀ­ναγ­κα­ί­ων, ἡ πε­ῖνα, ἡ μή πώ­λη­ση τῶν ἐρ­γο­χε­ί­ρων κ.λπ. ἀ­νάγ­κα­σε το­ύς ἀ­σκη­τές νά βγοῦν σέ ἀ­να­ζή­τη­ση τοῦ «ἐ­πι­ου­σί­ου ἄρ­του». Ὁ Θε­ός μέ­σα στό κα­κό τοῦ πο­λέ­μου εὐ­λό­γη­σε τήν σο­δειά τοῦ χρό­νου ἐ­κε­ί­νου καί τά ἐ­λαι­ό­δεν­δρα εἶ­χαν πο­λύν καρπό. Οἱ ἀ­σκη­τές λοι­πόν ἦλ­θαν στά Μο­να­στή­ρια, πῆ­ραν μέ­ρη τοῦ ἐ­λαι­ῶ­νος καί τά δο­ύ­λευ­αν «μι­σια­κά», 50–50. Ὁ π. Ἀρ­σέ­νιος με­τά ἀ­πό 10 χρό­νια ξα­να­βρέ­θη­κε στήν ἀ­γα­πη­μέ­νη του Σι­μω­νό­πε­τρα. Ἐρ­γά­σθη­κε καί, ὅ­ταν τε­λε­ί­ω­σε ἡ ἐ­λαι­ο­συγ­κο­μι­δή, ζή­τη­σε νά με­ί­νη γιά πάν­τα, ἐν­θυ­μο­ύ­με­νος ὅ­τι ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι αὐ­τό ξε­κί­νη­σε καί τό ἔ­νι­ω­θε πάν­τα σάν τήν με­τά­νοιά του. Οἱ πα­λαι­οί πα­τέ­ρες, λί­γοι–λί­γοι, εἶχα­ν «φύ­γει» γιά τόν Οὐ­ρα­νό καί οἱ ἐ­να­πο­με­ί­ναν­τες, βλέ­πον­τας τήν ἔλ­λει­ψη τῶν ἀν­θρώ­πων, τόν κρά­τη­σαν πρός με­γά­λη χα­ρά αὐ­τοῦ καί ἀ­να­κο­ύ­φι­ση αὐ­τῶν.

Πάλι ὅ­μως ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κή κα­τά­στα­ση τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ τήν ἐ­πο­χή αὐ­τή δέν ἦ­ταν κα­λή. Λόγῳ τῶν Γερ­μα­νῶν εἶ­χε φύ­γει ὁ ἡ­γο­ύ­με­νος Και­σά­ριος καί τό Μο­να­στή­ρι περ­νοῦ­σε δύ­σκο­λες μέ­ρες. Ὁ π. Ἀρ­σέ­νιος πέ­ρα­σε ἀ­πό πολ­λά δι­α­κο­νή­μα­τα. Ἔ­κα­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α, στό Ἀρ­χον­τα­ρί­κι, στήν Τρά­πε­ζα, στόν Ἀρ­σα­νᾶ, στήν Δάφνη. Παν­τοῦ ἐρ­γα­ζό­ταν μέ προ­θυ­μί­α, ἀλ­λά ὅ­πως ἔ­λε­γε, χω­ρίς πνευ­μα­τι­κή ἐ­να­σχό­λη­ση κι ἐμ­βά­θυν­ση. «Ὅ,τι γί­νε­ται σή­με­ρα. Ἔ­χει  ὁ Θε­ός γιά τήν αὔ­ριο». Ἡ σπί­θα τῆς ἀ­σκή­σε­ως, γιά τήν ὁ­πο­ί­α ξε­κί­νη­σε, ἦ­ταν βα­θειά σκε­πα­σμέ­νη στήν στά­κτη τοῦ πε­ρι­σπα­σμοῦ τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τος καί κιν­δύ­νευ­ε νά σβή­ση παν­τε­λῶς. Μέσα ὅμως σέ ὅ­λη τήν πα­ρα­ζά­λη τῆς ἀ­κα­τα­στα­σί­ας, ὁ Θε­ός μέ κά­ποι­α δι­κά Του ση­μά­δια, τοῦ ἔ­δει­χνε τήν πα­ρου­σί­α Του, τήν πρό­νοιά Του καί τήν προσ­δο­κί­α τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς του στόν πρῶ­το σκο­πό τῆς ἀ­να­χω­ρή­σε­ώς του, κα­τά τό τοῦ Με­γά­λου Ἀρ­σε­νί­ου, «Ἀρ­σέ­νι­ε, δι᾿ ὅ ἐ­ξῆλ­θες».

Ἦ­ταν Ἀρ­σα­νά­ρης καί βγῆ­κε γιά ψά­ρε­μα. Κάποια στιγμή ἔ­νι­ω­σε τήν βάρ­κα ἀ­κυ­βέρ­νη­τη καί χω­ρίς νά ὑ­πα­κο­ύ­η στίς προ­σπά­θει­ές του. Τό ρεῦ­μα τῆς θά­λασ­σας τόν πα­ρέ­σερ­νε κι ὅ­λο ἀ­πε­μα­κρυ­νόταν ἀ­πό τήν στε­ριά. Νύχτωσε. Ἔ­χα­σε κά­θε ἐ­πα­φή. Τότε στρά­φη­κε ἔν­δα­κρυς πρός τήν προ­στά­τι­δά του τήν Θε­ο­τό­κο καί τόν ἅ­γιο Νι­κό­λα­ο, τοῦ ὁ­πο­ί­ου τό πα­ρεκ­κλή­σιο ὑ­πάρ­χει στόν Ἀρ­σα­νᾶ καί κα­θη­με­ρι­νῶς τοῦ ἄ­να­βε τό καν­δή­λι. Ζήτησε τήν βο­ή­θειά τους καί ἀ­νελ­πί­στως βρέ­θη­κε ἀ­νοι­κτά στόν Ἀρ­σα­νᾶ ὄ­χι τῆς Μο­νῆς, ἀλ­λά αὐ­τόν τῆς Δάφνης.

Τά χρό­νια περ­νοῦ­σαν καί ἐ­κεῖ­νος συ­νέ­χι­σε νά ζῆ μέ πλή­ρη πνευ­μα­τι­κή ἀ­δι­α­φο­ρί­α. «Οὔ­τε καί τά στοι­χει­ώ­δη κα­λο­γε­ρι­κά δέν ἔ­κα­να», ἔ­λε­γε. Ἡ κα­λο­γε­ρι­κή ζωή θέ­λει νά ἔ­χη συ­νε­χῆ προ­τρο­πή πα­ρα­δε­ίγ­μα­τος, λό­γου, προ­σπα­θε­ί­ας. Ὅ­πως μί­α φω­τιά, ἄν στα­μα­τή­σης νά τήν τρο­φο­δο­τῆς, σβή­νει, ἔ­τσι καί ἡ κα­λο­γε­ρι­κή, ἄν λε­ί­ψουν τά ἀ­νω­τέ­ρω, ἐ­πι­κρα­τεῖ ἡ ἀ­δι­α­φο­ρία­, ἡ ἀ­κη­δί­α, ἡ πα­ρά­λυ­ση, ὁ θά­να­τος.

Δι­η­γεῖ­το ὁ ἴ­διος τήν ἔ­ξο­δό του ἀ­πό τήν πνευ­μα­τι­κή ἀ­δι­α­φο­ρί­α καί τήν ἔν­τα­ξή του στό κα­λο­γε­ρι­κό πρό­γραμ­μα. Ἔ­γι­νε μέ θαυ­μα­στό τρό­πο κα­τά πα­ρα­χώ­ρη­ση Θε­οῦ. Γνώ­ρι­ζε ὁ Θε­ός τά βά­θη τῆς ψυ­χῆς του καί δέν ἤ­θε­λε νά χα­θῆ. Φρόν­τι­σε λοι­πόν γιά τήν ἔ­ξο­δό του.

«Ἤ­μουν Οἰ­κο­νό­μος στήν Δάφνη. Ἐ­πο­χή πού  εἶ­χε πολ­λο­ύς ἐρ­γά­τες, για­τί δέν εἶ­χε ”ἀνοίξει” ἀ­κό­μη ἡ Γερ­μα­νί­α. Δέν θέ­λα­νε πολ­λά γιά νά βο­η­θοῦν στίς δι­ά­φο­ρες ἐρ­γα­σί­ες. Ἔ­κα­να κή­πους, εἶ­χα κό­τες, πολ­λά αὐ­γά καί πε­τει­νά­ρια. Τά που­λοῦ­σα καί μέ τά χρή­μα­τα πού ἔ­παιρ­να πλή­ρω­να το­ύς ἐρ­γά­τες κι ἔ­κα­να στά δόν­τια χρυ­σῆ στε­φά­νη. Ἦ­το τό­τε “τῆς μό­δας”, γιά νά μήν χα­λοῦν τά δόν­τια. Ἀ­σκη­τι­κή ζωή κα­θό­λου. Ἀ­πό τήν κα­λο­πέ­ρα­ση ”ἐπαχύνθην… καί ἀ­πε­λά­κτι­σα τόν Ἠ­γα­πη­μέ­νο­ν”.

»Με­τά μέ κά­λε­σαν καί ἀ­νέ­λα­βα τρα­πε­ζά­ρης. Καί πά­λι λί­γη ἐρ­γα­σί­α. Δέν ἤ­μα­σταν πολ­λοί πα­τέ­ρες. Πο­λύς χρό­νος ἐ­λε­ύ­θε­ρος. Ἡ ”ἀργία μή­τηρ πά­σης κα­κί­α­ς”. Θυ­μή­θη­κα τά παι­δι­κά μου χρό­νια στό χω­ριό πού ἔ­πια­να που­λιά μέ πα­γί­δες. Τά πά­θη καί οἱ ἀ­δυ­να­μί­ες εἶ­ναι φι­λε­πί­στρο­φα. Ἔ­τσι λοι­πόν ξα­να­δο­κί­μα­σα κι ἔ­πια­σα μία μέ­ρα 2–3 ἀ­γρι­ο­πε­ρί­στε­ρα. Τά ἔ­βρα­σα. Ὁ κά­θε κοι­νο­βι­ά­της μπο­ροῦ­σε νά ἔ­χη μία γκα­ζι­έ­ρα μέ πε­τρέ­λαι­ο, γιά νά κά­νη κά­ποι­ο ζε­στό στίς ”ἐνάτες”, δη­λα­δή στήν μο­νο­φα­γί­α τῆς Δευ­τέ­ρας, Τε­τάρ­της καί Πα­ρα­σκευ­ῆς. Ἐ­γώ τήν χρη­σι­μο­πο­ί­η­σα γιά νά βρά­σω τά θη­ρά­μα­τά μου. Ἀ­φοῦ τά ἔ­φα­γα, ἤ­πια κρα­σί κι ἔ­πε­σα νά κοι­μη­θῶ. Ἐ­κεῖ πού μέ πῆ­ρε ὁ ὕ­πνος ἔ­νι­ω­σα ἕ­να βά­ρος στήν κοι­λιά μου καί μία δυ­σφο­ρί­α. Σάν νά ἦρ­θε κά­ποι­ος καί νά ἔ­κα­τσε πά­νω μου. Ἀ­νο­ί­γω τά μά­τια μου καί τί νά δῶ! Ἦ­το ὁ ”ἔξω ἀ­πό δῶ­” δι­ά­βο­λος, μέ μία ἄ­σχη­μη μορφή, μά­τια κα­τα­κόκ­κι­να καί δυό κέ­ρα­τα στό κε­φά­λι. Μέ κο­ί­τα­ξε καί μέ κο­ρό­ϊ­δευ­ε βγά­ζον­τας τήν γλῶσ­σα ἔ­ξω καί γε­λών­τας σαρ­κα­στι­κά. Ἐ­γώ φο­βή­θη­κα, προ­σπα­θοῦ­σα νά ἀ­παλ­λα­γῶ διά τῆς προ­σευ­χῆς, ἀλ­λά τί­πο­τε. Στό τέ­λος κά­νον­τας τόν  σταυ­ρό μου ἔ­γι­νε ἄ­φαν­τος ὁ τρι­σκα­τά­ρα­τος.

