Ο διακο Παχώμιος ὁ Γρηγοριάτης πήγαινε τή νύχτα κάτω στίς καμάρες καί προσευχόταν. Παρουσιαζόταν ὁ διάβολος καί τόν χτυποῦσε. Εἶχε ἀρετή ὁ διᾶκος καί δέν φοβόταν.Κάποιος ἄλλος τόν παρακαλοῦσε νά πάη μαζί του νά προσευχηθῆ καί τοῦ εἶπε: «Δέν θ᾽ ἀντέξεις». Πῆγε λοιπόν νά προσευχηθῆ μαζί μέ τόν διᾶκο, καί μετά ἄρχισε ὁ διάβολος νά τόν χτυπάη. «Δέν ἀντέχω ἄλλο», εἶπε καί ἔφυγε.
Ὁ διακο Παχώμιος προγνώρισε τόν θάνατό του τρεῖς ἡμέρες νωρίτερα. Πῆγε στόν Ἡγούμενο καί τοῦ εἶπε:
–Μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες θά πεθάνω.
–Ποῦ τό ξέρεις;
–Μοῦ τό εἶπε ὁ ἅγιος Νικόλαος.
–Εἶσαι πλανεμένος, τοῦ εἶπε ὁ Ἡγούμενος, γιά νά τόν ταπεινώση.
Μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες, ἀφοῦ κοινώνησε, ἀκούμπησε τά χέρια του στήν Ἁγία Τράπεζα, στήν Ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Νικολάου, στό Καθολικό. «Ἅγιε Νικόλαε», εἶπε, καί κοιμήθηκε τόν ὕπνο τοῦ δικαίου.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα