Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Ο γερω–Εὐδόκιμος ὁ Ἁγιοπαυλίτης, κατά κόσμον Εὐάγγελος Τραυλός, γεννήθηκε τό ἔτος 1910 στό Φανάρι Καρδίτσας. Ὅταν ἀπολύθηκε ἀπό τόν Στρατό, εἶπε νά γράψουν στό φύλλο πορείας Δάφνη, καί ἔτσι δέν πῆγε στό χωριό του, ἀλλά ἦρθε κατευθεῖαν γιά μοναχός. Ἦταν νά κοινοβιάση ἀλλοῦ. Στάθμευσε γιά ἕνα βράδυ στόν Ἅγιο Παῦλο, τοῦ ἄρεσε ἡ τάξη καί ἔμεινε. Τόν κράτησαν. Ἦταν ἐγγράμματος, ἀπόφοιτος Σχολαρχείου καί ὁ Ἡγούμενος τόν εἶχε βοηθό του. Τό 1935 ἔγινε ἡ κουρά του.
Ἡ μητέρα του, οἱ ἀδελφές του καί ὁ ἀδελφός του δέν ἤθελαν νά γίνη μοναχός. Αὐτός, ἀφότου ἔγινε μοναχός, ποτέ του δέν πῆγε στό χωριό νά δῆ τούς συγγενεῖς του. Καί στόν κόσμο βγῆκε μετά ἀπό τριάντα χρόνια, γιατί εἶχε αἱμορραγία ἀκατάσχετη ἀπό τήν μύτη καί ὁ γιατρός φοβήθηκε μήν πεθάνη.
Μία χρονιά ἔγινε σεισμός καί οἱ πατέρες κοιμόνταν ἔξω στόν πίσω κῆπο, στά πεζούλια. Ὁ γερω–Εὐδόκιμος δέν βγῆκε. Κοιμόταν στό κελλί του καί ὅταν τόν ρωτοῦσαν γιατί δέν φοβᾶται, ἀπαντοῦσε:
«Ἐγώ ἦρθα γιά τό Μοναστήρι. Ἅμα θέλει ἡ Παναγία νά ρίξη τό Μοναστήρι, τί τήν θέλω τήν ζωή μου;». Ὁ ἴδιος ἄναβε τά καντήλια καί καθ᾿ ὅλη τήν διάρκεια τοῦ σεισμοῦ δέν βγῆκε ἀπό τό Μοναστήρι.
Μετάνοιες καί νηστεῖες δέν ἔκανε πολλές. Μέ τήν εὐχή ἀσχολεῖτο. Συμβουλευόταν τόν γερω–Ἰωσήφ τόν Ἡσυχαστή, γιά τόν ὁποῖο ἔλεγε ὅτι ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος, καί ἀπό ἐκεῖνον ἔμαθε τήν εὐχή. Τήν ἐξασκοῦσε ὄχι συστηματικά, ὅπως ἄλλοι, ἀλλά ἁπλά. Προσπαθοῦσε δηλαδή νά λέγη ὅσο συχνότερα μποροῦσε τήν εὐχή.
Συμβούλευε: «Παιδί μου, νά λές τήν εὐχή συνέχεια, ὄχι μόνο στόν κανόνα. Ἄν καμμία φορά κουράζεσαι, νά τό γυρνᾶς στόν πλάγιο τοῦ πρώτου καί νά τήν λές λίγο ψαλτά καί μετά πάλι νοερῶς. Καί ὅταν ἀνεβαίνης τίς σκάλες, νά λές σέ κάθε σκαλοπάτι, “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”». Τόν χειμῶνα μετά τήν τράπεζα πήγαινε κατ᾿ εὐθεῖαν στήν Ἐκκλησία. Καθόταν σ᾿ ἕνα στασίδι, κατέβαζε τό κουκούλι νά μή φαίνεται, ἅπλωνε τό κομποσχοίνι καί ἔλεγε τήν εὐχή. Τόν ρωτοῦσε ἕνα καλογέρι: «Τί κάνεις, γερω–Εὐδόκιμε;». Ἀπαντοῦσε: «Τόν πολεμάω. Βλέπεις τό κανόνι;», καί ἔδειχνε τό τριακοσάρι του. Δέν ξάπλωσε ποτέ του. Τό κελλί του ἦταν γεμᾶτο πράγματα ἄχρηστα. Ὁ μόνος κενός χῶρος ἦταν ἕνας διάδρομος ἀπό τήν πόρτα ὥς τό σημεῖο τοῦ κρεββατιοῦ. Κοιμόταν καθιστός καί σκεπαζόταν μέ μία τσέργα. Ἔλεγε στά τελευταῖα του: «Πενῆντα χρόνια ἔχω νά ξαπλώσω». Τόν ρωτοῦσαν γιατί δέν ἀνάβει φωτιά, καί ἀπαντοῦσε: «Ποῦ εἶναι τά κρύσταλλα; Δέν βλέπω κρύσταλλα γιά νά βάλω φωτιά». Τό ἴδιο ἀπαντοῦσε καί ὅταν τοῦ ἔλεγαν νά κλείση τό παράθυρο πού δέν τό ἔκλεινε ποτέ, χειμῶνα–καλοκαίρι.
Εἶχε πηγαῖο χιοῦμορ, ἀλλά ποτέ δέν κατέκρινε. Εἶχε τό ἀκατάκριτον καί τό ἀγόγγυστον. Τόσα χρόνια στό Μοναστήρι κανείς δέν τόν εἶδε θυμωμένο ποτέ. Νά τόν ἔβριζες μέ τά χειρότερα λόγια, στεκόταν λίγο σιωπηλός καί ὕστερα ἔλεγε: «Καλά, Γέροντα, εὐχαριστῶ», καί ἔφευγε.
Ἦταν πάντα πρόθυμος καί ὑπάκουος σέ ὅλους πού τόν καλοῦσαν σέ διακονία. Συνήθως ἦταν μέ τό ράσο καί τό κουκούλι στήν πόρτα. Εἶχε τό διακόνημα τοῦ πορτάρη καί συμβούλευε τούς προσκυνητές.
Ἤθελαν νά τόν κάνουν προϊστάμενο, ἀλλά αὐτός γιά νά ἀποφύγη κρυβόταν στήν ἀσβεσταριά. Τρεῖς μέρες τόν ἔψαχναν. Ὁ Γέροντας τόν παρατήρησε καί τοῦ εἶπε νά παρουσιασθῆ στήν Σύναξη νά πῆ ὄχι, ἄν δέν θέλη. Ὅταν πῆγε καί τοῦ πρότειναν, εἶπε: «Εὐχαριστῶ πολύ, Γέροντα, ἡ Παναγία νά πληρώση τόν κόπο σας. Ἔχετε κάτι ἄλλο;… Εὐλο-γεῖτε»· καί ἔφυγε. Τόν ρωτοῦσε κάποιος, ἄν μετάνοιωσε πού δέν ἔγινε προϊστάμενος. «Ὄχι», ἀπάντησε, «χαίρομαι πού δέν φαίνεται ἡ ὑπογραφή μου σέ κάποιο χαρτί». Ἄν ὕστερα ἀπό λίγο τοῦ ἔλεγες, «πάτερ Εὐδόκιμε», ἔλεγε μέ διάθεση καί προθυμία, «εὐλόγησον», σάν νά μήν εἶχε συμβῆ τίποτε. Ἦταν ἀνεξίκακος καί γι᾿ αὐτό ἀγαπητός ἀπό ὅλους.
Κάποτε, ὅταν συζητοῦσαν γιά κάποιο θέμα τοῦ Μοναστηριοῦ καί εἶπε καί ὁ γερω–Εὐδόκιμος τήν γνώμη του, κάποιος συνεργείᾳ διαβολικῇ τόν ἀποπῆρε λέγοντάς του:
–Πάψε ἐσύ, δέν εἶσαι προϊστάμενος.
–Εὐλόγησον, ἔχεις δίκαιο, εἶπε καί ἔσκυψε τό κεφάλι του.
Εἶχε ἐπίσης καί φυσική εὐγένεια. Ὅταν ἤθελε κάτι, ἔλεγε: «Ποῦ εἶσαι, Γέροντα (καί τά νέα καλογέρια ἔτσι τά ἀποκαλοῦσε), ἄν μ᾿ ἀγαπᾶς, φέρε μου αὐτό».
Ὅταν γήρασε καί τόν ἀνέλαβε ὁ γηροκόμος, πρῶτα τοῦ ἄδειασε τό κελλί ἀπό τά ἄχρηστα πράγματα, τό τακτοποίησε καί ἔκλεισε τό παράθυρο. Ὅταν τόν ἔφερε στό κελλί του, ὁ γερω–Εὐδόκιμος ρωτοῦσε: «Καλά, Γέροντα, στό κελλί μου πότε θά πάω;». Πίστεψε ὅτι τόν εἶχαν μεταφέρει σέ ἄλλο κελλί.
Εἶχε γηροκομήσει ἀρκετά γεροντάκια καί εἶχε μαζέψει μία σακκούλα γυαλιά. Τοῦ ἔλεγε ὁ γηροκόμος του:
–Ἐσύ βρῆκες ἐμένα τόν ταλαίπωρο καί σοῦ δίνω ἕνα ποτήρι νερό. Ἐμένα ἆράγε θά μέ γηροκομήσει κανείς; Ἀπαντοῦσε ἤρεμα:
–Μήν στεναχωριέσαι, Γέροντα, θά σέ οἰκονομήσει ὁ Θεός, ὅπως οἰκονόμησε καί μένα. Ἑφτά γεροντάκια γηροκόμησα καί δέν μ᾿ ἄφησε ὁ Θεός. Καί σένα δέν θά σ᾿ ἀφήσει.
Ὅταν ὁ γηροκόμος θά γινόταν μεγαλόσχημος τοῦ τό ἀνακοίνωσε. Ὁ γερω–Εὐδόκιμος χάρηκε πάρα πολύ, τοῦ εὐχήθηκε καί τόν συμβούλευσε: «Δύο κεφάλαια Καινή Διαθήκη νά διαβάζης κάθε μέρα. Δύο κεφάλαια. Μήν τ᾿ ἀφήνης. Νά κάνης τήν Παράκληση, νά λές τούς Χαιρετισμούς καί τό κομποσχοίνι. Θά δουλεύεις τήν εὐχή, ὥσπου νά ἀκούσης ἀπό μέσα σου τήν φωνή. Ἄν δέν τήν ἀκούσης, δέν προχώρησες. Ὅταν δηλαδή θά λές “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ”, θά ἀκοῦς μέσα σου φωνή: “Τί θέλεις;”. “Ἐλέησόν με” θά ἀπαντᾶς».
Τόν ἀγαποῦσαν οἱ πατέρες καί ὁ Γέροντας, καί κάθε βράδυ περνοῦσαν νά τόν δοῦν στά τελευταῖα του. Ὅταν κουραζόταν, ἐνῶ ἦταν σκεπασμένος μέ τήν φλοκάτη, ἔβγαζε τό κεφάλι του καί ἔλεγε μέ ἁπλότητα: «Ὁ πατήρ Εὐδόκιμος τώρα θέλει ἡσυχία, ἄν μέ ἀγαπᾶτε…», καί πάλι σκεπαζόταν.
Ἔκανε ὑπακοή στόν γηροκόμο. Τόν ἄφησε γιά πρώτη φορά νά τοῦ πλύνη τό σῶμα του. Ὕστερα εἶπε: «Πενῆντα χρόνια εἶχε νά δῆ νερό τό κορμάκι μου». Ποτέ του δέν γόγγυσε καί δέν παραπονέθηκε οὔτε ποτέ εἶπε, «ἄχ, πονῶ». Ἦταν πάντα εὔχαρις καί δοξολογοῦσε τόν Θεόν. Ἔλεγε: «Δόξα σοι ὁ Θεός. Ἐμεῖς ὅλα τἄχουμε. Ποῦ νά δῆς στά Νοσοκομεῖα ἄλλους χωρίς χέρια καί χωρίς πόδια. Ἐμεῖς τί ἔχουμε;».
Τόν περιποιόταν ὁ γηροκόμος καί τοῦ ἔλεγε ὁ γερω–Εὐδόκιμος:
–Ἡ Παναγία νά πληρώση τόν κόπο σου. Δόξα σοι, ὁ Θεός! Ὅλα καλά, ὅλα πλούσια. Καλά περνᾶμε.
–Ἐδῶ καλά περνᾶμε, γερω–Εὐδόκιμε, ἐκεῖ τί θά κάνουμε;
–Καί ἐδῶ καλά καί ἐκεῖ καλύτερα.
–Πῶς τὄχεις τόσο σίγουρο ὅτι θά σωθοῦμε;
–Γέροντα, πῶς νά μήν τὄχω σίγουρο; Ἐμεῖς γιά τήν σωτηρία μας ἤρθαμε ἐδῶ. Πενῆντα χρόνια ἀγωνιζόμαστε. Ἄν βρῶ δυσκολία, θά φωνάξω τόν Γέροντα, τόν ἅγιο Παῦλο: «Γέροντα, μισόν αἰῶνα σέ διακόνησα, τώρα δέν θά μέ βοηθήσεις;», καί ἦταν σίγουρος ὅτι θά εἰσακουστῆ. Καί ἔλεγε στό καλογέρι τόν γηροκόμο του: «Μήν πτοεῖσαι, Γέροντα. Ὁ Γέροντάς μας δέν θά μᾶς ἀφήση».
Μία φορά τόν ἐπισκέφθηκε ὁ Ἡγούμενος καί τόν ρώτησε:
–Τί κάνεις; Εἶσαι καλά; Σοῦ λείπει τίποτε;
–Ὄχι, δόξα τῷ Θεῷ. Μόνο τά πνευματικά.
Ἔκανε λεπτομερῆ ἐξομολόγηση καί κοινωνοῦσε κάθε μέρα στά τελευταῖα του. Τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του πρίν ἀπό τήν ἀκολουθία εἶχε τό βλέμμα του προσηλωμένο πρός τά πάνω καί δέν μιλοῦσε. Τόν ρώτησε ὁ γηροκόμος, ἄν βλέπη κάτι, καί μέ τό πηγαῖο χιοῦμορ του ἀπάντησε:
–Ὄχι ἀκόμα, ἀργότερα θά σοῦ πῶ, χωρίς νά γυρίση νά τόν δῆ.
–Βάρυνες. Μήπως φεύγεις; Τόν ξαναρώτησε.
–Ὄχι, ντέ… Θά σοῦ τό ἔλεγα.
Στήν δοξολογία πῆγε νά τόν δῆ. Αἰσθανόταν χαρά ἀνεξήγητη, πού ὅλο αὐξανόταν, ὅσο πλησίαζε στό κελλί του. Ἐπικρατοῦσε σιγή καί ὅταν μπῆκε στό κελλί εἶδε τόν γερω–Εὐδόκιμο τελειωμένο. Ἡ ψυχή του εἶχε πετάξει πρός τόν ποθούμενο Κύριο καί στό πρόσωπό του ἔμενε ἕνα πλατύ χαμόγελο. Ἦταν μεγάλη Σαρακοστή, Δ΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, 16 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1987, καί ὁ γερω–Εὐδόκιμος διήνυε τό 77ό ἔτος τῆς ἡλικίας του. Τό ἀπόγευμα ἔγινε ἡ κηδεία του.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα