Όταν ὁ Γέροντας Πορφύριος, ὁ προορατικός, βρισκόταν ἀκόμα στά Καλλίσια, τόν ἐπισκέφθηκε ἕνας φιλομόναχος νέος, ἔχοντας ἀκούσει πολλά γιά τό προορατικό καί διορατικό του χάρισμα. Βρῆκε τήν πόρτα ἀνοιχτή, μπῆκε στό Ἐκκλησάκι, ἄναψε κερί, προσκύνησε καί κάθησε σέ ἕνα στασίδι. Σέ λίγο ἀκούστηκαν ἀργά βήματα. Εἶδε ἕναν Γέροντα νά κρατᾶ ἕνα βιβλιαράκι στό χέρι του καί νά βγαίνη ἔξω ἀπό τό Μονύδριο. Ἀκολούθησε μέ λαχτάρα. Ὅταν ὁ Γέροντας τόν ἀντιλήφθηκε, γύρισε νά δῆ ποιός εἶναι, καί γιά μία στιγμή τόν ἐξέτασε σιωπηλός. Ἔπειτα ἔσκυψε τό κεφάλι του καί κάτι ψιθύριζε. Ὁ νέος τοῦ ἔβαλε μετάνοια. Τοῦ λέγει ὁ Γέροντας:
–Ἐσύ μοιάζεις πολύ μέ τόν πατέρα σου.
–Γέροντα, ποῦ τόν ξέρετε τόν πατέρα μου;
–Νά, τώρα τόν βλέπω.
Στήν συνέχεια κάθησαν ἔξω στά βραχάκια καί ὁ Γέροντας παίρνοντας ἕνα ξυλάκι στό χέρι του ἔκανε ἕνα σχεδιάγραμμα ἁπλό στό χῶμα. Ἐξήγησε: «Αὐτό εἶναι τό χωριό σου, ἀπό δῶ περνᾶ δρόμος, ἐδῶ ὑπῆρχε μία Ἐκκλησία παλαιά, ὅπου εἶναι θαμμένα ἅγια Λείψανα».
Ἐν συνεχείᾳ ἀπό κάποια ἀφορμή εἶπε ὅτι τό βαφτιστικό του ὄνομα ἦταν Εὐάγγελος, πώς μικρός διάβασε τόν βίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου καί ξεκίνησε γιά μοναχός. Ἀνέφερε γιά τήν ζωή του στά Καυσοκαλύβια ὅτι ἀγωνιζόταν μέ αὐταπάρνηση μεγάλη. Τό χειμῶνα δέν πλησίαζε στήν φωτιά.
Κάποια φορά τόν ἔστειλαν οἱ Γεροντάδες του νά κόψη πουρνάρια γιά τόν φοῦρνο. Στόν δρόμο σκόνταψε, χτύπησε στό πόδι του καί ἄρχισε νά τρέχη αἷμα. Ἄν καί σ᾽ ὅλον τόν δρόμο ἔλεγε τήν εὐχή, μετά τό χτύπημα τήν ἔλεγε δυνατώτερα, χωρίς νά ἀνησυχῆ ἀπό τά αἵματα πού ἔτρεχαν.Ἀνέφερε ὅτι ἐκεῖ στά Καλλίσια συναντοῦσε ἕναν βοσκό. Κάποια φορά τοῦ ἀπεκάλυψε διάφορα προσωπικά του, ἐκεῖνος συγκλονίστηκε καί μετά ἐξωμολογήθηκε.
Ἄλλη φορά ἔλαβε πληροφορία καί πῆγε σ᾽ ἕνα Νοσοκομεῖο τῆς Ἀθήνας ὅπου συνάντησε ἕναν ἀσθενῆ. Τοῦ εἶπε: «Ξέρεις γιατί ἀρρώστησες; Θυμᾶσαι τότε πού βρέθηκες σέ δύσκολη θέση, εἶχες κάνει ἕνα τάμα καί δέν τό ἐκπλήρωσες. Νά ἐκπληρώσης τό τάμα σου καί θά γίνεις καλά».
Ἄλλη φορά διηγήθηκε ὁ ἴδιος: «Εἴχαμε πάει στό Ἅγιον Ὄρος μέ κάποιον μοναχό. Στήν Κερασιά εἴδαμε ἕνα ὡραῖο Κελλί, ἀνακαινισμένο καί ἀσβεστωμένο. Μοῦ λέγει ὁ μοναχός: “Ὡραῖο Κελλί”. Τοῦ λέγω: “Σ᾽ ἀρέσει; Ἅμα σ᾽ ἀρέση, νά πᾶς μετά ἀπό τόσον καιρό νά τό πάρης”. Σέ τόσο χρονικό διάστημα αὐτός πού τό ἀνακαίνισε ἔφυγε».
Κάποια φορά ὁ γέροντας Πορφύριος περνοῦσε ἀπό ἕνα δρόμο, καί μία μπουλντόζα ἔσκαβε. Εἶπε νά προσέξουν, διότι ἐκεῖ, σέ ἕνα συγκεκριμένο σημεῖο πού τούς τό ἔδειξε καί σέ τόσο βάθος, βρίσκεται ἕνας Σταυρός θαμμένος· νά προσέξουν νά μήν τόν σπάσουν. Ἔσκαψαν προσεκτικά καί πράγματι βρῆ- καν τόν Σταυρό. Ὁ χαρισματοῦχος Γέροντας ἔβλεπε καί κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς.
Ὁ γερω–Ἰωσήφ ὁ Καρυώτης κάποια χρονιά ἀνέβηκε στόν Ἄθωνα γιά τήν πανήγυρη τῆς Μεταμορφώσεως, καί ὕστερα κατέβαινε μέ τά ζῶα τῆς Λαύρας. Εἶχαν περισσέψει ψωμιά καί θά πήγαινε νά τά μοιράση στά Καυσοκαλύβια. Στήν Κερασιά, στό Κελλί τοῦ Ἁγίου Δημητρίου πού ἔζησε ὁ Χατζη–Γεώργης, στήν βρύση εἶδε ἕναν ἄγνωστο γι᾿ αὐτόν Γέροντα, τόν π. Πορφύριο, νά κάθεται. Ἐκεῖνος τόν φώναξε μέ τ᾽ ὄνομά του. «Ἔλα δῶ, μωρέ Ἰωσήφ. Ἐσύ ἀσχολεῖσαι μέ δένδρα σάν καί μένα. Ἔτσι πρέπει νά εἶναι ὁ μοναχός. Ἐργατικός καί φι- λόπονος καί ὄχι νά κοιμᾶται καί νά λέη ὅτι κάνει νοερά προσευχή».
Σέ δύο Μοναστήρια τούς εἶπε πόσες πηγές ὑπόγειες ἔχουν, πόσο νερό ἔχει ἡ κάθε μία καί τί λογῆς εἶναι τό νερό. Ὅταν ἀργότερα ἔκαναν γεώτρηση, τά βρῆκαν ὅλα, ὅπως τά εἶχε προείπει ὁ σύγχρονος προφήτης, γέροντας Πορφύριος.
Κάποιος ρώτησε τόν Γέροντα ἄν πρέπη νά κάνη ἡ μητέρα του ἐγχείρηση, γιατί εἶχε σοβαρό πρόβλημα καί δυνατούς πόνους στό στομάχι. Ἀπάντησε: «Πρέπει νά ἀποφεύγη τήν στενοχώρια. Ἄν κάνη ἐγχείρηση καί στενοχωριέται, πάλι θά ἀρρωστήσει».
Τόν ρώτησε κάποιος πῶς νά προχωρήση στήν εὐχή καί στήν πνευματική ζωή, καί ἀπάντησε: «Πρέπει νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Τό καταλαβαίνεις; Ὅ,τι καί νά κάνουμε, νηστεῖες, ἀγρυπνίες, ἐλεημοσύνες, μετάνοιες, ἂν δέν ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, δέν σωζόμαστε».
Στήν ἐρώτηση πῶς θ᾽ ἀποκτήσουμε συναίσθηση τῆς θείας Κοινωνίας, συνέστησε νά διαβάζουμε μέ προσοχή τήν ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως καί ἀπήγγελε ἀπ᾽ ἔξω ἕνα μεγάλο μέρος τῆς εὐχῆς «Ἀ- πό ρυπαρῶν χειλέων» μέ πολλή εὐλάβεια, συναίσθηση, πολύ καθαρά καί τονισμένα.
Ὁ γέρων παπα–Ἀκάκιος τῶν Παχωμαίων πήγαινε στήν Ἀθήνα γιά τό ἐργόχειρό του. Ὅταν συναντοῦσε τόν π. Πορφύριο, τόν ἔλεγχε λέγοντάς του: «Τί καλόγερος εἶσαι ἐσύ πού μένεις στήν Ἀθήνα; Νά γυρίσης στό Ἅγιον Ὄρος». Ἐκεῖνος δέν ἀντιδροῦσε στούς ἐλέγχους, ἀλλά μέ ταπείνωση ἀπαντοῦσε: «Ἔχεις δίκαιο, π. Ἀκάκιε, θά γυρίσω».
Σέ κάποιον οἰκογενειάρχη πού τόν ἐπισκέφθηκε μεταξύ ἄλλων τοῦ εἶπε ὅτι ἡ μικρή του κόρη ἔχει πρόβλημα μέ τήν κοιλιά της. Ὁ πατέρας ἀπάντησε ὅτι δέν ἔχει κανένα πρόβλημα. Ὁ Γέροντας ἐπέμενε: «Ἔχει». Μετά ἀπό λίγα χρόνια τῆς ἔκαναν ἐγχείρηση καί ἔβγαλαν μία μεγάλη κύστη.
Κάποιος μοναχός ἤθελε νά φύγη ἀπό τό Μοναστήρι του καί πῆγε στά Καυσοκαλύβια νά πῆ τόν λογισμό του στόν γέροντα Πορφύριο. Ἐκεῖνος τοῦ ἀνέφερε τό ἑξῆς περιστατικό, πού εἶχε συμβῆ παλαιά στήν Διονυσίου: «Ἦταν ἕνας μοναχός ἐξ ἐγγάμων, πού ἦρθε γιά μοναχός, ἐπειδή ἡ γυναῖκα του τόν ἐγκατέλειψε. Κάποιοι πατέρες τόν πείραζαν καί αὐτός δέν ἄντεξε καί πῆγε μόνος του σέ Κελλί. Τήν πρώτη μέρα ἔκανε προσευχή καί ἔστρωσε τραπέζι νά φάη. Μία μύγα ὅμως πετοῦσε καί τόν ἐνωχλοῦσε. Αὐτός θύμωσε καί προσπαθοῦσε νά τήν σκοτώση. Ἔχυσε τό πιάτο μέ τό φαγητό καί τότε κατάλαβε ὅτι δέν φταῖνε οἱ πατέρες πού τόν πείραζαν, ἀλλά ἡ αἰτία ἦταν μέσα του. Ταπεινώθηκε, ἐπέστρεψε στό Μοναστήρι, ἔκανε ὑπομονή καί ἐκοιμήθη ἐν μετανοίᾳ στήν μετάνοιά του».
Συμβούλευε ὁ π. Πορφύριος κάποιον Πνευματικό: «Ὅταν ἐξομολογῆς κάποιον, νά προσεύχεσαι μέσα σου συνέχεια λέγοντας τήν εὐχή γιά αὐτό τό ἄτομο. Μή σκέφτεσαι τόσο, τί θά τόν συμβουλεύσεις ὅσο τό νά κάνης τήν ὥρα ἐκείνη πολλή προσευχή γι᾿ αὐτόν. Διότι ἡ ἐξομολόγηση εἶναι μυστήριο καί, ὅταν τοῦ διαβάσης τήν εὐχή, θά φύγει εἰρηνικός, γεμᾶτος χάρι ἀπό τόν Θεόν».
Ἔλεγε γιά τό χάρισμά του: «Αὐτό πού ἔχω, παιδί μου, δέν εἶναι δικό μου, εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ὅπως π.χ. σοῦ δίνει κάποιος ἕνα μολύβι. Μπορεῖς νά πῆς ὅτι εἶναι δικό σου καί νά ὑπερηφανευθῆς; Ὄχι, διότι ἄλλος σοῦ τό ἔδωσε. Ἔτσι καί στά χαρίσματα. Ὁ Θεός τά δίνει. Χρειάζεται πολλή ταπείνωση. Ἄν δέν ταπεινωθῆς, τότε καλύτερα εἶναι νά στό πάρη ὁ Θεός, διότι ἀλλοιῶς θά πέσεις σέ πλάνη».
Κάποτε ἐπισκέφθηκε τήν Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα καί εἶπε στούς πατέρες: «Ἐκεῖ ὑπάρχει λίγο νερό, ἔρχεται ἀπό κεῖ καί καταλήγει ἐκεῖ. Ἐπίσης καί ἀπό κεῖ ἔρχεται λίγο νερό». Πράγματι ἔτσι ἦταν. Οὔτε καί οἱ πατέρες τά γνώριζαν, ἀλλά τά διαπίστωσαν ἐκ τῶν ὑστέρων.
«Ἀγάπησε τούς ἀδελφούς σου», εἶπε ὁ γέροντας Πορφύριος σέ κάποιον πού κατέκρινε τούς συγκοινοβιάτες του.
Γέροντας τόν ρώτησε ἄν πρέπη νά ἀναλάβη Ἡγούμενος σέ μοναστήρι πού τόν καλοῦσαν. Ἀπάντησε: «Ἄν δέν ἔζησες στήν ὑπακοή, νά μήν ἀναλάβης».
Ἦταν δύο ἀδέλφια στά Καυσοκαλύβια, ὁ π. Ἀντώνιος καί ὁ π. Ἱερόθεος. Ὁ π. Ἱερόθεος ἐθεωρεῖτο ἀπό τούς πατέρες ἐνάρετος μοναχός, ἐνῶ τόν π. Ἀντώνιο δέν τόν εἶχαν σέ ἐκτίμηση. Ὁ γερω–Πορφύριος ὅμως κρίνοντας ὄχι ἀνθρώπινα ἀλλά μέ τό χάρισμα πού εἶχε, ἔβλεπε τόν π. Ἀντώνιο μέσα σέ φῶς.
Ὅταν ἐκοιμήθη στό Λαϊκό Νοσοκομεῖο ὁ π. Ἀθανάσιος Σταυρονικητιανός (Σκλήρης), ἦταν παρών ὁ π. Πορφύριος, ἡ ἀδελφή τοῦ π. Ἀθανασίου καί ὁ κ. Παναγιώτης Δροσίτης. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι δέν κατάλαβαν τίποτε, ὁ π. Πορφύριος σήκωσε τά μάτια του πρός τά πάνω καί παρακολουθοῦσε τήν ὁλόφωτη πορεία τῆς ψυχῆς τοῦ π. Ἀθανασίου.
Ὁ γέροντας Πορφύριος, μέ τό χάρισμα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, δόξασε τό Ἅγιον Ὄρος καί τήν Ἐκκλησία μας, βοήθησε ἀναρίθμητα πλήθη ἀνθρώπων πού σήμερα τόν πιστεύουν ὡς Ἅγιο καί τόν ἐπικαλοῦνται.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα