ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – θ΄. Νικόλαος Σαββούδης

Ὅ­λα αὐ­τά τά βι­βλί­α τά με­λε­τοῦ­σε ὁ μπαρ­μπα–Νι­κό­λας καί φαί­νε­ται πώς προ­σπα­θοῦ­σε νά βά­λη σέ ἐ­φαρ­μο­γή τήν πα­τε­ρι­κή δι­δα­σκα­λί­α γι᾿ αὐ­τό ἐ­κτός ἀ­πό τήν σι­ω­πή ἦ­ταν στο­λι­σμέ­νος καί μέ ἄλ­λες ἀ­ρε­τές. Πο­τέ δέν ἀ­σχο­λεῖ­το μέ τούς ἄλ­λους. Ἄν καί τόν πε­ρι­έ­παι­ζαν οἱ συγ­χω­ρια­νοί του, αὐ­τός τούς ἀντι­με­τώ­πι­ζε μέ τήν σι­ω­πή του καί μ᾿ ἕ­να ἐ­λα­φρό μει­δί­α­μα.

Ασκητές μέσα στον κόσμο Α’ – Ἀντιμισθία ἐλέους πρός τούς κεκοιμημένους

Μία νο­σο­κό­μα σέ με­γά­λο Νο­σο­κο­μεῖ­ο τῶν Ἀ­θη­νῶν, ἡ Ἀ., δι­η­γή­θη­κε στόν π. Συ­με­ών τόν Ἁ­γιο­­ρεί­τη πού ἐγκα­τα­βιώ­νει στήν Καλ­λιά­γρα: «Εἶ­χα σκλή­ρυν­ση κα­τά πλά­κας καί ἤ­μουν στά πρό­θυ­ρα τῆς πα­ρα­λύ­σε­ως. Οἱ για­τροί μοῦ ἔ­δω­σαν ἕ­να μῆ­να ἄ­δεια. Ἐ­νῶ ἤ­μουν ξα­πλω­μέ­νη στό κρεβ­βά­τι ἀλλά ξύ­πνια, βλέ­πω τήν Πα­να­γί­α νά μοῦ λέ­γη: «Ἀ., σή­κω ἐ­πά­νω, εἶ­σαι κα­λά πλέ­ον.

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Γ’ – δ΄. Κωνσταντῖνος Μικρός, ὁ εὐλαβής νεωκόρος

Ἀκοῦς τί σοῦ λέω; Νά φύγης τώρα ἀμέσως! Κι ὅταν φτάσης ἀπέναντι, στό νησί, τότε θά γίνη κι ἡ συνθηκολόγηση. Τράβα μπροστά καί μή φοβᾶσαι! Καί ποιός εἶσαι ἐσύ πού μοῦ τά λές ὅλα αὐτά;, ρώτησε ἀπορημένος ὁ Κώστας. Εἶμαι ὁ Ἅγιος Δημήτριος!, ἀπάντησε ὁ νεαρός στρατιώτης καί ἀμέσως ἐξαφανίστηκε ἀπό μπροστά του.

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Γ’ – γ΄. Σπυρίδων Μηνέττος, ὁ κοσμοκαλόγηρος

Ἔτρεχε καί ἀνέβαινε στόν ὄροφο καί μόλις ἄνοιγε τήν πόρτα ὅλα ἡσύχαζαν. Ὁ θεῖος στό χαμηλό του κρεββάτι τουρτούριζε ἀπό τό κρύο μέσα στήν μέση τοῦ χειμῶνα χωρίς σκεπάσματα. Αὐτά ἦταν πεταμένα στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ δωματίου. «Συγγνώμη, ἀδελφή, πού σέ ξύπνησα. Μέ πειράζει ὁ δαίμονας, μέ τραντάζει καί μοῦ πετάει τά σκεπάσματα!».

Ασκητές μέσα στον Κόσμο Α’ – Η Παναγία Προυσσιώτισσα διώχνει την θανατηφόρο γρίππη – 1/11/1918

Διηγήθηκε η Μεσολογγίτισσα Γεωργία Μωραΐτου: «Το έτος 1918 έπεσε θανατηφόρα γρίππη στο Μεσολόγγι. Παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες των γιατρών, ο ένας μετά τον άλλον κολλούσαν γρίππη και μετά από λίγες μέρες πέθαιναν εξαντλημένοι.

Ασκητές μέσα στον κόσμο Α’ – Οἱ προσκυνητές τοῦ Παναγίου Τάφου – Ἡ Παναγία θέλει να τιμοῦμε το «Ἄξιόν ἐστιν»

Ἄλ­λοι ἐρ­γά­ζο­νταν ἀ­φι­λο­κερ­δῶς γιά ἕ­να ἑ­ξά­μη­νο στά ἐ­κεῖ μο­να­στή­ρια καί προ­σκυ­νή­μα­τα ὡς κτί­στες καί ἐρ­γά­τες. Προ­σκυ­νοῦ­σαν σ᾽ ὅ­λα τά πα­νά­για προ­σκυ­νή­μα­τα, βα­φτί­ζονταν στόν Ἰ­ορ­δά­νη πο­τα­μό καί ἔ­παιρ­ναν μα­ζί τους τό Ἅ­γιο φῶς καί δι­ά­φο­ρες εὐ­λο­γί­ες, ὅ­πως σταυ­ρου­δά­κια, σά­βα­να, κε­ριά κ.ἄ.  

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιθ΄. Λαμπρινή Βέτσιου

Δέν ἀγα­ποῦ­σε τά χρή­μα­τα, ἦταν ἀνάρ­γυ­ρη. Τό μό­νο πού τήν ἐν­διέ­φε­ρε ἦταν νά μπο­ρῆ νά κά­νη ἐλε­η­μο­σύ­νες καί νά βο­η­θᾶ τόν κό­σμο. Ὅλη τήν σύ­ντα­ξή της τήν μοί­ρα­ζε σέ ἐλε­η­μο­σύ­νες. Ἐπί­σης ὅταν τά παι­διά της τῆς ἔδι­ναν χρή­μα­τα, τά διέ­θε­τε καί αὐ­τά γιά νά βο­η­θᾶ φτω­χούς.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιγ΄. Σοφία Σαμαρᾶ

Καί μέ τήν βο­ή­θεια τῆς Πα­να­γί­ας τό παι­δί περ­πά­τη­σε καί ἄ­φη­σε γι­ά πάν­τα ἐ­κεῖ τίς πα­τε­ρί­τσες. Φεύ­γον­τας εὐ­χα­ρί­στη­σαν οἱ γο­νεῖς καί ἄ­φη­σαν χρή­μα­τα. Ἐ­κεῖ ἦ­ταν πού ἐ­ξα­γρι­ώ­θη­κε ἡ για­γιά καί εἶ­πε: “Για­τί τό χα­λᾶ­τε τώ­ρα; Για­τί χα­λᾶ­τε τήν εὐ­λο­γί­α πού πή­ρα­τε; Δέν θέ­λω τί­πο­τε.Νά πᾶ­τε στήν εὐχή τῆς Πα­να­γί­ας. Πά­ρε τόν σα­τα­νᾶ (χρή­μα­τα) ἀ­πό τό τρα­πέ­ζι, θά μοῦ λε­ρώ­σει τήν εὐ­λο­γί­α. Για­τί ἡ εὐ­λο­γί­α δέν πλη­ρώ­νε­ται. Ἐ­μέ­να ὁ Θε­ός μοῦ τό ἔ­δω­σε δω­ρε­άν καί πῶς τώ­ρα νά πά­ρω λε­φτά;”

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Γ’ – α΄. Π. Σοφιανός Τσαντσαρίδης

«Αὐτό πού σοῦ εἶπα δέν τό ἔκανες», καί ἐννοοῦσε τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του. Τῆς ἔλεγε: «Ἐσεῖς θά φύγετε, θά πᾶτε στήν Ἑλλάδα καί ἐμένα θά μέ ἀφήσετε ἐδῶ;». Ὁ π. Σοφιανός γνώριζε ἀπό ἐκεῖ ψηλά τόν ξερριζωμό τῶν Ποντίων καί δέν ἤθελε νά μείνουν ἐκεῖ τά λείψανά του. Καί ἐνῶ ἡ γιαγιά Σοφία ἔβλεπε ὅλο καί πιό συχνά στόν ὕπνο της τόν π. Σοφιανό, συγχωριανοί πιστοί γέροντες ἔβλεπαν συχνά ἕνα φῶς, κάτι σάν ἕνα μικρό φωτεινό ἄστρο πά- νω ἀπό τόν τάφο του.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Δημήτριος Ἀργυρόπουλος

Ἕνα παιδάκι βλέποντας μία μέρα τὸν κυρ-Μῆτσο ποὺ ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, εἶπε στὸν πατέρα του ὃτι ὁ κυρ-Μῆτσος ἔχει φωτοστέφανο στὸ κεφάλι του. Κάποτε, ὃταν πῆγε νὰ κοινωνήση, ἕνα παιδάκι εἶπε στὴ μητέρα του: «Μαμά, κοίτα, ὁ κυρ-Μῆτσος πετάει φωτιές».

Ασκητές Μέσα στον Κόσμο Α’ – Ὁ εὐλογημένος Συμεών

Ὁ Πνευ­μα­τι­κός κά­θε μέ­ρα πή­γαι­νε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο, μι­λοῦ­σε μα­ζί του καί ἔ­μα­θε γιά τήν ζω­ή του. Κα­τά­λα­βε ὅ­τι πρό­κει­ται πε­ρί εὐ­λο­γη­μέ­νου ἀν­θρώ­που. Τήν τρί­τη ἡ­μέ­ρα πρωΐ–πρωΐ πά­λι πῆ­γε νά δῆ τόν Συ­με­ών καί νά δι­α­πι­στώ­ση ἄν θά πραγ­μα­το­ποι­η­θῆ ἡ πρόρ­ρη­ση ὅτι θά πε­θά­νει. Πράγ­μα­τι ­ἐ­κεῖ πού κου­βέντια­ζαν, ὁ Συ­με­ών φώ­να­ξε ξαφ­νι­κά: «Ἦρ­θε ὁ Χρι­στός», καί ἐκοι­μή­θη τόν ὕ­πνο τοῦ δι­καί­ου.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ζ΄. Κωνσταντῖνος Σωτηρίου

Ὅ­ταν ἄ­νοι­ξε τά μά­τια του, εἶ­δε τόν Ἅ­γιο καί τό κρε­μα­στό καν­τή­λι στό δω­μά­τιο νά κινῆται συ­νε­χῶς ἀ­πό μό­νο του. Ξύ­πνη­σε καί τήν γυ­ναῖ­κα του, ἔ­κα­ναν προ­σευ­χή καί τό παι­δί τους σώ­θη­κε· ὄντως, ὅ­πως ἔ­μα­θαν ἀρ­γό­τε­ρα, ἐ­κεί­νη τήν ὥ­ρα βρι­σκό­ταν σέ με­γά­λο κίν­δυ­νο.

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Γ’ – η΄. Ἀλεξάνδρα Σκόντζου

Ο Θεός εὐδοκεῖ, ὥστε σέ κάθε περιοχή στήν πατρίδα μας νά ὑπάρχη καί ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος γιά νά δείχνη μέ τό παράδειγμά του στούς ἄλλους γύρω του, τήν ἀληθινή πίστη.   Γιά παράδειγμα, τά Ἑπτάνησα ἔχουν καί ἀπό ἕναν Ἅγιο ὡς προστάτη τοῦ νησιοῦ τους, ἀλλά καί ἄλλες μεγάλες πόλεις ἀκόμη καί χωριά. Τήν περίοδο ὅπου μάλιστα ἦταν ἀπομονωμένα τά χωριά τῆς πατρίδας μας, ὑπῆρχε τοὐλάχιστον ἕνας εὐλα- βής συγχωριανός τους, ὥστε οἱ ὑπόλοιποι νά εἶναι ἀναπολόγητοι τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. 

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Γ’ – Ἰωάννης Παχουλίδης, ὁ ἐρημίτης

«Ἄκουσε, παιδί μου, γρήγορα θά φύγης ἀπό ἐκεῖ». Τοῦ εἶπα: «Γιατί θά φύγω; Εἶναι πολύ καλό τό μέρος καί οἱ συγγενεῖς τῆς γυναίκας πού θά πάρω, εἶναι καλοί ἄνθρωποι». Αὐτός πάλι μοῦ εἶπε: «Θά φύγετε, ἐν᾿ ν᾿ ἄρτουν οἱ Καράμανοι (Τοῦρκοι) νά σᾶς διώξουν». Αὐτό ἦταν προφητεία, ἡ ὁποία ἐκπληρώθηκε ἀκριβῶς, διότι πράγματι, μᾶς ἔδιωξε τήν 20ή Ἰουλίου  1974 ἡ βάρβαρη εἰσβολή τοῦ τουρκικοῦ Ἀττίλα.

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Γ’ – ζ΄. Παπα–Παναῆς Θεοδωρακόπουλος

Μέ τήν ἔμπνευση καί καθοδήγηση τοῦ παπα–Παναῆ, ἔκαναν οἱ χωριανοί τίς «Ἐξελάσεις» ἤ «Ξελάσεις», ὅπως τίς ἔλεγαν. Πήγαιναν καί ὄργωναν ἤ θέριζαν τά χωράφια ἤ τρυγοῦσαν τό ἀμπέλι κάποι- ων ἀνήμπορων καί ἀπέδιδαν τήν σοδειά στούς ἰδιοκτῆτες, χωρίς καμμία ἐπιβάρυνση. Σ᾿ ἄλλες περιπτώσεις, ἀνελάμβανε κάθε οἰκογένεια νά φέρνη ἀπό ἕνα φορτίο ξύλα σέ κάποιους ἀνήμπορους.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιη΄. Γιαννούλα Θάνου

Κάποτε πού πῆγε στόν ἅγιο Μηνᾶ ξέχασε νά πάρη τό κλειδί μαζί της. Ἔκλαιγε καί προσευχόταν καί ἔλεγε «τί νά κάνω τώρα;». Καί ξαφνικά ἄνοιξε μόνη της ἡ πόρτα. Ἄλ­λη φο­ρά πού πῆ­γε στόν ἅγιο Δη­μή­τριο μέ τήν Μα­ρί­α Κο­λο­κο­τρώ­νη ἄ­κου­σαν ψαλ­μω­δί­ες. Νόμισαν ὅ­τι γί­νε­ται Ἑ­σπε­ρι­νός. Ἀλ­λά δέν ἦ­ταν κα­νε­ίς μέ­σα. Ἡ Μα­ρί­α ἄ­κου­σε μό­νο βή­μα­τα, ἡ κυ­ρα–Γι­αν­νο­ύ­λα εἶ­δε τόν ἅ­γιο Δη­μή­τριο.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ια΄. Ἀθηνᾶ Σγούρου

«Ἀ­πό ποῦ;», τήν ρώ­τη­σαν οἱ ἀ­δελ­φές της. «Ἀ­κοῦ­στε καί θά σᾶς πῶ. Βρέ­θη­κα σέ σκο­τά­δι βα­θύ καί ἤ­θε­λα νά προ­χω­ρή­σω, νά φύ­γω ἀ­πό ἐ­κεῖ, νά δῶ φῶς. Μοῦ φά­νη­κε πώς κά­ποι­ος ἦ­ταν κοντά μου καί ὅ­πως προ­χω­ροῦ­σα, μέ συ­νώ­δευ­ε. Ἤ­ξε­ρε καί τ᾿ ὄ­νο­μά μου καί μοῦ εἶ­πε:

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Γ’ – ε΄. Μαρία Μιχαήλ [1]

Μέ τήν μεγάλη πίστη της στόν Θεό ὕψωνε τά χέρια καί τά μάτια στόν οὐρανό καί ἔλεγε: «Δοξάζω Σε, Θεέ μου, πού μοῦ τούς ἐπῆρες, Εὐχαριστῶ  Σε, Θεέ μου». Αὐτό τό ἐπαναλάμβανε πολλές φορές κλαίγοντας καί πρόσθετε: «Δέν θά τά βάλω μέ τόν Θεό. Ποιά εἶμαι ἐγώ; Ἔτσι ἤθελε ὁ Θεός». Βάπτισε  δύο κοριτσάκια πολύ φτωχῆς οἰκογένειας καί ἔδωσε τά ὀνόματα τῶν πεθαμένων κοριτσιῶν της, ὀνομάζοντάς τα Στυλιανή καί Χρυστάλλα.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιε΄. Ὁ κοσμοκαλόγηρος Δημήτριος ὁ καλυβίτης

Ἂν καί ἀ­πέ­φευ­γε νά ἀ­να­φέ­ρη τίς πνευ­μα­τι­κές ἐμ­πει­ρί­ες πού ἔ­ζη­σε στήν κα­λύ­βα αὐ­τή, ἦ­ταν βέβαιο ἀ­πό μι­σό­λο­γα πού τοῦ ξέ­φευ­γαν ὅ­τι εἶ­χε ἐ­πι­σκέ­ψεις τῆς Πα­να­γί­ας καί πολ­λῶν Ἁ­γί­ων˙ πολ­λά πρω­ϊ­νά, ἂν τυ­χόν τόν ἔ­βλε­πε κα­νείς, τό πρό­σω­πό του ἦ­ταν φω­τει­νό καί ἔ­λαμ­πε.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιδ΄. Τατιανή Σαββίδου

Αὐ­τό τό δι­η­γή­θη­κε στήν Τα­τια­νή καί ἐ­κεί­νη τοῦ εἶ­πε: «Ἔ! π. Χρῆ­στο. Δέν ξέ­ρεις ὅ­τι οἱ Ἅ­γιοι εἶ­ναι γύ­ρω μας; Ἐ­γώ πολ­λές φο­ρές ἐ­δῶ στόν ἁ­η–Γι­ώρ­γη ἔ­χω δεῖ καί Ἀγ­γέ­λους καί Ἁ­γί­ους».

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Γ’ – Ϲ΄. Κυριᾶκος, ὁ παράλυτος

Ἐκεῖνες τίς ἡμέρες παρουσιάστηκε κάτι σάν σύννεφο φωτεινό πάνω ἀπό τό κρεββάτι του καί τόν ἔλουζε μέ ἄσπρο φῶς. Τά ἄτομα πού τό εἶδαν, εἶπαν ὅτι μοιάζη μέ τό Ἅγιο Φῶς στόν Πανάγιο Τάφο. Μέσα σ᾿ αὐτό τό φῶς, τό πρόσωπό του ἔλαμπε σάν νά εἶχε δικό του φῶς. 

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Ἡ θεόθεν κλήση στήν Χριστιανική πίστη ἑνός Μουσουλμάνου

Ἀ­φοῦ κοι­μή­θη­κε γιά λί­γη ὥρα, ἀ­νοί­γει τά μά­τια του καί βλέ­πει ἕ­να φῶς νά βγαί­νη μέ­σα ἀ­πό τό Ἱ­ε­ρό. Κοι­τά­ζει ἔ­ξω, ἦ­ταν σκο­τει­νά, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὅ­μως ἔ­λαμ­πε. Τήν ἑ­πό­με­νη βρα­διά τό ἴ­διο. Τήν τρί­τη βρα­διά μα­ζί μέ τό φῶς ἀ­κού­ει μί­α φω­νή: «Μή ξε­χά­σης τήν ὑ­πό­σχε­σή σου. Εἶ­σαι δι­κό Μου παι­δί». Με­τά ἀ­πό αὐ­τό μέ­χρι τό πρωΐ σκε­φτό­ταν πῶς θά γί­νει Χρι­στια­νός μέ­σα στήν Τουρ­κί­α.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ι΄. Βαΐα Γεωργιαννάκη–Κωστούλα

Ζώντας ἔ­τσι κα­θη­με­ρι­νά μέ­σα σ᾽ αὐ­τόν τόν πό­νο, βλέ­πει στόν ὕ­πνο της μιά γυ­ναῖ­κα ἡ ὁ­ποί­α τῆς εἶ­πε: «Νά πά­ρης τό παι­δί σου καί κα­θα­ρά ροῦ­χα καί νά ἔρ­θης στό σπί­τι μου. Ἐ­κεῖ θά κα­τέ­βεις πολ­λά σκα­λο­πά­τια στό ἁ­γί­α­σμα, θά πλύ­νεις τό παι­δί, θά τό ἀλ­λά­ξεις, θά πά­ρεις πα­πᾶ νά λει­τουρ­γή­ση καί τό παι­δί θά γί­νει κα­λά».

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Τά τάματα πρέπει νά ἐκπληρώνωνται

Παρ᾿ ὅλα αὐτά τήν ­πῆ­ραν πά­λι ξε­χνώντας τό τά­μα τους. Τό­τε πά­λι ἀρ­ρώ­στη­σε καί πλέ­ον κα­τε­νό­η­σαν ὅ­τι ὁ Θε­ός ζη­τᾶ τήν ἐκ­πλή­ρω­ση τοῦ τά­μα­τος. Πλέ­ον τήν ἄ­φη­σαν ἐ­λεύ­θε­ρη νά ἀ­φι­ε­ρω­θῆ στόν Θε­ό καί νά ὑ­πη­ρε­τή­ση τήν Πα­να­γί­α στό Μο­να­στή­ρι της.

Ασκητές μέσα στον κόσμο Α’ – Ἔ­λαμ­ψε τό πρό­σω­πό της 

Πα­ρα­μο­νή Θεο­φα­νεί­ων τοῦ 2000. Πρω­τά­για­ση (ἁγια­σμός τῆς πα­ρα­μο­νῆς τῶν Θεο­φα­νεί­ων). Στό Πή­λι­ου­ρι, ἕνα χω­ριό τῆς Χει­μάρ­ρας τῆς Βο­ρεί­ου Ἠπεί­ρου, ὁ ἱε­ρέ­ας κα­τε­βαί­νει ἀ­πό τό αὐ­το­κί­νη­το πού τούς με­τέ­φε­ρε ὡς ἐκεῖ καί ἑτοι­μά­ζε­ται ν᾽ ἁγιά­ση τά σπί­τια.  

Ασκητές μέσα στον κόσμο Α’ – Πι­στή ἄ­χρι θα­νά­του –  Δαι­μο­νι­κό ρά­πι­σμα 

Στήν Κα­βά­λα πρό ἐ­τῶν συ­νέ­βη ἕ­να τραγικό αὐ­το­κι­νη­τι­στι­κό δυ­στύ­χη­μα. Σκο­τώ­θη­κε μί­α ὁ­λό­κλη­ρη οἰ­κο­γέ­νεια, οἱ γο­νεῖς καί τά τρί­α παι­διά. Ἡ εὐ­λα­βέ­στα­τη για­γιά ἀντι­με­τώ­πι­σε τήν δο­κι­μα­σί­α μέ πί­στη καί γεν­ναι­ό­τη­τα. Προ­σπα­θοῦ­σε νά ἀγ­κα­λιά­ση συγ­χρό­νως καί τά πέντε φέ­ρε­τρα τῶν ἀ­γα­πη­τῶν της νε­κρῶν προ­σώ­πων καί ἔ­λε­γε: «Χρι­στέ μου, ἂν αὐ­τό εἶ­ναι κλω­τσιά γι­ά νά φύ­γω ἀ­πό κοντά σου, ἐ­γώ δέν φεύ­γω. Θά πια­στῶ ἀ­πό τά πό­δια σου». 

Ασκητές μέσα στον κόσμο Α’ – Τόν κοι­νώ­νη­σαν οἱ ἅ­γιοι Ἀ­νάρ­γυ­ροι 

Δι­ή­γη­ση Στυ­λια­νοῦ…: «Στίς 27‒9‒2001 ἔ­πα­θα ἕ­να βα­ρύ ἐγ­κε­φα­λι­κό ἐ­πει­σό­διο (θρομ­βω­τι­κό) καί τό ἀ­ρι­στε­ρό χέ­ρι καί πό­δι ἦ­ταν σέ πλή­ρη ἀ­κι­νη­σί­α. Ὁ λό­γος μου ἦ­ταν ἀρ­γός καί ὄ­χι στα­θε­ρός. Ἔ­μει­να στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο δέ­κα μέ­ρες καί ὕ­στε­ρα πῆ­γα στό σπί­τι. Κα­τά τό τέ­λος Δε­κεμ­βρί­ου τοῦ ἰ­δί­ου ἔ­τους ἄρ­χι­σα νά ση­κώ­νω­μαι καί νά κυ­κλο­φο­ρῶ μέ μπα­στού­νι. 

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – β΄. Ἅγιος Ἰωάννης ὁ νέος ἐλεήμων

Μιά νύ­χτα φαί­νε­ται στόν ὕ­πνο τῆς μη­τέ­ρας τοῦ τρελ­λοῦ παι­διοῦ ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης λέ­γο­ντάς της νά μήν κλαί­η για­τί τό παι­δί της θά γί­νει κα­λά. Νά τοῦ δώ­ση νά­ πι­ῆ νε­ρό στό ὁ­ποῖ­ο νά βά­λη μέ­σα ἀ­πό τό χῶ­μα τοῦ τά­φου του, καί νά κά­ψη ἕ­να κομ­μα­τά­κι ἀ­πό τό φε­λώ­νι νά τό θυ­μιά­ση. Ἔ­κα­νε ὅ­πως τῆς εἶ­πε ὁ ἅ­γιος καί τό παι­δί της ἔ­γι­νε κα­λά.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – Ἀδολεσχία εὐχῆς καί Ψαλτηρίου

Τό κομ­πο­σχοί­νι εἶ­χε λει­ώ­σει στά χέ­ρια τους ἀ­πό τήν χρήση. Ἐ­πί τριά­ντα χρό­νια συ­νε­χῶς ἐ­πα­να­λάμ­βα­ναν τήν εὐ­χή, τό «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με». Εἶ­χαν ἀ­πο­κτή­σει καλή πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση. Ὅ­ταν μι­λοῦ­σαν ἔ­νιω­θες ὅ­τι ἡ εὐ­χή τους δέν στα­μα­τοῦ­σε, ἦ­ταν ἀ­πορ­ρο­φη­μέ­νοι ἀ­πό τή νο­ε­ρά τους ἐρ­γα­σί­α.

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – α΄. Πατήρ Βασίλειος ὁ θαυματουργός

Ὁ παπα–Βα­σί­λης πού τόν πε­ρί­με­νε, τόν ρώ­τη­σε μέ ἀ­πο­ρί­α πῶς ἄ­νοι­ξαν οἱ πόρ­τες. «Γι­ά μᾶς οἱ κλει­δα­ρι­ές δέν ἰ­σχύ­ουν. Πᾶ­με στήν ἐκ­κλη­σί­α νά μέ κοι­νω­νή­σης».

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιζ΄. Πατήρ Εὐστράτιος Παπαχρήστου

Κά­πο­τε ἔ­κα­νε στό σπί­τι του στήν Με­γά­λη Χώ­ρα εὐ­χέ­λαι­ο. Ξαφ­νι­κά ἦλ­θε τό ζεῦ­γος Α. Λ. μέ τό μι­κρό παι­δά­κι τους στά χέ­ρια. «Πά­τερ, σταύ­ρω­σε τό παι­δί, εἶ­ναι πο­λύ ἄρ­ρω­στο. Σταύ­ρω­σέ το καί θά τό πᾶ­με ἀ­μέ­σως στόν για­τρό στό Ἀ­γρί­νιο». Ὁ π. Εὐ­στρά­τιος τό σταύ­ρω­σε μέ τό ἅ­γιο ἔ­λαι­ο τοῦ εὐ­χε­λαί­ου καί τούς εἶ­πε: «Πη­γαί­νε­τε στό σπί­τι σας. Τό παι­δί θά γί­νει κα­λά». Ἔ­τσι καί ἔ­γι­νε.

Σελίδες