»Ση­κώ­θη­κα συγ­κλο­νι­σμέ­νος. Ἔ­τρε­μα ὁ­λό­κλη­ρος. Ἔ­νι­ω­σα ἐ­κε­ί­νη τήν στιγμή ὅ­τι, ἄν πέ­θαι­να, θά κο­λα­ζό­μουν. Τά εἶ­χα χα­μέ­να. Δέν ἤ­ξε­ρα τί πρέ­πει νά κά­νω, ἀ­πό ποῦ νά ζη­τή­σω βο­ή­θεια. Σέ αὐ­τήν τήν κα­τά­στα­ση μέ εἶ­δε ὁ γε­ρω–Ἀ­θα­νά­σιος, ἀ­δελ­φός κα­τά σάρ­κα τοῦ γέ­ρον­τος Ἰ­ω­σήφ τοῦ Ἡ­συ­χα­στοῦ. Τόν εἴ­χα­με προσ­λά­βει ὡς δι­α­βα­στή λό­γῳ λει­ψαν­δρί­ας. Μι­σθω­τός ἐ­φη­μέ­ριος, μι­σθω­τός δι­α­βα­στής, μι­σθω­τοί… δέν προ­λα­βα­ί­να­με δι­α­φο­ρε­τι­κά.

–Τί ἔ­χεις, μοῦ λέ­ει, καί εἶ­σαι τό­σο τα­ραγ­μέ­νος; Τί σοῦ συμ­βα­ί­νει;

–Αὐ­τό κι αὐ­τό τοῦ λέ­ω, καί τοῦ ἐ­ξι­στό­ρη­σα τό συμ­βάν.

–Ἄ, μοῦ λέ­ει, ἦ­ταν ὁ πο­νη­ρός ὁ ὁ­ποῖ­ος σέ βρῆ­κε σέ ἀ­μέ­λεια· τό ἐ­πέ­τρε­ψε ὁ Θε­ός ἀ­πό ἀ­γά­πη νά τόν δῆς γιά νά βά­λης ἀρχή σω­τη­ρί­ας.

–Τί νά κά­νω, τοῦ λέ­ω. Ὅ,τι μοῦ πεῖς θά τό κά­νω, δι­ό­τι δι­α­φο­ρε­τι­κά θά κο­λα­σθῶ.

–Νά βρῆς Πνευ­μα­τι­κό νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆς –εἶ­χα χρό­νια νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ καί νά κοι­νω­νή­σω– καί νά κοι­νω­νή­σης ἀ­φοῦ κά­νεις τόν κα­νό­να πού θά σοῦ βά­λει.

–Ποῦ θά βρῶ Πνευ­μα­τι­κό; Ἐ­γώ δέν ξέ­ρω κα­νέ­ναν! Ὅ­που μοῦ πεῖς θά πά­ω!

–Ἐ­γώ θά σοῦ πῶ τρεῖς καί σύ κα­νό­νι­σε μό­νος σου ποῦ θά πᾶς.

»Δέν εἶ­χαν τό­τε τήν συ­νή­θεια νά ἐ­ξο­μο­λο­γοῦν­ται στόν Ἡ­γο­ύ­με­νο. Ἔ­φερ­ναν Πνευ­μα­τι­κό ἀ­πό ἔ­ξω, ἀ­πό τήν ἔ­ρη­μο.

–Στή Νέα Σκή­τη, μοῦ λέ­γει, ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ ὁ πα­πα– Ἐ­φρα­ίμ (με­τέ­πει­τα Ἡ­γο­ύ­με­νος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Φι­λο­θέ­ου) καί ὁ πα­πα–Χα­ρα­λάμ­πης (με­τέ­πει­τα Ἡ­γο­ύ­με­νος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Δι­ο­νυ­σί­ου, πα­ρα­δελ­φοί καί οἱ δύο τοῦ γε­ρω–Ἀ­θα­να­σί­ου,  δη­λα­δή  ὑ­πο­τα­κτι­κοί  καί  αὐ­τοί  τοῦ γέ­ρον­τος Ἰ­ω­σήφ), καί στά Κα­του­νά­κια ὁ παπα–Ἐ­φρα­ίμ, ὁ γνω­στός Κα­του­να­κι­ώ­της. Αὐ­το­ύς ἐγώ γνω­ρί­ζω καί μπο­ρῶ νά σοῦ το­ύς συ­στή­σω. Τώρα ἐ­σύ δι­ά­λε­ξε καί ἀ­πο­φά­σι­σε.

»Τί νά κά­νω; Πῶς νά ἀ­πο­φα­σί­σω δέν ἤ­ξε­ρα!  Τε­λι­κῶς ἀ­πο­φά­σι­σα νά κά­νω πα­ρά­κλη­ση στήν προ­στά­τι­δά μου τήν Πα­να­γί­α, νά γρά­ψω τά τρί­α αὐ­τά ὀ­νό­μα­τα σέ χαρ­τά­κια καί ὕ­στε­ρα νά πά­ρω  ἕ­να·ὅ­ποι­ο ὄ­νο­μα τύ­χει ἐ­κεῖ νά πά­ω νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ καί νά κά­νω ὅ,τι μοῦ πεῖ ὁ Πνευ­μα­τι­κός. Τό ἔ­κα­να καί βγῆ­κε τό ὄ­νο­μα τοῦ πα­πα–Ἐ­φρα­ίμ τοῦ Κα­του­να­κιώ­­τη. Εἰ­ρή­νευ­σα καί εἶ­πα ”ἔτσι θέ­λει ὁ Θε­ό­ς”. Ξε­κίνη­σα γιά τά Κα­του­νά­κια, ἀλ­λά τε­λι­κῶς πῆ­γα νά ἀπελ­πι­στῶ ἀ­φοῦ ὁ πα­πα–Ἐ­φρα­ίμ ἦ­ταν ὑ­πο­τα­κτι­κός κι ὄ­χι Γέροντας, κι ἔ­τσι δέν μπο­ροῦ­σε νά ἀ­να­λά­βη ὡς Γέροντας καί Πνευ­μα­τι­κός ἄλ­λο μο­να­χό, ἔ­ξω ἀ­πό τήν ἀ­δελ­φό­τη­τα. Ἡ κα­λω­σύ­νη του ὅ­μως καί ἡ ἐμ­φα­νής μο­να­χι­κή του ἀ­γά­πη μέ πα­ρη­γό­ρη­σαν· ἔ­τσι ἀ­κο­ύ­γον­τάς τον πῆ­γα καί ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­κα στόν πα­πα–Χα­ρά­λαμ­πο. Ἤ­μουν πο­λύ εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος, ἀ­να­παυ­μέ­νος, καί ἀ­πό τό­τε προ­σπα­θοῦ­σα νά ἐ­φαρ­μό­ζω κα­θη­με­ρι­νά τίς συμβουλές του. Ἔ­κα­να 300 με­τά­νοι­ες κά­θε μέ­ρα, 12 κα­το­στά­ρια κομ­πο­σχο­ί­νια, ἔ­τρω­γα ὅ,τι εἶ­χε στήν τρά­πε­ζα καί τί­πο­τε ἐ­κτός ἀ­πό αὐ­τήν, πλήν τῶν ”ζεστῶν”. Κοι­νω­νοῦ­σα πλέ­ον κά­θε 15 μέ­ρες με­τά ἀ­πό τρι­ή­με­ρον ἀ­λά­δω­το νη­στε­ί­α καί δι­α­κο­νοῦ­σα, ἐ­κτός τοῦ κα­νο­νι­κοῦ δι­α­κο­νή­μα­τος τοῦ τρα­πε­ζά­ρη, καί ὡς ψάλ­της στόν δε­ξι­ό χο­ρό. Ἄρ­χι­σε νά ξα­να­ζων­τα­νε­ύ­η ὁ πό­θος τῆς ἀ­σκη­τι­κῆς ζω­ῆς γιά τήν ὁ­πο­ί­α ἦλ­θα στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ξα­νάρ­χι­σα νά λέ­ω κα­θη­με­ρι­νά το­ύς χαι­ρε­τι­σμο­ύς στήν Πα­να­γί­α μας, τούς ὁ­πο­ί­ους εἶ­χα μά­θει ὡς ἀρ­χά­ριος ἀλ­λά πα­ρέ­λει­ψα ὡς μο­να­χός ἀ­με­λής».

Προ­σπα­θοῦ­σε πλέ­ον νά ζῆ σύμ­φω­να μέ τόν κα­νό­να πού τοῦ εἶ­χε βά­λει ὁ πα­πα–Χα­ρα­λάμ­πης ὁ Πνευ­μα­τι­κός του.

Ἄρ­χι­σε νά δι­α­βά­ζη τόν ἅ­γιο Νι­κό­δη­μο, τόν ὁ­ποῖ­ο δυ­σκο­λε­ύ­τη­κε νά πα­ρα­δε­χθῆ ὡς Πα­τέ­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας,  δι­ά­βα­ζε  τόν  ἅ­γιο Συ­με­ών τό Νέο Θε­ο­λό­γο καί ἄλ­λα ἀ­σκη­τι­κά βι­βλί­α, καί ἄρ­χι­σε νά δέ­χε­ται τό πρό­γραμ­μα τῶν νέ­ων πα­τέ­ρων πού ἦρ­θαν καί ἐ­πάν­δρω­σαν τήν Σι­μω­νό­πε­τρα, καί νά τό υἱ­ο­θε­τῆ καί ὁ ἴ­διος.

Ἀ­πο­φά­σι­σε νά ζῆ κοι­νο­βια­κά. Ἔ­δω­σε τό δε­ύ­τερο κελ­λί πού τό εἶ­χε ὡς κου­ζι­νά­κι. Δέν κρά­τη­σε τί­πο­τα. Καί τό «ζε­στό» πού χρει­α­ζό­ταν τό ἔ­κα­νε ὅ­πως ὅ­λοι οἱ πα­τέ­ρες στό κοι­νό κου­ζι­νά­κι τοῦ ὀ­ρό­φου.

Ἐμ­πι­στε­ύ­θη­κε τόν γέ­ρον­τα Αἰ­μι­λια­νό καί πολ­λα­πλα­σί­α­σε τόν ἀ­γῶ­να του. Ρου­φοῦ­σε σάν σφουγ­γά­ρι κά­θε δι­δα­χή καί κα­τή­χη­σή του. Ἔ­κα­νε πολ­λές με­τά­νοι­ες, πού λό­γῳ τοῦ συμ­πα­γοῦς τοῦ κτι­ρί­ου τῆς Σι­μω­νό­πε­τρας ἀ­κο­ύ­γον­ταν στο­ύς ἄλ­λους ὀ­ρό­φους.

Ἀ­πό τόν ἐν­τα­τι­κό ἀ­γῶ­να του ξύ­πνη­σε καί ἡ πρώ­τη ἐ­πι­θυ­μί­α τῆς νε­ό­τη­τός του πε­ρί ἀ­σκη­τι­κῆς ζω­ῆς. Τώρα ὅ­μως εἶ­χε καί τίς κα­τάλ­λη­λες συν­θῆ­κες καί τόν «ἀ­λε­ί­πτη» τέ­τοι­ου ἀ­γῶ­νος, τόν γέ­ρον­τα Αἰ­μι­λια­νό. Συ­ζή­τη­σαν μα­ζί καί ἄρ­χι­σε νά ψά­χνη τό­πο μέ πλή­ρη ἐμ­πι­στο­σύ­νη στόν Θεό καί στόν Γέροντα ὅ­τι κά­που θά ἀ­να­παυ­θεῖ. Πῆ­γε στόν Ἅ­γιο Μόδεστο στόν Κα­ρα­βα­σα­ρᾶ, τόν βρῆ­κε κλει­στό καί τό πῆ­ρε ὡς ση­μά­δι ὅ­τι δέν πρέ­πει νά με­ί­νη. Πῆ­γε στήν Ἀ­μπε­λι­κιά, ἀλ­λά ἡ ἔλ­λει­ψη νε­ροῦ, ἡ ὕ­παρ­ξη χώ­ρου γιά δου­λει­ές καί ἡ ὡ­ρα­ί­α θέ­α στό ἄ­νοιγ­μα τοῦ Αἰ­γα­ί­ου Πε­λά­γους δέν τοῦ φά­νη­καν ἀ­σκη­τι­κά. Πῆ­γε στόν Ἀρ­σα­νᾶ, ἀλ­λά ὁ δι­ερ­χό­με­νος κό­σμος τόν ἐμ­πό­δι­ζε ἀ­πό τήν πο­θη­τή του ἡ­συ­χί­α. Τέλος, κα­τέ­λη­ξε στό Κα­λα­μί­τσι, πα­λαιό μι­κρό ἐρ­γα­τό­σπι­το ἑ­νός μό­νον δω­μα­τί­ου, ἀλ­λά μέ ἥ­συ­χο πε­ρι­βάλ­λον, ὅ­πως τό ἤ­θε­λε.

Τό συ­ζή­τη­σε μέ τόν Γέροντα. Τό ἐ­πι­σκεύασα­ν, δι­ό­τι εἶ­χε πολ­λά χρό­νια ἀ­κα­το­ί­κη­το, ἔκανα­ν μία μι­κρή δε­ξα­με­νή γιά νε­ρό ἀ­πό τό ρέ­μα, ἀφοῦ δέν εἶ­χε πη­γή, καί τήν Κα­θα­ρά Ἑ­βδο­μά­δα ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε ἐ­κεῖ.  Ἄρ­χι­σε νά ζῆ πραγ­μα­τι­κά ἀ­σκη­τι­κά, ἥ­συ­χα, μυ­στι­κά καί μυ­στι­κῶς τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ.

Τό πρό­γραμ­μά του ἦ­ταν: Ἀ­πό Δευ­τέ­ρα ἕ­ως Σάββατο στό ἀ­σκη­τή­ριό του. Νήστευε τρώ­γον­τας ἀ­λά­δω­το με­τρη­μέ­νο φα­γη­τό. Ἀ­γρυ­πνοῦ­σε ὅ­λη νύ­κτα κα­τά τήν τά­ξη τοῦ γέ­ρον­τος Ἰ­ω­σήφ, ξε­κου­ρα­ζό­ταν λί­γο τό πρωΐ, ἔ­κα­νε ἐρ­γό­χει­ρο (κομ­πο­σχο­ί­νια) καί δι­ά­βα­ζε. Τό Σάββατο με­ση­μέ­ρι πή­γαι­νε στό Μο­να­στή­ρι, ἔ­τρω­γε μα­ζί μέ το­ύς πα­τέ­ρες στήν τρά­πε­ζα, συμ­με­τεῖ­χε στήν Κυ­ρι­α­κά­τι­κη ἀ­κο­λου­θί­α στό Ναό καί στήν τρά­πε­ζα, τε­λει­ώ­νον­τας ἔ­παιρ­νε τά ἀ­πα­ρα­ί­τη­τα τῆς ἑ­βδο­μά­δος καί πή­γαι­νε στό ἀ­σκη­τή­ριό του μέ τά πό­δια.

Τό ἀ­σκη­τή­ριο ἀ­πέ­χει ἀ­πό τό μο­να­στή­ρι 1 ἕ­ως 1.30 ὥ­ρα. Εἶ­ναι κά­τω στήν θά­λασ­σα· μέ κά­ποι­α εὐ­κο­λί­α γί­νε­ται ἡ κα­τά­βα­ση, ἀλ­λά πο­λύ δύ­σκο­λη εἶ­ναι ἡ ἀ­νά­βα­ση, καί μά­λι­στα ὅ­ταν προ­η­γῆ­ται ἑ­βδο­μα­δι­α­ί­α ἄ­σκη­ση νη­στε­ί­ας καί ἀ­γρυ­πνί­ας. Τήν κα­λο­και­ρι­νή πε­ρί­ο­δο τό ρέ­μα στα­μα­τοῦ­σε νά ἔ­χη νε­ρό καί ἀ­φοῦ τε­λε­ί­ω­νε καί αὐ­τό τῆς στέρ­νας περ­νοῦ­σε τόν ὑ­πό­λοι­πο χρό­νο μέ δύ­ο μπε­τό­νια τῶν 20 λί­τρων, τά ὁ­ποῖ­α κά­ποι­ος πα­τέ­ρας τοῦ με­τέ­φε­ρε μέ ἕ­να ζῶ­ο κά­θε Κυ­ρια­κή στό ἀ­σκη­τή­ριό του.

Πάντα ἦ­ταν χα­ρο­ύ­με­νος, πο­λύ εὐ­γε­νής καί εὐ­γνώ­μων στόν Γέροντα καί στο­ύς πα­τέ­ρες πού τόν φρόν­τι­ζαν. Ἀ­πό τό στό­μα του δέν ἔ­λει­παν οἱ εὐ­χές, εὐ­χα­ρι­στί­ες καί εὐ­λο­γί­ες. Ὄν­τως ἦ­ταν ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ. Τα­πει­νός, ἀ­σκη­τι­κός, φι­λά­δελ­φος, εὐ­γε­νής καί βα­θειά πι­στός μο­να­χός, μέ πρό­γραμ­μα καί φρό­νη­μα μο­να­χι­κόν, πρό­τυ­πο γιά ὅ­λους το­ύς νε­ώτε­ρους μο­να­χο­ύς. Ἦ­ταν πρό­σχα­ρος καί σι­ω­πη­λός. Εἶ­χε κά­τι τό δι­α­φο­ρε­τι­κό ἀ­πό το­ύς ἄλ­λους. Ἦ­ταν κο-  ν­τός, στρογ­γυ­λο­πρό­σω­πος, μέ λί­γα λευ­κά γέ­νια. Τά χρυ­σᾶ του δόν­τια φα­ί­νον­ταν ὅ­ταν χα­μο­γε­λοῦ­σε. Φο­ροῦ­σε ἄ­σπρες κάλ­τσες, «τσου­ρά­πια», μέ παν­τοῦ­φλες καί ἄ­σπρη φα­νέλ­λα χον­δρή ἁ­γι­ο­ρε­ί­τι­κη, χει­μῶ­να–κα­λο­κα­ί­ρι.

Κάποια πε­ρι­στα­τι­κά στήν συ­νέ­χεια δε­ί­χνουν τήν λε­πτό­τη­τα τοῦ χα­ρα­κτῆ­ρος του, τήν καλ­λι­έρ­γεια τῆς συ­νει­δή­σε­ως καί τήν ἀ­πο­δο­χή τοῦ θε­λή­μα­τος τοῦ Θε­οῦ.

Ὅ­ταν ἔ­γι­νε ἡ ἐ­κλο­γή τοῦ γέ­ρον­τος Αἰ­μι­λια­νοῦ ὡς Ἡ­γου­μέ­νου τῆς Σι­μω­νό­πε­τρας, ὁ γε­ρω–Ἀρ­σέ­νιος ἦ­ταν πα­ρών, ἀλ­λά λό­γῳ συ­νει­δη­σια­κοῦ προ­βλή­μα­τος δέν ψή­φι­σε. Ὅ­ταν τε­λε­ί­ω­σαν τά τῆς ἐ­κλο­γῆς πῆ­γε καί ἔ­βα­λε με­τά­νοι­α στόν Γέροντα λέ­γον­τάς του: «Ἐ­γώ δέν σέ ψή­φι­σα, ἀλ­λά, ἀ­φοῦ ἡ Ἀ­δελ­φό­τη­τα σέ ἐ­ξέ­λε­ξε ὡς Ἡ­γο­ύ­με­νο, βά­ζω με­τά­νοι­α καί θά ᾿μαι πάν­τα ὑ­πο­τα­κτι­κός σου».

Τά χρυ­σᾶ δόν­τια τοῦ θύμιζα­ν τίς πα­λαι­ές κα­κές ἡ­μέ­ρες τῆς ἀ­με­λε­ί­ας του. Ὅ­ταν, λοι­πόν, προ­έ­κυ­ψε κά­ποι­ο ὀ­δον­τι­α­τρι­κό πρό­βλη­μα, πῆ­γε σέ ὀ­δον­τί­α­τρο στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ἐ­κεῖ­νος τοῦ εἶ­πε ὅ­τι πρέ­πει νά κά­νη κά­ποι­ες ἐ­ξα­γω­γές, σφρα­γί­σμα­τα, ἀ­πο­νευ­ρώ­σεις κ.λπ. Τότε ὁ γε­ρω–Ἀρ­σέ­νιος τοῦ πρό­τει­νε νά τά βγά­λη ὅ­λα καί νά βά­λη μα­σέ­λα. Κα­τό­πιν συ­ζη­τή­σε­ων καί πι­έ­σε­ών του ὁ για­τρός δέ­χθη­κε. Ὅ­ταν λοι­πόν τά ἔ­βγα­λε, λέ­γει στόν για­τρό: «Κρά­τα τόν χρυ­σό καί κά­νε τον ὅ,τι θέ­λεις. Θέλω μό­νον τά δόν­τια γιά νά τά θά­ψω στό κοι­μη­τή­ριο τῆς Μο­νῆς. Δέν εἶ­ναι σω­στό νά πε­τα­χτοῦν. Ὅ­που θά εἶ­ναι ὅ­λο τό σῶ­μα, ὅ­ταν πε­θά­νω, ἐ­κεῖ νά βρί­σκων­ται καί αὐ­τά». Πράγ­μα­τι ἔ­τσι ἔ­γι­νε. Πίστευε βα­θειά στήν ἱ­ε­ρό­τη­τα καί τόν συνολικό ἁ­για­σμό τοῦ σώ­μα­τός του, καί αὐ­τό δε­ί­χνει πό­σο προ­σε­κτι­κοί πρέ­πει νά εἴ­μα­στε. 

Ὅ­ταν μέ τό κα­λό πῆ­γε στό ἀ­σκη­τή­ριό του, εἶ­χε πο­λύ χρό­νο. Εἶ­χε κά­νει στήν ἔ­ρη­μο 10 χρό­νια καί ἀ­γά­πη­σε τήν φυ­σι­κή ζωή. Τόν ἐ­λε­ύ­θε­ρο χρό­νο, καί γιά νά ξε­φε­ύ­γη λί­γο, θέ­λη­σε νά ἀ­σχο­λη­θῆ μέ κά­ποι­ον κῆ­πο, κλή­μα­τα, δέν­δρα κ.λπ. Βρῆ­κε ἕ­να πα­λιό κλῆ­μα, ἀ­πο­μει­νά­ρι τῶν πα­λαι­ῶν κα­το­ί­κων τοῦ σπι­τιοῦ· τό πε­ρι­ποι­ή­θη­κε, τό ἔ­κα­νε κα­τα­βο­λά­δα, πῆ­ρε ζωή καί ἀ­να­πτύ­χθη­κε πο­λύ. Ἐ­πί­σης βρῆ­κε κά­τι ἄ­γρι­ες συ­κι­ές καί θέ­λη­σε νά τίς μπο­λι­ά­ση. Τοῦ ἔ­δει­ξε ὁ πα­πα–Μύρων, πῆ­ρε μπό­λια καί τίς μπό­λια­σε. Πα­ρά τήν με­γά­λη δυ­σκο­λί­α πού ἔ­χουν τά μπό­λια τῆς συ­κιᾶς, τά δι­κά του ἔ­πια­σαν ὅ­λα. Ἔ­σπει­ρε καί κά­ποι­α χορ­τα­ρι­κά καί αὐ­τά πῆ­γαν πο­λύ κα­λά. Γιά ὅ­λα αὐ­τά ἦ­ταν πο­λύ χα­ρο­ύ­με­νος. Ὅ­ταν ὅ­μως πή­γαι­νε νά κά­νη προ­σευ­χή καί τά ἄλ­λα πνευ­μα­τι­κά του κα­θή­κον­τα, τό μυα­λό του συ­νε­χῶς πε­ρι­ε­σπᾶ­το στό τί θά κά­νει γιά τίς καλ­λι­έρ­γει­ές του καί ἐ­κλέ­πτε­το ἡ καρ­διά ἀ­πό τήν ἐ­να­σχό­λη­ση μέ τόν Θεό στά βι­ω­τι­κά. Αὐ­τό δέν τοῦ ἄ­ρε­σε. Ὅταν, λοιπόν, πῆ­γε στόν πνευ­μα­τι­κό του τόν πα­πα–Χα­ρά­λαμ­πο καί τοῦ τά εἶ­πε, ἐ­κεῖ­νος τοῦ θύ­μι­σε τόν σκο­πό γιά τόν ὁ­ποῖ­ο βγῆ­κε στήν ἄ­σκη­ση λέ­γον­τάς του πώς ὁ «πει­ρα­σμός» φρον­τί­ζει ὅ­λα νά πᾶ­νε κα­λά, γιά νά κλέ­πτε­ται ὁ νοῦς του ἀ­πό τόν Θεό. Γυ­ρί­ζον­τας λοι­πόν στό ἀ­σκη­τή­ριό του τά «χά­λα­σε» ὅ­λα, ἐ­πιρ­ρί­πτον­τας τήν μέ­ρι­μνά του στόν Κύριο ὅ­τι αὐ­τός θά τόν δι­α­θρέ­ψει. Ἔ­τσι ἡ­σύ­χα­σε καί συ­νέ­χι­σε τήν ἄ­σκη­σή του ἀ­πε­ρί­σπα­στος.

Ὁ Γέροντας τοῦ συ­νέ­στη­σε νά δι­α­βά­ση τόν Ἀβ­βᾶ Ἰ­σα­άκ. Τόν δι­ά­βα­ζε καί ἡ ἄ­σκη­σή του ἀ­πέ­κτη­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο ζῆ­λο. Ἔ­κα­νε με­τά­νοι­ες καί ὁ­λο­νύ­κτια προ­σευ­χή. Γιά νά μπο­ρῆ νά κρα­τι­έ­ται ὄρ­θιος ἔ­κα­νε κρε­μα­στῆ­ρες ἀ­πό τήν ὀ­ρο­φή τοῦ κελ­λιοῦ ἤ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε τό κοι­νῶς λε­γό­με­νον «ἀκουμπιστήρι». Στό κε­φά­λι του ἀ­πό τίς πολ­λές με­τά­νοι­ες ἔ­κα­νε κα­ρο­ύ­μπα­λο. Ὅ­ταν ἔ­βγα­ζε τόν σκοῦ­φο του φαινόταν, καί στίς ἐ­ρω­τή­σεις τί εἶ­ναι αὐ­τό, ἔ­λε­γε: «Αὐ­τό τό κε­φά­λι φτα­ί­ει γιά ὅ­λα. Ἡ σει­ρά του τώ­ρα». Τά χρό­νια περ­νοῦ­σαν κι αὐ­τός ἦ­ταν πο­λύ ἀ­να­παυ­μέ­νος. Ἄρ­χι­σε ὅ­μως νά λι­γο­στε­ύ­η τό φῶς του καί δυ­σκο­λε­υ­ό­ταν νά δι­α­βά­ζη. Τό εἶ­πε στόν Γέροντα καί τόν ἔ­στει­λε σέ ὀ­φθαλ­μί­α­τρο στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ἐ­κεῖ­νος δι­ε­πί­στω­σε «κα­ταρ­ρά­κτη»· εἶ­πε νά τόν ἀ­φή­σου­με νά ὡ­ρι­μά­ση καί με­τά νά τόν χει­ρουρ­γή­σου­με. Πράγ­μα­τι ἔ­τσι ἔ­γι­νε. Ὅ­ταν ὅ­μως ἦλ­θε ὁ και­ρός τοῦ χει­ρουρ­γε­ί­ου, ὁ για­τρός δι­ε­πί­στω­σε γλα­ύ­κω­μα ἀ­θε­ρά­πευ­το. Ὡς ἐκ το­ύ­του ὁ γε­ρω–Ἀρ­σέ­νιος θά πα­ρέ­με­νε τυ­φλός. Τό δέ­χθη­κε ἀ­γογ­γύ­στως. Μόνον πού λυ­πή­θη­κε ὅ­τι δέν θά μπο­ροῦ­σε νά πά­η στό ἀ­σκη­τή­ριό του. Στόν λό­γο τοῦ Γέροντος Αἰμιλιανοῦ, «τί κρῖμα! Ἔ­πρε­πε νά πᾶ­με καί σέ ἄλ­λο για­τρό», ὁ γε­ρω–Ἀρ­σέ­νιος εἶ­πε, «ἄν ἦ­ταν πρός τό συμ­φέ­ρον μου θά σέ φώ­τι­ζε ὁ Θε­ός νά τό κά­νης. Τώρα ἔ­τσι σέ φώ­τι­σε, ἔ­τσι ἔ­γι­νε, αὐ­τό θέ­λει ἀ­πό μέ­να ὁ Θε­ός. Ἄς εἶ­ναι δο­ξα­σμέ­νο τό ὄ­νο­μά Του». Ἦλ­θε στό Μο­να­στή­ρι καί συ­νέ­χι­σε τό ἴ­διο ἀ­σκη­τι­κό πρό­γραμ­μα προ­σθέ­τον­τας τώ­ρα τόν ἐκ­κλη­σια­σμό του καί τήν συ­χνή θε­ί­α Κοι­νω­νί­α. Στόν Πνευ­μα­τι­κό δέν μπο­ροῦ­σε νά πά­η, ἀλ­λά ὁ πα­πα–Χα­ρα­λάμ­πης, πα­ρά τά ἡ­γου­με­νι­κά του κα­θή­κον­τα, ἐ­πει­δή ἔ­βλε­πε τήν πρό­ο­δό του καί χα­ι­ρόταν, ἐρχ­όταν καί τόν ἐ­ξω­μο­λο­γοῦ­σε.

Τήν Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή τοῦ 1981 ἔ­κα­νε τό τρι­ή­με­ρο, κοι­νώ­νη­σε, ἔ­φα­γε τήν σο­ύ­πα τῆς Κα­θα­ρᾶς Τε­τάρ­της, ἀλ­λά ἔ­κα­νε ἐ­με­τό καί τα­ρά­χτη­κε. Ζήτησε τόν Πνευ­μα­τι­κό. Ἦλ­θε ὁ πα­πα–Χα­ράλαμ­πος, τόν ἐ­ξω­μο­λό­γη­σε, τόν πα­ρη­γό­ρη­σε, τόν ἑ­το­ί­μα­σε κι ἔ­φυ­γε λέ­γον­τάς του: «Νά μή σέ ἐμ­πο­δί­ζη τί­πο­τε ἀ­πό τό νά κοι­νω­νᾶς συ­χνά». Τήν ἄλ­λη ἑ­βδο­μά­δα ἔ­πα­θε κά­ποι­ο ἐγ­κε­φα­λι­κό καί στίς 15 Μαρ­τί­ου 1981, κα­τά τήν ὥ­ρα τοῦ Εὐ­χε­λα­ί­ου πα­ρέ­δω­σε τήν ψυ­χή του εἰς χεῖ­ρας τοῦ δι­και­ο­κρί­του Χρι­στοῦ μας, ὡς κα­λός ἀ­γω­νι­στής.

«Ἀ­πο­θα­νών δί­και­ος ἔ­λι­πε με­τά­με­λον»[1]. Καί ὁ γε­ρω–Ἀρ­σέ­νιος ἀ­γω­νί­σθη­κε τά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια τῆς ζω­ῆς του μέ ὅ­λη του τήν καρ­διά καί μέ αὐ­τα­πάρ­νη­ση. Ἔ­φυ­γε προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος γιά τήν αἰ­ώ­νια ζωή καί ἄ­φη­σε σέ μᾶς ἄ­ρι­στο πα­ρά­δειγ­μα με­τα­νο­ί­ας καί ἀ­σκή­σε­ως.

Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με.  Ἀ­μήν.

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα

 

  1. 1. Πα­ροιμ. ι­α΄, 4.