Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

   Ο γέ­ρων πα­πα Μά­ξι­μος Ἰ­βη­ρί­της, ὁ Πνευ­μα­τι­κός, ὑ­πη­ρέ­τη­σε μέ εὐ­λά­βεια ὅ­λη του τή ζω­ή ὡς προ­σμο­νά­ριος τήν Πορ­τα­ΐ­τισ­σα. Ἐ­ξο­μο­λο­γοῦ­σε πλῆ­θος μο­να­χῶν καί λαι­κῶν καί βο­ή­θη­σε ἀ­να­ρίθ­μη­τους πνευ­μα­τι­κά μέ τίς συμ­βου­λές του. Τά πράγ­μα­τα πού τοῦ ἔ­φερ­ναν οἱ προ­σκυ­νη­τές τά μοί­ρα­ζε. Γέ­μι­ζε τόν ντορ­βά του καί γύ­ρι­ζε τά Κελ­λιά τῆς Κα­ψά­λας μό­νος του ἤ μέ ἕ­να κα­λο­γέ­ρι καί τά ἔ­δι­νε σέ φτω­χούς ἀ­σκη­τές.

Εἶ­πε: «Μία φο­ρά ἀ­νέ­βη­κα στόν Ἄ­θω­να, για­τί ἄ­κου­σα ἕ­να Γέ­ρον­τα πού ἔ­λε­γε ὅ­τι ὅ­ποι­ος δέν ἔ­χει ἀ­νε­βῆ στόν Ἄ­θω­να δέν εἶ­ναι Ἁ­γι­ο­ρεί­της».

 

«Τό Ψαλ­τή­ρι εἶ­ναι τό κλει­δί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας» (δη­λα­δή τῆς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἀ­κο­λου­θί­ας).

*

   Ο πα­πα Ματ­θαῖ­ος ὁ Κα­ρα­καλ­λη­νός ὑ­πῆρ­ξε με­γά­λος βια­στής στήν γε­νε­ά μας. Ἔ­κα­νε συ­νε­χεῖς ἀ­γρυ­πνί­ες καί νη­στεῖ­ες. Ἦ­ταν πο­λύ εὐ­λα­βής. Λει­τουρ­γοῦ­σε κά­θε μέ­ρα. Ὅ­ταν τοῦ ἔ­λε­γαν οἱ ἄλ­λοι ἱ­ε­ρεῖς νά τόν ξε­κου­ρά­σουν, δέν δε­χό­ταν. Ἡ ζω­ή του ἦ­ταν Ἐκ­κλη­σί­α καί κελ­λί. Πή­γαι­νε ἀ­πό τή νύ­χτα στό πα­ρεκ­κλή­σι, ἔ­παιρ­νε και­ρό, ἄρ­χι­ζε τήν προ­σκο­μι­δή καί μνη­μό­νευ­ε ἀ­να­ρίθ­μη­τα ὀ­νό­μα­τα. «Αὐ­τοί ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη», ἔ­λε­γε, «ποι­ός θά προ­σευ­χη­θῆ γι᾿ αὐ­τούς;». Γιά ἕ­να δι­ά­στη­μα ἔ­γρα­φε σέ δι­ά­φο­ρους πού εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη ἀ­πό συμ­βου­λή καί στή­ριγ­μα. Ἔ­κα­νε Εὐ­χέ­λαι­α καί ἔ­στελ­νε λά­δι σέ ἀρ­ρώ­στους νά χρι­σθοῦν.

Στό κελ­λί του σόμ­πα δέν εἶ­χε τόν χει­μῶ­να καί ἄς εἶ­χε ἔ­ξω χι­ό­νια καί κρύ­σταλ­λα. Ἔ­βα­ζε μό­νο ἕ­να μα­ξι­λά­ρι στό πα­ρά­θυ­ρο καί τί­πο­τε ἄλ­λο. Στά πό­δια του πού ἦ­ταν πλη­γω­μέ­να ἔ­βα­ζε φα­σκι­ές. Ὅ­ταν τόν ζη­τοῦ­σαν προ­σκυ­νη­τές, πή­γαι­νε, τούς ἔ­λε­γε δύ­ο λό­για, ἀλ­λά δέν ἀρ­γο­λο­γοῦ­σε. Τούς ἔ­λε­γε: «Θά πά­ω στό κελ­λί μου νά ἡ­συ­χά­σω» καί ἔ­φευ­γε. Οὔ­τε ἔ­βγαι­νε στίς ἁ­πλω­τα­ρι­ές γιά νά συ­ζητᾶ.

Τοῦ πρό­τει­ναν πολ­λά­κις νά ἀ­να­λά­βη τήν ἡ­γου­με­νεί­α, ἀλ­λά ἀ­πε­ποι­εῖτο ἀ­πό τα­πεί­νω­ση. Τόν κά­λε­σε καί ἡ ἐ­ξαρ­χί­α στό Συ­νο­δι­κό. Πῆ­γε, ἔ­βα­λε με­τά­νοι­α καί ἔ­φυ­γε χω­ρίς νά δε­χθῆ τήν ἡ­γου­με­νεί­α· μό­νο πα­ρε­κά­λε­σε νά ἔ­χη εὐ­λο­γί­α νά λει­τουρ­γῆ.

Τίς νύ­χτες ὁ γε­ρω Ἀν­δρέ­ας ὁ «Λα­μα­ρι­νᾶς» ἄ­κου­γε ἀ­πό τό κελ­λί τοῦ πα­πα Ματ­θαί­ου φω­νές καί θο­ρύ­βους σάν ἀ­πό τάγ­μα­τα καί συν­τάγ­μα­τα ἀν­θρώ­πων. Κα­τα­λά­βαι­νε ὅ­τι ἦ­ταν φω­νές δαι­μό­νων πού πά­λευ­αν μέ τόν πα­πα Ματ­θαῖ­ο.

Κά­πο­τε εἶ­χε ἀ­σθε­νή­σει ἀ­πό κή­λη καί πα­ρέ­μει­νε κλι­νή­ρης. Ἦ­ταν ἐ­πι­κίν­δυ­νη ἡ κα­τά­στα­σή του καί εἰ­δο­ποί­η­σαν νά ᾿ρθῆ ἑ­λι­κό­πτε­ρο τό πρωΐ. Ὁ παπα– Ματ­θαῖ­ος ὅ­μως ὅ­λη τή νύ­χτα ἔ­κα­νε προ­σευ­χή καί εἶ­δε δύ­ο στρα­τι­ω­τι­κο­ύς Ἁ­γί­ους νά σταυ­ρώ­νουν τά ξί­φη τους, νά τά ἀ­κουμ­ποῦν στήν κή­λη του καί αὐ­τή ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε. Τό πρωΐ κα­τέ­βη­κε νω­ρίς στήν   Ἐκ­κλη­σί­α θε­ρα­πευ­μέ­νος. Τόν εἶ­δαν μέ ἀ­πο­ρί­α οἱ πα­τέ­ρες νά ἐ­φη­με­ρεύ­η καί νά θυ­μιᾶ. Εἶ­πε στούς πα­τέ­ρες νά μήν ἔρ­θη τό ἑ­λι­κό­πτε­ρο.

Εἶ­χε τυ­πι­κό ὥς τά γη­ρα­τειά του κά­θε ἡ­μέ­ρα νά πη­γαί­νη νά ἀ­νά­βη τό καν­τη­λά­κι τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου σ᾿ ἕ­να Κελ­λί ἔ­ξω ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι.

Συμ­βού­λευ­ε ὁ πα­πα Ματ­θαῖ­ος κά­ποι­ο νέ­ο κα­λο­γέ­ρι: «Ὑ­πο­μο­νή, ὑ­πο­μο­νή, ὑ­πο­μο­νή. Κα­λο­γέ­ρι  μου, νά βρά­ζη μέ­σα μας ἡ εὐ­χή».

Τέ­λη Νο­εμ­βρί­ου 1985 τοῦ πα­ρου­σι­ά­στη­κε με­γά­λο πρή­ξι­μο στήν κοι­λιά, ἴ­σως ὑ­δρο­κή­λη, μέ ἀ­πο­τέ­-λε­σμα νά ἐμ­πο­δί­ζε­ται ἡ ἔ­ξο­δος τῶν οὔ­ρων. Ἡ κα­τά­στα­σή του ἦ­ταν κρί­σι­μη. Οἱ πα­τέ­ρες ἤ­θε­λαν νά τόν βγά­λουν ἔ­ξω στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο. Ὁ πα­πα Ματ­θαῖ­ος δέν ἐ­δέ­χε­το, δι­ό­τι, ὅ­ταν ἦρ­θε στό Ὄ­ρος, ἔ­κα­νε τά­μα νά μήν ξα­να­βγῆ στόν κό­σμο. Ἀλ­λά ὁ Θε­ός καί ἡ Πα­να­γί­α -φαί­νε­ται τούς τό ζή­τη­σε- τόν πῆ­ραν ἀπ᾿ αὐ­τή τήν ζω­ή καί ἔ­τσι ἐ­φύ­λα­ξε τό τά­μα του.

«Ἄν δέν σώ­θη­κε αὐ­τός μέ τό­ση ἄ­σκη­ση, κα­νείς δέν σώ­ζε­ται», εἶπε χαρακτηριστικά ὁ γε­ρω Κο­δρᾶ­τος.

 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα