Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
«Ἄφραστον θαῦμα! …ἐν τάφῳ νεκρὸς ἄπνους κατατίθεται εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν μελωδούντων» (Καταβασία ζ’ ὠδῆς τοῦ Κανόνος), ἀκούσαμε στὸν Ὄρθρο τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ποὺ ψάλλεται τὴν Παρασκευὴ τὸ ἑσπέρας. Καὶ στὴν ἀσματικὴ ἀκολουθία τῶν Ἐγκωμίων, τὴν λυρικώτερη στὴν ἐκκλησιαστική μας ὑμνολογία, ψάλαμε «ὕπνωσας μικρὸν καὶ ἐζώωσας τοὺς τεθνεῶτας καὶ ἐξαναστὰς ἐξανέστησας τοὺς ὑπνοῦντας ἐξ αἰῶνος, Ἀγαθέ» (Στάσις β’).
Τάφος, νεκρός-ἄπνους, ὕπνωση καὶ ἀνάσταση. Πῶς συμβιβάζονται ὁ τάφος καὶ ἡ ἄπνοια μὲ τὴν ζωοποίηση καὶ τὴν ἀνάσταση; Ἄς μὴν σπεύσῃ νὰ βγάλῃ κάποιος εὔκολα τὸ συμπέρασμα ὅτι πρόκειται γιὰ ἁπλῆ ποιητικὴ σύλληψη καὶ γιὰ λογοτεχνικὰ σχήματα. Ἔχει καὶ ἡ Ἐκκλησία τοὺς τρόπους της, ὅπως καὶ ἡ ποίηση τοὺς δικούς της.
Ὅπως ὁ Χριστὸς μετὰ τὸ τέλος τῆς δημιουργίας «κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ», εὐλόγησε τὴν ἡμέρα τὴν ἑβδόμη καὶ ἀναπαύθηκε, ἔτσι καὶ τώρα, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο Του στὸν Σταυρό, «διὰ τῆς κατὰ τὸν θάνατον οἰκονομίας τῆ σαρκὶ σαββατίζει» (Δοξαστικὸ τῶν Στίχων τοῦ ἀναστασίμου Ἑσπερινοῦ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ποὺ ψάλλεται τὸ πρωὶ τῆς ἰδίας ἡμέρας). Ὁ «σαββατισμός», ὅμως, αὐτὸς τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι «νεκρὸς» χρόνος ἤ ἔστω χρόνος αἰωνίου ἀναπαύσεώς Του, ἀλλὰ χρόνος προετοιμασίας γιὰ τὴν ἀνάσταση, τὴν δική Του καὶ τὴν δική μας. Ὁ Κύριος, ὅπως ὑπογραμμίζεται στὸ ἴδιο τροπάριο στὴν συνέχεια, «εἰς ὅ ἦν πάλιν ἐπανῆλθε διὰ τῆς ἀναστάσεως καὶ ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωὴν τὴν αἰώνιον».
Ἰδιότυπη, ἑπομένως, ἡ σημερινὴ νέκρωση. Ὁ Χριστός μας «σαββατίζει», ἀναπαύεται, «ὑπνώττει μικρόν», ἀλλὰ καθ’ ὅλου δὲν ἀδρανεῖ. Ἐνῶ κεῖται ἄπνους στὸν τάφο, ἐν τούτοις ἐξανίσταται καὶ ζωοποιεῖ «τοὺς τεθνεῶτας» καὶ ἐξανιστᾶ «τοὺς ὑπνοῦντας ἐξ αἰῶνος» (ὅ. π., τροπάριο τῆς β’ Στάσεως τῶν Ἐγκωμίων).
Ἰδιότυπη ὅμως καὶ ἡ σημερινὴ δική μας σιωπή. Δὲν εἶναι πλέον σιωπὴ θλίψεως καὶ πόνου μπροστὰ στὸ μαρτύριο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο σιωπὴ ἐν ὄψει μιᾶς γλυκιᾶς προσμονῆς, τῆς προσμονῆς τῆς Ἀναστάσεως. Γι’ αὐτὸ καὶ στὰ Ἐγκώμια ψάλλομε: «ἡ ζωὴ πῶς θνήσκεις; πῶς καὶ τάφῳ οἰκεῖς; τοῦ θανάτου τὸ βασίλειον λύεις δέ, καὶ τοῦ ἅδου τοὺς νεκροὺς ἐξανιστᾶς» καὶ «… θανάτῳ τὸν θάνατον ὤλεσας (κατέστρεψες) καὶ ἐπήγασας τῶ κόσμῳ τὴν ζωήν».
Ἐκφράζομε, λοιπόν, τὴν βεβαιότητα ὅτι ὁ Χριστός μας δὲν θὰ κρατηθῆ ἀπὸ τὸν θάνατο, -πῶς θὰ μποροῦσε ἄλλωστε νὰ συγκρατήσῃ ὁ θάνατος τὴν Ζωή-; Παραλλήλως, τρέφομε τὴν ἐλπίδα ὅτι δὲν θὰ ἀφήσῃ οὔτε ἐμᾶς, τοὺς ἠγαπημένους φίλους Του, γιὰ τοὺς ὁποίους ἀνέβηκε στὸν σταυρό, νὰ καταληφθοῦμε ἀπὸ τὸν θάνατο. Προσδοκοῦμε μὲ «βεβαία ἐλπίδα» ὅτι μέσα ἀπὸ αὐτὸν εἰδικὰ τὸν θάνατο, τοῦ Χριστοῦ, θὰ πηγάσῃ ζωὴ καὶ μάλιστα αἰώνια, ἀτελεύτητη.
Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν θρηνοῦμε τὸν Χριστό, ἀλλ’ ἐγκωμιάζομε τὴν καταπάτηση τοῦ θανάτου ἀπὸ Αὐτόν. Στὰ τρία, μάλιστα, στιχηρὰ ἰδιόμελα τοῦ ἀναστασίμου αὐτοῦ Ἑσπερινοῦ ὁ ὑμνογράφος ξεκινᾶ μὲ τὴν φράση: «Σήμερον ὁ ἅδης στένων βοᾶ». Καὶ ἀναρωτιέται κάποιος εὔλογα. Γιατί θρηνεῖ ὁ Ἅδης καὶ μάλιστα τώρα ποὺ ἔχει στὶς ἀγκάλες του τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, τὸ μεγαλύτερό του λάφυρο; Κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ πανηγυρίζῃ!
Κι ὅμως, ὁ ἅδης δικαίως θρηνεῖ καὶ λέγει: «συνέφερέ μοι, εἰ τὸν ἐκ Μαρίας γεννηθέντα μὴ ὑπεδεξάμην». Γιατί; Διότι «ἐλθὼν (ὁ Χριστός) τὸ κράτος μου ἔλυσε, πύλας χαλκᾶς συνέτριψε, ψυχὰς ἅς κατεῖχον τὸ πρὶν ἀνέστησε». Ἔτσι, λοιπόν, δικαιολογεῖται τὸ παράπονο καὶ ἡ πικρία τοῦ ἅδου. Δὲν ἔχασε μόνον τὸν ἕναν, καὶ μάλιστα ἐκεῖ ποὺ πίστευε ὅτι τὸν κέρδισε γιὰ πάντα, ἀλλὰ ἐξ αἰτίας τοῦ ἑνὸς ἔχασε καὶ ὅ τι ἄλλο εἶχε στὴν ἐξουσία του «ἀπὸ τὸν Υἱὸ τῆς Μαρίας», ἀπὸ ἕναν «φαινομενικὰ θνητό», ἀπὸ ἕναν «ποιμένα», ποὺ ὅμως τελικὰ δὲν πατάχθηκε ἀλλὰ πάταξε τὸν ἴδιο τὸν ἅδη!
Ποιός θὰ τὸ πίστευε! Ὁ ἅδης, ἀπὸ τὸν ὁποῖο κανένας δὲν μποροῦσε νὰ ξεφύγῃ, συνετρίβη ὁριστικά ἀπὸ ἕνα δικό του λάφυρο, ἀπὸ ἕναν «νεκρό»! Εἶναι χαρακτηριστικὸ μάλιστα ὅτι σὲ κανένα ἀπὸ τὰ τρία αὐτὰ στιχηρὰ δὲν ἀναφέρεται ἡ λέξη «Χριστός». Ὁ Ἅδης ποὺ θρηνολογεῖ δὲν ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ νικητῆ Του. Γιατί ἄραγε δὲν τὸν κατονομάζει; Ἀπὸ περιφρόνηση ἢ μήπως ἀπὸ παραδοχὴ τῆς ἀνωτερότητός του; Πραγματικὰ εὐφάνταστη ἡ σύλληψη τοῦ ὑμνογράφου!
Πάντως, ὁ τραγικὸς πλέον ἅδης ἀναγκάζεται νὰ ὁμολογήσῃ: «ἐγὼ εἶχον τοὺς νεκροὺς ἀπ’ αἰῶνος, ἀλλὰ οὗτος ἰδοὺ πάντας ἐγείρει» καὶ «ὧνπερ ἐβασίλευον, ἐστέρημαι, οὕς κατέπιον, πάντας ἐξήμεσα» (τοὺς «ξέρασα»), «ἐκένωσε τοὺς τάφους ὁ σταυρωθείς, οὐκ ἰσχύει τοῦ θανάτου τὸ κράτος».
Πραγματικά, δὲν γνωρίζω ἐὰν ἀπαντᾶται ἄλλη τέτοια τραγικὴ αὐτοθρηνολογία τοῦ Ἅδου! Μπορεῖ, βεβαίως, τὰ λόγια αὐτὰ νὰ τὰ βάζῃ ὁ ὑμνογράφος στὸ στόμα του, ἀλλὰ ἀσφαλῶς ὁ ἅδης «ἔφαγε μεγάλη ἧττα», κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενον. Ποτὲ καὶ ἀπὸ κανέναν μέχρι τότε δὲν εἶχε ξεγελαστῆ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο.
Ὅπως λέει καὶ ὁ Χρυσόστομος στὸν περίφημο Κατηχητικό του Λόγο: «Ἔλαβε (ὁ ἅδης) σῶμα καὶ Θεῷ περιέτυχεν» (δηλ. ἔλαβε θνητὸ σῶμα, ἀλλὰ ἔπεσε σὲ Θεό). «Ἔλαβε γῆν καὶ συνήντησε οὐρανῷ». «Ἔλαβεν ὅπερ ἔβλεπε καὶ πέπτωκεν ὅθεν οὐκ ἔβλεπε». «Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; Ποῦ σοῦ, Ἅδη, τὸ νῖκος;»
Μετὰ ἀπὸ τὴν συντριπτικὴ αὐτὴ ἧττα τοῦ ἅδου, καὶ μάλιστα κατὰ δική του ὁμολογία, δὲν μένει, πλέον, παρὰ νὰ παραδεχθοῦμε καὶ ἐμεῖς ὅτι «Ἀνέστη Χριστὸς καὶ ζωὴ πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐν τῷ μνήματι» (Κατηχητικὸς λόγος Χρυσοστόμου).
Μὲ αὐτὸ τὸ ἐλπιδοφόρο μήνυμα ἂς ἀντικρύσωμε τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως ποὺ ἀχνοφέγγει καὶ περιμένει καὶ ἐμᾶς νὰ τὸ λάβωμε, σήμερα τὸ βράδυ ποὺ γίνεται ἡ Ἀνάστασή Του. Ἂς θελήσωμε νὰ διώξωμε μακρυὰ τὰ σκοτάδια ποὺ μᾶς κρατοῦν δεσμίους καὶ ἂς δεχθοῦμε νὰ φωταγωγηθοῦμε ἀπὸ τὸ ἀνέσπερό Του φῶς! Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ μεγαλύτερή μας νίκη, ἡ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου καὶ ὑπὲρ τῆς ζωῆς. Ἂς τὴν κερδίσωμε, μὲ τὴν χάρη Του! Στὸ χέρι μας εἶναι!
Χριστὸς ἀνίσταται καὶ ἡμεῖς συναναστῶμεν!