Αποφθέγματα από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

«Τήν τα­πε­ί­νω­ση σή­με­ρα δύ­σκο­λα τήν βρί­σκεις ὅ­πως καί τήν δι­ά­κρι­ση. Ἀ­γά­πη θά βρεῖς, ἀλ­λοῦ λί­γη ἀλ­λοῦ πο­λλή. Τα­πε­ί­νω­ση ὅ­μως καί δι­ά­κρι­ση δύ­σκο­λα βρί­σκεις· εἶ­ναι καί ἀλ­λη­λέν­δε­τες. Ἡ τέ­λεια δι­ά­κρι­ση εἶ­ναι ση­μεῖ­ο ἁ­γι­ό­τη­τος».  

 

«Ἐν ὅ­σῳ ζοῦ­με σ᾿ αὐ­τή τήν γῆ, ἡ χα­ρά μας εἶ­ναι ἀ­να­με­μιγ­μέ­νη μέ τήν θλί­ψη. Στήν ἄλ­λη ζωή ἡ χα­ρά θά εἶ­ναι κα­θα­ρή».  

 

«Τήν εὐ­χή καί φω­να­χτά νά τήν λέ­με, ὅ­ταν εἴ­μα­στε μό­νοι, βο­η­θά­ει». 

 

«Ὅ­ταν θά βγα­ί­νει ἡ ψυ­χή μας, τό­τε θά με­τα­νι­ώ­νου­με γιά πολ­λά πράγ­μα­τα, ἀλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο πού δέν προ­χω­ρή­σα­με στήν προ­σευ­χή. Πά­νω ἀπ᾿ ὅ­λα  εἶ­ναι ἡ προ­σευ­χή». 

 

«Ἡ εὐ­χή οὔ­τε καί στήν Ἐκ­κλη­σί­α νά μή δι­α­κό­πτε­ται. Μόνο ὅ­ταν ψάλ­λου­με βέ­βαι­α στα­μα­τᾶ, ἀλ­λά με­τά πά­λι συ­νε­χί­ζει. Ἄν ἔρ­θη ἡ εὐ­χή καί φω­λι­ά­ση μέ­σα μας, δέν τήν ἀ­φή­νου­με ὅ,τι καί νά κά­νου­με. Ὁ νοῦς μας πά­ει συ­νέ­χεια στήν εὐ­χή».  

 

«Πάνω ἀ­πό τήν ἄ­σκη­ση καί τή νη­στε­ί­α εἶ­ναι ἡ προ­σευ­χή καί ἡ κα­θα­ρό­τη­τα τῆς ψυ­χῆς». 

 

«Ὁ Θε­ός εὐ­α­ρε­στεῖ­ται στήν εὐ­χή ἀλ­λά καί στήν ψαλ­μω­δί­α, ὅ­ταν γί­νε­ται τα­πει­νά».  

 

Ἕ­νας Γέ­ρον­τας,  ἐ­νῶ εἶ­ναι πο­λύ ἐ­πι­ει­κής σέ  ἄλ­- 

λα, στό θέ­μα τῆς κα­τα­κρί­σε­ως γί­νε­ται πο­λύ αὐ­στη­ρός. Λέ­γει συ­χνά: «Παι­δί μου, ὁ ἅ­γιος Νε­κτά­ριος γι᾿ αὐ­τό ἁ­γί­α­σε. Δι­ό­τι τό­σα τοῦ κά­να­νε καί δέν κα­τέ­κρι­νε». 

 

Κά­ποι­ος Γέ­ρον­τας ἦ­ταν ἀ­φι­λάρ­γυ­ρος καί ὅ,τι τοῦ ζη­τοῦ­σαν τό ἔ­δι­νε. Εἶ­χε με­γά­λη εὐ­αι­σθη­σί­α καί δέν δε­χό­ταν χρή­μα­τα. Κά­ποι­ος τοῦ ἔ­δι­νε χρή­μα­τα γιά τίς ἀ­νάγ­κες του καί δέν τά πῆ­ρε, λέ­γον­τας μέ δά­κρυ­α: «Δέν μπο­ρῶ νά τά πά­ρω, πο­τέ δέν πῆ­ρα. Δέν μπο­ρῶ νά μνη­μο­νεύ­ω ὀ­νό­μα­τα». 

 

Ἔ­λε­γε μέ δά­κρυ­α: «Ἡ ἁ­μαρ­τί­α μᾶς τρα­βᾶ, εἶ­ναι γλυ­κειά, ἀλ­λά ἡ με­τά­νοι­α εἶ­ναι πιό γλυ­κειά». Ἔ­νι­ω­θες ὅ­τι ζοῦ­σε βα­θειά τήν με­τά­νοι­α. 

 

«Τό κα­λύ­τε­ρο βι­βλί­ο εἶ­ναι τό Ψαλ­τή­ρι». 

 

Γέ­ρων ἀ­σκη­τής ἡ­συ­χά­ζει στό Κα­λύ­βι του κα­τα­γι­νό­με­νος στή νο­ε­ρά προ­σευ­χή. Λέ­γει ὅ­τι ὁ μο­να­χός πρέ­πει νά λέ­γη συ­νε­χῶς τήν εὐ­χή καί νά μή με­τρᾶ τά κομ­πο­σχο­ί­νια. Ἔ­χει πά­νω ἀ­πό σα­ράν­τα χρό­νια νά πά­η στήν Δάφ­νη. 

Γέ­ρων Λαυ­ρι­ώ­της δι­η­γή­θη­κε σέ ἄλ­λον μο­να­χό: «Νά δῆς! Τί νά σοῦ πῶ, ἀ­δελ­φέ μου! Ἐ­δῶ πά­νω στίς πλά­κες τῆς σκε­πῆς νά κά­θων­ται τά δαι­μό­νια ὅπως οἱ γλά­ροι πά­νω στά βρά­χια καί νά ψιρί­ζων­ται. Ἦ­ταν χι­λιά­δες, κά­θον­ταν σκυ­θρω­ποί καί στε­νο­χω­ρη­μέ­νοι σάν νά τούς ἔ­λει­πε δου­λειά». 

Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα