Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

­   Από τίς πολ­λές ἀ­ρε­τές πού κο­σμοῦ­σαν τήν ἁ­πλή καί κα­θα­ρή ψυ­χή τοῦ Ἡ­γου­μέ­νου πα­πα–Χα­ρα­λάμ­που Δι­ο­νυ­σιά­του, ξε­χώ­ρι­ζε ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Δέν εἶ­χε ὅ­ρια. Τά ἔ­δι­νε ὅ­λα. Κα­νείς δέν ἔ­φευ­γε μέ ἄ­δεια χέ­ρια. Καμ­μί­α ἄλ­λη ἀ­ρε­τή δέν ἐ­ξο­μοι­ώ­νει τό­σο τόν ἄν­θρω­πο μέ τόν Θε­ό, ὅ­σο ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, κα­τά τόν ἅ­γιο Χρυ­σό­στο­μο. Καί τόν Γέ­ρον­τα πα­πα–Χα­ράλα­μ­πο πού εἶ­χε τήν ἀ­ρε­τή τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης, τόν συγ­χω­ροῦν ὅ­σοι εὐ­ερ­γε­τή­θη­καν ἀπ᾿ αὐ­τόν, καί φυ­σι­κά καί ὁ ἴ­διος ἐ­λε­ή­θη­κε ἀ­πό τόν Θε­ό. Αἰ­ω­νί­α ἡ μνή­μη τοῦ π. Χα­ρα­λάμ­πους τοῦ ἐ­λε­ή­μο­νος. Με­ρι­κά πε­ρι­στα­τι­κά θά δεί­ξουν τό μέ­γε­θος τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης του, πού στήν ἐ­πο­χή του δέν εἶ­χε τόν ὅ­μοι­ό του. Θά τοῦ ἄ­ξι­ζε νά χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ”νέ­ος ἐ­λε­ή­μων”, σάν τόν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τόν Ἐ­λε­ή­μο­να.

   Ὅ­ταν μέ τήν συ­νο­δί­α του ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στό Κελ­λί Μπου­ρα­ζέ­ρη, οἱ προ­κά­το­χοί του Ρῶσ­σοι τοῦ ἄ­φη­σαν κλη­ρο­νο­μί­α ἀρ­κε­τές λί­ρες. Ὁ πα­πα–Χα­ρά­λαμ­πος, ἐ­πει­δή αὐ­τές δέν τίς ἀ­πέ­κτη­σε μέ τόν ἱδρῶ­τα του, τίς πῆ­ρε καί τίς μοί­ρα­σε στά Μο­να­στή­ρια.Πολ­λές φο­ρές, ὅ­ταν τοῦ ζη­τοῦ­σε βο­ή­θεια κά­ποι­ος φτω­χός, ἔ­δι­νε ὅ­λα τά χρή­μα­τα πού εἶ­χε τό τα­μεῖ­ο τοῦ Κελ­λιοῦ, καί ὕ­στε­ρα δέν εἶ­χαν νά ἀ­γο­ρά­σουν τρό­φι­μα.

Οἱ πα­τέ­ρες καλ­λι­ερ­γοῦ­σαν τόν κῆ­πο. Ἄ­φη­ναν ἔ­ξω ἀ­πό τήν μάν­δρα, στόν δρό­μο, κα­φά­σια μέ κη­πευ­τι­κά καί μπο­ροῦ­σαν οἱ πε­ρα­στι­κοί νά παίρ­νουν ὅ­σα ἤ­θε­λαν.

   Πολ­λοί πα­τέ­ρες τῆς Κα­ψά­λας τόν εἶ­χαν πα­ρη­γο­ριά. Ὅ,τι χρει­ά­ζον­ταν, πή­γαι­ναν ἐ­κεῖ νά τό ζη­τή­σουν. Καί ὁ ἴ­διος μέ χα­ρά ἔ­δι­νε πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀπ᾽ ὅ,τι τοῦ ζη­τοῦ­σαν. Ὅ­ταν ἤ­θε­λαν ζῶ­ο γιά νά με­τα­φέ­ρουν κά­τι, πή­γαι­νε ὁ ἴ­διος νά τό σα­μα­ρώ­ση. Ὅ­ταν στήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α ἔρ­χον­ταν πα­τέ­ρες, ὁ ἴ­διος πή­γαι­νε με­τά τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α στήν πόρ­τα, μήν προ­λά­βουν καί φύ­γουν, γιά νά τούς κρα­τή­ση νά φᾶ­νε στήν τρά­πε­ζα ἤ νά τούς δώ­ση κουμ­πά­νια. Μία φο­ρά ἔ­δω­σε σ᾽ ἕ­ναν ἀ­σκη­τή ἕ­να καρ­πού­ζι τό­σο με­γά­λο, πού ἐ­κεῖ­νος δέν μπο­ροῦ­σε νά τό ση­κώ­ση.

   Πέ­ρα­σε κά­πο­τε ἀ­πό ἕ­να γυ­ναι­κεῖ­ο μο­να­στή­ρι τῆς Ἠ­πεί­ρου. Εἶ­πε στίς ἀ­δελ­φές νά τόν ἀ­φή­σουν λί­γο νά προ­σευ­χη­θῆ μό­νος του στήν θαυ­μα­τουρ­γό εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας καί ἄ­φη­σε κρυφά ἕ­ναν φά­κελ­λο μέ ἀρ­κε­τά χρή­μα­τα. Οἱ ἀ­δελ­φές συγ­κι­νή­θη­καν ἀλ­λά καί θαύ­μα­σαν, για­τί τό­τε εἶ­χαν με­γά­λη ἀ­νάγ­κη ἀ­πό αὐ­τά τά χρή­μα­τα.

    Ὅ­ταν ἔ­γι­νε Ἡ­γού­με­νος στοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου, μοί­ρα­ζε εὐ­λο­γί­ες σέ ὅ­λους. Ἔ­βλε­πες στήν πύ­λη τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ ἀ­ρα­δι­α­σμέ­νες φιά­λες, μπε­τό­νια, ντα­μι­ζά­νες πού ἔ­φερ­ναν οἱ πα­τέ­ρες ἀ­πό τήν ἔ­ρη­μο, τίς ὁ­ποῖ­ες μέ ἐν­το­λή του γέ­μι­ζαν κρα­σί, ρα­κί, λά­δι καί τίς ἔ­δι­ναν εὐ­λο­γί­α στούς ἀ­σκη­τές μα­ζί μέ κη­πευ­τι­κά, ψω­μί καί ἄλ­λα τρό­φι­μα.

Τό μο­να­στή­ρι τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου ἔ­χει ἕ­να Με­τό­χι στήν Χαλ­κι­δι­κή χι­λιά­δων στρεμ­μά­των δα­σι­κῆς ἔ­κτα­σης. Ὅ­ταν τοῦ ζή­τη­σε γνω­στός του Γέ­ρον­τας μί­α μι­κρή ἔ­κτα­ση γιά τό Ἡ­συ­χα­στή­ριό του, ὁ πα­πα–Χα­ρά­λαμ­πος ἤ­θε­λε νά τοῦ δώ­ση τήν μι­σή.

Ὡς Ἡ­γού­με­νος λει­τουρ­γοῦ­σε κά­θε μέ­ρα. Τά    χρή­μα­τα πού τοῦ ἔ­δι­ναν γιά τίς Λει­τουρ­γί­ες δι­ά­φο­ροι, δέν τά ἔ­βα­ζε στό τα­μεῖ­ο τῆς Μο­νῆς, ἀλ­λά τά μοί­ρα­ζε ἐ­λε­η­μο­σύ­νη.

Ὅ­ταν περ­νοῦ­σε φτω­χός μέ «παν­τα­χοῦ­σα», ρω­τοῦ­σε τόν κά­θε Προ­ϊ­στά­με­νο πό­σα νά τοῦ δώ­σουν. Ἔ­πει­τα ρω­τοῦ­σε, πό­σο κά­νουν ὅ­λα μα­ζί ἀ­θροι­σμέ­να αὐ­τά πού πρό­τει­ναν οἱ προ­ϊ­στά­με­νοι καί συμ­πλή­ρω­νε: «Καί ἄλ­λα τό­σα ἀ­πό μέ­να».

Κά­πο­τε ἔ­βα­λε κα­νό­να σέ νέ­ο νά κά­νη ἕ­ναν ἀ­ριθ­μό με­τά­νοι­ες. Τοῦ φά­νη­καν πολ­λές. «Ἄ­φη­σέ τις», τοῦ εἶ­πε ὁ πα­πα–Χα­ρά­λαμ­πος, «θά τίς κά­νω ἐ­γώ». Ὁ νέ­ος φι­λο­τι­μή­θη­κε καί ὕ­στε­ρα τίς ἔ­κα­νε.

Ζή­τη­σε νά ἐ­ξο­μο­λο­γῆ­ται στόν πα­πα–Χα­ρά­λαμ­πο ὁ δια­κο–Δι­ο­νύ­σιος ὁ Φιρ­φι­ρῆς καί τοῦ εἶ­πε: «Ἄν θέ­λης νά ἔρ­θης σέ μέ­να, πρέ­πει πρῶ­τα νά κλεί­σης τό μα­γα­ζί». Ὁ γε­ρω–Δι­ο­νύ­σιος τόν ἄ­κου­σε καί ἔ­κλει­σε τό μα­γα­ζί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν εἰ­δῶν πού εἶ­χε στίς Κα­ρυ­ές.

Κά­ποι­ος ἀ­νέ­φε­ρε στόν πα­πα–Χα­ρά­λαμ­πο ὅ­τι ἕ­νας γνω­στός πα­πᾶς λέ­γει ὅ­τι ἡ καν­δή­λα τῆς Πα­να­γί­ας στῶν Ἰ­βή­ρων δέν κου­νι­έ­ται μό­νη της, ἀλ­λά τήν κου­νοῦν οἱ κα­λό­γε­ροι, καί τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: «Νά τοῦ πῆς νά βγά­λη τά ρά­σα».Κά­πο­τε τοῦ εἶ­πε γνω­στός του ὅ­τι ὁ Πα­τριάρ­χης ζη­τᾶ νά προ­σεύ­χε­ται γι᾽ αὐ­τόν. Ἀ­πο­ροῦ­σε, ἔ­κα­νε τόν Σταυ­ρό του καί ἔ­λε­γε: «Καί ποῦ μέ ξέ­ρει ἐ­μέ­να;». Καί στε­νο­χω­ρη­μέ­νος συμ­πλή­ρω­νε: «Ἀλ­λοίμο­νο στόν μο­να­χό πού ἔ­χει ὄ­νο­μα καί δέν ἔ­χει χά­ρι».

    Κά­πο­τε βρέ­θη­κε στό Κο­νά­κι τους στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ἐ­κεί­νη τήν ἡ­μέ­ρα εἶ­χε ἐ­κεῖ κον­τά λα­ϊ­κή ἀ­γο­ρά. Πήγαινε μέ τόν μο­να­χό πού τόν συ­νώ­δευ­ε στόν κά­θε μι­κρο­πω­λη­τή, καί ἀ­πό τήν ἐ­λε­ή­μο­να δι­ά­θε­σή του ἀ­γό­ρα­ζε κά­τι γιά νά τούς βο­η­θή­ση. Ἀ­πό τήν  με­γά­λη του ἁ­πλό­τη­τα, ὅ­ταν πέ­ρα­σε μπρο­στά ἀ­πό κά­ποι­ον πού που­λοῦ­σε γυ­ναι­κεῖ­α καλ­λυν­τι­κά, χωρίς νά γνωρίζη τί εἶναι αὐτά, ἀ­γό­ρα­σε καί ἀ­πό ἐ­κεῖ κά­τι, ἐ­νῶ τό κα­λο­γέ­ρι τοῦ ἔ­λε­γε νά μήν πά­ρουν γιά νά μή σκαν­δα­λί­σουν.

   Δι­η­γεῖ­το ὁ πα­πα–Χα­ρά­λαμ­πος: «Τίς πρῶ­τες δύ­ο–τρεῖς βρα­δι­ές πού ἦρ­θα καί ἔ­μει­να στό ἀ­σκη­τή­ριο τοῦ γε­ρω–Ἰ­ω­σήφ ὡς κο­σμι­κός, ὁ δι­ά­βο­λος τέ­τοι­α λύσ­σα εἶ­χε, πού δέν μ᾽ ἄ­φη­νε νά κοι­μη­θῶ καί νά κά­νω προ­σευ­χή. Πά­ω νά κοι­μη­θῶ καί νά, ὁ δι­ά­βο­λος ἐ­πά­νω μου ὁ­λό­κλη­ρος. Πό­τε σάν σκύ­λος, πό­τε σάν ἄν­θρω­πος, πό­τε σάν λι­ον­τά­ρι. Ἐ­γώ ἀ­πό τόν φό­βο μου ση­κω­νό­μουν καί ἔ­κα­να προ­σευ­χή. Ἔ­με­να ἄ­ϋ­πνος τε­λεί­ως καί τήν ἡ­μέ­ρα δέν μπο­ροῦ­σα νά κά­νω τά κα­θή­κον­τά μου,  νά προ­σευ­χη­θῶ. Ὅ­ταν μέ ρώ­τη­σε ὁ Γέ­ρον­τας πῶς περ­νῶ, τοῦ  εἶ­πα τί συμ­βαί­νει·  μέ συμ­βού­λε­ψε, ὅ­ταν κοι­μᾶ­μαι καί ἔρ­χε­ται ὁ δι­ά­βο­λος ἀ­πό τό ἕ­να μέ­ρος, νά γυ­ρί­ζω ἀ­πό τό ἄλ­λο. “Νά κά­νης τόν Σταυ­ρό σου, νά γυ­ρί­ζης ἀ­πό τό ἄλ­λο πλευ­ρό ­καί θά φύ­γει. Μή δί­νης ση­μα­σί­α. Θά μά­θεις νά τόν πο­λε­μᾶς καί ὕ­στε­ρα δέν θά τόν προ­σέ­χεις κα­θό­λου”. Ἔ­τσι πράγ­μα­τι καί ἔ­γι­νε».

«Ἀ­φοῦ ἔ­πα­θα με­ρι­κές φο­ρές ἀ­πό τό θέ­λη­μά μου καί εἶ­δα ὅ­τι ὁ Γέ­ρον­τας ἔ­χει δί­και­ο, ἔ­πει­τα ἔ­βα­λα μυα­λό. Ἀ­πό τό­τε οὔ­τε σκε­πτό­μουν τί θά κά­νω. Ὅ,τι πεῖ ὁ Γέ­ρον­τας.  Τί­πο­τα δέν σκε­φτό­μουν. “Κά­νε πα­πᾶ αὐ­τό”, μοῦ ἔ­λε­γε, “νἆ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο”, “Πή­γαι­νε, πα­πᾶ, ἐ­κεῖ”, “νἆ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο”. Σάν ὑ­πο­τα­κτι­κός δέν εἶ­χα στό­μα. Μό­νο αὐ­τιά. Μοῦ ἔ­λε­γε ὁ Γέ­ρον­τας κά­τι καί ἀ­μέ­σως ἔ­τρε­χα νά κά­νω τήν ἐν­το­λή τοῦ Γέ­ρον­τα. Ἔ­κτο­τε πῆ­ρα πολ­λή χά­ρι. Ὅ­ταν ἄρ­χι­σα νά μήν ἀν­τι­λέ­γω στόν Γέ­ρον­τα καί στούς ἀ­δελ­φούς ἀ­κό­μη, μέ ἐ­πι­σκε­πτό­ταν ἡ χά­ρις συ­χνά. Πλημ­μύ­ρι­σα ἀ­πό χά­ρι κά­νον­τας ὑ­πα­κο­ή».

Κά­θε Δευ­τέ­ρα, Τε­τάρ­τη καί Πα­ρα­σκευ­ή, ἐ­νῶ ἔ­κα­νε τή νύ­χτα ἀ­γρυ­πνί­α καί πολ­λές με­τά­νοι­ες, ἐ­ξωμο­λο­γοῦ­σε, καί δού­λευ­ε ὡς συ­νή­θως πά­ρα πο­λύ, δέν ἔ­τρω­γε τί­πο­τε. Ὅ­ταν τό στό­μα του ξη­ραι­νό­ταν, ἔ­πι­νε μό­νο λί­γο νε­ρό.

Δύ­ο μο­να­χοί ἐ­πι­σκέ­φθη­καν τό μο­να­στή­ρι τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου. Ζή­τη­σαν νά δοῦν τόν γνω­στό τους ἡ­γού­με­νο πα­πα–Χα­ρά­λαμ­πο καί τούς εἶ­παν ὅ­τι εἶ­ναι στό γρα­φεῖ­ο του. Χτύ­πη­σαν τήν πόρ­τα λέ­γον­τας τό «Δι᾽ εὐ­χῶν τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων ἡ­μῶν…». Ἄ­νοι­ξε λί­γο τήν πόρ­τα, ἔ­βγα­λε μό­νο τό κε­φά­λι του ἔ­ξω ὁ πα­νο­σι­ώ­τα­τος Κα­θη­γού­με­νος νά δῆ ποι­ός εἶ­ναι, καί μέ ἁ­πλό­τη­τα καί φυ­σι­κό­τη­τα τούς εἶ­πε: «Θέ­λω ἀ­κό­μα εἰ­κο­σι­πέν­τε με­τά­νοι­ες νά τε­λει­ώ­σω τόν κα­νό­να». Ἔ­κλει­σε τήν πόρ­τα, τε­λεί­ω­σε τίς με­τά­νοι­ες καί ὕ­στε­ρα ἁ­πλά καί ἐγ­κάρ­δια τούς κά­λε­σε νά μποῦν στό ἡ­γου­με­νι­κό γρα­φεῖ­ο. Οἱ πα­τέ­ρες θαύ­μα­σαν τήν ἀ­κρί­βεια στήν ἄ­σκη­ση καί τήν ἁ­πλό­τη­τα τοῦ ἁ­γί­ου Γέ­ρον­τος.

Ὁ πα­πα–Χα­ρά­λαμ­πος, ὅ­ταν ἦ­ταν στό Μπου­ρα­ζέ­ρη, ἔ­βγα­ζε μέ ἕ­να κα­λο­γέ­ρι του κοκ­κι­νό­χω­μα καί πέ­ρα­σε κά­ποι­ος ἔ­φιπ­πος. Τό ζῶ­ο φο­βή­θη­κε καί τόν ἔρ­ρι­ξε κά­τω. Ἐ­κεῖ­νος ἄρ­χι­σε νά βρί­ζη τόν πα­πα–Χα­ρά­λαμ­πο μέ τά χει­ρό­τε­ρα λό­για. Ὁ Γέ­ρον­τας, ἐ­νῶ ἄ­κου­γε τίς βρι­σι­ές, δέν εἶ­πε τί­πο­τε καί πα­ρέ­μει­νε ἤ­ρε­μος.

Ἔ­λε­γε: «Ἡ μι­κρή ἀ­μέ­λεια φέρ­νει τήν με­γά­λη καί με­τά τήν πτώ­ση. Ἡ μι­κρή βί­α, τήν με­γά­λη βί­α καί αὐ­τή ὕ­στε­ρα τόν ἁ­για­σμό».

«Ἐ­μεῖς οἱ Πνευ­μα­τι­κοί θά πᾶ­με στήν κό­λα­ση ἀ­πό τίς πολ­λές οἰ­κο­νο­μί­ες πού κά­νου­με».

Ἀ­γα­ποῦ­σε  ἰ­δι­αί­τε­ρα τούς  μο­να­χούς πού  ἔ­καναν πολ­λά κομ­πο­σχο­ί­νια. Κά­ποι­ος ἔ­κα­νε σέ ἕ­ξι ὧ­ρες ἀ­γρυ­πνί­α 120 τρι­α­κο­σά­ρια.

Ἔ­λε­γε ὁ πα­πα–Χα­ρά­λαμ­πος ὅ­τι τίς σαρ­κι­κές ἁ­μαρ­τί­ες τίς ἀ­γνο­οῦ­σε παν­τε­λῶς. Σάν Πνευ­μα­τι­κός ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­μα­θε ὅ­τι γί­νον­ται σαρ­κι­κές ἁ­μαρ­τί­ες. Τό­ση κα­θα­ρό­τη­τα εἶ­χε. Ἄ­κου­γε στήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση βα­ρει­ές ἁ­μαρ­τί­ες καί μέ ἁ­πλό­τη­τα καί ἀ­πο­ρί­α ἔ­λε­γε: «Ἀ­λή­θεια εἶ­ναι; Κά­νουν ὅ­λα αὐ­τά;».

Ἦ­ταν τό­σο κα­θα­ρός καί ἀ­σκαν­δά­λι­στος, ὥ­στε ἔ­λε­γε: «Νά μέ βά­λης νά κοι­μη­θῶ σ᾿ ἕ­να μπου­λού­κι γυ­ναῖ­κες μέ­σα, δέν αἰ­σθά­νο­μαι τί­πο­τε». Σέ ὅ­λη του τήν ζω­ή μία φο­ρά ἔ­πα­θε ἐ­νυ­πνια­σμό.

Κά­ποι­ος μο­να­χός στό Μο­να­στή­ρι συ­χνά πα­ρε­ξη­γεῖ­το μέ τόν Ἡ­γού­με­νο. Πή­γαι­νε τό πρωΐ ὁ πα­πα–Χα­ρά­λαμ­πος, χτυ­ποῦ­σε τήν πόρ­τα του καί ἐ­κεῖ­νος δέν ἀ­παν­τοῦ­σε ἀ­πό πεῖ­σμα. Τοῦ ἔ­λε­γε πα­ρα­κλη­τι­κά καί τα­πει­νά: «Πά­τερ… ἄ­νοι­ξε νά συγ­χω­ρε­θοῦ­με, θά λει­τουρ­γή­σω», καί ἤ­θε­λε νά τοῦ βά­λη με­τά­νοι­α.

Ἔ­λε­γε: «Ὅ­ποι­ος θέ­λει νά πά­η στήν ἔ­ρη­μο πρέ­πει νά ἔ­χη δά­κρυ­α. Ἄν δέν ἔ­χη νά μήν πά­η μό­νος του».

Ἔ­λε­γε: «Ὁ νοῦς στήν ἀ­κο­λου­θί­α νά πη­γα­ί­νη στήν εὐ­χή ὄ­χι στά ἀ­κο­ύ­σμα­τα».

Ὁ πα­πα–Χα­ρά­λαμ­πος ἦ­ταν πο­λύ γε­ρός ὀρ­γα­νι­σμός καί ἐ­πί ὧ­ρες προ­σευ­χό­ταν ὄρ­θιος. Στήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α ἔ­κλαι­γε συ­νέ­χεια καί τό πρό­σω­πό του ἀλ­λοι­ω­νό­ταν, γι­νό­ταν ἀγ­γε­λι­κό, ἔ­τσι πού δέν τόν γνώ­ρι­ζες. Ὅ­ταν τε­λεί­ω­νε τήν Λει­τουρ­γί­α, τό πρό­σω­πό του ἐρ­χό­ταν στό φυ­σι­κό.

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα