Γέροντος Δωροθέου, Κυριακή Ε’ Ματθαίου
Οἱ κάτοικοι τῶν Γεργεσηνῶν παρέβαιναν τήν ἐντολή τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου νά μήν τρώγουν χοίρειο κρέας. Ἡ ὕπαρξη τοῦ δαιμονισμένου καί τό σημεῖο τοῦ Κυρίου μέ τόν πνιγμό τῆς ἀγέλης τῶν χοίρων δέν τους συνέτισαν. Ἀντίθετα, ἀντί νά μετανοήσουν, ἔδιωξαν τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ ἀπό τόν τόπο τους, παραμένοντας ὑποχείρια τοῦ σατανᾶ, ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης τους γιά τό χρῆμα.
Οἱ δαίμονες εἶναι πεπτωκότες Ἄγγελοι. Ὁ Θεός ὡς Πανάγαθος δέν δημιούργησε κάτι κακό ἤ ἄσχημο, ἀλλά τά πάντα «καλά λίαν». Ὅμως τά κτιστά ὄντα εἶναι τρεπτά, ἀλλοιωτά. Μποροῦν νά κάνουν βήματα πρός τήν τελείωσή τους, μποροῦν ὅμως νά ὁδηγηθοῦν καί στό μηδέν, στήν ἀνυπαρξία. Ἡ τελείωση εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο ἡ μετοχή στό τέλειο ὄν, στόν Θεό, καί τό μηδέν ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἀπώλεια ἀκόμη καί τοῦ εἶναι.
Δέν ὑπάρχει ἄλλη πραγματικότητα ἐκτός ἀπό τόν Θεό, τόν ὄντως ὄντα. Ὁ διάβολος καί οἱ δαίμονες εἶναι κτίσματα, ἄγγελοι πού ἔπεσαν. Δέν ὑπάρχει ὁ θεός τοῦ Καλοῦ καί ὁ θεός τοῦ Κακοῦ (δυαρχία). Μόνο ὁ Θεός εἶναι αὐθύπαρκτος καί ἡ κτιστή πραγματικότητα εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τούς προαιώνιους «δημιουργικούς λόγους». Γι αὐτό καί ὅλη ἡ κτίση «συστενάζει καί συνωδίνει», κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, μέ τόν ἄνθρωπο, ἀπό τήν στιγμή τῆς πτώσης τῶν Πρωτοπλάστων. Ἡ μετοχή στίς θεῖες ἐνέργειες κάθε περιοχῆς τῆς κτίσης ποικίλει κατά τήν δεκτικότητά της.
Ὁ Θεός δέν ἀστόχησε μέ τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καί χρειάστηκε νά ἐπανορθώσει μέ τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Λόγου, ἀλλά ἡ κατά στάδια δημιουργία ὑπῆρχε στήν βούληση τοῦ Θεοῦ ἀπ’ἀρχῆς τῆς δημιουργίας, ἦταν «προεπινοούμενον» κατά τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή. Οἱ «λόγοι τῶν ὄντων» εἶναι στή βούληση τοῦ Θεοῦ, γι αὐτό ἡ πτώση στόν Παράδεισο δέν εἶναι τό θεμελιῶδες γεγονός μέ τό ὁποῖο ἑρμηνεύεται ὅλη ἠ θεολογία, ἀλλά ἕνα περιστατικό.
Ἡ ἁμαρτία κατά τήν Ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι νόσος πού χρήζει θεραπείας, ὄχι παράβαση πού χρήζει τιμωρίας. Ὁ Θεός δέν εἶναι τιμωρός, ἀλλά ἀγάπη. Γι αὐτό καί οἱ συνέπειες τῆς πτώσης στόν Παρεάδεισο, δηλαδή ἡ φθορά καί ὁ θάνατος, αἵρονται μέ τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τό πλάσμα του, ἐπιτρέπει τήν μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στήν θεωτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, στήν θέωση δηλαδή, ἀνάλογα μέ τήν καθαρότητα καί τήν δεκτικότητά του. Τό κακό εἶναι ἁπλῶς διάβρωση, παραμόρφωση τῆς ἀγαθῆς πραγματικότητας. Κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι πράγμα, δέν εἶναι ὄν, δέν ἔχει ὑπόσταση.
Ὁ Διάβολος μπορεῖ νά ἐπηρεάσει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀποδοχή τοῦ κακοῦ ὅμως ἔγκειται στή ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἄνθρώπου. Δέν μπορεῖ ὁ διάβολος νά ἐπιβάλει τό κακό στόν ἄνθρωπο. Μπορεῖ νά τοῦ ὑποβάλει μία σκέψη, μία πρόταση μόνον. Ἡ μακροχρόνια, ὅμως, παραμονή τοῦ ἀνθρώπου μακρυά ἀπό τόν Θεό ἀδυνατίζει τήν ἀντίστασή του στό κακό. Γι αὐτό χρειάζεται ἡ Ὀρθόδοξη ἄσκηση, δηλαδή ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν, ἡ προσευχή τοῦ ἑνός γιά τόν ἄλλον, καί ἡ τακτική ἐξομολόγηση. Οί Πρωτόπλαστοι δέν κατακρίθηκαν ἐπειδή ἔπεσαν ἀλλά ἐπειδή δέν μετενόησαν.
Ὁ διάβολος, κατά τήν ρήση τοῦ Κυρίου, εἶναι «ἀνθρωποκτόνος». Ἐπιζητεῖ τόν ἀφανισμό τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός δέν τοῦ ἐπιτρέπει, ὅμως, νά καταστρέψει τό πλάσμα του. Ἀντιθέτως, ὁ ἀδύναμος ἄνθρωπος μπορεῖ νά ὑπερβεῖ τίς παγίδες τοῦ Πονηροῦ ἐάν εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Κύριο. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος βασιζόμενος στίς δικές του δυνάμεις νά ἀνταπεξέλθει στίς μηχανουργίες τῶν δαιμόνων. Ὅταν, ὅμως, ἐν ταπεινώσει ἀναγνωρίσει τήν ἀδυναμία του καί ἐπικαλεσθεῖ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, σώζεται. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Χριστός στήν σημερινή εὐαγγελική διήγηση ἐπιτρέπει στους δαίμονες νά εἰσέλθουν στό κοπάδι τῶν χοίρων «οὐκ ἐκείνοις πειθόμενος, ἀλλά πολλά ἐντεῦθεν οἰκονομῶν» κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, προκειμένου, δηλαδή, νά δείξει τήν καταστροφική μανία τῶν δαιμόνων, ἀλλά ὄχι σέ βάρος ἀνθρώπων.
Χρειάζεται ἡ ἀρετή τῆς διάκρισης προκειμένου κανείς νά διακρίνει τίς παγίδες τῶν δαιμόνων. Στήν «Κλίμακα» τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Σιναΐτου ἡ διάκριση εἶναι ἐκ τῶν ὑψηλοτέρων ἀρετῶν. Ὁ ἀσφαλής δρόμος στήν πορεία γιά τήν ἕνωσή μας μέ τόν Θεό εἶναι ἡ «ὑψοποιός» ταπείνωση. Οἱ δαίμονες δέν μποροῦν νά πλησιάσουν τόν ταπεινό ἐπειδή ἡ ψυχή του καταυγάζεται ἀπό τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, στήν πάλη του μέ τά πονηρά πνεύματα ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ πείρα πνευματική καί ἀγαπᾶ περισσότερο τόν Θεό πού προσφέρει ἀγάπη, παρηγοριά, ἀσφαλές καταφύγιο καί τελικά τήν αἰώνιο ζωή μέ τόν ἀγαπητό τῶν ἀγαπητῶν, σέ μιά πλημυρίδα φωτός.
Ἀρχιμανδρίτου Δωροθέου Τζεβελέκα
”ΔΙΗΓΗΣΟΜΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΣΟΥ”
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στά κυριακάτικα Εὐαγγέλια
Θεσσαλονίκη, 2015