Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

    Έἶ­πε ὁ Γέ­ρων Σω­φρό­νιος, ὁ μα­θη­τής τοῦ ὁ­σί­ου Σι­λουα­νοῦ: «Δέν εἶ­μαι οὔ­τε Ἕλ­λην οὔ­τε Ρῶσ­σος, εἶ­μαι Ἁ­γι­ο­ρεί­της».

«Ἔ­χω 60 χρό­νια πού φο­ρῶ τά ρά­σα. Πάν­το­τε, ὅ­ταν συ­ναν­τῶ Ὀρ­θό­δο­ξο Χρι­στια­νό ἤ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε ἄν­θρω­πο, βά­ζω τό κε­φά­λι μου κά­τω ἀ­πό τά πό­δια του». (Δη­λα­δή ἐ­τα­πεί­νω­νε τόν ἑ­αυ­τό του, θε­ω­ρών­τας ὅ­τι εἶ­ναι κα­τώ­τε­ρος ἀ­πό τόν ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε)

«Θε­ο­λο­γί­α εἶ­ναι τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῶν προ­σευ­χῶν μας».

«Κά­θε ἐμ­πα­θής λο­γι­σμός συν­δέ­ε­ται μέ τήν ὕ­λην καί πάν­το­τε ἔ­χει μία μορ­φή, ἕ­να εἶ­δος· ἂν αὐ­τό τό εἶ­δος δέν τό δέ­χε­ται ἡ καρ­δί­α μας, τό πά­θος στα­μα­τᾶ. Ἀλ­λά κά­πο­τε στάς ἀρ­χάς ἡ μά­χη πρέ­πει νά εἶ­ναι σῶ­μα μέ σῶ­μα».

   «Ὁ γε­ρω Σι­λουα­νός ἔ­λε­γε, ἀλ­λά ἦ­ταν ἀ­πα­θής: “Ἐ­άν μᾶς ἐ­νο­χλῆ λο­γι­σμός, ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε ἐ­λεύ­θε­ροι νά ἀ­πο­βάλ­λου­με τόν λο­γι­σμόν αὐ­τόν καί νά ἔ­χου­με τόν νοῦν μας σέ ἄλ­λο πρᾶγ­μα”. Δέν ὑ­πῆρ­χε αἰχ­μα­λω­σί­α λο­γι­σμῶν στόν γε­ρω Σι­λουα­νό. Ἐρ­χό­ταν λο­γι­σμός κα­κός καί αὐ­τός σκε­φτό­ταν ἄλ­λο πρᾶγ­μα. Αὐ­τός τό μπο­ροῦ­σε. Ἐ­νῶ ἄλ­λοι εἶ­ναι σάν δοῦ­λοι».

«Τό νά γί­νη κα­νε­ίς μέ τήν συ­νει­δη­τή κα­τά­στα­ση (συνειδητά) πι­στός Χρι­στια­νός, αὐ­τό εἶ­ναι βα­θύ­τε­ρο τοῦ πα­ρόν­τος αἰ­ῶ­νος. Ἐ­μεῖς οἱ Χρι­στια­νοί εὑ­ρι­σκό­με­θα σέ με­γά­λο πό­λε­μο».

«Οἱ Πα­τέ­ρες τοῦ Δ’ αἰ­ῶ­νος μᾶς ἄ­φη­σαν με­ρι­κές προ­φη­τεῖ­ες, ὅ­τι δη­λα­δή στά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ἡ σω­τη­ρί­α θά εἶ­ναι συν­δε­δε­μέ­νη μέ τήν βα­θεῖ­αν θλῖ­ψιν».

«Πρέ­πει κα­νε­ίς νά ἀ­πο­φα­σί­ση νά πε­ρά­ση ἀ­πό το­ύς πει­ρα­σμο­ύς, ὁ­μο­ί­ους πρός το­ύς πει­ρα­σμο­ύς τῶν πρώ­των αἰ­ώ­νων. Ὅ­λοι οἱ μάρ­τυ­ρες τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ ἐ­σφά­γη­σαν. Ὡς ἐκ το­ύ­του  πρέ­πει νά εἴ­μα­στε ὅ­λοι ἕ­τοι­μοι νά ὑ­πο­με­ί­νω­με τό πᾶν».

«Ἡ με­γα­λύ­τε­ρη κα­τα­στρο­φή στόν κό­σμο σή­με­ρα γί­νε­ται ἀ­πό τήν ἐ­πι­στή­μη τῆς ψυ­χο­λο­γί­ας. Δι­ό­τι ἡ ἐ­πι­στή­μη αὐ­τή δέν μπο­ρεῖ νά ἔ­χη τήν βά­ση τῆς ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως τοῦ Θε­οῦ· ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι “κατ᾿ εἰ­κό­να καί καθ᾿ ὁ­μο­ί­ω­σιν Θε­οῦ”».

«Νά μή ζη­τοῦ­με νά ξε­χά­σου­με τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα γύ­ρω μας, ἀλ­λά σέ κά­θε πε­ρί­πτω­ση νά ἐ­νερ­γοῦ­με καί νά ἀν­τι­δροῦ­με μέ τό πνεῦ­μα τοῦ Χρι­στοῦ».

«Ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἀ­πό μᾶς καί ὁ­ποι­α­δή­πο­τε στιγμή ἔ­χου­με ἀ­πό­λυ­τον ἀ­νάγ­κην νά μήν ἀ­πο­μα­κρυν­θῆ ἀ­πό μᾶς ἡ χά­ρις τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ χά­ρις τοῦ Ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος, πού ἀ­πο­κτᾶ­ται μέ πό­νο. Προ­σευ­χόμα­στε πρωΐ, προ­σευ­χό­μα­στε τό βρά­δυ, προ­σευ­χόμα­στε κά­θε στιγμή, ὁ­πό­τε ἔ­χο­υμε τήν δυ­να­τό­τη­τα νά ποῦ­με: “Κύριε, μή μέ ξε­χά­σης, μήν ἀ­πο­μα­κρυν­θῆς· Κύριε, βο­ή­θη­σόν με­”».

«Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά δι­α­βά­ζου­με τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, αὐ­τό τό μο­να­δι­κό βι­βλί­ο. Τότε τό πνεῦ­μα μας δη­μι­ουρ­γεῖ­ται σύμ­φω­να μέ τόν λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Ὁ νοῦς μας συ­νη­θί­ζει νά ζῆ σύμ­φω­να μέ τόν λό­γο τοῦ Θε­οῦ, καί ὅ­ταν ζοῦ­με ἀρ­κε­τά χρό­νια μέ αὐ­τήν τήν ἐ­πι­θυ­μί­αν, νά ζή­σου­με σύμ­φω­να μέ τό πνεῦ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, τό­τε ἀ­νε­παι­σθή­τως ἀρ­χί­ζο­υμε νά σκε­πτώ­μα­στε ἐν τῷ Πνε­ύ­μα­τι τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τή ἡ μέ­θο­δος, νά ἐ­νερ­γοῦ­με δη­λα­δή μέ τήν δύ­να­μιν τοῦ Θε­οῦ σέ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε πε­ρί­πτω­ση, σύμ­φω­να μέ τό πνεῦ­μα τοῦ Χρι­στοῦ καί τάς ἐν­το­λάς, θά μᾶς κά­νει νά συ­νη­θί­σουμε νά ἀν­τι­δρᾶ ὁ νοῦς μας καί ἡ καρ­δί­α μας στά πράγ­μα­τα, ὅ­πως τό θέ­λει ὁ Χρι­στός. Εἶ­ναι κα­τα­πλη­κτι­κό νά σκέ­φτε­ται ὁ μι­κρός ἄν­θρω­πος ὅ­πως ὁ δη­μι­ουρ­γός αὐ­τοῦ τοῦ κό­σμου».

«Ἐάν ἀρ­χί­σου­με νά σκε­πτώμα­στε εἰς αὐ­τήν τήν ζω­ήν κα­τά τόν τρό­πο πού μᾶς λέ­γει ὁ Χρι­στός, μπα­ί­νο­με ἀ­νε­παι­σθή­τως εἰς τήν σφαῖ­ραν τοῦ θε­ί­ου νο­ός καί ἀ­πο­κτοῦ­με ἐ­πί­γνω­σιν τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ, ἡ ὁ­πο­ί­α εἶ­ναι ἡ αἰ­ώ­νιος ζωή».

«Πῶς γί­νε­ται ὁ πι­στε­ύ­ων εἰς τόν Χρι­στόν νά μήν πε­θά­νη; Ποι­ός δέν πέ­θα­νε; Ἐάν ἐ­μεῖς θά συ­νε­χί­σουμε νά ζοῦ­με μέ τό πνεῦ­μα τῶν ἐν­το­λῶν, ὅ­ταν πε­θάνουμε,  αὐ­τός ὁ χω­ρι­σμός τῆς ψυ­χῆς μας δέν ἀ- ­φαι­ρεῖ ἀ­πό τήν ψυ­χή τήν χά­ριν τοῦ Θε­οῦ. Καί ἡ ψυ­χή κα­τό­πιν δέν κα­τα­λα­βα­ί­νει ὅ­τι πέ­θα­νε, ἀλ­λά περ­νᾶ διά μέ­σου τοῦ θα­νά­του, ἤ ὅ­πως λέ­γει τό Εὐ­αγ­γέ­λιο ἐκ τοῦ θα­νά­του εἰς τήν ζω­ήν».

«Τό δύ­σκο­λο στήν δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι τό  ὅ­τι, ὅ­ταν  προ­σπα­θή­σου­με  νά ζή­σου­με  σύμφω­να μέ τόν λό­γον τοῦ Χρι­στοῦ, οἱ πό­νοι μας, τά πα­θή­μα­τά μας αὐ­ξά­νουν. Καί ἐ­μεῖς οἱ Χρι­στια­νοί ζοῦ­με μέ με­γα­λύ­τε­ρο πό­νο ἀ­πό το­ύς ἄλ­λους πού δέν πι­στε­ύ­ουν. Καί ἐ­άν δέν ὑ­πῆρ­χε Ἀ­νά­στα­σις καί πέ­ραν τοῦ τά­φου ζωή, θά ἤ­μα­σταν ἐ­λε­ει­νό­τε­ροι πάν­των, δι­ό­τι κα­νέ­νας  στόν κό­σμο δέν πο­νεῖ τό­σο βα­θιά καί τό­σο  πο­λύ ὅ­πως ὁ Χρι­στια­νός».

«Ὅ­ταν ἐ­μεῖς μπα­ί­νου­με μέ­σα στήν Χρι­στι­α­νι­κήν ζω­ήν, ὅ­λος ὁ κό­πος, ὅ­λη ἡ ἄ­σκη­σή μας εἶ­ναι νά ἀν­τι­δροῦ­με μέ τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ ἀ­κό­μη καί στο­ύς ἐ­χθρο­ύς μας. Αὐ­τό εἶ­ναι τό μαρ­τύ­ριο τοῦ Χρι­στια­νοῦ».

«Ἡ ση­με­ρι­νή ζωή γιά μᾶς εἶ­ναι κά­θε στιγμή ἡ κρί­σις τοῦ Θε­οῦ. Ὁ­πό­τε, ἐ­άν κά­να­με σύμ­φω­να μέ τάς ἐν­το­λάς τοῦ Χρι­στοῦ, ἔρ­χε­ται ἡ χά­ρις τοῦ Ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος, ὅ­ταν ὅ­μως πα­ρα­βα­ί­νου­με, ἔ­στω καί ὀ­λί­γον τόν νό­μον τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ, μᾶς ἐγκα­τα­λε­ί­πει ὁ Θε­ός καί πα­θα­ί­νου­με αὐ­τήν τήν ἐγ­κα­τά­λει­ψιν πού οἱ ἄλ­λοι δέν γνω­ρί­ζουν, οὔ­τε κἄν κα­τα­λα­βα­ί­νουν τί θά πεῖ ἐγ­κα­τά­λει­ψις ἀ­πό τόν Θε­όν».

«Τό ἀν­θρώ­πι­νον πνεῦ­μα εἶ­ναι εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Δέν μπο­ρεῖ νά στα­μα­τή­ση τό πνεῦ­μα μας μέ­χρις ὅ­του φθά­σου­με τήν τε­λει­ό­τη­τα».

«Δέν σκε­πτό­μα­στε ἐ­μεῖς νά ἀλ­λά­ξου­με τόν κό­σμο. Ἐ­μεῖς σκε­πτόμα­στε νά λά­βου­με τήν δύ­να­μιν ἀ­πό τόν Θε­όν  νά ἀν­τι­δροῦ­μεν εἰς ὅ­λας τάς περιπτώσεις μέ ἀ­γά­πη».

«Ὅ­ταν ἔρ­χε­ται ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ, ἡ­μεῖς ἤ­δη ἀ­πό ἐ­δῶ ζοῦ­με τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα».

«Ἄν­θρω­πος, ὁ ὁ­ποῖ­ος δέν ἔ­χει πνεῦ­μα Θε­οῦ, δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­γα­πᾶ το­ύς ἐ­χθρο­ύς. Αὐ­τός ἀν­τι­δρᾶ μέ βί­α∙ ὁ Χρι­στια­νός ὅμως δι­α­φο­ρε­τι­κά».

«Τό  κυ­ρι­ώ­τε­ρο πρᾶγ­μα  εἶ­ναι νά  ἀ­πο­κτή­σου­με τήν χά­ριν τοῦ Ἁ­γί­ου Πνε­ύ­μα­τος, ἡ ὁ­πο­ί­α θά ἀλ­λά­ξει τήν ζωή μας, πρῶ­τα μέ­σα μας, ὄ­χι ἀπ᾿ ἔ­ξω. Θά ζή­σου­με στό ἴ­διο σπί­τι, με­τα­ξύ τῶν ἰ­δί­ων ἀν­θρώ­πων, ἀλ­λά ἡ ζωή μας θά εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κή. Τοῦ­το ὅ­μως εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον, ἐ­άν ἐ­μεῖς δέν βρί­σκο­υμε και­ρό νά προ­σευ­χώ­μα­στε μέ ζῆ­λο, μέ κλά­μα, μέ πό­νο· νά ζη­τοῦ­με τήν εὐ­λο­γί­αν τοῦ Θε­οῦ ἀ­πό τό πρωΐ, ὥ­στε τό πνεῦ­μα αὐ­τό τῆς προ­σευ­χῆς νά μᾶς ὁ­δη­γῆ ὅ­λην τήν ἡ­μέ­ραν».

«Ὅ­ποι­ος δέν θέ­λει τόν Σταυ­ρόν του, δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἄ­ξιος τοῦ Χρι­στοῦ ἤ νά εἶ­ναι μα­θη­τής Αὐ­τοῦ. Τά βά­θη τοῦ Θε­ί­ου ὄν­τος ἀ­νο­ί­γον­ται στόν Χρι­στια­νό, πρό παν­τός ὅ­ταν εἶ­ναι ἐ­σταυ­ρω­μέ­νος ἐξ αἰ­τί­ας Αὐ­τοῦ.  Προ­σπα­θοῦ­με νά κά­νου­με ὅ,τι εἶ­πε ὁ Χρι­στός, καί βρί­σκου­με τόν ἑ­αυ­τό μας ἐ­πά­νω στόν Σταυ­ρό, ὁ ὁ­ποῖ­ος Σταυ­ρός εἶ­ναι ἡ κα­θέ­δρα τῆς ἀ­λη­θι­νῆς Θε­ο­λο­γί­ας, ὅ­πως εἶ­πε ἕ­νας Ἐ­πί­σκο­πος».

«Ἡ δι­ά­κρι­σις τῶν λο­γι­σμῶν εἶ­ναι ὁ στέ­φα­νος τῆς πο­λυ­χρο­νί­ου ἀ­σκή­σε­ως. Στήν ἀρχή γιά νά ἀ­πο­φύ­γου­με το­ύς πει­ρα­σμο­ύς ρω­τᾶ­με το­ύς Πνευ­μα­τι­κο­ύς. Σέ ἕ­ναν Πνευ­μα­τι­κόν εἶ­ναι εὐ­κο­λώ­τε­ρο νά δι­α­κρί­νη, ὄ­χι μό­νο λό­γῳ τῆς ἐμ­πει­ρί­ας του, ἀλ­λά καί τῆς θέ­σε­ώς του. Ἐ­κε­ί­νη τήν στιγ­μήν δέν πο­λε­μᾶ­ται ἀ­πό τό πά­θος, καί ὡς ἐκ το­ύ­του εἶ­ναι δι­α­τε­θει­μέ­νος χω­ρίς πά­θος νά δι­α­κρί­νη ἀ­πό ποῦ προ­έρ­χε­ται ὁ λο­γι­σμός».

«Ἡ με­γά­λη τρα­γω­δί­α τοῦ Χρι­στι­α­νι­κοῦ λα­οῦ εἶ­ναι πού δέν δύ­ναν­ται νά βροῦν Πνευ­μα­τι­κό. Δέν μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με ὅ­τι καί μεῖς (ὁ λα­ός) εἴ­με­θα ἀ­θῶ­οι. Καί ἐκ μέ­ρους μας (τοῦ λα­οῦ) ὑ­πάρ­χει κά­τι πού πα­ρεμ­πο­δί­ζει τήν ἐμ­φά­νι­ση Πνευ­μα­τι­κῶν, δι­ό­τι οἱ ἄν­θρω­ποι ἀν­θί­σταν­ται στά λό­για τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ».

«Ἡ κο­σμι­κή ζωή ἐ­πη­ρε­ά­ζει κα­θέ­ναν ἀ­πό ἐ­μᾶς καί τό νά δι­α­κρί­νης αὐ­τό εἶ­ναι με­γά­λη ἐ­πι­στή­μη. Ἀλ­λά ὅ­ποι­ος ἐ­γνώ­ρι­σε πῶς ἐ­νερ­γεῖ ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ, ἀρ­χί­ζει νά κα­τα­λα­βα­ί­νη ἀ­μέ­σως. Ὁ γέ­ρων Σι­λουα­νός ἔ­λε­γε ”κα­τά τήν γεῦ­σι­ν”.  Ὅ­ποι­ος ἔ­χει γευθῆ τήν  χά­ριν τοῦ Θε­οῦ  καί συ­νή­θι­σε μέ τήν  χά­ριν τοῦ Θε­οῦ, ἔ­χει αὐ­τήν τήν γεῦ­σιν».

«Ἡ πεῖ­ρα τῶν αἰ­ώ­νων ἀ­πέ­δει­ξε ὅ­τι, ἐ­άν ἕνα παι­δί ἔ­χη ἀ­να­τρο­φή πνευ­μα­τι­κή ἀ­πό τήν οἰ­κο­γέ­νεια, ἀ­πό τήν παι­δι­κή του ἡ­λι­κί­α, μπο­ρεῖ νά δε­χθῆ τήν χά­ρι τοῦ Θε­οῦ σέ τέ­τοι­ο  βαθμό, πού μό­νον οἱ τέ­λει­οι ἔ­χουν».

«Πάντως, ὅ­ταν ἔ­χου­με μῖ­σος, ὅ­ταν κα­τα­κρί­νου­με το­ύς ἄλ­λους, ὅ­ταν εἴ­μα­στε ἀ­χά­ρι­στοι καί γιά τήν ζωή μας καί ὅ­λα τά βλέ­που­με στρα­βά, βέ­βαι­α ἀ­πό τόν ἐ­χθρό εἶ­ναι, δι­ό­τι, ἄν τά βλέ­πα­με μέ τά μά­τια τῆς χά­ρι­τος, τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος, λέ­νε οἱ πα­τέ­ρες, ζῆ στόν κό­σμο σάν νά ὑ­πάρ­χη μό­νο ὁ Θε­ός καί αὐ­τός».

«Ὁ Χρι­στός στά πά­θη του δέν ἔ­βλε­πε το­ύς ἀν­θρώ­πους τί τοῦ κά­νουν, ἀλ­λά ἔ­βλε­πε μό­νο τόν Πα­τέ­ρα. Καί ἄν ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χη πάν­το­τε αὐ­τήν τήν στά­ση ἀ­πέ­ναν­τι τοῦ Θε­οῦ, δέν ἐ­ρε­θί­ζε­ται, οὔ­τε δί­νει με­γά­λη ση­μα­σί­α στό ποι­ός τοῦ κά­νει τό ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε κα­κό. Πίνει τό πο­τή­ριο, συ­σταυ­ρώ­νε­ται μέ τόν Χρι­στό καί σκέ­φτε­ται μό­νο τόν Πα­τέ­ρα».

«Ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ζωή ἔ­ξω ἀ­πό τόν Χρι­στόν φα­ί­νε­ται ἄ­νο­στη, πλη­κτι­κή, μα­ύ­ρη. Καί ὅ­ταν γευ­θῆ καί τήν χά­ριν καί τήν γνῶ­σιν τοῦ Χρι­στοῦ ὁ ἄν­θρω­πος, ἔ­πει­τα ἔρ­χε­ται ἡ ἔμ­πνευ­σις, πού δέν τόν ἐγ­κα­τα­λε­ί­πει οὔ­τε στά πα­θή­μα­τα οὔ­τε στίς ἀρ­ρώ­στι­ες οὔ­τε στήν δό­ξα».

   Ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τόν γέ­ρον­τα Σω­φρό­νιο μία γυ­ναῖ­κα ἀ­πό τήν Ἑλ­λά­δα. Χω­ρίς νά τήν γνω­ρί­ζη τήν ρώ­τη­σε: «Δι­ά­βα­σες τόν βί­ο τοῦ πο­λυ­ά­θλου Ἰώβ; Νά τόν δι­α­βά­σης κα­λά, για­τί καί σύ θά πε­ρά­σεις πολ­λά». Πράγ­μα­τι δι­έ­γνω­σε τό πρό­βλη­μά της καί μέ­χρι σή­με­ρα περ­νᾶ μαρ­τύ­ρια ἀ­πό τήν κό­ρη της.

   Συμ­βο­ύ­λευ­σε νέ­ο μοναχό πού ἡ­σύ­χα­ζε μό­νος του: «Ἄν δέν πο­νᾶ ἡ καρ­διά σου γιά τόν κό­σμο, μήν κά­θε­σαι στήν ἔ­ρη­μο μό­νος σου. Ἡ­συ­χί­α δέν εἶ­ναι νά κά­θε­σαι καί νά με­λε­τᾶς μό­νος σου. Πρέ­πει νά πο­νᾶ ἡ καρ­διά σου καί νά αἰ­σθά­νε­σαι τε­λευ­ταῖ­ος. Το­ύς του­ρί­στες πού ἔρ­χον­ται μήν το­ύς δι­ώ­χνης. Εἶ­ναι σάν τά μι­κρά παι­διά πού ἔρ­χον­ται νά βροῦν λί­γη χα­ρά. Νά προ­σε­ύ­χε­σαι γι᾿ αὐ­το­ύς. Πιό πολ­λά θά κερ­δί­σεις ἀ­πό τήν προ­σευ­χή πα­ρά ἀ­πό τήν ἡ­συ­χί­α».             

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα