ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
μελέτη στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα
Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν εἶναι ἱκανή προκειμένου νά εἰσέλθει κανείς στήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ὑπάρχει ὅμως καί τελειότητα στήν ἀρετή, ἀλλά καί κλιμάκωση στήν μέθεξη τῶν θείων ἐνεργειῶν.
Ὅπως ἔχουμε κατ’ἐπανάληψη τονίσει ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμέθεκτη ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ὅμως ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά μεθέξει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὑπάρχει γεφύρωση ἀνάμεσα στόν ἄκτιστο Θεό καί στήν κτιστή δημιουργία. Ἡ σχέση Θεοῦ-κτίσης εἶναι ἐνεργειακή. Ὅλη ἡ κτίση μετέχει στίς θεῖες ἐνέργειες. Ὑπάρχει ὅμως διαβάθμιση αὐτῆς τῆς μετοχῆς. Τά κτίσματα μέ τήν μετοχή τους στήν οὐσιοποιό ἐνέργεια ἔχουν τό εἶναι, στήν ζωοποιό τό εἶναι καί τό ζῆν, στήν σοφοποιό τό εἶναι, τό ζῆν καί τό σοφίζεσθαι, στήν θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ τό εἶναι, τό ζῆν, τό σοφίζεσθαι καί τό θεοῦσθαι. Ἡ μετοχή γίνεται ἀνάλογα μέ τήν δεκτικότητα καί τήν καθαρότητα τῶν κτισμάτων, ὅλη ὅμως ἡ κτίση εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ σύμφωνα μέ τούς προαιώνιους «δημιουργικούς λόγους».
Ὁ Ἰησοῦς εἶπε στόν νεανίσκο: ἐάν θέλεις νά εἶσαι τέλειος «πώλησε τά ὑπάρχοντά σου καί δεῦρο ἀκολούθει μοι». Ἡ ἀνθρώπινη τελειότητα εἶναι βέβαια σχετική. Μόνο ὁ Θεός εἶναι τέλειος. Κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ ὑπάρχει «ἡ ἀτέλεστος τελειότης τῶν τελείων», δεδομένου ὅτι ἡ τελείωση συνεχίζεται διηνεκῶς. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας κάνουν λόγο γιά ἀρχαρίους, μέσους καί τελείους. Αὐτό ἔχει σχέση μέ τήν ἀρετή ἀλλά κατ’ οὐσίαν εἶναι βαθμοί καθαρότητας καί μετοχῆς στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἡ κτίση καί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν δυνάμει τήν δυνατότητα γιά τήν κατά χάρη θέωση μέ τήν ἄσκηση. Ὑπάρχει μία δυναμική γιά πρόοδο. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά μεταβεῖ ἀπό τό «εἶναι», στό «εὖ εἶναι» καί τελικά στό «ἀεί εἶναι». Ἡ τρεπτότητα τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νά τόν ὁδηγήσει στόν μηδενισμό ἤ στήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό, στήν κατά χάρη θέωση. Ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ καί ἐργάζεται τήν σωτηρία μας, σ’ἐμᾶς ὅμως ἐναπόκειται ἡ ἐλεύθερη ἀποδοχή της.
Ὅσο κανείς ἀγαπᾶ τόν Θεό τόσο ὁ Θεός τοῦ ἀποκαλύπτεται. Ὅσο βαθαίνει ἡ προσωπική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, αἰσθάνεται πληρότητα καί προστασία, ἡ ζωή του πλέον ἔχει νόημα, δέν ἔχει ὑπαρξιακό ἄγχος. Ὁ ἄνθρωπος ἀνάγεται στήν φυσική θεολογία ὅπου βλέπει στήν κτίση τό χέρι τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό γίνεται τό κυρίαρχο γνώρισμα τοῦ προσώπου του καί μπορεῖ νά ἀγαπᾶ. Ἡ σχέση μέ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους δέν εἶναι ἐξουσιαστική, εἶναι σχέση ἀγάπης. Ἡ ἀνιδιοτελής ἀγάπη ὅμως ἀποκτᾶται μέ προσπάθεια καί ἄσκηση. Γιά τό λόγο αὐτό ἡ Ἐκκλησία ὡς «κοινωνία προσώπων» προσφέρεται γιά τήν ἀνέλιξη τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Θεός, λοιπόν, δέν θέλει ἕνα κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Μᾶς θέλει ὅλους. Δέν μπορεῖς νά ἔχεις δύο κυρίους, τόν Θεό καί τόν μαμωνά, δηλαδή τά ὑλικά ἀγαθά. Οί θλίψεις τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ παιδεία τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος θέλει νά χριστοποιήσουμε κάθε ἄκρη τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὅταν συμβεί αὐτή ἡ χριστοποίηση τότε τήν θέση τῆς θλίψης παίρνει ἡ ἀναστάσιμη χαρά. Ὅμως στήν διαδικασία αὐτή ἡ ὕπαρξή μας μετατρέπεται ἀπό ἐγωκεντρική σέ χριστοκεντρική. Προκειμένου νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό εἶναι ἀπαραίτητη ἡ παραίτησή μας ἀπό ἐγωιστικές σκοπιμότητες. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, κεκαθαρμένος ἀπό τόν ἀγώνα του, ἔγραψε: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ ἐν ἐμοί Χριστός».
Ὁ πλοῦτος καί ἡ προσκόληση στά γήινα ἀγαθά εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος πολλές φορές προσπαθεῖ νά κτίσει ἕνα ἀσφαλές καταφύγιο καί νά αἰσθανθεῖ αὐτάρκης. Ἡ τάση γιά αὐτάρκεια εἶναι ἐγωιστική ἀπομόνωση ἀπό τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Ὁ φόβος καί ἡ ἀνασφάλεια ὀφείλονται στήν ζωή χωρίς Θεό. Τελικά, ὁ ἄνθρωπος λατρεύει τόν ἑαυτό του καί τά κτίσματα γύρω του καί πασχίζει νά ζήσει σέ ἕνα κόσμο χωρίς Θεό, πού δέν τόν χρειάζεται πλέον. Τέτοιος κόσμος δέν ὑπάρχει, εἶναι αὐταπάτη καί ὅτι προσπαθεῖ νά κτίσει εἶναι ἀποστασία καί εἰδωλολατρεία. Ὁ Ὀρθόδοξος χριστιανός, ὅμως, ζεῖ προσωπικά. Ἐλευθερώνεται ἀπό τήν τυραννία τῶν κτισμάτων καί κεντρική θέση στήν ζωή του ἔχει ὁ Θεός σάν πρόσωπο, σάν Πατέρας ἔμπλεως ἀγάπης καί ὁ ἀδελφός, ὁ κάθε ἄνθρωπος, πού εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ζωή του τότε παύει νά εἶναι ἀλλοτριωμένη, γίνεται ὁ ἑαυτός του, αἰσθάνεται παιδί τοῦ Θεοῦ. Ἡ βεβαιότητά του συνεχίζει καί μετά τόν βιολογικό θάνατο. Ζεῖ τόν Παράδεισο ἤδη στήν ἐπίγεια ζωή του. Κατά τόν Παῦλο: «ἐμοί τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλ. 1,21).
Ἡ προσκόλληση στά γήινα ἀγαθά, λοιπόν, εἶναι μεταπτωτικό φαινόμενο. Ἡ κατά Θεόν ζωή εἶναι τό κατά φύσει στόν ἄνθρωπο, τόν λυτρώνει καί τοῦ δίνει τήν βεβαιότητα τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ἀρχιμανδρίτου Δωροθέου Τζεβελέκα
”ΔΙΗΓΗΣΟΜΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΣΟΥ”
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στά κυριακάτικα Εὐαγγέλια
Θεσσαλονίκη, 2015