Ο γερω Μωϋσῆς ὁ Μπουραζερίτης ἦταν μεγάλος νηστευτής. Κάθε μέρα ἔκανε ἐνάτη καί ἔτρωγε μόνο ἕνα εἶδος τροφῆς. Πρίν ἀπό τήν θεία Κοινωνία κρατοῦσε τριήμερη νηστεία ἀπό λάδι, παρ᾿ ὅλο πού εἶχε περάσει τά 80 του χρόνια καί ἦταν ἀνάπηρος. Ζητοῦσε ἀπό τούς πατέρες ἐργασία, γιά νά μήν κάθεται ἀργός, καί ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Ἡ νηστεία μόνο δέν μᾶς σώζει».
Στά τελευταῖα του ἦταν κατάκοιτος. Στήν Ἐκκλησία τόν πήγαιναν σηκωτό. Δέν ζητοῦσε τίποτε, καί ὅταν τόν ρωτοῦσαν ἄν θέλη κάτι, πάντα ἔλεγε «ὄχι». Ἦταν πάντοτε σιωπηλός καί προσευχόταν ἀκατάπαυστα μέ τό κομποσχοίνι λέγοντας τήν εὐχή καί στήν Ἐκκλησία καί στό κελλί του. Ὅταν μιλοῦσε μέ κάποιον, δέν διεκόπτετο ἡ εὐχή του. Καί ὅταν τόν ρωτοῦσαν πῶς γίνεται αὐτό, ἀπαντοῦσε: «Ἄλλο τό ἕνα, ἄλλο τό ἄλλο».
Ἔλεγε ἀκόμη: «Ἡ καλογερική θέλει ἀγῶνα, ὄχι σιαγόνα (φαγητό)».
*
Ο γερω Νεκτάριος ὁ Ἁγιοπαυλίτης καταγόταν ἀπό τήν Λῆμνο. Εἶχε πολεμήσει τό ᾿40 στήν Ἀλβανία καί εἶχε κρυοπαγήσει. Στό Μοναστήρι ἦταν τραπεζάρης καί γιά τρισήμισι ὧρες ἔκανε κανόνα στό κελλάκι τοῦ τραπεζάρη. Εἶχε μία μπέρτα ριγμένη στήν πλάτη του, ἄλλαζε συχνά φανέλλες καί ἔλεγε τήν εὐχή ψιθυριστά συνεχῶς μέ τήν λεπτή φωνούλα του. Συμβούλευε τόν παραγυιό του:
«Ἀκοῦς καλογεράκι, καλογερούδι, ἀκοῦς! Θά κρατᾶς ἀπό τό φουστάνι τήν Παναγία καί θά τήν τραβᾶς. Δέ θά τήν ἀφήσεις ποτέ, μέχρι νά πεθάνης. Αὐτή εἶναι γιά μᾶς καί μάννα καί πατέρας».
Ἐκοιμήθη κοντά τῆς Ἀναλήψεως σέ ἡλικία 90 ἐτῶν. Ἀπό βραδίς ἐκοιμήθη, ἀλλά τόν ἑτοίμασαν τό πρωΐ· καί ἐνῶ εἶχαν περάσει τόσες ὧρες, δέν εἶχε τήν νεκρική ἀκαμψία, γιατί ἦταν μεγαλόσχημος, καί, ὡς γνωστό, ἡ χάρις τοῦ Σχήματος κρατᾶ τά σώματα τῶν Ἁγιορειτῶν μετά τήν κοίμησή τους εὔκαμπτα.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα