Από τον Βασίλειο Χ. Στεργιούλη
Μέρες της εθνικής επετείου της 25η Μαρτίου αυτές που ζούμε κι ο νους ανατρέχει νοσταλγικά στα περασμένα. Σε γεγονότα που εντυπώθηκαν βαθιά στη μνήμη κι ανακαλούνται συχνά ευχάριστα με νοσταλγία.
Ήταν φωτεινό μεσημέρι μυρωμένης ανοιξιάτικης μέρας. Ξεχωριστή η λάμψη στην προκαθημένη των Θεσσαλών πόλη της Λάρισας. Την πόλη του Ιεράρχου Αγίου Αχιλλίου με τη μακραίωνη- από την εποχή των Πελασγών- πολυκύμαντη ιστορία της.
Έλαμπε το καθετί γύρω. Καταστήματα, δρόμοι, δένδρα, τα πάντα. Μεγάλη η κίνηση στην αγορά καθώς ο κόσμος σαν πολύβουο μελίσσι είχε ξεχυθεί για τα ψώνια του. Ήταν ημέρα Σάββατο κι έκαναν όλοι τις προμήθειες τους για το διήμερο.
Περπατώντας σχεδόν απορροφημένος από το θέαμα, συνάντησα στη διασταύρωση δύο κεντρικών δρόμων τον παλιό συνοικιώτη και συνεργάτη στον Σύλλογο Εξωτερικής Ιεραποστολής «Ο Απόστολος Βαρνάβας», μακαριστό σήμερα ίλαρχο ε. α. Κων/νο Ιγγλέση.
Συζητούσαμε, όταν φίλος λειτουργός της θέμιδος φάνηκε μπροστά μας. Μας χαιρέτισε με εγκαρδιότητα και συνέχισε τον δρόμο του.
Ήταν ένα συνηθισμένο γεγονός. Και δεν θα έδινα καμία σημασία σ’ αυτό, αν δεν συνέβαινε μετά από λίγες μέρες να συναντηθώ με τον φίλο δικηγόρο, ο οποίος με θαυμασμό εκφράσθηκε για τον μακαριστό ίλαρχο. «Αυτός, μου είπε, ήταν σημαιοφόρος στο Γυμνάσιο!». Δεν υπήρχε τότε Λύκειο. Ήταν ενιαίο το Γυμνάσιο. Και ήταν εποχή που η αριστεία αναγνωριζόταν και βραβευόταν. Δεν ήταν δα και εύκολη. Είναι γνωστή η συνηθής τότε έκφραση: Το είκοσι ανήκει στον Θεό. Στην απόλυτη Σοφία. Το δέκα εννιά στον καθηγητή. Και το δέκα οκτώ στον άριστο μαθητή.
Είχαμε τότε σχολεία. Οι μαθητές ήταν πειθαρχημένοι και επιμελείς. Δεν υπήρχε το σημερινό χάλι στην εκπαίδευση. Και ήταν μεγάλο επίτευγμα να γίνει κανείς σημαιοφόρος. Γι’ αυτό και είλκυε τον θαυμασμό.
Στην εποχή μας κυριαρχεί ο λαϊκισμός. Η πολεμική της αυθεντίας της αγωγής. Προβλήθηκε ως μεταρρύθμιση της παιδείας ο περιορισμός της διδακτέας ύλης και μάλιστα του ελληνορθόδοξου περιεχομένου της, η… αύξηση των διαλλειμμάτων, η εγκατάλειψη των μαθητικών τσαντών στα σχολεία την Παρασκευή κ.α.
Έτσι φθάσαμε να έχουμε πληθώρα αριστούχων μαθητών, τη στιγμή που κατεβαίνει συνεχώς το μορφωτικό επίπεδο. Ενώ υστερούμε έναντι των μαθητών των λοιπών ευρωπαϊκών χωρών.
Μας κατέχει μια αρρωστημένη εγωπάθεια. Δεν επιδιώκουμε να επιβάλλουμε εθνική εκπαίδευση, αλλά τις ιδεολογικές μας αγκυλώσεις. Πολεμούμε κάθε ελληνορθόδοξο στοιχείο. Κοντεύει να τελειώσει το διδακτικό έτος και η Υπουργός Παιδείας, που όταν ήταν στην αντιπολίτευση εκόπτετο για την εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας στα Θρησκευτικά, δεν τις έχει ακόμη εφαρμόσει. Αλλά παρέπεμψε το θέμα σε… επιτροπή. Τέτοιο αίσθημα ευθύνης επιδεικνύει. Τόσο σεβάσμιο στις απανωτές αποφάσεις του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας. Αναμένει μήπως και σ’ αυτό το θέμα τα εύσημα των προηγούμενων κυβερνητών; Το «Μπράβο Νίκη»; Ευτυχώς που στο θέμα ορισμού του σημαιοφόρου έλαβε σωστή θέση.
Ο σημαιοφόρος πρέπει να συγκεντρώνει αδιαμφισβήτητα όλα τα στοιχεία που καλλιεργεί και αναπτύσσει στους μαθητές το σχολείο. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του.
Και το σχολείο οφείλει να επιβραβεύει την αριστεία. Την φιλότιμη εργασία των μαθητών. Χωρίς να υποτιμά τους άλλους, οφείλει να τους παραδειγματίζει. Να τους ωθεί στην ευγενή άμιλα με την βράβευση των αρίστων.
Μακάρι να επικρατήσουν υπεύθυνες και σοβαρές απόψεις στο θέμα της αγωγής και της εκπαίδευσης, ώστε να διαμορφώνει αυτή νέους με υψηλούς στόχους και ιδανικά, αντάξιους των προσδοκιών του έθνους.