Περιστατικά από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση.  κδ’. Πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε νά με­ί­νη στήν με­τά­νοιά του.  κς’. «Ἄν θέ­λη ἡ Πα­να­γί­α…»  

 κδ’. Πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε νά με­ί­νη στήν με­τά­νοιά του 

 

Γέρων δι­η­γή­θη­κε: «Ἀ­φοῦ ἔ­γι­να μο­να­χός, ἔ­βλε­πα κά­ποι­α πράγ­μα­τα στήν με­τά­νοιά μου καί δέν ἀ­να­παυ­ό­μουν∙ ἤ­θε­λα νά φύ­γω. Ὅμως τρεῖς φο­ρές ἐμ­πο­δί­στη­κα καί στό τέ­λος κα­τά­λα­βα ὅ­τι τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι νά με­ί­νω στήν με­τά­νοιά μου.  

»Τήν  πρώ­τη  φο­ρά  συμ­βου­λε­ύ­τη­κα δυό  γε­ρον­τά­κια. Μέ ρώ­τη­σαν ἄν εἶ­μαι με­γα­λό­σχη­μος. Καί ὅταν το­ύς εἶ­πα ὅ­τι εἶ­μαι, μοῦ ἀ­πάν­τη­σαν: ”Δέν μπο­ρεῖς νά φύ­γης ἀ­πό τήν με­τά­νοιά σου, ἐ­κτός ἄν ἐ­πι­ζη­τῆς ἀ­νώ­τε­ρη ζω­ή­”. Σκέ­φθη­κα ὅ­τι δέν μπο­ρῶ νά κά­νω ἀ­νώ­τε­ρη ζωή καί γύ­ρι­σα.  

»Με­τά ἀ­πό δύο χρό­νια, πά­λι εἶ­χα πό­λε­μο νά φύ­γω καί πῆ­γα νά συμ­βου­λευ­τῶ ἕ­ναν δι­α­κρι­τι­κό Πνευ­μα­τι­κό ὁ ὁ­ποῖ­ος μοῦ ἀ­πήν­τη­σε: “Μι­κρό πρᾶγ­μα θε­ω­ρεῖς ν᾿ ἀ­φή­σης τήν με­τά­νοιά σου;”. Τότε μοῦ φά­νη­κε σάν νά εἶ­χα ἐγ­κα­τα­λε­ί­ψει τό πα­τρι­κό μου σπί­τι. Ἔ­τσι αἰ­σθάν­θη­κα καί γύ­ρι­σα πί­σω.  

»Πέρασαν πέν­τε–ἕ­ξι χρό­νια καί πά­λι μοῦ ἦρ­θε πό­λε­μος φυ­γῆς. Μία ἀπ᾿ αὐ­τές τίς μέ­ρες πού εἶ­χα ἔν­το­νο πό­λε­μο, βλέ­πω στόν ὕ­πνο μου ὅ­τι ἤ­μουν σέ μία πλα­τε­ί­α πο­λύ με­γά­λη. Στήν ἄ­κρη τῆς πλα­τε­ί­ας ὑπῆρχαν δύο πόρ­τες πο­λύ με­γά­λες, τε­ρά­στι­ες. Ἔ­ξω ἀ­πό τίς πόρ­τες φα­ί­νον­ταν ἀ­στέ­ρια καί κά­τω εἶ­χε γκρε­μό βα­θύ, χά­ος. Ὅ­ποι­ος ἔ­πε­φτε κά­τω εἶ­χα  πλη­ρο­φο­ρί­α μέ­σα μου ὅ­τι χανό­ταν.  

»Ἦ­ταν δύ­ο θυ­ρω­ροί νέ­οι, πο­λύ σε­μνοί, πε­ρί­που 20 χρό­νων. Ἦ­ταν ἕ­τοι­μοι νά κλε­ί­σουν τίς πόρ­τες  καί ἐ­γώ ἔ­τρε­μα, ἐ­πει­δή εἶ­μαι ἁ­μαρ­τω­λός, μή μοῦ ποῦν ὅ­τι δέν εἶ­μαι γιά μέ­σα καί μέ βγά­λουν ἔ­ξω, νά πέ­σω στό χά­ος. Αὐ­τοί δέν μι­λοῦ­σαν, τε­λι­κά ἔ­κλει­σαν τίς πόρ­τες καί ἐ­μέ­να μέ ἄ­φη­σαν μέ­σα. Εἶ­χα μία με­γά­λη χα­ρά καί ξύ­πνη­σα. Μέσα μου ὅ­μως εἶ­χα πλη­ρο­φο­ρί­α ὅ­τι ἔ­ξω ἀ­πό τίς πόρ­τες τῆς με­τα­νο­ί­ας μου θά χα­θῶ καί ὅ­τι ὁ Θε­ός θέ­λει νά με­ί­νω.  

»Ἔ­τσι ἔ­μει­να καί ἔ­κτο­τε μοῦ ἔ­φυ­γαν οἱ λο­γι­σμοί φυ­γῆς, ἀλ­λά ἀ­μέ­σως ξε­κί­νη­σαν ἄλλες ἐ­πι­θέ­σεις τοῦ πο­νη­ροῦ. Ἀ­φοῦ δέν κα­τά­φε­ρε νά μέ βγά­λη ἀ­πό τήν με­τά­νοιά μου, ἐμ­φα­νι­ζό­ταν μπρο­στά μου μαλ­λια­ρός σάν χιμ­πα­τζῆς, μέ πε­ί­ρα­ζε καί μέ ἀ­πει­λοῦ­σε.  

»Σέ κά­ποι­ον Πνευ­μα­τι­κό πού τοῦ ἀ­νέ­φε­ρα αὐ­τά, μοῦ εἶ­πε ὅ­τι ὁ Θε­ός θέ­λει νά με­ί­νω καί ὅ­τι ὄντως ἔ­ξω θά χα­νό­μουν».  

 

 

 κς’. «Ἄν θέ­λη ἡ Πα­να­γί­α…» 

 

    Πρίν ἀ­πό μί­α εἰ­κο­σα­ε­τί­α πε­ρί­που κά­ποι­ος Γέρον­τας μέ το­ύς δύ­ο ὑ­πο­τα­κτι­κο­ύς του πῆ­γαν σέ κά­ποι­ο Κελ­λί καί ἔ­κα­ναν τήν ἀ­γρυ­πνί­α τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ. Ἦ­ταν μέ­σα στήν Με­γά­λη Σα­ρα­κο­στή καί με­τά τήν ἀ­γρυ­πνί­α οἱ πα­τέ­ρες πῆ­ραν ἕ­να κέ­ρα­σμα καί ἔ­φυ­γαν γιά τό Κελ­λί τους. Περ­νών­τας ἀ­πό τίς Κα­ρυ­ές ρώ­τη­σε ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός τόν Γέροντα, ἄν ἔ­χη εὐ­λο­γί­α νά ἀ­γο­ρά­σουν ψά­ρια, για­τί μό­νο ἐκείνη τήν ἡμέρα εἶχε κα­τά­λυ­ση ἰ­χθύ­ος τήν Μ. Σα­ρα­κο­στή. Ὁ Γέροντας τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: «Πάτερ, ἄν εἶ­ναι θέ­λη­μα τῆς Πα­να­γί­ας νά φᾶ­με ψά­ρια, θά μᾶς τά φέ­ρει μό­νη της». Ἦρ­θαν στό Κελ­λί τους καί βρί­σκουν μία σακ­κο­ύ­λα κρε­μα­σμέ­νη στήν πόρ­τα ψη­λά μέ ψά­ρια τη­γα­νι­σμέ­να καί κά­τω ἕ­να σκεῦ­ος μέ ψα­ρό­σου­πα, μέ μία πέ­τρα ἐ­πά­νω γιά νά μήν τό ἀ­νο­ί­ξουν οἱ γά­τες. Ἐ­δό­ξα­σαν τόν Θεό καί εὐ­χα­ρί­στη­σαν τήν Πα­να­γί­α γιά τήν Πρό­νοιά της. 

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα