Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης – Διηγήσεις: “Ἐμφάνιση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσσου”

 

     Τόν πε­ρα­σμέ­νο Αὔ­γου­στο εἶ­δα τόν ἅ­γιο Ἰ­ωάν­­νη τόν Ρῶσ­σο. Εἶ­ναι ζων­τα­νή ἡ Χά­ρις τοῦ Ἁγί­ου. Τοῦ λέ­ω:  Ἅ­γι­έ μου Γιά­ννη, πο­λύς κό­σμος ἔρ­χε­ται στή Χάρη σου.

     Πο­λύς κό­σμος ἔρ­χε­ται στή Χά­ρη μου, ἀλ­λά λίγα εἶ­ναι τά τέ­κνα μου. Οἱ πι­στοί εἶ­ναι πο­λύ λί­γοι. Νο­μί­ζουν πώς κοι­μᾶ­μαι στήν λάρ­να­κα. Ἐ­γώ εἶ­μαι ζων­τα­νός. Δέν μέ βλέ­πουν. Ἐ­γώ ὅ­λους τούς βλέ­πω. Καί φεύ­γω πολ­λές φο­ρές ἀ­πό τήν ἁ­γί­α λάρ­να­κα.Αὐ­τοί δέν μέ βλέ­πουν, δέν μ᾽ ἀ­κοῦν, ἐ­γώ ὅ­μως τούς βλέ­πω, τούς ἀ­κού­ω τί λέ­νε.

     »Πᾶ­νε πολ­λοί, πα­πᾶ­δες, κό­σμος καί προσεύχον­­ται. Ἦ­ταν καί μί­α γνω­στή μου, μά­λι­στα αὐ­τή εἶ­χε καί μι­ά συγ­γέ­νει­α μέ τήν μάν­να μου, πού πα­ρα­κα­λοῦ­σε ”Ἅγιε Γι­άν­νη μου, τά παι­δά­κι­α μου νά τά βοη­θή­ση­ς”. Βγῆ­κε (ὁ Ἅ­γι­ος) ἀ­πό τήν λάρ­να­κα , ὅποι­­ος τόν φώ­να­ζε σή­κω­νε τό κε­φά­λι, ἐ­κεῖ ὅ­που ἤ­θε­λε ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης, καί λέ­ει: ”Ποι­ά; Αὐ­τή ἡ βλά­σφη­μη; Αὐ­τή πού κα­τα­ρᾶ­ται;”. Ἤ­ξε­ρε καί τό ἀ­νά­θε­μα αὐ­τή καί κά­ποι­α κα­τά­ρα ἔ­λε­γε καί βλα­σφη­μοῦ­σε. Καί δέν πή­γαι­ναν κα­θό­λου κα­λά στό σπί­τι τους. Δέν χορταί­νουν καί ψω­μί. Ἡ κα­τά­ρα εἶ­ναι κα­κό στόν ἄν­θρω­πο “εὐ­λο­γεῖ­τε καὶ μὴ κα­τα­ρᾶ­σθε”. Γύ­ρι­σε τό κε­φά­λι του ὁ Ἅ­γι­ος καί ξά­πλω­σε. Ση­μα­σί­α δέν τήν ἔ­δω­σε ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης.

»Ἔ­κα­να προ­σευ­χή τό βρά­δυ ”Ἅγιέ μου Γιά­ννη, τί εἶ­ναι αὐ­τή ἡ κα­τά­στα­ση;”. (Πη­γαί­νουν στήν λάρ­να­κα καί προ­σκυ­νοῦν πολ­λοί ὄ­χι σε­μνά ντυ­μέ­νοι). ”Ἅ­γι­έ μου Γιά­ννη, δέν βλέ­πεις καί σύ;”. Ὢ τοῦ θαύμα­τος! Οὔ­τε κοι­μή­θη­κα, οὔ­τε (εἶ­δα) ὄ­νει­ρα καί φαντα­σί­ες καί (οὔ­τε) πα­ρα­μύ­θια (εἶ­ναι αὐ­τό πού εἶ­δα). Ὢ τοῦ θαύ­μα­τος, παι­διά μου, μέ συγ­χω­ρεῖ­τε. Βλέ­πω τόν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τόν Ρῶσ­σο, ζων­τα­νή ἡ Χά­ρις του. Πι­ό πέ­ρα, παι­διά μου, μήν ἐ­ξε­τά­ζε­τε πῶς τόν εἶ­δα. Λέ­ει ”πολλή ἡ ἁ­μαρ­τί­α, πά­τερ μου, στόν κό­σμο, πολ­λή ἡ ἀ­πι­στί­α. Ἐ­μέ­να δέν μέ βλέπουν, ἐ­γώ ὅ­μως τούς βλέ­πω. Τώ­ρα ἐ­σύ μέ βλέ­πεις, ἐ­πει­δή εἶ­σαι δι­κός μου ἄν­θρω­πος καί πι­στός ἄν­θρω­πος. Ἐ­πει­δή εἶ­ναι πολ­λή ἡ ἁ­μαρ­τί­α στόν κό­σμο, πολ­λή ἡ ἀ­σέ­βεια, γι᾽ αὐ­τό πρέ­πει νά γί­νη πό­λε­μος. Ἄ­κου­σες τί σοῦ λέ­γω;”, μοῦ εἶ­πε. ”Πρέπει νά γί­νη πό­λε­μο­ς”.

»”Ἅ­γι­έ μου Γι­άν­νη, λέ­ω, νά μήν γί­νη πό­λε­μος, γι­α­τί 70 χρό­νι­α (πού) ζῶ στή γῆ πο­λέ­μους (βλέ­πω) · ἀ­πό τήν ἡ­μέ­ρα πού γεν­νή­θη­κα στήν Μ. Ἀ­σί­α, μέ τούς Τούρ­κους, καί πά­λι στήν Εὔ­βοι­α, μέ τήν ἀνταρ­σί­α τό­τε, μέ τήν κα­το­χή, μέ τούς Γερ­μα­νούς, Ἰ­τα­λούς”.

»”Πρέ­πει νά γί­νη πό­λε­μο­ς”. Τρεῖς φο­ρές τό εἶ­πε. Μή­πως καί τώ­ρα, δέν γί­νε­ται πό­λε­μος; Νά πλημμύ­­ρες, νά οἱ πυρ­κα­γι­ές, νά οἱ ἀ­περ­γί­ες, μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, κά­ψα­νε αὐ­το­κί­νη­τα, κά­ψα­νε κό­σμο, αὐ­τά εἶ­ναι ὀρ­γή Θε­οῦ⋅ δέν εἶ­ναι, παι­διά μου, πό­λε­μος αὐ­τός; Καί τί μᾶς πε­ρι­μέ­νει, ἕ­νας Θε­ός τό ξέ­ρει.

»Προ­σευ­χό­με­θα νά μᾶς στη­ρί­ζη ἡ Χά­ρις τοῦ Θεοῦ. Πάν­τως ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Ρῶσ­σος εἶ­ναι πολύ θαυ­μα­τουρ­γός».

κε΄. ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ από το Βιβλίο “Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ   ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ–ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ–ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ” της σειράς ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΒΙΩΜΑ  4
ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ – ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ «ΕΝΩΜΕΝΗ  ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ» σελ. 58-59
Δείτε ΕΔΩ τις σχετικές με το βιβλίο αναρτήσεις