Περιστατικά απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση – Οἱ δαί­μο­νες ἐμ­πο­δί­ζουν ἀ­πό τόν κα­νό­να – Ὁ πλα­νε­μέ­νος ἀ­σκη­τής – Ὑ­πο­στο­λή εὐ­ω­δί­ας ἁ­γί­ου Λει­ψά­νου

Οἱ δαί­μο­νες ἐμ­πο­δί­ζουν ἀ­πό τόν κα­νό­να

Κά­ποι­ος μο­να­χός πή­γαι­νε τα­κτι­κά σέ γνω­στό του Κελ­λί γιά νά λει­τουρ­γη­θῆ. Ἐ­πει­δή ἦ­ταν μα­κρυ­ά, πή­γαι­νε ἀ­πό βρα­δίς καί δι­α­νυ­κτέ­ρευ­ε. Κά­θε νύ­χτα ὅ­μως ἐρ­χό­ταν ὁ πει­ρα­σμός καί τόν πεί­ρα­ζε. Ἄ­κου­γε φω­νές καί θο­ρύ­βους. Μία φο­ρά τοῦ  εἶ­πε ἕ­νας δαί­μο­νας στ᾽ αὐ­τί: «Ἐ­μεῖς πάν­τα τέ­τοι­α ὥ­ρα ἐρ­χόμα­στε». Καί ἄρ­χι­σαν νά τόν τρα­βᾶν ἀ­πό τά ρά­σα του καί νά φυ­σοῦ­ν στό πρό­σω­πό του. Ἐκεῖ­νος ἔ­με­νε ἄ­γρυ­πνος λέ­γον­τας τήν εὐ­χή. Μό­νο ἕ­να βρά­δυ κοι­μή­θη­κε ἥ­συ­χα, πού ἔ­φε­ρε μα­ζί του καί φό­ρε­σε τό Μέ­γα καί Ἀγ­γε­λι­κό Σχῆ­μα.

Καί οἱ πα­τέ­ρες τοῦ Κελ­λιοῦ στήν ἀρ­χή, ἐ­νῶ δι­ά­βα­ζαν Ἑ­σπε­ρι­νό, ἄ­κου­γαν ἔ­ξω φω­νές καί κτύ­πους σάν νά γκρε­μι­ζό­ταν τό σπί­τι γιά ἐκ­φο­βι­σμό. Ὕ­στε­ρα στα­μά­τη­σαν αὐ­τά καί ἄ­κου­γαν τίς δαι­μο­νι­κές φω­νές στίς 2 με­τά τά με­σά­νυ­χτα. Αὐ­τήν τήν ὥ­ρα ἔρ­χον­ταν γιά νά ἐμ­πο­δί­σουν τούς πα­τέ­ρες ἀ­πό τόν κα­νό­να τους, για­τί τό­τε ξυ­πνοῦ­σαν γιά νά κά­νουν τόν κα­νό­να τους. Γέ­ρον­τας πα­λαι­ός γει­το­νι­κοῦ Κελ­λιοῦ ἐ­ξή­γη­σε ὅ­τι κά­ποι­οι Γε­ρον­τά­δες πα­λαι­οί αὐ­τοῦ τοῦ Κελ­λιοῦ ἔ­δω­σαν δι­και­ώ­μα­τα καί γι᾽ αὐ­τό ἔρ­χον­ταν οἱ δαί­μο­νες.

 

ξε’. Ὁ πλα­νε­μέ­νος ἀ­σκη­τής

Ηταν κά­ποι­ος στόν Ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔτρω­γε μό­νο ἐννέα σῦ­κα τήν ἡ­μέ­ρα καί ἔ­πι­νε νε­ρό. Γιά χρό­νια εἶ­χε αὐ­τό τό τυ­πι­κό. Δυ­στυ­χῶς πλα­νή­θη­κε, δι­ό­τι ἔ­κα­νε ἄ­σκη­ση χω­ρίς τα­πε­ί­νω­ση καί συμ­βου­λή, καί πί­στε­ψε ὅ­τι εἶ­ναι ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας. Πῆ­γε νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ καί εἶ­πε στόν Πνευ­μα­τι­κό:

–Τό ξέ­ρεις ὅ­τι εἶ­μαι ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας;

–Μή μέ ἀ­ναγ­κά­ζης νά σέ ἐ­ξε­τά­σω, δι­ό­τι ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας ἦ­ταν πε­ρι­τε­τμη­μέ­νος.

Ἔ­φυ­γε ἀ­με­τά­πει­στος. Ἀρ­γό­τε­ρα τό Κελ­λί του πῆ­ρε φω­τιά καί αὐ­τός δέν βρέ­θη­κε. Μᾶλ­λον κά­η­κε.

 

ξς’. Ὑ­πο­στο­λή εὐ­ω­δί­ας ἁ­γί­ου Λει­ψά­νου

Ο Ἡ­γο­ύ­με­νος Ἀν­δρέ­ας Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της εἶ­χε σέ εὐ­λά­βεια τό Λε­ί­ψα­νο τοῦ ἁ­γί­ου Δι­ο­νυ­σί­ου τοῦ ἐν Ὀ­λύμ­πῳ. Εὐ­ω­δι­ά­ζει πάν­το­τε. Ὡς ἐ­φη­μέ­ριος μέ αὐ­τό ξε­κι­νοῦ­σε νά βγά­ζη τά Λε­ί­ψα­να καί μ᾿ αὐ­τό τε­λε­ί­ω­νε.

Κάποτε ὁ π. Θε­ό­κλη­τος ὁ Δι­ο­νυ­σι­ά­της μέ μία πα­ρέ­α πῆ­γαν γιά προ­σκύ­νη­μα στόν Ἅ­γιο Παῦ­λο. Προ­σκύ­νη­σαν τά ἅ­για Λε­ί­ψα­να καί ὅ­ταν πῆ­γε νά τά βά­λη στό Ἱ­ε­ρό ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας, πα­ρα­τή­ρη­σε ὅ­τι τό Λε­ί­ψα­νο τοῦ ἁ­γί­ου Δι­ο­νυ­σί­ου δέν εὐ­ω­δί­α­ζε. Στε­νο­χω­ρή­θη­κε καί σκέ­φθη­κε ὅ­τι αὐ­τός εἶ­ναι ὑ­πα­ί­τιος, δι­ό­τι μᾶλ­λον σέ κά­τι ἔ­σφα­λε καί δέν εἶ­ναι πλέ­ον ἄ­ξιος νά αἰ­σθαν­θῆ τήν εὐ­ω­δί­α. Γιά με­ρι­κές ἡ­μέ­ρες ἔ­βγα­ζε τό Λε­ί­ψα­νο καί δέν εὐ­ω­δί­α­ζε, καί γιά τόν λό­γο αὐ­τό εἶ­χε με­γά­λη στε­νο­χώ­ρια. Ὕ­στε­ρα ἄρ­χι­σε πά­λι νά εὐ­ω­δι­ά­ζη.

Ὅταν μετά ἀπό καιρό ξανάρθε ὁ π. Θε­ό­κλη­τος, ἀ­νέ­φε­ρε στόν πα­πα–Ἀν­δρέ­α ὅ­τι τήν προ­η­γο­ύ­με­νη φο­ρά πού ἦρ­θε γιά προ­σκύ­νη­μα ἕ­νας ἀ­πό τήν πα­ρέ­α του ἦ­ταν Ἑ­βραῖ­ος καί αὐ­τό τό πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­ψε στό Δι­ο­νυ­σί­ου. Τότε ἀ­πό κοι­νοῦ ἀ­πέ­δω­σαν τήν ὑ­πο­στο­λή τῆς εὐ­ω­δί­ας στήν πα­ρου­σί­α τοῦ ἀ­βά­πτι­στου Ἑ­βρα­ί­ου.

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα