Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

  O γε­ρω Πα­νά­ρε­τος ὁ Ἁγιοπαυ­λί­της ἦρ­θε στό Μο­να­στή­ρι καί ἔ­γι­νε κα­λό­γε­ρος σέ ἡ­λι­κί­α 60 ἐτῶν. Ἦ­ταν λί­γο ζω­η­ρός καί ἀ­στεῖ­ος. Ὅ­μως εἶ­χε πό­θο γιά τήν σω­τη­ρί­α του. Ἀ­γω­νι­οῦ­σε ἄν θά σω­θῆ. Αὐ­τό τόν ἀ­πα­σχο­λοῦ­σε μέ­ρα νύ­χτα. Ρω­τοῦ­σε τόν δια­κο Ἄν­θι­μο πού ἦ­ταν μα­ζί στό Δα­σο­νο­μεῖ­ο: «Διᾶ­κο, θά σω­θοῦ­με ἆ­ρά­γε; Ἐ­δῶ πού τά λέ­με, τά μοῦ­τρα μας δέν εἶ­ναι γιά τόν Πα­ρά­δει­σο, ἀλ­λά οὔ­τε καί γιά τήν κό­λα­ση, βρέ παι­δί μου. Κά­τι θά οἰ­κο­νο­μή­σει καί γιά μᾶς ὁ Θε­ός, δέν μπο­ρεῖ». Τή νύ­χτα ἔ­κλαι­γε μήν τυ­χόν καί δέν σω­θοῦ­με.

   Στά τε­λευ­ταῖ­α του πῆ­γε ὁ πα­πᾶς νά τόν κοι­νω­νή­ση στό γη­ρο­κο­μεῖ­ο. Δέν ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος· κα­θι­στός ἦ­ταν. Πῆ­ρε τό μά­κτρο καί τό φί­λη­σε μέ τό­ση εὐ­λά­βεια, πού ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση. Κοι­νώ­νη­σε καί εὐ­χα­ρί­στη­σε τόν ἱ­ε­ρέ­α ὑ­πο­κλι­νό­με­νος. Πρίν βγῆ ὁ πα­πᾶς ἀ­πό τό γη­ρο­κο­μεῖ­ο, γύ­ρι­σε νά τόν δῆ, καί ὁ γε­ρω Πα­νά­ρε­τος τόν χαι­ρε­τοῦ­σε μέ τό χέ­ρι, ἀλ­λά δέν κα­τά­λα­βε για­τί τόν χαι­ρε­τά­ει. Μέ­χρι νά ἀ­φή­ση στήν Ἐκ­κλη­σί­α τό Ἅ­γιο Πο­τή­ριο ὁ γε­ρω Πα­νά­ρε­τος ἐ­κοι­μή­θη εἰ­ρη­νι­κά, ἀ­κουμ­πών­τας τό κε­φά­λι του στό τρα­πέ­ζι.

*

   O γε­ρω Παν­τε­λε­ή­μων ἀ­πό τό Κα­λύ­βι τοῦ Ἁ­γί­ου Σερ­γί­ου τῆς Κα­ψά­λας, ὁ κοι­νῶς κα­λο­ύ­με­νος «Κα­λη­μέ­ρας», ἦ­ταν πο­λύ ἐ­λε­ή­μων. Κα­τά τήν μαρ­τυ­ρί­α λα­ϊ­κοῦ ἐρ­γά­τη στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος «κα­νέ­νας δέν τόν φθά­νει στήν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Στά χρό­νια τῆς Κα­το­χῆς ἔ­σω­σε πολ­λούς ἀ­πό τήν πεῖ­να. Πήγαινε στό μο­να­στή­ρι τοῦ Παν­το­κρά­το­ρος καί γέ­μι­ζε τόν ντορ­βᾶ του κουμ­πά­νια. Ὕ­στε­ρα γύ­ρι­ζε στά Κα­λύ­βια τῆς Κα­ψά­λας καί μο­ί­ρα­ζε εὐ­λο­γί­ες σέ φτω­χά καί ἀ­νήμ­πο­ρα γε­ρον­τά­κια».

   Μέχρι τό τέ­λος του, ὅ­ταν ἀ­νέ­βαι­νε στίς Κα­ρυ­ές, μο­ί­ρα­ζε στά παι­διά τῆς Ἀ­θω­νι­ά­δος βι­βλι­α­ρά­κια, Πα­ρα­κλή­σεις τῆς Πα­να­γί­ας καί τοῦ Ἁ­γί­ου Παν­τε­λε­ή­μο­νος, ἐ­νῶ μέ­σα ἔ­βα­ζε καί ἕ­να χαρ­το­νό­μι­σμα.

*

   Ὁ γε­ρω Παν­τε­λε­ή­μων ὁ Κα­ψα­λι­ώ­της καταγό­ταν ἀ­πό τά Γρε­βε­νά καί ἦρ­θε γιά μο­να­χός σέ με­γά­λη ἡ­λι­κί­α, ἀλ­λά ἦ­ταν ἐ­νά­ρε­τος. Ἀ­γω­νί­σθη­κε σέ ἕ­να Κα­λυ­βά­κι τῆς Κα­ψά­λας χω­ρίς Ἐκ­κλη­σί­α, τό λε­γό­με­νο τοῦ Εὐ­φρο­σύ­νου, καί ζοῦ­σε ἁ­πλά μέ πολ­λή ἐγ­κρά­τεια. Τοῦ ἔ­δι­ναν οἱ πα­τέ­ρες ἀ­πό τό Κελ­λί τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου κη­που­ρι­κά ἀλλ᾿ αὐ­τός ἔ­παιρ­νε μό­νο μί­α ντο­μά­τα, μί­α πι­πε­ριά, ἕ­να ἀγ­γου­ρά­κι∙ ὅ­σα δηλαδή ἤ­θε­λε νά πε­ρά­ση τήν ἡ­μέ­ρα του δέν ἔ­παιρ­νε τίποτε γιά τήν ἑ­πο­μέ­νη ἡ­μέ­ρα. Ἄ­νοι­γε ἕ­να μαν­τη­λά­κι καί τά ἔ­βα­ζε μέ­σα. Οὔ­τε σακ­κο­ύ­λα νά­ϋ­λον δέν εἶ­χε.

    Ὅ­ταν κα­τέ­πε­σε καί δέν μπο­ροῦ­σε νά οἰ­κο­νο­μη­θῆ, ζή­τη­σαν νά τόν πά­ρουν οἱ πα­τέ­ρες στό Κελ­λί τους νά τόν γη­ρο­κο­μή­σουν, ἀλ­λά δέν δέ­χθη­κε. Εἶ­πε στόν πα­πα Ἀρ­τέ­μιο: «Δέν θά σέ κου­ρά­σω πο­λύ. Θά κά­νω τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς καί θά φύ­γω». Καί πράγ­μα­τι, με­τά ἀ­πό 19 ἡ­μέ­ρες, ἀ­φοῦ πέ­ρα­σε καί ἡ Ὑ­πα­παντή, ἐ­κοι­μή­θη εἰ­ρη­νι­κά μό­νος του, ὅ­πως μό­νος ἔ­ζη­σε ὅλη τήν ζωή του, καί τόν ἔ­θα­ψαν στήν αὐ­λή τῆς Κα­λύ­βης του. 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα