Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

  

       Εί­πε Γέρων: «Δυ­στυ­χῶς σή­με­ρα ἔ­χει χα­θῆ ἡ ζε­στα­σιά στήν με­τα­ξύ μας σχέ­ση. Πα­λαιά πή­γαι­νες σ᾿ ἕ­να Μο­να­στή­ρι γιά προ­σκύ­νη­μα· τό πρῶ­το πού σοῦ ἔ­λε­γαν ἦ­ταν νά πᾶς στό Ἀρ­χον­τα­ρί­κι νά σέ κε­ρά­σουν, νά σέ δοῦν, νά σέ ρω­τή­σουν τί κά­νεις. Δέν ἦ­ταν τό­σο τό κέ­ρα­σμα, ἀλ­λά αὐ­τή ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α ἡ ἀ­δελ­φι­κή. Σήμερα πᾶς κά­που καί σοῦ λέ­νε, πή­γαι­νε ἐ­κεῖ πού ἔ­χει πο­τή­ρια καί νε­ρό νά κε­ρα­στῆς. Εὐ­τυ­χῶς δέν εἶ­ναι παν­τοῦ αὐ­τό καί χα­ί­ρο­μαι, ὅ­ταν βλέ­πω νά ἔ­χουν τό πα­λαιό τυ­πι­κό.

»Πα­λαιά δέν ἐ­πι­τρε­πό­ταν στά Μο­να­στή­ρια νά ἔ­χουν ἐκ­θέ­σεις καί νά που­λᾶ­νε. Ἐρ­γό­χει­ρα ἔ­κα­ναν οἱ Κελ­λι­ῶ­τες καί τά πω­λοῦ­σαν στά μα­γα­ζιά γιά νά ζοῦν.

»Θυ­μᾶ­μαι σκη­νές πού ἔ­βλε­πα με­τά ἀ­πό κά­ποι­α πα­νή­γυ­ρη· το­ύς πα­τέ­ρες νά φε­ύ­γουν μέ γε­μά­τους το­ύς ντορ­βᾶ­δες εὐ­λο­γί­ες, ψω­μί, τυ­ρί, λά­δι, κρα­σί.  Τώρα αὐ­τά σχε­δόν ἐ­κλε­ί­ψα­νε. Ἄν καί τό­τε εἶ­χαν πε­ρισ­σό­τε­ρη φτώ­χεια, ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη ἄν­θι­ζε.

»Σήμερα δυ­στυ­χῶς πα­ρα­τη­ροῦ­με μία ἀ­δι­α­φο­ρί­α γιά τά πνευ­μα­τι­κά καί ἐν­δι­α­φε­ρό­μα­στε πε­ρισ­σό­τε­ρο γιά τά ὑ­λι­κά. Καί οἱ μι­κρές γι­ορ­τές πα­λαιά ἦ­ταν ἀρ­γί­ες. Ὅ­πως γί­νε­ται στόν κό­σμο, ἔ­τσι δυ­στυ­χῶς  κά­νουν καί στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, καί ἦρ­θε ἡ ἐκ­κο­σμί­κευ­ση. Τότε καί στίς μι­κρές γι­ορ­τές τη­ροῦ­σαν αὐ­στη­ρά ἀρ­γί­α. Ἆρά­γε εἶ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­να τά κτί­ρια πού κτί­ζον­ται σέ ἡ­μέ­ρες ἑ­ορ­τῶν;».

*

     Εἶ­πε Γέρων: «Ἀλ­λοι­ῶς ἔ­ζη­σα τόν μο­να­χι­σμό ἐ­κεῖ­να τά χρό­νια πού ἦρ­θα στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, λί­γο πρίν τό ᾿50, ἀλ­λοι­ῶς εἶ­ναι σή­με­ρα. Τότε γιά νά πᾶς στόν κό­σμο ἔ­πρε­πε νά συμ­βῆ κά­τι σο­βα­ρό, π.χ. κά­ποι­α ἀ­σθέ­νεια, καί ἦ­ταν ἀ­νάγ­κη νά σέ δῆ για­τρός. Καί γύ­ρι­ζαν ἀ­μέ­σως. Γιά γο­νεῖς καί συγ­γε­νεῖς δέν ἔ­βγαι­ναν. Τώρα κά­θε μέ­ρα μπα­ί­νουν βγα­ί­νουν. Ὑπάρ­χει μία χα­λά­ρω­ση.

»Οἱ  πα­λαι­οί πα­τέ­ρες τῆς πε­ρι­ο­χῆς ἦ­ταν ζη­λωτές. Πλήν  ὅ­μως πολ­λοί ἀπ᾿ αὐ­το­ύς ἦ­ταν κα­λοί καλό­γε­ροι καί ἀ­σκη­τι­κοί.

»Ἡ κα­λο­γε­ρι­κή στη­ρί­ζε­ται στήν ὑ­πα­κοή, στήν ἁ­πλό­τη­τα καί στήν εἰ­λι­κρί­νεια. Ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός πρέ­πει νά ἔ­χη ἐμ­πι­στο­σύ­νη στόν Γέροντά του καί νά τά κά­νη ὅ­λα μέ ὑ­πα­κοή. Νά μήν ἔ­χη τί­πο­τε κρυ­φό ἀ­πό τόν Γέροντά του καί νά μήν ἔ­χη θέ­λη­μα. Τότε χα­ρι­τώ­νε­ται καί προ­χω­ρᾶ. Τό θέ­λη­μα εἶ­ναι δι­ά­βο­λος   γιά τόν κα­λό­γε­ρο.

»Σήμερα στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ὑ­πάρ­χει ἕ­να χα­λά­ρω­μα. Δέν πα­ύ­ει ὅ­μως νά εἶ­ναι Ἅ­γιον Ὄ­ρος καί οἱ μο­να­χοί νά ἀ­γω­νί­ζων­ται. Ἔ­χει ση­μα­σί­α, τί ἄ­φη­σαν στόν κό­σμο οἱ ση­με­ρι­νοί κα­λό­γε­ροι. Νά εὐ­γνω­μο­νοῦ­με τόν Θεό πού μᾶς ἔ­βγα­λε ἀ­πό τήν μα­ται­ό­τη­τα τοῦ κό­σμου καί μᾶς κα­τέ­τα­ξε στόν Ἀγ­γε­λι­κό βίο­. Νά μήν ξε­χνοῦ­με για­τί γί­να­με κα­λό­γε­ροι καί νά τε­λει­ώ­σου­με κα­λά αὐ­τό πού ἀρ­χί­σα­με. Ὅ­πως ἔ­λε­γαν οἱ πα­λαι­οί, κα­θώς χαι­ρε­τοῦ­σαν ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λον: ”Ὁ Θε­ός νά μᾶς δώ­ση κα­λά ὑ­στερ­νά­”, ὅ­πως λέ­με, ”τέλος ἀ­γα­θό­ν”».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα