Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

   Ο γε­ρω–Χρι­στό­δου­λος ὁ Κα­του­να­κι­ώ­της, ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός τοῦ  με­γά­λου ἡ­συ­χα­στοῦ Καλ­λι­νί­κου, δέν ἀ­κο­λο­ύ­θη­σε τόν Γέροντά του στήν θε­ω­ρη­τι­κή ζωή, ἀλ­λά κλη­ρο­νό­μη­σε τήν πρά­ξη. Τόν μι­μή­θη­κε στήν πρα­κτι­κή ἀ­σκη­τι­κή ζωή. Ἀ­νά­λω­σε τήν ζωή του στήν ὑ­πα­κοή, γι᾿ αὐ­τό εἶ­χε κα­λό τέ­λος. Δύο μέ­ρες πρίν κοι­μη­θῆ εἶ­πε σέ κά­ποι­ον ἐ­πι­σκέ­πτη: «Ζῶ μέ μί­α ἐλ­πί­δα. Ἡ Πα­να­γί­α θά βο­η­θή­σει». Καί ἦ­ταν δα­κρυ­σμέ­να τά μά­τια του.

Με­τά τήν κο­ί­μη­σή του ὁ πα­πα–Ἐ­φρα­ίμ κα­θώς τοῦ ἔ­κα­νε τό συ­νη­θι­σμέ­νο σα­ραν­τά­ρι κομ­πο­σχοί­νι εἶ­χε χα­ρά με­γά­λη καί ἔ­λε­γε: «Βρέ, τόν Χρι­στό­δου­λο! Μέσ᾿ τήν χα­ρά τοῦ πα­ρα­δε­ί­σου εἶ­ναι».

   Με­ρι­κές συμ­βου­λές τοῦ γέ­ρον­τος Χρι­στο­δο­ύ­λου: «Νά μήν πα­ρα­με­λῆ­τε τά πνευ­μα­τι­κά σας. Πάντοτε νά τά κά­νε­τε. Ἐ­δῶ στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος δέν ἤρ­θα­με γιά νά ἀλ­λά­ξου­με τόν ἀ­έ­ρα μας∙ ἤρ­θα­με νά μά­θου­με τήν κα­λο­γε­ρι­κή. Νά ἔ­χου­με ἀ­γά­πη με­τα­ξύ μας, νά κά­νου­με ὑ­πα­κοή. Κα­λο­γε­ρι­κή ση­μα­ί­νει ”εὐλόγη- σον”, ”νἆναι εὐ­λο­γη­μέ­νο­”. Ἡ ἐκ­κο­πή τοῦ θε­λή­μα­τος εἶ­ναι μα­χα­ί­ρι, εἶ­ναι μαρ­τύ­ριο, ἀλ­λά ἔ­τσι πρέ­πει. Με­γά­λο πρᾶγ­μα εἶ­ναι ν᾿ ἀ­να­πα­ύ­ση κα­νε­ίς τόν Γέρον- τά του καί νἄ­χη τήν εὐ­χή του. Νά μήν ἀ­κοῦ­με τόν λο­γι­σμό μας, ἀλ­λά τό τί λέ­ει ὁ Γέροντας. Ὑ­πα­κοή στόν λο­γι­σμό μας εἶ­ναι ὑ­πα­κοή στόν δι­ά­βο­λο. Ὑ­πα­κοή στόν Γέροντα εἶ­ναι ὑ­πα­κοή στόν Χρι­στό. Νά μήν ἀ­σχο­λῆσθε μέ το­ύς ἄλ­λους, τί κά­νουν καί πῶς ζοῦν.  Ἡ σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς σας νά εἶ­ναι  μπρο­στά σας. Τόσα χρό­νια στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος δέν ἔ­κα­να τί­πο­τα, ἀλ­λά τοὐ­λά­χι­στον φρόν­τι­σα νά μήν ἀ­σχο­λοῦ­μαι μέ το­ύς ἄλ­λους καί ἔ­τσι εἶ­μαι ἀ­μέ­ρι­μνος. Νά ἀγα­πᾶ­τε  τήν ἡ­συ­χί­α καί τήν σι­ω­πή. Με­τά τό δι­α­κόνη­μα νά πηγαίνε­τε στό κελ­λί. Νά δι­α­βά­ζουμε, νά ἐ­ρευ­νοῦμε τόν ἑ­αυ­τό μας γιά νά ἀ­να­κα­λύ­ψου­με τά πά­θη μας, καί πάν­το­τε νά λέ­με τήν εὐ­χή. Ἐ­μεῖς οἱ κα­λό­γε­ροι ἔ­χο­με τό­σες ἰ­δι­α­ί­τε­ρες εὐ­λο­γί­ες, ἀλ­λά αὐτές μᾶς κά­νουν καί περισςὀτερο ὑ­πε­ύ­θυ­νους σέ σχέ­ση μέ το­ύς κο­σμι­κο­ύς. Ὑ­πάρ­χει εἰ­δι­κή κό­λα­ση γιά το­ύς Ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες!».

*

   Έἶ­πε ὁ γε­ρω–Χρύ­σαν­θος ἀ­πό τό Κου­τλου­μου­σια­νό Κελ­λί τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου: «Στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ἦρ­θα τό 1934 σέ ἡ­λι­κί­α 18 ἐ­τῶν. Πῆ­γα στήν  Μο­νή Γρη­γο­ρί­ου. Εὑ­ρῆ­κα Ἡ­γού­με­νο τόν π. Ἀ­θα­νά­σιο, ἄν­θρω­πο ἐ­νά­ρε­το. Μπῆ­κα μέ­σα στό Ἡ­γου­με­νεῖο­, ἔ­κα­να τόν σταυ­ρό μου. “Παι­δί μου”, λέ­ει, “ἄν­θρω­πος εἶ­μαι καί ᾿γώ”. Στήν Μο­νή Γρη­γο­ρί­ου ἔ­μει­να 12 χρό­νια. Δόκιμος πού ἤ­μουν πῆ­γα μέ τόν δια­κο–Πα­χώ­μιο τόν Γρη­γο­ριά­τη στό “Ἄ­ξι­όν Ἐ­στι” νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦ­με στόν πα­πα–Γιά­ννη. Μπῆ­κα μέ­σα. “Ἔ­λα, Γι­ῶρ­γο”, μοῦ λέ­ει, χω­ρίς νά μέ ἔ­χη δεῖ ἄλ­λη φο­ρά. Ἦ­ταν πο­λύ ἐ­νά­ρε­τος ὁ Πνευ­μα­τι­κός. Κά­πο­τε ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός του, πού ἦ­ταν δαι­μο­νι­σμέ­νος, πῆ­γε νά τόν σκο­τώ­ση μέ τό ὅ­πλο. Πέ­ρα­σε ἡ σφαῖ­ρα ἀ­πό τό πα­ρά­θυ­ρο καί τρύ­πη­σε τήν σκού­φια τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ, ἀλ­λά δέν τόν πῆ­ρε στό κε­φά­λι.

»Πῆ­γα κά­πο­τε στήν Ἁ­γί­α Ἄν­να. Ἕ­να γε­ρον­τά­κι 75 χρο­νῶν δέν εἶ­χε βγῆ πο­τέ ἔ­ξω ἀ­πό τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, πα­πα–Γα­βρι­ήλ τό ὄ­νο­μά του.

»Με­τά ἀ­πό κεῖ πῆ­γα στό Κελ­λί τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου τῆς Μο­νῆς Κου­τλου­μου­σί­ου. Ἦ­ταν ἕ­να γε­ρον­τά­κι 85 χρο­νῶν, τό ὄ­νο­μά του Ἀ­να­νί­ας.  Κά­θη­σα 50 χρό­νια ἐ­κεῖ. Ἑ­πτά Ἡ­γού­με­νοι ἄλ­λα­ξαν στό Κου­τλου­μούσι στά χρό­νια πού ἤ­μουν ἐ­δῶ στό Κελ­λί. Στό Μοναστήρι ἦταν τότε 35 κα­λόγεροι. Ἦ­ταν ἕ­να γε­ρον­τά­κι, ὁ γε­ρω–Χα­ρά­λαμ­πος, τυ­πι­κά­ρης, μί­α ἁ­γί­α ψυ­χή, καί ἄλ­λοι ἐ­νά­ρε­τοι. Ὁ γερω–Θα­νά­σης, ὁ γε­ρω–Προ­κό­πιος. Τέλος ἦρ­θα στήν Μο­νή Κου­τλου­μου­σί­ου κα­τά­κοι­τος, ἄρ­ρω­στος».

«Ὁ μο­να­χός πρέ­πει νά προ­σέ­χη τήν ὑ­πα­κο­ή  του, τόν κα­νό­να του, τή νη­στεί­α του, τήν θεί­α Κοι­νω­νί­α· νά σκέ­φτε­ται γιά ποι­ό σκο­πό ἦρ­θε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος καί ἔ­γι­νε μο­να­χός».

«Ὅ­ταν ὁ μο­να­χός ἀ­με­λή­ση τά πνευ­μα­τι­κά του, εἶ­ναι σάν τό ψά­ρι πού τό βγά­ζεις ἀ­πό τήν θά­λασ­σα καί ψο­φά­ει».

«Σ᾽ ἕ­να Κελ­λί στήν ἔ­ρη­μο γί­νον­ταν δαι­μο­νι­κές ἐ­νέρ­γει­ες. Τά πράγ­μα­τα τοῦ Κελ­λιοῦ ὁ πει­ρα­σμός τά ἔ­κα­νε ἄ­νω–κά­τω. Πήγαμε μέ ἕ­ναν Πνευ­μα­τι­κό. Δι­ά­βα­σε ἐ­ξορ­κι­σμούς ὁ Πνευ­μα­τι­κός καί ἔ­φυ­γε ἀ­πό κεῖ ὁ δι­ά­βο­λος».

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα