«Ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά»

της Μαρίας Κορνάρου, φοιτήτριας της Νομικής Σχολής Αθηνών

Τόσον καιρό, τον είχαμε ξεχάσει. Σήμερα, είναι ενώπιον ημών. Ορατός, απτός, γεγυμνωμένος απάσης ωραιοποιήσεως, ο θάνατος. Ακούγεται ως και από τη γωνία του δωματίου όπου καραδοκεί όπως πάντα. Ίσως, για κάποιος ανθρώπους, να γίνεται ο θάνατος κατάσταση και κατάκτηση. Αυτοί είναι οι μαθητές του Χριστού. Η χριστιανική ζωή μόνο ως νέκρωση προς τα γήινα μπορεί να καρποφορήσει. Το Ευαγγέλιο γίνεται πράξη από πρόσωπα συσταυρωθέντα τω Χριστώ, η φλόγα της πίστεως ανάβει σε μάτια που αιώνια ατενίζουν το Ουράνιο Δικαστήριο.

Οι γήινοι, οι μη μαθητεύσαντες παρά τω Κυρίω, γελάστηκαν για το θάνατο. Νόμισαν ότι ήτανε ψέμα. Όνειρο. Μετάβασις εις ανυπαρξίαν! Θησαύρισαν εαυτούς θησαυρόν επίγειον και φθαρτόν. Εζήτησαν την δόξαν των ανθρώπων και ηγάπησαν αυτήν. Δόθηκαν ψυχή τε και σώματι στον κόσμο, τον μεγάλο λαοπλάνο, και ορκίστηκαν να μην πεθάνουνε ποτέ. Συνήψαν συνθήκες ειρήνης και αενάου εκεχειρίας. Λησμόνησαν κι αρνήθηκαν ό,τι ιδανικό μπορούσε να ζητήσει για αντάλλαγμα την ψυχή τους, μήποτε χαθούν από το μάταιο κόσμο για τις αιώνιες ιδέες. Γέμισε το βιός τους τρυφή και ανάπαυσιν τόσο, ώστε παράξενο τους φάνηκε να πεθαίνει κανείς και να χάνεται ως χουν εκ της γης, αφού αυτοί δε νιώθουν ότι ζούνε. Ζητήσανε να κάψουνε πια τους νεκρούς τους, μήπως καταργήσουν έτσι την φθορά, τη σήψη, τη νοσηρή μυρωδιά της υπάρξεως που ταξιδεύει προς το τίποτα. Συμβόλαια θα υπογράφανε με το αίμα τους, μόνο αν η φρίκη εκείνη τους εγγυότανε να γλιτώσουν απ’ τη μείζονα φρίκη του θανάτου. Ταξίδεψαν όλη τη γη και διέσχισαν τις θάλασσες, υποσχέθηκαν στην αγάπη τους, εμείς δε θα πεθάνουμε ποτέ. Ποτέ, μ’ ακούς;

Κι είπαν τη ψυχή τους, ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά! Φάε, πίε, ευφραίνου.

Εις μάτην. Σε τοιχογραφία της Μονής Μεγίστης Λαύρας στον Άθω, ιστορείται ο Αββάς Σισώης έντρομος, γονυπετής, ταις χερσί κατά τον ουρανόν απλωμέναις, μπροστά σε μία σαρκοφάγο που μέσα έχει τα οστά του Μ. Αλεξάνδρου. Είναι απλά κόκκαλα, όπως απλά θα είναι και κοινά τα κόκαλα του κάθε θνητού.

Άλλοτε οι πιστοί εορτάζαμε τις ημέρες αυτές τη νίκη κατά του θανάτου, ολόλαμπρα και πανηγυρικά. Χριστός Ανέστη έψαλλε ο παπάς μας στην αρχή της λειτουργίας, Χριστός Ανέστη και στο τέλος. Χριστός Ανέστη, χαιρετιόμασταν μεταξύ μας οι Χριστιανοί. Ανασταινόταν ο Χριστός, κάθε που το ομολογούσαμε. Από τότε που γίναμε μαθητές του Χριστού, συνετάφημεν και συνανέστημεν αυτώ με το άγιο βάπτισμα. Για αυτό η Εκκλησία μας θυμίζει τον αιώνιο προορισμό μας την εβδομάδα της Διακαινησίμου, με το τροπάριο «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». Η Θεία Κοινωνία, ως φάρμακο αθανασίας που είναι, αφθαρτοποιεί το σώμα και το πνεύμα μαζί. Κάθε που κοινωνάμε γινόμαστε και λίγο πιο αθάνατοι, ερχόμαστε λίγο πιο κοντά στον ουρανό. Φανερό γίνεται στα λείψανα των αγίων, που διατηρούνται θαυμαστά, κι ας μην έφτασε ακόμη η ώρα της αναστάσεως των νεκρών, της Δευτέρας Παρουσίας.

Θύμησες μιας άλλης εποχής! Τον πυρήνα της πίστης μας, τον στέρησαν οι κήρυκες του θανάτου. Οι ίδιοι που κρύβονται από την ασθένεια, ξορκίζουν τον ιό, μετρούν εκστατικοί τα θύματα. Το τέλος τους περιμένει, στην επόμενη γωνία. Δεν στρέφονται, άραγε, στην Πηγή της Ζωής;

Δεν υπάρχει μεγαλύτερο έγκλημα από το να’ σαι αθάνατος σε μία κοινωνία τρεφόμενη εκ θανάτου. Θα επιβάλλει μεν την βαρύτερη των ποινών, όμως ποτέ δε μπορεί να στερήσει την αθανασία. Αυτή την χάρισε ο Θεός, ως άγιος Αθάνατος, στους δικούς του.